Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΣΥΓΧΥΣΗ
ΚΑΙ ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΠΟΙΜΕΝΩΝ, ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΝ
ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΠ. ΠΑΥΛΟΥ
Δυστυχῶς, ἡ σύγχυση τῆς ἐποχῆς μας, (ὅπως ἔχουν προείπει οἱ Πατέρες) ἔχει ξεπεράσει κάθε σύγχυση ποὺ ὑπῆρχε σὲ προηγουμένους αἰῶνες. Ἡ σύγχυση αὐτὴ παρατηρεῖται σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ στὸν τομέα τῆς Πίστεως, ἐκεῖ ποὺ παλαιότερα ὁ ἄνθρωπος ἔβρισκε, μὲ λίγη προσπάθεια, τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν σταθερότητα τῆς Ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ σὲ ἁγιασμένους γέροντες.
Σήμερα κι ἐκεῖ, ὑπάρχει σύγχυση κι ἀντιπαράθεση· ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν διατήρηση τῆς πίστεως καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα, ἀνάμεσα σὲ Γέροντες ἐν τῷ κόσμῳ καὶ σὲ Γέροντες ἐν τοῖς διαφόροις Μοναστηρίοις, ἀνάμεσα σὲ ἐπισκόπους τῆς ἴδιας τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀνάμεσα στὴ Σύνοδο μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ Σύνοδο μιᾶς ἄλλης τοπικῆς Ἐκκλησίας, κ.λπ.
Σήμερα κι ἐκεῖ, ὑπάρχει σύγχυση κι ἀντιπαράθεση· ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν διατήρηση τῆς πίστεως καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα, ἀνάμεσα σὲ Γέροντες ἐν τῷ κόσμῳ καὶ σὲ Γέροντες ἐν τοῖς διαφόροις Μοναστηρίοις, ἀνάμεσα σὲ ἐπισκόπους τῆς ἴδιας τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀνάμεσα στὴ Σύνοδο μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ Σύνοδο μιᾶς ἄλλης τοπικῆς Ἐκκλησίας, κ.λπ.
Στὸ σημείωμα αὐτὸ θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ κάποια ἀπὸ αὐτὲς τὶς συγχύσεις, ποὺ ἐκπορεύονται ἀπὸ κάποιους ποιμένες καὶ πνευματικοὺς καὶ διακινοῦνται ἀπὸ τὰ πνευματικοπαίδια τους, τὰ ὁποῖα ὑπεραμύνονται τῶν θέσεων αὐτῶν, ἰσχυριζόμενα ὅτι κάνουν ὑπακοὴ στὸν Γέροντά τους, ἀντὶ νὰ ἀνατρέξουν στὴν Πατερικὴ Παράδοση καὶ νὰ ὑπακούσουν στοὺς Ἁγίους Πατέρες.
Παραθέτουμε ἀρχικὰ ἕνα κείμενο, δημοσιευμένο μάλιστα σὲ ἱστολόγιο ποὺ κατακεραυνώνει τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο γιὰ τὰ ἀντι-ευαγγελικὰ ἀνοίγματά του πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀντιτίθεται στὸν Οἰκουμενισμό, ταυτόχρονα ὅμως, δημοσιεύει καὶ κείμενα, ὅπως τὸ παρατιθέμενο, τὰ ὁποῖα ἐνσπείρουν τὴν σύγχυση στοὺς πιστούς, καὶ ἀποδεικνύουν τὴν παραπάνω διαπίστωση ἐν τοῖς πράγμασι. Θὰ προσπαθήσουμε δέ, νὰ τὸ ἐξετάσουμε μὲ βάση πατερικὰ κείμενα, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ προκαλέσουμε κάποιους ποὺ γνωρίζουν καλύτερα τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων, νὰ τοποθετηθοῦν καὶ νὰ τὸ διορθώσουν ἢ νὰ τὸ συμπληρώσουν. Διαβάζουμε στὸ κείμενο:
«Το ότι ο Βαρθολομαίος είναι αιρετικός δεν τεκμηριώνεται. Ζητήσαμε, μια ομιλία του σε Ι. Ναό, δηλ. σε σύναξη Χριστιανών Ορθοδόξων, όπου να διδάσκει αίρεση (παλαιά ή νέα) και εισπράξαμε ουδέν.
Αντ' αυτού, μας ειπώθηκε, ότι διδάσκει αίρεση (χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία) σε αγορές, στους δρόμους, σε συνεντεύξεις, σε συνέδρια (προφανώς, όχι αμιγώς Ορθόδοξα).
Ευχόμαστε βέβαια, ο Βαρθολομαίος να είναι μιμητής του Παύλου και να "το παίζει" παπικός, στους παπικούς, προτεστάντης, στους προτεστάντες, εβραίος, στους Εβραίους, μουσουλμάνος, στους μουσουλμάνους, άθεος, στους άθεους.
Μην ξεχνάμε την πολιτική του Παύλου: «…και εγενόμην τοις Ιουδαίος ως Ιουδαίος, ίνα Ιουδαίοις κερδήσω, ...τοις ανόμοις ως άνομος ίνα κερδήσω ανόμους…». Δηλ. σήμερα καλούμαστε να γίνουμε παπικοί για να κερδίσουμε τους παπικούς, οικουμενιστές για να κερδίσουμε τους οικουμενιστές, άθεοι, για να κερδίσουμε τους άθεους κ.λπ.
Τι έκανε λοιπόν ο Παύλος; Υποκρινόταν τον Ιουδαίο, στους Ιουδαίους, τον ειδωλολάτρη στους ειδωλολάτρες, για να κερδίσει έστω και έναν ετερόδοξο και ακριβώς, γι' αυτό το λόγο κατηγορήθηκε τότε, για μεταμόρφωσή του, για υποκρισία, αναλόγως των περιστάσεων, με σκοπό την προσωπική επιτυχία και την εξασφάλιση όλο και περισσότερο οπαδών. Ο Παύλος δέχεται πως προσαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις, για να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερους για το ευαγγέλιο, αυτό όμως το κάνει όχι από προσωπική έπαρση ή ματαιοδοξία, αλλά στην προσπάθειά του να μη μείνει ο ίδιος έξω από την υπόσχεση του ευαγγελίου.
Και αυτό το βλέπουμε σε δυο περιπτώσεις, που στην πράξη αθέτησε την ίδια του τη διδασκαλία. Η πρώτη είναι η περιτομή του Τιμόθεου, αν και δίδασκε κατά της περιτομής. Η δεύτερη είναι στο λόγο του στην Πνύκα, προς τους Αθηναίους, που αντί να τους υβρίσει ως ειδωλολάτρες και άρα αιρετικούς, τους επαίνεσε, για τη θρησκευτικότητά τους και δεν τους είπε να πετάξουν τους άλλους θεούς και να κρατήσουν τον ένα, τον άγνωστο, που ήρθε να τους τον αποκαλύψει. Η περίσταση λοιπόν αναγκάζει τον Παύλο, να γίνεται ένα με το ακροατήριό του, για να κερδίσει έστω και ένα, για το ευαγγέλιο του Χριστού.
Ο Βαρθολομαίος διακηρύττει, ότι όλοι πιστεύουμε στον ίδιο Θεό, οι Ορθόδοξοι στον Τριαδικό, οι Παπικοί στον Δυαδικό, οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι στον Μοναδικό. Για να κερδίσουμε τους αλλόθρησκους ξεκινάμε από αυτό το σημείο και κατόπιν προσπαθούμε να ξεδιαλύνουμε τα πράγματα, ώστε να μπορέσουμε να κηρύξουμε την αλήθεια του ευαγγελίου. Και χαρίζουμε και Κοράνια στους Μουσουλμάνους, που γι' αυτούς, αυτό είναι το ιερό τους βιβλίο, όχι για εμάς.
Ευελπιστούμε, όπως ο Βαρθολομαίος ενεργεί, όπως το προσδιορίσαμε. Στην αντίθετη περίπτωση, το "κρίμα στο λαιμό" του, χωρίς να γνωρίζουμε βέβαια τα εσώψυχα της καρδιάς και των λογισμών του. Μέχρι τότε, ούτε "ωσαννά", ούτε "άρον, άρον....."».
Ἂς δοῦμε ἐν πρώτοις τὸ τμῆμα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τὸ ὁποῖο ὁ σχολιογράφος ἐπικαλεῖται καὶ ἐν συνεχείᾳ θὰ σχολιάσουμε μὲ βοήθεια τὴν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων:
«Ἐλεύθερος γὰρ ὢν ἐκ πάντων πᾶσιν ἐμαυτὸν ἐδούλωσα, ἵνα τοὺς πλείονας κερδήσω· καὶ ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω· τοῖς ὑπὸ νόμον ὡς ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον κερδήσω· τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος, μὴ ὢν ἄνομος Θεῷ ἀλλ' ἔννομος Χριστῷ, ἵνα κερδήσω ἀνόμους· ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσω· τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω» (Α΄ Κορ. θ΄, 19-22).
1. Γράφει, λοιπόν, ὁ συγκεκριμένος σχολιογράφος, ὅτι ὁ ἀπ. Παῦλος «στὴν πράξη ἀθέτησε τὴν ἴδια του τη διδασκαλία» μὲ τὸν προχωρήσει σὲ «περιτομὴ τοῦ Τιμόθεου». Ποιός, ὅμως, Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας γράφει κάτι τέτοιο; Ἡ προοδευτικὴ ἀπαγκίστρωση ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ ἡ «οἰκονομία» ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπ. Παῦλος, εἶναι ἀθέτηση διδασκαλίας; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἀθέτηση διδασκαλίας εἶναι ὅσα ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος κάνει, τὰ ὁποῖα τὰ συγχωροῦν οἱ σύγχρονοι ποιμένες καὶ τὰ πνευματικοπαίδια τους. Γράφει σχετικὰ ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς, ὅτι κατ’ οἰκονομίαν περιέτεμε τὸν Τιμόθεον ὁ ἀπ. Παῦλος, χωρὶς νὰ παραβαίνει κανένα νόμο, (ἀφοῦ αὐτὸς ἦταν τότε ὁ ἰσχύων νόμος τῆς Π. Διαθήκης), τὸν ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία ἀγωνιζόταν προοδευτικὰ νὰ τὸν ἀλλάξει:
«Καὶ ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω... Καὶ διὰ τούτους γάρ τοι καὶ ἐκείνους, καὶ τῆς νομικῆς καθάρσεως ἐν Ἱεροσολύμοις ἠνέσχετο, καὶ ἐν τῇ Λυκαονίᾳ τὸν Τιμόθεον περιέτεμε, καὶ ἄλλα μυρία παραπλήσια ᾠκονόμησε» (Θεοδώρητου Κύρου, Ἑρμηνεία τῶν ΙΔ΄ ἐπιστολῶν Παύλου, TLG, V. 82, p. 297, l. 52-p. 300, l. 8). Καὶ «ἐγένετο τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος· ὅτε ἐν τῷ ἱερῷ ἡγνίσατο καὶ ἔθυσεν, καὶ περιτεμὼν Τιμόθεον Ἰουδαίοις πεπόμφεν διδάσκαλον· διὰ περιτομῆς τὴν περιτομὴν ἀναίρων» (Ἰσιδώρου).
Περιέτεμε, δηλ. τὸν Τιμόθεον κατ’ οἰκονομίαν, καθόσον μάλιστα βρισκόμαστε στὸ μεταίχμιο τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, στὰ πρῶτα χρόνια ποὺ εἶχε θεσπιστεῖ ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴν Σύνοδον ἡ μὴ ἀναγκαιότητα τῆς περιτομῆς καὶ –ὅπως ἦταν φυσικὸ– δὲν ἦταν ἀκόμα γνωστὴ σὲ ὅλους. Ἀντίθετα, ὡς διάταξη τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἰουδαῖοι τὴν ἐσέβοντο. Μὲ σύνεση, λοιπόν, προχώρησαν οἱ Ἀπόστολοι στὴν κατάργησή της καὶ τὴν ἀντικατάστασή της: «Καὶ σκόπει σύνεσιν, πῶς εὐκαίρως τὸν περὶ αὐτῆς εἰσήγαγε λόγον. Οὐ γὰρ εὐθέως ἀπ' αὐτῆς ἤρξατο, ἐπειδὴ πολλὴ ἦν αὐτῆς ἡ ὑπόληψις» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, V. 60, pg 434, ln 50).
Καὶ λίγο παρακάτω: «διὸ καὶ ὑφειμένως προάγει τὸν λόγον, καί φησι· Περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ, ἐὰν πράσσῃς τὸν νόμον· ἐὰν δὲ παραβάτης νόμου ᾖς, ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία γέγονε. Δύο γὰρ ἐνταῦθα ἀκροβυστίας καὶ δύο περιτομάς φησιν, ὥσπερ καὶ δύο νόμους... Καὶ περιτομὴ μία μὲν ἡ ἐν τῇ σαρκὶ, δευτέρα δὲ ἡ ἀπὸ προαιρέσεως. Οἷόν τι λέγω· Περιετμήθη τις ὀκταήμερος· αὕτη σαρκικὴ περιτομή. Ἔπραξέ τις τὰ νόμιμα ἅπαντα· αὕτη διανοίας περιτομὴ, ἣν μάλιστα ὁ Παῦλος ζητεῖ, μᾶλλον δὲ καὶ ὁ νόμος... γ΄. Ὅρα τοίνυν πῶς συγχωρήσας αὐτὴν τῷ λόγῳ, καθεῖλε τῷ πράγματι. Οὐ γὰρ εἶπε, Περιττὸν ἡ περιτομή, ἀνόνητον ἡ περιτομὴ, ἄχρηστον· ἀλλὰ τί; Περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ, ἐὰν νόμον πράσσῃς. Κατεδέξατο αὐτὴν τέως λέγων· Ὁμολογῶ, καὶ οὐκ ἀντιλέγω, ὅτι καλὴ ἡ περιτομή· ἀλλὰ πότε; Ὅταν καὶ τὴν τοῦ νόμου φυλακὴν ἔχῃ... Οὐκ εἶπεν· Οὐκέτι ὠφελεῖ· ἵνα μὴ δόξῃ αὐτὴν ὑβρίζειν· ἀλλὰ γυμνώσας αὐτῆς τὸν Ἰουδαῖον, τότε αὐτὸν βάλλει λοιπόν... Ὥσπερ γὰρ, ὅτε ἔλεγε περὶ τῆς περιτομῆς, οὐκ εἶπεν, ὅτι Ἡ δὲ περιτομὴ οὐδὲν ὠφελεῖ χωρὶς βίου, ἀλλά, Περιτομὴ ὠφελεῖ μετὰ βίου, τὸ αὐτὸ μὲν δηλῶν, ἡμερώτερον δέ».
Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο λέγει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Καίτοι ἡ περιτομὴ παρὰ Θεοῦ δεδομένη ἦν, ἀλλ' ὅμως ἐπειδὴ ἐλυμαίνετο τῷ Εὐαγγελίῳ οὐκ ἐν καιρῷ τελουμένη, πάντα ἔπραττεν ὁ Παῦλος, ὥστε αὐτὴν περικόψαι» (Χρυσόστομος Ἰω., Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας, κεφ. α΄, V. 61, pg 623, ln 46).
Καὶ πάλι (V. 60, pg 435, ln 17): Καὶ «περιέτεμεν γὰρ ἵνα καθέλῃ περιτομήν... οὐχὶ ἵνα καθέλει» θεσμοὺς καὶ Ἱ. Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως κάνει σήμερα ὁ πατριάρχης καὶ οἱ περὶ αὐτὸν μὲ τὴν καταπάτηση τῶν ἱ. Κανόνων, τὴν ὁποία ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ δικαιολογοῦν οἱ οἰκουμενίζοντες.
Καὶ ἀλλοῦ ὁ Χρυσόστομος ὁμιλεῖ περὶ τοῦ τρόπου διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἀπ. Παῦλος ἀντιμετώπισε τὸ θέμα τῆς περιτομῆς θεολογώντας καὶ ἀποκαλύπτοντας τὸ νέο νόημα ποὺ ἐλάμβανε «ἡ διὰ τοῦ βαπτίσματος περιτομή», στὸν χριστιανισμό. Ὁμιλοῦσε δηλ. ὁ Ἀπόστολος γιὰ μιὰ νέα διδασκαλία, ἡ ὁποία ἀκόμη ἦταν ἄγνωστη στοὺς Ἰουδαίους, καὶ ὄχι μιὰ παγιωμένη αἱρετικὴ διδασκαλία ἐπὶ 1000 χρόνια, μὲ τὴν ὁποία συνομιλεῖ ὁ κ. Βαρθολομαῖος καὶ μὲ τοὺς ἡγέτες τῆς ὁποίας συμπροσεύχονται καὶ ἀποδέχονται (ὡς ἔχοντας ἀρχιερωσύνη καὶ μυστήρια) οἱ πατριαρχικοὶ ἐν ἐκκλησίαις.
2. Ὡς πρὸς τὴν παρουσία τοῦ ἀπ. Παύλου στὶς Συναγωγές. Πράγματι, μίλησε κι ὁ ἀπ. Παῦλος συστηματικὰ στὶς Συναγωγές, ὅπως τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ Κύριος καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι· αὐτό, ὅμως, ἔγινε πρὶν διακοποῦν οἱ σχέσεις μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ὅταν βρισκόμαστε στὴν ἀρχὴ τῆς διαδόσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ, πρὶν οἱ σκληροὶ διωγμοὶ ἐπεκταθοῦν, πρίν, ἡ ὅλη ἀντιμετώπιση τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἀναγκάσουν τὴν Ἐκκλησία νὰ καθορίσει τὴ στάση της –στάση ἀπομακρύνσεως καὶ ἀκοινωνησίας– ἀπὸ τὴν Συναγωγή. Τότε λοιπόν, «συγκατέβαινεν γὰρ ὁ Παῦλος εἰς συναγωγὰς Ἰουδαίων· εἰσήρχετο πρὸς αὐτούς· ἐποίει κατὰ τὰ ἔθη αὐτῶν χωρὶς βλάβης· οὐ συνυποκρινόμενος, ἀλλὰ θηρεύων τινὰς ἐξ αὐτῶν» (Ὠριγένης, TLG, Fragmenta ex commentariis in epistulam i ad Corinthios (in catenis): Section 43, line 12).
Ἀργότερα, ὅμως, τὰ πράγματα παγιώθηκαν καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀπαγόρευσε τὴν εἴσοδο στὴν Συναγωγὴ γιὰ ποιμαντικοὺς λόγους, γιὰ νὰ μὴν ἐπηρεάζεται ὁ χριστιανὸς καὶ ἐπιστρέψει ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἀποχώρησε, στὴν ξεπερασμένη πιὰ Συναγωγή. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἱ. Χρυσόστομος μιλάει γιὰ ἀποστροφὴ καὶ ἀκόμα, γιὰ μῖσος πρὸς τὴν Συναγωγή· γράφει: «Ἐάν τις ἴδῃ σε τὸν ἔχοντα γνῶσιν εἰς συναγωγὴν ἀπερχόμενον, καὶ σάλπιγγας θεωροῦντα, οὐχὶ ἡ συνείδησις αὐτοῦ ἀσθενοῦς ὄντος οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ θαυμάζειν τὰ Ἰουδαϊκὰ πράγματα; Ὁ πίπτων οὐχὶ τοῦ ἰδίου πτώματος δίδωσι μόνον δίκην, ἀλλ' ὅτι καὶ ἄλλους ὑποσκελίζει κολάζεται· ὥσπερ καὶ ὁ ἑστὼς οὐχ ὑπὲρ τῆς οἰκείας ἀρετῆς στεφανοῦται μόνον, ἀλλ' ὅτι καὶ ἄλλους εἰς τὸν αὐτὸν ἄγει ζῆλον θαυμάζεται. Φεύγετε τοίνυν καὶ τοὺς συλλόγους, καὶ τοὺς τόπους αὐτῶν, καὶ μηδεὶς αἰδείσθω τὴν συναγωγὴν διὰ τὰ βιβλία, ἀλλὰ διὰ ταῦτα αὐτὴν μισείτω καὶ ἀποστρεφέσθω, ὅτι ἐφ' ὕβρει κατέχουσι τοὺς ἁγίους, ὅτι ἀπιστοῦσι τοῖς ἐκείνων ρήμασιν, ὅτι τὴν ἐσχάτην αὐτῶν κατηγοροῦσιν ἀσέβειαν» (Χρυσοστόμου Ἰω., Λόγοι Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγ. α΄, ΤLG, V. 48, pg 851, ln 43).
3. Εἶναι, ἐπίσης, ἀλήθεια πὼς οἱ Ἀπόστολοι φέρθηκαν μὲ συγκατάβαση καὶ οἰκονομία καὶ πρὸς τοὺς ἐθνικούς. Πῶς ἀλλιῶς ἐξ ἄλλου θὰ πραγματοποιoῦσαν τὴν Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη»; Οὐδέποτε, ὅμως, ἀποδέχτηκαν ἢ υἱοθέτησαν –πρὸς καιρὸν ἔστω– τὶς ἰδέες ἢ στοιχεῖα τῆς θρησκείας τῶν ἐθνικῶν καὶ τῶν Ἑλλήνων. Γράφει ὁ Θεοδώρητος: «”Τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος... Ἔστι δὲ αὐτοῦ τὰς παντοδαπὰς οἰκονομίας ἰδεῖν, οὐ μόνον ἐν τοῖς αὐτοῦ γράμμασιν, ἀλλὰ καὶ ἐν ταῖς Πράξεσι τῶν ἀποστόλων. Ἄλλως γὰρ ἐν ταῖς Ἰουδαίων συναγωγαῖς διελέγετο, καὶ ἄλλως ἐπὶ τοῦ Ἀρείου πάγου τὴν διδασκαλίαν προσήνεγκεν, ἑκάστῳ πάθει προσφέρων κατάλληλα φάρμακα» (Θεοδώρητου Κύρου, ὅπ. παρ., p. 300, l. 9-p. 300, l. 17).
Μίλησε, λοιπόν, στοὺς Ἀθηναίους ὁ ἀπ. Παῦλος μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἀπ’ ἐκεῖνον μὲ τὸν ὁποῖον μιλοῦσε στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ μέχρι ἐκεῖ. Οὐδέποτε ἀποδέχθηκε τὶς θρησκευτικές τους ἰδέες. Ἁπλὰ χρησιμοποίησε καὶ τῶν δικῶν τους φιλοσόφων καὶ ποιητῶν ἰδέες καὶ κείμενα, (χωρὶς νὰ τὰ υἱοθετήσει), μὲ σκοπὸ βέβαια νὰ τοὺς προσελκύσει πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τοὺς θεραπεύσει. «Διερχόμενος καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν, εὗρον βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο ἀγνώστῳ Θεῷ· ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν» (Πράξ. 17, 23). Γράφει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Ὅρα καὶ ἀπὸ τῶν ὑπ' αὐτῶν γινομένων, καὶ ἀπὸ τῶν εἰρημένων τὰς ἀποδείξεις παρέχοντα» (Χρυσόστομου Ἰω., Ὑπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, TLG, V. 60, pg 269, ln 21).
Ὅπως φαίνεται, λοιπόν, καὶ ἀπὸ τὸ κείμενο, στὴν ὁμιλία-διάλογο μαζί τους, δὲν ἀποδέχτηκε, ὅτι πιστεύουν στὸν ἴδιο Θεό οἱ Χριστιανοὶ καὶ οἱ Ἕλληνες –ὅπως ὁ Πατριάρχης κάνει μὲ τοὺς κάθε λογῆς αἱρετικοὺς καὶ ἑτερόθρησκους–, ἀλλὰ τοὺς εἶπε μὲ καλὸ τρόπο: ἐσεῖς, εἶσθε μὲν εὐσεβεῖς, ἀλλὰ τὴν εὐσέβειά σας τὴν ἔχετε στρέψει σὲ ἀνύπαρκτο Θεό, ψεύτικο. Κι ἐγὼ ἦλθα νὰ σᾶς διδάξω, τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Κι ἐκεῖνοι, ὅπως προανεφέρθη, δὲν ἀπεδέχθησαν τὴν διδασκαλία του καὶ «εὐγενικὰ» τὸν ἔδιωξαν.
Κατ’ ἀρχάς, λοιπόν, ὅπως διαβάζουμε στὸ κείμενο τῶν Πράξεων, ὁ Παῦλος στενοχωρεῖται καὶ ἐξοργίζεται βλέποντας τέτοια πνευματικὴ τυφλότητα: «παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν» (Πράξ. 17, 16). «Τί οὖν ἐστι, Παρωξύνετο; Ἀντὶ τοῦ, Διηγείρετο· ὀργῆς γὰρ καὶ ἀγανακτήσεως πόῤῥω τὸ χάρισμα. Οὐκ ἔφερεν, ἀλλ' ἐτήκετο... Εἰκότως παροξύνεται· οὐ γὰρ ἦν ἀλλαχοῦ τοσαῦτα ἰδεῖν εἴδωλα» (Χρυσοστόμου ὅπ. παρ., V. 60, pg 267, ln 42). «Ὀδύνη γὰρ καὶ παροξυσμὸς τῷ ἁγίῳ ἡ τῶν ἀθέων ἀσέβεια. Οὕτω καὶ περὶ τοῦ Παύλου εἴρηται» (Asterius Sophista Scr. Eccl.: Commentarii in Psalmos (homiliae 31): Homily 25, section 2, line 16). Διὰ τοῦτο «εἰδωλομανοῦντος τοῦ τῇδε λαοῦ, καὶ ταῖς ἐπιβωμίοις κνίσσαις προστετηκότος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν τῷ μακαρίῳ παρωξύνετο Παύλῳ, οἷόν τι ῥεῦμα πλημμύρον ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ Ἀποστόλου στενοχωρούμενον, καὶ μὴ εὑρίσκον ἐν τοῖς ἀναξίοις τὴν διέξοδον. Διὰ τοῦτο Στωϊκοῖς τε καὶ Ἐπικουρείοις συμπλέκεται, καὶ εἰς Ἄρειον καταστὰς πάγον, ἐκ τῶν συνήθων αὐτοὺς πρὸς τὴν θεογνωσίαν προσάγεται» (Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ Θεότητος Υἱοῦ καὶ Πνεύματος λόγος, TLG V. 46, p. 557, l. 2-9).
Συνομιλοῦσε, λοιπόν, ὁ Παῦλος μὲ τοὺς Ἀθηναίους στὴν ἀγορά: «διελέγετο... ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας»· καὶ καθιστοῦσε σαφές, ὅτι λατρεύουν ψεύτικο θεό. Καὶ ὅταν τὸν κάλεσαν στὸν Ἄρειο Πάγο, πῆγε, παρόλο ποὺ ὁ Ἀπόστολος γνώριζε ὅτι ἀπὸ περιέργεια τὸν κάλεσαν, κάποιοι δέ, μὲ σκοπὸ νὰ ἀπορρίψουν τὴν διδασκαλία του: «Ἦγον αὐτὸν ἐπὶ τὸν Ἄρειον πάγον, οὐχ ὥστε μαθεῖν, ἀλλ' ὥστε κολάσαι, ἔνθα αἱ φονικαὶ δίκαι. Ὅρα γοῦν πῶς καὶ ἐν ἐλπίδι τοῦ μαθεῖν καὶ πανταχοῦ τὴν καινοτομίαν ἐγκαλοῦσι. Λάλων πόλις ἡ πόλις ἐκείνων ἦν» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ὑπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁμιλ. λα΄, TLG, V. 60, pg 268, ln 30). Kαὶ ἀσφαλῶς δὲν διέφυγε τῆς προσοχῆς τοῦ Παύλου, ὅτι ὑπερηφάνως διέκειντο ἀπέναντί του: «Διὰ τί εἰς Ἄρειον πάγον αὐτὸν εἷλκον; Ὡς καταπλήξοντες, ἔνθα τὰς φονικὰς δίκας ἐδίκαζον» (Χρυσοστόμου Ἰω., ὅπ. παρ., V. 60, pg 270, ln 8).
Πῆγε, λοιπόν, στὴν Πνύκα, γιὰ νὰ τοὺς ἐκθέσει τὴν παράξενη, ὅπως τὴν χαρακτήρισαν, διδασκαλία του καὶ μίλησε, καὶ ἐξήγησε καθαρὰ καὶ σταράτα, χωρὶς κρατούμενα καὶ διπλωματίες ἢ ὑποκρισίες, τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Καὶ ἐπαίνεσε μὲν τὴν εὐσέβειά τους, ὄχι ὅμως καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεώς τους, τὸ ὁποῖο κατήγγειλε ὡς ψευδές: «Ὁρᾷς ὅπως κατὰ μικρὸν εἰσάγει τὴν φιλοσοφίαν; πῶς καταγελᾷ τῆς Ἑλληνικῆς πλάνης τοὺς ψευδεῖς θεούς;» (Χρυσοστόμου Ἰω., ὅπ. παρ., V. 60, pg 269, ln 6).
Καὶ ἀσφαλῶς δὲν τοὺς ὕβρισε, ἀλλὰ τοὺς ἐξήγησε ὅτι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι ὁ Χριστός, οἱ δὲ ἄλλοι Θεοί, οἱ κατοικοῦντες σὲ «χειροποίητους» εἰδωλολατρικοὺς ναούς, εἶναι ψεύτικοι: «Οἰκεῖ μὲν γὰρ ἐν ναοῖς, ἀλλ' οὐκ ἐν τοιούτοις, ἀλλ' ἐν ἀνθρωπίνῃ ψυχῇ. Ὅρα, τὴν σωματικὴν ἀνεῖλε λατρείαν» (Χρυσοστόμου Ἰω., ὅπ. παρ., V. 60, pg 270, ln 41). Γι’ αὐτό, τοὺς εἶπε, δὲν πρέπει νὰ νομίζετε ὅτι «τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον... χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου». Γράφει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Καὶ οὐκ εἶπεν· Οὐκ ὀφείλετε νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ τὸ Θεῖον εἶναι ὅμοιον, ὢ μιαροὶ καὶ παμμίαροι· ἀλλὰ ταπεινότερον, Τοῦτο οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν, φησίν, ἀλλ' ὑπὲρ τοῦτο, Τί δαὶ τὸ ὑπὲρ τοῦτο; Θεός» (Χρυσοστόμου Ἰω., ὅπ. παρ., V. 60, pg 272, ln 26).
Καὶ τοὺς μίλησε γιὰ «μετάνοια», γιὰ ἡμέρα «κρίσεως», γιὰ «ἀνάσταση νεκρῶν». Καὶ δέχθηκε (ἐπειδὴ ἀκριβῶς μίλησε «ὀρθόδοξα») τὸν χλευασμὸ τῶν Ἀθηναίων καὶ τὴν περιφρόνησή τους. Αὐτά, δηλαδή, ποὺ δὲν ἀνέχονται οἱ σύγχρονοι ἐπίσκοποι, γι’ αὐτὸ καὶ ἀφήνουν ἀναπάντητες τὶς ὕβρεις ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πίστεως τῶν Παπικῶν καὶ μάλιστα, τὶς ἀποδέχονται!!!
Καὶ τέλος, «ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν» (Πράξ., 17,33) κατὰ τὸ «ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε» (Ἡσ. νβ´ 11 καὶ Β΄ Κορ. 6, 17) καὶ δὲν ξαναγύρισε νὰ διαλεχθεῖ μαζί τους, πιστὸς στὴν Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἀντίθετα οἱ οἰκουμενιστὲς στριφογυρίζουν γύρω ἀπὸ τὸ Βατικανὸ καὶ τὸ Π.Σ.Ε. ἐπὶ δεκαετίες, παρὰ τὶς ταπεινώσεις ποὺ συνεχῶς ὑφίσταται ὁ Κύριος (τὸν ὁποῖον τάχα ὑπηρετοῦν) καὶ ἡ Ἐκκλησία Του ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς.
Καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση λοιπόν, ὁ ἀπ. Παῦλος, θὰ ἐπαναλάβουμε, πὼς δὲν ἔκανε ὅ,τι κάνουν σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές· δὲν ἀποδέχθηκε τὶς θέσεις τους, δὲν δίστασε νὰ τοὺς ἀποκαλύψει ὅτι ὁ θεός τους ἦταν ψεύτικος, δὲν σιώπησε, ἀλλὰ στὸ τέλος τῆς δημηγορίας του μίλησε γιὰ θέματα, στὰ ὁποῖα ἡ διαφορὰ χριστιανισμοῦ καὶ εἰδωλολατρίας ἀποδεικνύετο πὼς ἦταν ριζική. Κι αὐτὸ τὸ ἔκαμε ἀπὸ τὴν πρώτη φορὰ ποὺ συναντήθηκε μαζί τους κι ὄχι μετὰ ἀπὸ κάποια χρόνια ἢ δεκαετίες. Ἔθιξε δηλ. ἐξ ἀρχῆς θέματα κρίσιμα, ὅπως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Γράφει ὁ ἱ. Χρυσόστομος:
«Οὐκ εἶπε τοὺς δαίμονας ἁπλῶς, ἀλλὰ προοδοποιεῖ τῷ λόγῳ. Διὰ τοῦτο εἶπε· Δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ, διὰ τὸν βωμόν. Ὁ Θεός, φησίν, ὁ ποιήσας τὸν κόσμον, καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ. Ἐφθέγξατο φωνὴν μίαν, δι' ἧς πάντα κατέστρεψε τὰ τῶν φιλοσόφων. Οἱ μὲν γὰρ Ἐπικούρειοι αὐτόματά φασιν εἶναι τὰ πάντα, καὶ ἀπὸ ἀτόμων συνεστάναι· οἱ δὲ Στωϊκοὶ, σῶμα καὶ ἐκπύρωσιν· ὁ δὲ ἔργον Θεοῦ λέγει τὸν κόσμον, καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ. Ὁρᾷς συντομίαν, καὶ ἐν συντομίᾳ σαφήνειαν; Καὶ σκόπει τίνα ἦν ξενίζοντα αὐτούς· ὅτι ὁ Θεὸς τὸν κόσμον ἐποίησεν» (Χρυσοστόμου Ἰω., ὅπ. παρ., V. 60, pg 270, ln 19-30).
Στὴ συνέχεια μίλησε περὶ ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν κ.λπ., χωρὶς νὰ λογαριάσει τὶς ἀντιδράσεις τους, χωρὶς νὰ ὑπολογίσει ὅτι αὐτὸ θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ κόψει τὶς γέφυρες ἐπικοινωνίας ποὺ μὲ κόπο, ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν στιγμή, προσπαθοῦσε νὰ δημιουργήσει μὲ τοὺς Ἀθηναίους. Καὶ εἶναι γνωστὸ ὅτι, αὐτὴ ἡ περὶ «ἀναστάσεως» ἀναφορά, ἔγινε ἀφορμὴ οἱ Ἀθηναῖοι νὰ τὸν εἰρωνευθοῦν καὶ νὰ τὸν ἀποπέμψουν «εὐγενικά»: «Ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου» (Πράξ. 17, 32).
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τους τὴν συμπεριφορά, ὁ Παῦλος, δὲν παρέμεινε ἄλλο στὴν Ἀθήνα, δὲν ξανανέβηκε στὴν Πνύκα, ἐπικαλούμενος τὴν φράση τους «ἀκουσόμεθά σου πάλιν». Δὲν πῆγε νὰ τοὺς παρακαλέσει: ἐλᾶτε νὰ ξανασυζητήσουμε· ἐξ ἄλλου ἐσεῖς μοῦ τὸ εἴπατε: «ἀκουσόμεθά σου πάλιν». Καὶ δὲν τοὺς προσέγγισε ξανά, γιατὶ κατάλαβε ὅτι δὲν εἶχαν διάθεση νὰ τὸν ἀκούσουν. Ἂς τοῦ εἶπαν αὐτὴ τὴ φράση, ἡ ὁποία σημειωτέον, μπορεῖ μὲν νὰ ἦταν εἰρωνική, ἀλλὰ δὲν ἦταν δόλια, ὅπως εἶναι οἱ φράσεις καὶ οἱ διαβεβαιώσεις τῶν αἱρετικῶν τῶν Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν σήμερα, καὶ ἀλλοίμονο, τῶν δικῶν μας «ὀρθόδοξων» ποιμένων, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τὴν κατάληξη ὅλων αὐτῶν τῶν Διαλόγων καὶ τῶν συμπροσευχῶν, ἀλλὰ τάχα ἀθῶα, στὴν πραγματικότητα ὅμως πονηρά, ἰσχυρίζονται ὅτι ἀκολουθοῦν τὴν Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν «ἄλλων!
Διότι, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἐκεῖνοι (στὴν περίπτωσή μας οἱ Ἀθηανῖοι) δὲν ἤξεραν, δὲν εἶχαν λάβει τὸ φῶς τῆς ἐπιγνώσεως, καὶ παρόλα αὐτὰ ἔψαχναν, μὲ τὸν τρόπο τους, ἐνῶ αὐτοὶ σήμερα (οἱ αἱρετικοί), ἔχουν ὅλους τοὺς θεόπνευστους Πατέρες στὰ χέρια τους, ὅλο τὸ φῶς τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ παραμένουν στὴν πλάνη τους καὶ στὸ σκοτάδι τῆς αἱρέσεως ἀμετανόητοι: «Πῶς οὖν οὐ χαλεπώτεροι τῶν μνημονευθέντων οἱ νῦν ματαιάζοντες; οἱ μὴ συγχωροῦντες ὑπὲρ τὴν κατάληψιν αὐτῶν εἶναι τὸ Θεῖον, ἀλλ' οὕτω τὸν Θεὸν γιγνώσκειν μεγαλαυχοῦντες ὡς αὐτὸς ἑαυτόν; Πῶς ἄν τις κατ' ἀξίαν τὴν πήρωσιν τῶν δειλαίων καταθρηνήσειεν, οἳ τοσούτου φωτὸς τῆς ἀληθείας τὴν οἰκουμένην πᾶσαν ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς ζωῇ διὰ τῆς εὐσεβοῦς πίστεως περιλάμποντος, μόνοι πρὸς τὴν αὐγὴν ἀμβλυωποῦσιν;» (Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ Θεότητος Υἱοῦ καὶ Πνεύματος λόγος, TLG, V. 46, p. 557, l. 52-p. 560, l.1).
Ποιός δὲν βλέπει, λοιπόν, καὶ ποιός δὲν καταλαβαίνει σήμερα τὴν δολιότητα τῶν Παπικῶν, τὴν πονηρία τῶν ἡμετέρων; Δυστυχῶς, δὲν τὰ βλέπουν αὐτὰ κάποιοι Γέροντες, ποὺ γιὰ τοὺς δικούς τους λόγους, ζητοῦν ἀπὸ τὰ πνευματικά τους παιδιά νὰ κάνουν ὑπακοὴ καὶ νὰ δείχνουν σεβασμὸ στοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους καὶ πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι διαλέγονται καὶ συμπροσεύχονται ἀδιακρίτως καὶ ἐπὶ δεκαετίες μὲ τοὺς αἱρετικούς, παρὰ τὶς Ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Μποροῦν, ἄραγε, νὰ ἰσχυριστοῦν στὰ σοβαρὰ οἱ ἡγέτες τῶν ἑτεροδόξων, ὅτι τὸ Βατικανὸ θέλει τοὺς Διαλόγους, ἐπειδὴ ἐνδιαφέρεται γιὰ νὰ εὕρει τὴν ἀλήθεια; Ἀσφαλέστατα ὄχι. Τὸ διακήρυξαν, ἄλλωστε, οἱ Παπικοὶ σὲ ὅλους τοὺς τόνους καὶ σὲ ὅλες τὶς κλίμακες: Θέλουμε νὰ ἑνωθοῦμε, μᾶς λένε, χωρὶς νὰ ἀλλάξουμε, οὔτε ἐσεῖς, οὔτε ἐμεῖς; Καὶ μὴ ξεχνᾶτε, ὅτι ἡ ἕνωση ποὺ ἐπιδιώκουμε καὶ σᾶς πιέζουμε νὰ γίνει (μᾶς λένε πάλι, μὲ τὸν τρόπο τους), θὰ εἶναι ἕνωση ὑποτελείας ἐν γνώσει σας· ἐμεῖς οἱ Παπικοὶ εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία, ἐνῶ ἐσεῖς εἴσαστε “Ἐκκλησία μὲ ἐλλείψεις”!
Καὶ προσέξτε: μόνο πρὸς τοὺς ἡγέτες τῶν ἑτερόδοξων διαλέγονται οἱ ἡμέτεροι Πατριάρχες καὶ οἰκουμενίζοντες ἐπίσκοποι, καὶ ὄχι μετὰ τῶν ἁπλῶν πιστῶν τοῦ Παπισμοῦ, οἱ ὁποῖοι (τῇ συνεργεία τῶν «ὀρθοδόξων») παραμένει στὴν ἄγνοια. Καταργοῦν ἔτσι τὴν Ἐντολὴ γιὰ τὸν ἐπαν-εὐαγγελισμὸ πολλῶν ἑτεροδόξων, τοὺς ὁποίους καταδικάζουν νὰ πεθάνουν στὴν αἵρεση. Εἶναι φοβερὴ ἡ ἀποκάλυψη, πὼς Δυτικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι Οἰκουμενιστές, ἔχουν συνάψει συμφωνία, νὰ μὴ προτρέπονται οἱ πιστοὶ τῶν ἄλλων ψευδο-ἐκκλησιῶν νὰ προσχωρήσουν στὴν Ὀρθοδοξία!!! Ἐφ’ ὅσον δέ, ἐπίκειται ἡ «ἕνωση», δὲν ἔχει νόημα ὁ ἐπαν-εὐαγγελισμὸς τῶν ἑτεροδόξων! (Βασιλειάδη Ν., Πανθρησκειακὸς Οἰκουμενισμός, σ. 35-39).
Νά, ὅμως, πῶς ἐννοοῦν τὴν «ἕνωση», ὅπως ξεκάθαρα τὸ εἶπε ὁ μητροπ. Περγάμου Ἰωάννης (Ζηζιούλας): «Ἡ ἑνότητα θὰ ἀπαιτήσει ἀλλαγὲς καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές, τόνισαν οἱ ἐπικεφαλεῖς..., μιὰ προσαρμογὴ καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές”, ...ἀναγνώριση, ὅτι ὑπάρχει μιὰ καθολικὴ χριστιανικὴ ἐκκλησία σὲ ἕνα ἐπίπεδο ὑψηλότερο ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν ἐθνικῶν τους ἐκκλησιῶν καὶ ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης εἶναι ἡ παραδοσιακή της κεφαλή”»! orthodoxia-pateriki.blogspot.com/2010/09/blog-post_26.html#ixzz1c17vVSkB
Καὶ ὁ Καρδινάλιος Walter Kasper εἶπε, ὅτι «ἡ ἑνότης στὴν πίστιν δὲν σημαίνει ἀνυπερθέτως τὴν ἑνότητα σὲ ὅλες τὶς διατυπώσεις τῆς πίστεως αὐτῆς»! Ὁ δὲ παπικὸς θεολόγος Φέρντιναντ Gahbauer συνόψισε: «Οἱ διαφορετικὲς διατυπώσεις τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως δὲν ἐγγίζουν τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεως» (Θεοδώρου Εὐάγ., Προσέγγισις μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν).
Καὶ γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε στὸν ἀπόστολο Παῦλο· μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς δημηγορίας του στὸν Ἄρειο Πάγο, λοιπόν, δὲν ἐπανῆλθε καὶ οὔτε ξανασυζήτησε μαζί τους, ἐπειδὴ ἐφάρμοσε καὶ ἐμπράκτως τὴν διδασκαλία-πρακτικὴ τῆς πρώτης Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος εἶχε συνοψίσει μὲ τὴ φράση: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον, μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ». Ἀντίθετα, ὅταν στὴν συνέχεια πῆγε στὴν Κόρινθο, ἐπειδὴ ἐκεῖ βρῆκε πρόσφορο ἔδαφος, ἔμεινε ἑνάμισυ περίπου χρόνο καὶ δημιούργησε τὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου.
Ὅμως, βάσει τῶν ἰσχυρισμῶν τῶν οἰκουμενιστῶν, θὰ ἔπρεπε νὰ παραμείνει καὶ νὰ ἐπαναλάβει γιὰ κάποιες βδομάδες τουλάχιστον (ἂν ὄχι γιὰ μῆνες) τὴν προσπάθεια νὰ μεταπείσει τοὺς Ἀθηναίους (ἂν αὐτὴ ἦταν ἡ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Οἰκουμενιστὲς σήμερα), ἀφοῦ μιὰ τέτοια ἐπιτυχία στὴν Ἀθήνα, τὸ κέντρο τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας, θὰ εἶχε (λογικὰ) εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα στὴν διάδωση τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Γιατί, ὅμως, δὲν ξαναπροσπάθησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ διαλεχθεῖ μὲ τοὺς Ἀθηναίους; Δὲν εἶναι τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐντολὴ «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη»; Ναί, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ Ἐντολὴ ἐδόθη κάτω ἀπὸ κάποιες προϋποθέσεις: «Ὁ τοῦ Εὐαγγελίου σκοπὸς τῶν ἀνθρώπων ἡ σωτηρία. Καὶ ὁ Δεσπότης καὶ τελώναις συνήσθιε, καὶ ἁμαρτωλοῦ γυναικὸς παρὰ τοὺς πόδας ὀδυρομένης ἠνέσχετο...» (Θεοδώρητου Κύρου, Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli: V. 82, p. 300, l. 42), ἀλλὰ ὅταν διέβλεπε τὴν καλὴ διάθεση τῶν ἀνθρώπων, ὅταν αὐτοὶ δὲν ἀντέλεγαν, δὲν ἔμεναν πεισματικὰ στὶς δικὲς τους δεισιδαιμονίες καὶ θρησκευτικὲς ἰδέες. Δὲν ἰσχύει, ὅμως, τὸ ἴδιο, ὅταν οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀρνητικοὶ ἀπέναντι στὸ Εὐαγγέλιο ὁλόκληρους αἰῶνες. Τότε, ἄλλη Ἐντολὴ καὶ ἄλλη πρακτικὴ «κληρονόμησαν» ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ οἱ Ἀπόστολοι: Ἀκόμα καὶ μὲ τὴν πρώτην ἔνδειξη κακῆς διαθέσεως ἀπέναντι στὸ Εὐαγγέλιο ἔπρεπε νὰ ἀποχωροῦν.
Ἔτσι, βλέπουμε τὸν Κύριο, ὅταν ἐπρόκειτο περὶ ἐθελοτυφλούντων, ἀμετανοήτων, ψευδοδιδασκάλων, περὶ ὑποκριτῶν Φαρισαίων, νὰ ἐξαπολύει τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα «οὐαί». Ταυτόχρονα, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς συμβούλεψε τοὺς μαθητές Του νὰ φεύγουν ἀπὸ τὸ σπίτι ἐκείνων ποὺ δὲν θὰ ἀποδέχονταν τὴν διδασκαλίαν Του, ἀμέσως μετὰ τὴν πρώτην ἐπίσκεψη, τινάζοντας μάλιστα καὶ τὴν σκόνη τῶν ὑποδημάτων τους, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μαζί τους.
Ἐπίσης, δὲν ἐμπόδισε τοὺς μαθητές-ἀκροατὲς μιᾶς ὁμιλίας Του, νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ κοντά Του, ἐπειδὴ σκανδαλίστηκαν ἀπὸ κάποιους λόγους Του· δὲν τοὺς παρακάλεσε νὰ γυρίσουν πίσω, γιὰ νὰ τοὺς δώσει περισσότερες ἐξηγήσεις, ἀφοῦ γνώριζε ὅτι δὲν εἶχαν ἀκόμα ἀποκτήσει πνεῦμα μαθητείας (μετάνοια)· δὲν τοὺς παρακάλεσε νὰ μείνουν γιὰ νὰ ξανασυζητήσουν τὸ θέμα, νὰ κάνουν ἕνα εὐρύτερο «θεολογικὸ Διάλογο ἀγάπης»· προέτρεψε μάλιστα καὶ τοὺς δώδεκα μαθητές Του νὰ φύγουν μαζί τους -ἂν θέλουν-, ἀφοῦ ἀπαιτοῦσε ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ ταπεινώσει τὴν ἀποδοχὴ ἀτόφιων καὶ ὅλων τῶν Ἐντολῶν Του (γι’ αὐτὸ ἄλλωστε εἶπε καὶ τὸ «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν»).
Αὐτη τὴν τακτικὴ βλέπουμε νὰ τηρεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους τῆς Ἀντιοχείας. Ὅταν αὐτοὶ ἀντέλεγαν σὲ ὅσα ἐδίδασκε ὁ Παῦλος στὸ συγκεντρωμένο πλῆθος, καὶ παρουσίαζαν συνεχῶς νέες σοφιστικὲς ἀντιλογίες, ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἐφάρμοσαν τὸ «μετὰ μίαν… νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. 3, 10-11) τοὺς εἶπαν: «ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη. οὕτω γὰρ ἐντέταλται ἡμῖν ὁ Κύριος» (Πράξ. 13, 44-46).
Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, στὸ ἴδιο πνεῦμα, μιλᾶ περὶ ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τοὺς κακοπροαίρετους αἱρετικοὺς καὶ ἐπικαλεῖται τὸ περιστατικὸ ἀπὸ τὶς Πράξεις, ἀπὸ τὸ ὁποῖο φαίνεται πὼς ἡ Ἐντολὴ τοῦ Παύλου στηρίζεται σὲ ἀνάλογη Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ: «Ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτόν, καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη. Οὕτω γὰρ ἐντέταλται ἡμῖν ὁ Κύριος» (Μ. Βασιλείου, Ἠθικά, Ὅρος Ο΄, v. 31, p. 844, l. 33-42). Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «Καὶ γοῦν ὁ θεσπέσιος Παῦλος μονονουχὶ καὶ ἀπειρηκώς, καὶ ἀνουθέτητον βλέπων τὴν τῶν Ἰουδαίων πληθύν», εἶπεν∙ «ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη· οὕτω γὰρ ἐντέταλκεν ἡμῖν ὁ Κύριος» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Εἰς τὸν Προφήτην Ἡσαΐαν, v. 70, p. 72, l. 24-28).
Τέλος, ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἔλεγε: «Οἱ γὰρ ἀπόστολοι τοὺς μὲν πειθομένους προσήνεγκαν τῷ Θεῷ, ἀπιστοῦντας δὲ τῷ Σατανᾷ παρέπεμψαν» (Μ. Ἀθανασίου, Expositiones in Psalmos : v. 27, p. 232, l. 48 - 57).
Μποροῦμε, ἐδῶ, νὰ ἐπικαλεσθοῦμε τὴν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως, ὁ ὁποῖος λέγει πὼς ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι καὶ θέμα στοιχειώδους ἐλευθερίας καὶ ἀξιοπρέπειας, τὸ νὰ μὴ τρέχωμεν δηλ. ὀπίσω τῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα ἀδιακρίτως καὶ ἀφόβως: «Μὴ γίνου ὅμως αὐτὸς ζητητὴς ὀχληρός τε καὶ ἄκαιρος, εἰς τρόπον ὅτι νὰ τρέχῃς ὀπίσω τῶν ἑτεροδοξούντων» (Βουλγάρεως Εὐγενίου, Σχεδίασμα περὶ τῆς Ἀνεξιθρησκείας, σελ. 36). Ὁ πιστὸς ἂς εἶναι προσεκτικός, συνεχίζει, «φυλαττόμενος ὅσον δύναται τὸ ἐκείνων δηλητήριον φάρμακον καὶ φεύγων τὰς μετ’ αὐτῶν συνδιατριβὰς καὶ συνομιλίας, ὅταν γνωρίζῃ ὅτι τὸν ἐπιβουλεύονται… καὶ ζητοῦν δολίως νὰ ταράξουν τὰ ἑαυτοῦ διαβήματα» (ὅπ. παρ., σελ. 42-43).
Αὐτὴ εἶναι ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ αἰώνων καὶ ὄχι ἐκείνη ποὺ προπαγανδίζουν, ὅσοι ἔχουν ἐγκολπωθεῖ τὶς δολίως ὑποβαλλόμενες καινοφανεῖς πρακτικὲς τοῦ σημερινοῦ ἐνοίκου τοῦ Φαναρίου καὶ τῶν συνοδοιπόρων του, καὶ ἀλλοίμονο, σοβαρῶν καὶ πνευματικῶν (κατὰ τὰ ἄλλα) Γερόντων.
Χρειάζεται, λοιπόν, νὰ γνωρίζουμε καλὰ τὰ πράγματα, πρὶν παρουσιάσουμε τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἀπόστολο ὡς τάχα ἐγκρίνοντα τέτοιες πρακτικές, γιατὶ ἔτσι, ἐκτὸς τῆς παραβάσεως εὐαγγελικῆς Ἐντολῆς, πέφτουμε καὶ στὸ φοβερὸ ἁμάρτημα τῆς συκοφαντήσεως τοῦ ἀποστόλου, ὅπως γράφει καὶ ὁ Θεοδώρητος: «Προσήκει δὲ ἡμᾶς ἀκριβῶς τὰ εἰρημένα καταμαθεῖν. Οὐ γὰρ, ὥς τινες συκοφαντοῦντες τὸν θεῖον Ἀπόστολον ἔφασαν, πρὸς τοὺς καιροὺς μετεβάλλετο· ἀλλὰ τῆς τῶν ἄλλων ὠφελείας ἕνεκα πάντα ἐπραγματεύετο» (Θεοδώρητου Κύρου, Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli: Volume 82, page 300, line 42).
4. Χωρὶς τύψεις καὶ χωρὶς αἰδῶ, ὁ παραπάνω σχολιογράφος, ἀποδέχεται θετικὰ καὶ τὴν ἑξῆς διακήρυξη τοῦ Πατριάρχη: «Ὁ Βαρθολομαῖος διακηρύττει, ὅτι ὅλοι πιστεύουμε στὸν ἴδιο Θεό»! Πλέον ὅσων ἐγράφησαν μὲ ἀφορμὴ τὴν ὁμιλία τοῦ ἀπ. Παύλου στὴν Πνύκα, προσθέτουμε καὶ τὰ ἑξῆς:
Πράγματι, αὐτὰ ἔχει πεῖ ὁ κ. Βαρθολομαῖος. Π.χ. στὸ «Ἰρὰν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ὁμίλησε ἀπερίφραστα γιὰ τὴν ἱερότητα καὶ ἰσότητα τῶν “Ἱερῶν Γραφῶν”, δηλαδὴ τῆς Ἁγ. Γραφῆς καὶ τοῦ Κορανίου». Στὸ δὲ κοινὰ ἀνακοινωθὲν ποὺ ἐκδόθηκε διαβάζουμε: «ΚΟΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» (Περιοδ. “Παρακαταθήκη”, τευχ. 22, 2002, σελ. 4 και 27).
Ἡ Ἐκκλησία μας, ὅμως, ὅσους μὲ τέτοιο τρόπο ἀντιμετώπισαν τὸ μέγιστο αὐτὸ γιὰ τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ τὴν πίστη τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων θέμα, τοὺς κατεδίκασε στὸ πρόσωπο τοῦ αἱρετικοῦ Ἀπελλῆ. Αὐτὸς κατὰ τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς χρόνους δίδασκε τὴν αἱρετικὴ δοξασία: «Ἕκαστος ὡς πεπίστευκεν σωθήσεται, μόνον ἐὰν ἐν ἔργοις ἀγαθοῖς εὑρίσκεται».
Δηλαδή, καθένας θὰ σωθεῖ, ὅποιον Θεὸν κι ἂν πιστεύει (ἀφοῦ μιὰ ἀρχὴ κι ἕνας Θεὸς ὑπάρχει), ἀρκεῖ νὰ κάνει καλὰ ἔργα (ὅπως ἡ θρησκεία του τὰ διδάσκει). Αὐτὴ ἡ διδασκαλία, ὅμως, καταδικάσθηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὡς αἵρεση. Ὁ δὲ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, θεωρεῖ ὀρθόδοξον, μόνον ἐκεῖνον ποὺ δέχεται, διδάσκει καὶ ὁμολογεῖ παντοῦ —καὶ ὄχι ἐπιλεκτικά, καὶ κυρίως σὲ ὀρθόδοξα περιβάλλοντα— «Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα» (Α΄ Ἰω. 4, 2). Τὸ ἄθεον τοῦτο δόγμα, κατὰ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Δοσίθεο, «δίδαξεν καὶ ὁ Ἀβερρόης, λέγων «ὅτι καὶ Ἰουδαῖοι, καὶ Χριστιανοὶ καὶ Ἐθνικοί, ὅλοι κατὰ τὸ ἴδιον σέβας ἀγαθοποιοῦντες σώζωνται».
Ὡς ἐκ τούτου, ὁ κ. Βαρθολομαῖος, μὲ ὅσα διδάσκει, δὲν ταυτίζει συγκρητιστικὰ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ μὲ τὸν Ἀλλὰχ καὶ τὸν Βούδα, καὶ ὁλόκληρο τὸν δαιμονικὸ κόσμο τοῦ Ἀντιχρίστου, ποὺ ἡ ἀποκρυφιστικὴ Νέα Ἐποχὴ προσπαθεῖ συστηματικὰ νὰ επιβάλει διὰ τῆς Πανθρησκείας; Μὲ τὶς δηλώσεις του, δὲν υἱοθετεῖ –ἐμμέσως πλὴν σαφῶς– τὶς μασονικὲς συγκρητιστικὲς καὶ ἀντίχριστες δοξασίες γιὰ τὸν Μέγα Ἀρχιτέκτονα τοῦ Σύμπαντος (Μ.Α.Τ.Σ.) τῶν μασόνων, ἕνα κοινὸ θεό, δηλαδή, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὸν παραμερισμὸ τοῦ προσωπικοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ τῶν Χριστιανῶν;
Ποιόν θεό, λοιπόν, διδάσκει ὁ Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος; Τὸν Τριαδικὸν Θεὸ τῆς Ἀλήθειας ἢ τὸν «θεὸ» τῶν αἱρετικῶν, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς Πανθρησκείας; Ποιά εἶναι ἡ ὁμολογία του πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τοὺς ἑτεροθρήσκους; Καὶ πόσο ὀρθόδοξα εἶναι, ὅσα ὁ παραπάνω σχολιογράφος γράφει καὶ οἱ πνευματικοὶ πατέρες ποὺ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο καθοδηγοῦν τοὺς Χριστιανούς;
Ποιόν θεό, λοιπόν, διδάσκει ὁ Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος; Τὸν Τριαδικὸν Θεὸ τῆς Ἀλήθειας ἢ τὸν «θεὸ» τῶν αἱρετικῶν, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς Πανθρησκείας; Ποιά εἶναι ἡ ὁμολογία του πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τοὺς ἑτεροθρήσκους; Καὶ πόσο ὀρθόδοξα εἶναι, ὅσα ὁ παραπάνω σχολιογράφος γράφει καὶ οἱ πνευματικοὶ πατέρες ποὺ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο καθοδηγοῦν τοὺς Χριστιανούς;
Θεσσαλονίκη, 25 Φεβρουαρίου 2012
«Φιλορθόδοξος Ἕνωσι “Κοσµᾶς Φλαµιᾶτος”»