Θά ἀναφερθῶ, ἐν συνεχείᾳ, εἰς τό
κεφάλαιο τῆς σελ. 22 τῆς κριτικῆς μελέτης σας «Ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ Συνόδου ἐν σχέσει μέ τήν Ἁγ. Γραφή καί
τούς Ἁγ. Πατέρες».
Ἐδῶ
πάλι πατέρες, προκειμένου νά ἀποδείξετε ὅτι τά συμπεράσματα, τά ὁποῖα ἐξάγω ἀπό
τά ἁγιογραφικά χωρία, εἶναι λανθασμένα, στηρίζεσθε στήν τεχνολογία τῶν
συλλογισμῶν στούς ὁποίους ἀνωτέρω ἀναφέρθηκα. Στηρίζεσθε ἀκόμη καί στό
συμπέρασμα τό ὁποῖο ἔχετε βγάλει, ὅτι ἡ ἀποτείχισις καταργεῖ τόν συνοδικό θεσμό
καί προαρπάζει τήν κρίσι τῆς Συνόδου.
Στηρίζεσθε ἀκόμη στό συμπέρασμά σας ὅτι ἡ ἀποτείχισις καταδικάζει τόν αἱρετικό
Ἐπίσκοπο τελεσιδίκως καί, ὡς ἐκ τούτου, δέν χρειάζεται ἡ συνοδική καταδίκη
του.
Γράφετε συγκεκριμένα μετά τήν
παράθεσι τῶν ἁγιογραφικῶν χωρίων (Γαλάτ. 1,8 καί Τίτ. 3,10) τά ἑξῆς: «Τό ὅτι τά συμπεράσματα αὐτά εἶναι αὐθαίρετα,
μόλις εἶναι ἀνάγκη νά ὑπογραμμιστεῖ, γιά τούς λόγους, πού ἐξηγήσαμε παραπάνω,
στό προηγούμενο κεφάλαιο, ὅπως ἐπίσης καί στό κεφάλαιο της ἑρμηνείας τοῦ
Κανόνος».
Ἐσεῖς δηλαδή πατέρες ἐβγάλατε
αὐτά τά συμπεράσματα καί βάσει αὐτῶν καταδικάζετε ὅλα τά ἑπόμενα, ἐγώ δέ οὐδόλως
πιστεύω, οὔτε διενοήθηκα ὅτι αὐτά ἰσχύουν ἤ φαίνεται νά τά πρεσβεύω κάπου εἰς τό βιβλίο μου. Ἄρα
λοιπόν φροντίσατε νά βγάλετε αὐτά τά συμπεράσματα, προκειμένου νά διευκολυνθῆτε
στήν κριτική σας καί νά ἀποδείξετε τήν θεωρία σας περί τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας
τοῦ Κανόνος.
Ὅταν λοιπόν ἐγώ ἀναφέρω, ὅτι ὁ ἀναθεματισμός
τοῦ Ἀπ. Παύλου ἰσχύει διά τούς κηρύσσοντας αἵρεσι «καί δέν χρειάζεται ἄλλη ἀπόφασις Συνόδου παρά μόνο πρός κατοχύρωσι τῶν Ὀρθοδόξων»,
ἐννοῶ ὅτι δέν χρειάζεται ἀπόφασι Συνόδου, προκειμένου νά ἀποτειχισθῆ κάποιος
πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀπό αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο∙ ὅτι δηλαδή αὐτός ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει μεταβληθῆ
διά τῆς αἱρέσεως σέ λύκο καί ὅτι δέν θά
τόν μεταβάλη σέ λύκο ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου, ὅπως ἐσεῖς πρεσβεύετε. Ἐννοῶ
τέλος πάντων ὅτι πρέπει κάθε Ὀρθόδοξος νά διασφαλίση τήν ὀρθόδοξο πορεία του
μόνος του, ἐφ’ ὅσον δὲν τὸ
κάνουν αὐτὸ οἱ Ποιμένες, καί μάλιστα ἀπομακρυνόμενος ἀπό ἕνα τέτοιο Ἐπίσκοπο.
Θά σᾶς ἀναφέρω ἐν προκειμένῳ ἕνα ἁπλό
παράδειγμα διά νά γίνη ἴσως κατανοητό ἀπό ἐσᾶς αὐτό, τό ὁποῖο εἶναι ὀφθαλμοφανές.
Ὅταν κάποιος διαπιστώση ὅτι ὁ ἰατρός τόν ὁποῖο ἐπισκέπτεται εἶναι ἀπατεώνας καί
κομπογιαννίτης, θά συνεχίση νά τόν ἐπισκέπτεται μέχρι νά τόν καταδικάση ἐπισήμως
ἡ ἁρμοδία ὑπηρεσία ἤ θά σταματήση κάθε ἐπικοινωνία μαζί του προασπιζόμενος ἔτσι
τήν ὑγεία του; Κάθε λογικός ἄνθρωπος πιστεύω ὅτι θά ἀπεμακρύνετο πάραυτα ἀπό αὐτόν
τόν δῆθεν γιατρό. Ἐσεῖς ὅμως πατέρες, ἄν σᾶς ἑρμηνεύω σωστά, διδάσκετε ὅτι
μέχρι τήν τελική καταδίκη του ὀφείλομε νά τόν ἔχωμε ὡς ἰατρό μας καί ἁπλῶς νά
διαμαρτυρώμεθα πρός τίς ἁρμόδιες ὑπηρεσίες δι’ αὐτήν τήν κατάστασι. Ἰσχυρίζεσθε
ἀκόμη ὅτι δέν θά ἔχη καμμία ἐπίπτωσι στήν ὑγεία μας ἡ συνεργασία μας μέ αὐτόν
τόν ἰατρό καί, βεβαίως, ἰσχυρίζεσθε ἀκόμη
ὅτι δέν εἴμεθα ἐμεῖς ἁρμόδιοι νά τόν κρίνωμε, ἀλλά προφανῶς εἴμεθα ἁρμόδιοι νά ὑποστοῦμε
τίς συνέπειες στήν ὑγεία μας.
Γι’ αὐτές τίς συνέπειες ἀπό ἕνα τέτοιο Ἐπίσκοπο,
προκειμένου μάλιστα γιά τήν πνευματική μας ὑγεία καί τή σωτηρία μας, δυστυχῶς
πατέρες, δέν ἀσχολεῖσθε καθόλου, ἐπειδή προφανῶς δέν μπορεῖτε νά τίς ἐναρμονίσετε
μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Οἱ Ἅγιοι ὅμως, ἐπειδή πρωτίστως δι’ αὐτό ἐνδιαφέρονται,
διδάσκουν παντοῦ καί πάντοτε τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἱρετικό Ἐπίσκοπο, τόν ὁποῖο
μάλιστα ἀποκαλοῦν λύκο καί φαρμακερό φίδι, διά νά ὑποδηλώσουν τόν κίνδυνο πού ἐνέχει
κάθε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί του. Αὐτή ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων εἶναι, θά
λέγαμε, ἡ αὐθεντική ἑρμηνεία τῶν δύο αὐτῶν ἁγιογραφικῶν χωρίων, τά ὁποῖα ἀναφέρει
ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν.
Ἐσεῖς ὅμως ἐκ τοῦ ἀντιθέτου πατέρες, ἀντιστρατεύεσθε
στόν Ἀπόστολο Παῦλο καί κατ’ ἐπέκτασιν στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, διότι τήν ὀρθόδοξο
πορεία καί τήν ἀσφάλεια διά τήν σωτηρία τοῦ κάθε πιστοῦ τήν ἐναποθέσατε ἀποκλειστικῶς
καί μόνον στή Σύνοδο, τήν στιγμή μάλιστα πού, ὅπως καί ἐσεῖς ἀναφέρετε, πολλοί
Σύνοδοι ὑπῆρξαν πού ἐπεκύρωσαν τίς αἱρέσεις καί κατεδίκασαν τούς Ὀρθοδόξους ὁμολογητές.
Στήν σύγχρονη δέ πραγματικότητα ὁμολογεῖτε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός ἐπί ἑκατό χρόνια
δέν ἔχει καταδικασθῆ Συνοδικῶς, ἀλλά οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι βαδίζουν ἀνεξέλεγκτοι
ἐπί τά χείρω «πλανῶντες καί πλανώμενοι».
Θά ἔλθω ἐν συνεχείᾳ, ἀναιρῶντας τήν
κριτική μελέτη σας, στίς ἑρμηνεῖες τίς ὁποῖες μᾶς ἔδωσαν οἱ Ἅγιοι στά δύο αὐτά ἁγιογραφικά
χωρία τοῦ Ἀπ. Παύλου, διά νά διακρίνωμε καί ἐμεῖς πού ἀντιπαρατιθέμεθα, ἀλλά
καί κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης τῶν γραφομένων μας, τό ποῦ εὑρίσκεται ἡ ἀλήθεια.
Στήν μελέτη σας πατέρες, δυστυχῶς δέν διέκρινα τίποτε συγκεκριμένο ἀπό τήν
διδασκαλία τῶν Ἁγίων, προκειμένου νά κατοχυρώσετε τίς θέσεις σας. Ἁπλῶς
στηρίζεσθε στή λογική σας, τήν ὁποία μέ διαφόρους συλλογισμούς προσπαθεῖτε νά
παρουσιάσετε ὡς Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Κατ’ ἀρχάς θά ἀναφέρω τόν ἄριστον τῶν ἑρμηνευτῶν,
ὁ ὁποῖος κατ’ ἀναλογίαν ὀνομάσθηκε στόμα τοῦ Παύλου, ὅπως ὁ Παῦλος ὀνομάστηκε στόμα Χριστοῦ, δηλαδή τόν ἅγ.
Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Εἰς τό χωρίον λοιπόν (Γαλατ. 1,8) ἀναφέρει τά ἑξῆς ἑρμηνευτικά:
«Ἀλλὰ κἂν ἐγὼ, ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω. Ὅρα σύνεσιν ἀποστολικήν. Ἵνα γὰρ
μή τις λέγῃ, ὅτι κενοδοξίας ἕνεκεν τὰ ἴδια συγκροτεῖ δόγματα, καὶ ἑαυτὸν ἀνεθεμάτισεν.
Ἐπειδὴ δὲ καὶ εἰς ἀξιώματα κατέφευγον, Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, διὰ τοῦτο καὶ ἀγγέλων
ἐμνήσθη. Μὴ γάρ μοι Ἰάκωβον εἴπῃς, φησὶ, καὶ Ἰωάννην· κἂν γὰρ τῶν πρώτων ἀγγέλων
ᾖ τις τῶν ἐξ οὐρανοῦ διαφθείρων τὸ κήρυγμα, ἀνάθεμα ἔστω. Καὶ οὐχ ἁπλῶς εἶπεν, Ἐξ
οὐρανοῦ, ἀλλ' ἐπειδὴ καὶ οἱ ἱερεῖς ἄγγελοι ἐκαλοῦντο· Χείλη γὰρ ἱερέως φυλάξεται
γνῶσιν, καὶ νόμον ἐκζητήσουσιν ἐκ στόματος αὐτοῦ, ὅτι ἄγγελος Κυρίου παντοκράτορός
ἐστιν· ἵνα μὴ τούτους νομίσῃς ἀγγέλους λέγεσθαι νῦν, τῇ τοῦ οὐρανοῦ προσθήκῃ τὰς
ἄνω δυνάμεις ᾐνίξατο. Καὶ οὐκ εἶπεν, Ἐὰν ἐναντία καταγγέλλωσιν, ἢ ἀνατρέπωσι τὸ
πᾶν, ἀλλὰ, Κἂν μικρόν τι εὐαγγελίζωνται παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα, κἂν τὸ τυχὸν
παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστωσαν» (ΕΠΕ 20,200).
Ἐδῶ
ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Ἀπ. Παύλου ἰσχύει
σέ κάθε ἕναν ὁ ὁποῖος ἀλλοιώνει καί στό ἐλάχιστο τό εὐαγγελικό καί ἀποστολικό
κήρυγμα. Δι’ αὐτό συμπεραίνει ὅτι στόν ἀναθεματισμό περιέβαλε καί τούς ἰδίους
τούς Ἀποστόλους καί ἀκόμη τούς πρώτους τῶν ἀγγέλων. «Μὴ
γάρ μοι Ἰάκωβον εἴπῃς, φησὶ, καὶ Ἰωάννην· κἂν γὰρ τῶν πρώτων ἀγγέλων ᾖ τις τῶν ἐξ
οὐρανοῦ διαφθείρων τὸ κήρυγμα, ἀνάθεμα ἔστω».
Ποία Σύνοδος ἄραγε, πατέρες, θά εἶχε τό
δικαίωμα καί τό ἀξίωμα νά καταδικάση τούς ἰδίους τούς Ἀποστόλους καί τούς
πρώτους τῶν Ἀγγέλων; Ἐδῶ ἀκόμη ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ ἀναθεματισμός κατ’ οὐσίαν
δέν προέρχεται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἤ ἀπό τήν Σύνοδο, ὅπως ἐσεῖς ἰσχυρίζεσθε,
ἀλλά ἀπό τήν ἴδια τήν φύσι τῆς αἱρέσεως. Ἐπειδή δηλαδή καί ἡ αἵρεσις προσβάλλει
τήν ἀλήθεια ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τό ἁγιογραφικό χωρίο (Ἰωαν. 14,6) εἶναι ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός, δι’ αὐτό ὁ αἱρετικός
εἶναι ἀναθεματισμένος ἐκ τῆς ἰδίας τῆς αἱρέσεώς του, ὡς κηρύσσων δηλαδή ἄλλον
Χριστόν καί ἄλλον Εὐαγγέλιο. Ἡ Σύνοδος δηλαδή ἐπεκύρωσε αὐτό τό ὁποῖο ἤδη ὑφίσταται.
Ἄν ἡ Σύνοδος δέν τό κάνει αὐτό, ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως, ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι
καί αὐτή αἱρετική, ὡς ὑποθάλπουσα καί ἀναγνωρίζουσα τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς.
Εἶναι
ἐπίσης σημαντικό, καί πρέπει νά τονισθῆ, αὐτό τό ὁποῖο ἀναφέρει ἑρμηνευτικά ὁ ἅγιος: «Καὶ οὐκ
εἶπεν, Ἐὰν ἐναντία καταγγέλλωσιν, ἢ ἀνατρέπωσι τὸ πᾶν, ἀλλὰ, Κἂν μικρόν τι εὐαγγελίζωνται
παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα, κἂν τὸ τυχὸν παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστωσαν».
Νομίζω πατέρες ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός, διά
νά ὀνομασθῆ εὐστόχως ἀπό ἐσᾶς καί ἀπό ἄλλους πολλούς «παναίρεσι», δέν ἀλλοιώνει κάτι «μικρόν ἤ τό τυχόν» ἀπό τό εὐαγγελικό
κήρυγμα, ἀλλά ἀνατρέπει τό πᾶν.
Στή συνέχεια ὁ ἅγιος ἑρμηνεύοντας τόν ἑπόμενο
στίχο (Γαλατ. 1,9) ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὡς
προείρηκα, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω. Ἵνα γὰρ μὴ νομίσῃς θυμοῦ τὰ ρήματα εἶναι, ἢ ὑπερβολικῶς
εἰρῆσθαι, ἢ κατὰ συναρπαγήν τινα, δεύτερον τὰ αὐτὰ πάλιν τίθησιν. Ὁ μὲν γὰρ θυμῷ
τι προαχθεὶς εἰπεῖν, κἂν μεταγνοίη ταχέως· ὁ δὲ δεύτερον τὰ αὐτὰ λέγων, δείκνυσιν
ὅτι κρίνας οὕτως εἶπε, καὶ πρότερον ἐν τῇ γνώμῃ κυρώσας, οὕτως ἐξήνεγκε τὸ λεχθέν.
Ὁ μὲν οὖν Ἀβραὰμ ἀξιούμενος πέμψαι τὸν Λάζαρον ἔλεγεν, Ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς
προφήτας· ἐὰν μὴ ἐκείνων ἀκούσωσιν, οὐδὲ νεκρῶν ἀνισταμένων ἀκούσονται. Ταῦτα δὲ
αὐτὸν εἰσάγει λέγοντα ὁ Χριστὸς, δεικνὺς ὅτι καὶ νεκρῶν ἐγειρομένων ἀξιοπιστοτέρας
εἶναι βούλεται τὰς Γραφάς. Ὁ δὲ Παῦλος (ὅταν δὲ Παῦλον εἴπω, τὸν Χριστὸν πάλιν
λέγω· αὐτὸς γὰρ ἦν ὁ κινῶν αὐτοῦ τὴν ψυχήν) καὶ ἀγγέλων ἐξ οὐρανοῦ καταβαινόντων
αὐτὰς προτίθησι· καὶ μάλα εἰκότως. Οἱ γὰρ ἄγγελοι, κἂν μεγάλοι, ἀλλὰ δοῦλοι καὶ
ὑπουργοὶ τυγχάνουσιν ὄντες· αἱ δὲ Γραφαὶ πᾶσαι οὐ παρὰ δούλων, ἀλλὰ παρὰ τοῦ τῶν
ὅλων Θεοῦ Δεσπότου γραφεῖσαι ἐπέμφθησαν» (ΕΠΕ 20,200).
Ἐδῶ
ὁ ἅγιος διδάσκει ὅτι ἡ ἁγ. Γραφή εἶναι ἀξιοπιστώτερη ἀπό ὅλους καί ὅλα,
διότι ἐγράφη ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό καί μᾶς ἀπεστάλη διά μέσου τῶν Ἀποστόλων.
Παραδόξως ἐσεῖς, εἰς αὐτό τό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς μελέτης σας, ἀναφέρετε τά ἑξῆς:
«Δέν εἶναι δυνατόν ἡ Ἁγία Γραφή νά ἀκυρώνει
τήν Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, διότι τά δύο αὐτά μεγέθη, Γραφή καί
Παράδοση, ὡς ἰσόκυρα, ἀλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους, ὥστε νά ἀποτελουν ἕνα ἑνιαῖο
σύνολο». Αὐτά προφανῶς πατέρες, εἶναι λάθος καί ἀπορῶ πῶς τά ἰσχυρίζεσθε,
διότι ἡ ἁγ. Γραφή εἶναι πλήρης καί δέν ἀλληλοσυμπληρώνεται ἀπό τήν «Κανονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας», ἀλλά ἁπλῶς
ἐκφράζεται καὶ ἑρμηνεύεται δι’ αὐτῆς.
Αὐτό σημαίνει πώς ὅ,τι δέν συμφωνεῖ μέ
τήν ἁγ. Γραφή δέν εἶναι Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι φυσικά τό ἀντίθετο,
δηλαδή ὅ,τι δέν συμφωνεῖ μέ τήν Παράδοσι
τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἁγ. Γραφή. Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἁγ. Γραφή εἶναι ἡ βάσις ἀπό
τήν ὁποία ἐδημιουργήθη ἡ ἱερά Παράδοσις καί ἡ ἱερά Παράδοσις καί ἡ «Κανονική
Παράδοσις» τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζουν τήν ἁγία Γραφή, τήν ἀκολουθοῦν πιστά καί τήν
ἑρμηνεύουν ἀλάνθαστα, ποτέ ὅμως δέν συμπληρώνουν, διότι τότε αὐτή θά ἦτο ἐλλιπής.
Τό γεγονός δέ ὅτι αὐτά ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο σύνολο καί εἶναι ἰσόκυρα, σημαίνει ἀκριβῶς
τήν πιστότητα τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως στήν ἁγ. Γραφή καί μάλιστα στό σημεῖο πού,
μέ βάσι τήν ἱερά Παράδοσι, νά προσδιορισθοῦν καί καταγραφοῦν τά γνήσια βιβλία τῆς
ἁγ. Γραφῆς, ὥστε νά προστατευθῆ ἀπό τά νόθα καί ψευδεπίγραφα. Αὐτό ἀκριβῶς
διδάσκει ἐδῶ ὁ ἅγιος ὅταν λέγει «Ὁ δὲ Παῦλος
(ὅταν δὲ Παῦλον εἴπω, τὸν Χριστὸν πάλιν λέγω· αὐτὸς γὰρ ἦν ὁ κινῶν αὐτοῦ τὴν
ψυχήν».
Ἐδῶ θαυμάσια ὁ ἅγιος μᾶς παρουσιάζει
τήν πραγματικότητα ὅτι, ὅταν ὁμιλεῖ ὁ Παῦλος στίς ἐπιστολές, ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός. Ἐσεῖς, ἀντιθέτως, πατέρες, διδάσκετε ὅτι δέν ἰσχύουν τά λόγια τοῦ
Παύλου (δηλαδή κατά τόν Χρυσόστομο, τοῦ Χριστοῦ), ἀλλά ἡ ἀπόφασις τῆς
Συνόδου. Δέν γνωρίζω ποῦ τά εὑρήκατε αὐτά
γραμμένα καί τί σχέσι ἔχουν μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Θά εἶναι
ἄκρως λυπηρό βεβαίως, ἄν μέ αὐτές τίς ἀπόψεις συμφωνεῖ καί ὁ Μητροπολίτης σας.
Ἐδῶ ἐπίσης ὁ ἅγιος ἐπικυρώνει τήν
μοναδικότητα τῆς ἁγ. Γραφῆς καί καθορίζει τήν θέσι της, ὅταν γράφει «αἱ δὲ Γραφαὶ πᾶσαι οὐ παρὰ δούλων, ἀλλὰ παρὰ
τοῦ τῶν ὅλων Θεοῦ Δεσπότου γραφεῖσαι ἐπέμφθησαν». Μολονότι δηλαδή ὁ Χριστός
ἐν τῇ πράξει δέν ἔγραψε τίποτε, ὅμως κατ’ οὐσίαν ὅ,τι γράφει ἡ ἁγ. Γραφή εἶναι
λόγια καί γράμματα δικά Του.
Συνεχίζοντας ὁ ἅγιος καί ἑρμηνεύοντας
τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διὰ τοῦτό φησιν· Ἐάν τις ὑμᾶς εὐαγγελίσηται
παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν. Καὶ οὐκ εἶπεν, Ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα, συνετῶς σφόδρα
καὶ ἀνεπαχθῶς. Τί γὰρ ἔδει λοιπὸν ὀνομάτων μνησθῆναι τὸν τοσαύτῃ χρησάμενον ὑπερβολῇ,
ὡς καὶ ἅπαντας, καὶ τοὺς ἄνω καὶ τοὺς κάτω, περιλαβεῖν; Διὰ μὲν γὰρ τοῦ τοὺς εὐαγγελιστὰς
καὶ ἀγγέλους ἀναθεματίσαι, πᾶν ἀξίωμα περιέγραψε· διὰ δὲ τοῦ ἑαυτὸν, πᾶσαν οἰκειότητα
καὶ γνησιότητα. Μὴ γάρ μοι εἴπῃς, ὅτι Οἱ συναπόστολοί σου καὶ ἑταῖροι ταῦτα λέγουσιν·
οὐδὲ γὰρ ἐμαυτοῦ φείδομαι τοιαῦτα κηρύττοντος. Ταῦτα δὲ οὐχ ὡς καταγινώσκων τῶν
ἀποστόλων φησὶν, οὐδὲ ὡς παραβαινόντων τὸ κήρυγμα, ἄπαγε· Εἴτε γὰρ ἡμεῖς, εἴτε ἐκεῖνοι,
φησίν, οὕτω κηρύσσομεν· ἀλλὰ δεῖξαι βουλόμενος, ὅτι ἀξίωμα προσώπων οὐ προσίεται,
ὅταν περὶ ἀληθείας ὁ λόγος ᾖ» (ΕΠΕ 20,202).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει ὅτι ὁ Ἀπ. Παῦλος εἰς
τόν ἀναθεματισμό του συμπεριέλαβε ἅπαντας τούς κηρύσσοντας κάτι ἀντίθετο ἀπό τό
εὐαγγελικό κήρυγμα. «Καὶ οὐκ εἶπεν, Ὁ δεῖνα
καὶ ὁ δεῖνα, συνετῶς σφόδρα καὶ ἀνεπαχθῶς. Τί γὰρ ἔδει λοιπὸν ὀνομάτων μνησθῆναι
τὸν τοσαύτῃ χρησάμενον ὑπερβολῇ, ὡς καὶ ἅπαντας, καὶ τοὺς ἄνω καὶ τοὺς κάτω,
περιλαβεῖν;»
Ἐπίσης διδάσκει τήν διαφορά τῶν θεμάτων
τῆς πίστεως ἀπό ὅλα τά ἄλλα παραπτώματα τοῦ Ἐπισκόπου, τά ὁποῖα ἐσεῖς πατέρες ἐπαναλαμβάνω
ἐξισώσατε «ἀλλὰ δεῖξαι βουλόμενος, ὅτι ἀξίωμα
προσώπων οὐ προσίεται, ὅταν περὶ ἀληθείας ὁ λόγος ᾖ».
Ἐφ’ ὅσον λοιπόν «ὅταν
περί ἀληθείας ὁ λόγος ᾖ» ὁ Θεός «ἀξίωμα
προσώπων οὐ προσίεται», ἐσεῖς πῶς θέτετε γιά τά θέματα τῆς πίστεως τό ἀξίωμα
τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία μάλιστα, ὅπως ὁμολογεῖτε, πολλάκις ἔσφαλε καί ἐδικαίωσε
τήν αἵρεσι καί κατεδίκασε τήν Ὀρθοδοξία;
Εἰλικρινά πατέρες, πιστεύω ὅτι στήν
σκέψι σας κυριαρχεῖ ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος ἀπό τήν ὁποία ξεκινᾶτε καί
στήν ὁποία καταλήγετε καί ὅ,τι γράφετε τό προσαρμόζετε ἀστήρικτα μέ τήν μέθοδο
τοῦ ὀρθολογισμοῦ εἰς τήν ἑρμηνεία αὐτή. Ἄν, πάντως, εἴδατε στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου
κάτι πού νά μᾶς ὁδηγῆ εἰς τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος ἤ στήν ἀναμονή τῆς ἀποφάσεως
τῆς Συνόδου προκειμένου νά ἰσχύουν τά ἀναθέματα τοῦ Παύλου, σᾶς παρακαλῶ νά μᾶς
τό ὑποδείξετε, ὅπως ἐπίσης κι ἄν κάπου δέν τόν κατανοήσαμε τόν ἅγιο ἤ δέν τόν ἑρμηνεύσαμε
σωστά.
Γιά τό δεύτερο ἐπίμαχο χωρίο τοῦ ἀπ.
Παύλου (Τίτου 3,10) ὁ Χρυσορρήμων πατήρ ἔχει νά μᾶς διδάξη τά ἑξῆς: «Ἔρεις δὲ, φησί, τὰς πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς, ἵνα
μὴ κάμνωμεν εἰκῆ, ὅταν μηδὲν ᾖ κέρδος· τὸ γὰρ τέλος αὐτῶν οὐδέν. Ὅταν ᾖ τις
διεστραμμένος, καὶ μηδ', ἂν ὁτιοῦν γένηται, προῃρημένος μεταθέσθαι τὴν γνώμην,
τίνος ἕνεκεν εἰκῆ κάμνεις κατὰ πετρῶν σπείρων, δέον πονεῖν τὸν καλὸν τοῦτον πόνον
εἰς τοὺς σοὺς τὰ περὶ ἐλεημοσύνης αὐτοῖς διαλεγόμενος καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς; πῶς
οὖν ἑτέρωθί φησι, Μή ποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν, ἐνταῦθα δὲ, Αἱρετικὸν ἄνθρωπον
μετὰ μίαν νουθεσίαν καὶ δευτέραν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος, καὶ
ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος; Ἐκεῖ μὲν περὶ τῆς τῶν ἐλπίδα ἐχόντων διορθώσεώς
φησι, καὶ περὶ τῶν ἀντιδιατιθεμένων ἁπλῶς· ὅταν δὲ δῆλος ᾖ πᾶσι καὶ φανερὸς, τίνος
ἕνεκεν πυκτεύεις εἰκῆ; τί τὸν ἀέρα δέρεις; Τί ἐστιν, Ὢν αὐτοκατάκριτος; Οὐ γὰρ ἔχει
εἰπεῖν, ὅτι οὐδεὶς εἶπεν, οὐδεὶς ἐνουθέτησεν. Ὅταν οὖν μετὰ τὴν παραίνεσιν ὁ αὐτὸς
ἐπιμένῃ, αὐτοκατάκριτος γίνεται» (ΕΠΕ 24,120).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἑρμηνεύοντας μέ πιστότητα
τόν Παῦλο ἀπαγορεύει κατ’ ἀρχάς τίς συζητήσεις μέ τούς αἱρετικούς, «ὅταν μηδέν ᾖ
κέρδος». Καί μάλιστα ὁμιλεῖ γιά «ἔρεις» δηλαδή φιλονεικίες καί ὄχι γιά
συμβιβαστικούς καί προσκυνημένους «θεολογικούς διαλόγους», οἱ ὁποῖοι μάλιστα
γίνονται, ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδόξων, ἀπό τούς βετεράνους καί, κατά τό δή λεγόμενο,
ξεφωνημένους Οἰκουμενιστές. Καταλαβαίνετε πατέρες, ὅτι οἱ ἔριδες καί οἱ
φιλονεικίες στίς συζητήσεις μέ τούς αἱρετικούς, τίς ὁποῖες ἀπαγορεύει ὁ Παῦλος,
ἔχουν κάτι τό ὁμολογιακό, ἐφ’ ὅσον δημιουργεῖται ἕνας παροξυσμός στήν συζήτησι,
ἐνῶ τό νά ἀνήκη π.χ. ἡ Μητρόπολις Πειραιῶς στό Π.Σ.Ε. ὡς ἰσότιμο μέλος, εἶναι
σά νά συμπλέης στό ἴδιο πλοῖο μέ ὅλους αὐτούς πού συστεγάζονται (καί συγχρωτίζονται)
σ’ αὐτόν τόν ὀργανισμό. Δηλαδή πατέρες, μέ ἁπλά λόγια, οἱ Παπικοί εἰς τό σημεῖο
αὐτό εἶναι ὀρθοδοξώτεροι ἀπό ἐσᾶς καί τόν Μητροπολίτη σας, διότι αὐτοί
συμμετέχουν εἰς τό Π.Σ.Ε. ὄχι ὡς ἰσότιμα μέλη, ἀλλά ὡς παρατηρητές καί φυσικά
χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Ἐδῶ ἐπίσης ὁ ἅγιος, ὁμιλῶντας γιά τούς
αἱρετικούς, τούς μή καταδικασθέντες ὑπό Συνόδου, ἀπαγορεύει καί κάθε ἀσχολία
καί ἀγῶνα ἐναντίον των «ὅταν δέ δῆλος ᾖ καί πᾶσι φανερός (ὁ αἱρετικός), τίνος ἕνεκεν
πυκτεύεις εἰκῇ; τί τόν ἀέρα δέρεις;». Θά λέγαμε σήμερα, ἀκολουθῶντας τήν σκέψι
τοῦ ἁγίου: τί πυκτεύεις πρός τούς Οἰκουμενιστάς
καί τόν ἀέρα δέρεις σκορπώντας χαρτοπόλεμο; Τό ὅτι ὁ ἅγιος ὁμιλεῖ γιά αἱρετικούς
μή καταδικασθέντας ὑπό Συνόδου, φαίνεται ἀπό τίς ἐκφράσεις «ὅταν δέ δῆλος ᾖ καί
πᾶσι φανερός»,· διότι ὁ
καταδικασμένος αἱρετικός ὑπό τῆς Συνόδου δέν εἶναι «δῆλος καί πᾶσι φανερός», ἀλλά
χωρισμένος ὑπό τῆς Συνόδου ἀπό τήν ὀρθόδοξον ὁμήγυριν.
Ἐν συνεχείᾳ, ὁ ἅγιος ἑρμηνεύει τήν λέξι
«αὐτοκατάκριτος», τήν ὁποία ἐσεῖς στήν κριτική σας μελέτη ἀφήσατε ἀνερμήνευτη, ἐνῶ
ἐγώ τήν ἑρμήνευσα γράφοντας τά ἑξῆς: «Καί ἐδῶ τό «αὐτοκατάκριτος»
σημαίνει τήν αὐτόματη ἀποκοπή τοῦ αἱρετικοῦ ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς ἀπόφασι
Συνόδου. Ἡ αἵρεσις δηλαδή μᾶς ἀποκόπτει ἀμέσως ἀπό τήν Ἐκκλησία» (σελ. 77). Ἐσεῖς σχολιάζοντας τό ἐν
λόγῳ κείμενο ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Τό ὅτι
τά συμπεράσματα αὐτά εἶναι αὐθαίρετα, μόλις εἶναι ἀνάγκη νά ὑπογραμμιστεῖ, γιά
τούς λόγους, πού ἐξηγήσαμε παραπάνω, στό προηγούμενο κεφάλαιο, ὅπως ἐπίσης καί
στό κεφάλαιο τῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας
τό συγκεκριμένο χωρίο τοῦ ἀπ. Παύλου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Τί ἐστιν, Ὢν αὐτοκατάκριτος; Οὐ γὰρ ἔχει εἰπεῖν, ὅτι οὐδεὶς εἶπεν, οὐδεὶς
ἐνουθέτησεν. Ὅταν οὖν μετὰ τὴν παραίνεσιν ὁ αὐτὸς ἐπιμένῃ, αὐτοκατάκριτος γίνεται».
Δηλαδή ὁ ἅγιος ἀναφέρει ὅτι, ἐφ’ ὅσον τοῦ ἔγιναν μία – δύο νουθεσίες καί αὐτός
παραμένει σταθερός στίς ἀπόψεις του, γίνεται αὐτοκατάκριτος, δηλαδή αὐτοκαταδικάζεται.
Ἐδῶ
ὁ ἅγιος ἐξαιρεῖ τήν περίπτωσι πού κάποιος ἀπό ἄγνοια κηρύττει κάτι αἱρετικό,
δι’ αὐτό ἀναφέρει: «Οὐ γάρ ἔχει εἰπεῖν, ὅτι
οὐδείς εἶπεν, οὐδεὶς ἐνουθέτησεν». Ἐπίσης, στήν ἑρμηνευτική σκέψι τοῦ ἁγίου,
ὁ αἱρετικός αὐτός δέν ἔχει καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, διότι τότε οἱ νουθεσίες καί
οἱ συμβουλές θά εἶχαν γίνει καί μάλιστα εἰς τό ἔπακρον ἀπό τήν Σύνοδο. Τό «αὐτοκατάκριτος» δέ στήν
«Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια» ἑρμηνεύεται ὡς «ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ κατακρινόμενος». Μάλιστα ἡ ἐγκυκλοπαίδεια στήν ἑρμηνεία
τῆς λέξεως πού δίδει, ἔχει παραπομπή τό σημεῖο αὐτό τῆς πρός Τίτον ἐπιστολῆς τοῦ Παύλου.
Ἐσεῖς προφανῶς πατέρες, τό «αὐτοκατάκριτος» τό ἑρμηνεύετε ὡς «κατακριτέος», δηλαδή δέν κατακρίνεται ἀφ’
ἑαυτοῦ του κάποιος λόγῳ τῆς αἱρέσεως, ἀλλά κατακρίνεται ἀπό τήν ἀπόφασι τῆς
Συνόδου. Ὁ ἅγιος ὅμως ἀναφέρει ὅτι «Ὅταν
οὖν μετά τήν παραίνεσιν ὁ αὐτός ἐπιμένει, αὐτοκατάκριτος γίνεται»· δηλαδή
μετά τήν παραίνεσι καί ὄχι μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Καταλαβαίνω ὅμως πατέρες, ὅτι ἡ ἑρμηνεία
τοῦ ἁγίου δέν ταιριάζει στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, διότι αὐτή ἡ ἑρμηνεία δέν δέχεται αὐτοκατάκριτους
καί ἀποτειχίσεις, ἀλλά μόνον καταδικασμένους κατόπιν ἀποφάσεως τῆς Συνόδου.
Δηλαδή ἡ Σύνοδος εἶναι ἀνώτερη ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ἀπό τήν ἁγ. Γραφή, ἀπό
τούς ἀγγέλους καί βεβαίως ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, διότι ὅπως προανέφερα τό
στόμα τοῦ Παύλου, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο ἦταν τό στόμα τοῦ Χριστοῦ. Καί μάλιστα
σήμερα ὁμιλοῦμε γιά Σύνοδο, ἡ ὁποία κατά
τό πλεῖστον συγκροτεῖται ἀπό τούς ἰδίους τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές.
Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου
περί ἀμέσου ἀπομακρύνσεως ἀπό τούς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας αἱρετικούς, φαίνεται καί
ἀπό τήν ἑρμηνεία ἄλλων χωρίων τῆς ἁγ. Γραφῆς καί δή τοῦ Ἀπ. Παύλου. Εἰς τήν ἑρμηνεία
π.χ. τοῦ χωρίου (Ρωμ. 16,17), ἀναφερόμενος ὁ ἅγιος γιά τίς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας
διχοστασίες, οἱ ὁποῖες προέρχονται ἀπό δογματικές παρεκκλίσεις, ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Ἡ δὲ διχοστασία πόθεν; Ἀπὸ τῶν δογμάτων
τῶν παρὰ τὴν διδαχὴν τῶν ἀποστόλων. Τὰ δὲ δόγματα τὰ τοιαῦτα πόθεν; Ἀπὸ τοῦ
γαστρὶ δουλεύειν καὶ τοῖς ἄλλοις πάθεσιν. Οἱ γὰρ τοιοῦτοι, φησὶ, τῷ Κυρίῳ οὐ
δουλεύουσιν, ἀλλὰ τῇ αὑτῶν κοιλίᾳ. Ὥστε οὐκ ἂν γένοιτο σκάνδαλα, οὐκ ἂν γένοιτο
διχοστασία, εἰ μή τι παρὰ τὴν ἀποστολικὴν διδαχὴν ἐπινοηθείη δόγμα· ὃ καὶ ἐνταῦθα
δηλῶν ἔλεγε, Παρὰ τὴν διδαχήν. Καὶ οὐκ εἶπεν, Ἣν ἐδιδάξαμεν, ἀλλ', Ἣν ὑμεῖς ἐμάθετε,
προκαταλαμβάνων αὐτοὺς, καὶ δεικνὺς πεπεισμένους δὴ καὶ ἀκούσαντας καὶ
καταδεξαμένους. Καὶ τί ποιήσομεν τοῖς τὰ τοιαῦτα κακουργοῦσιν; Οὐκ εἶπεν, Ὁμόσε
χωρεῖτε καὶ πυκτεύετε, ἀλλ', Ἐκκλίνατε ἀπ' αὐτῶν. Εἰ μὲν γὰρ ἐξ ἀγνοίας ἢ πλάνης
τοῦτο ἐποίουν, ἔδει διορθοῦν· ἐπειδὴ δὲ εἰδότες ἁμαρτάνουσιν, ἀποπηδᾶτε. Καὶ ἀλλαχοῦ
δὲ τοῦτο λέγει· Συστέλλεσθε γάρ, φησὶν, ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος.
Καὶ Τιμοθέῳ περὶ τοῦ χαλκέως διαλεγόμενος, τοιαῦτα παρῄνει λέγων· Ὃν καὶ σὺ φυλάσσου»
(ΕΠΕ 17,718).
Ἐδῶ πάλι βλέπομε τήν ἀπόλυτο ταύτησι
καί συνέπεια τοῦ ἁγίου μέ τό χωρίον τοῦ Παύλου (Τίτ. 3,10), τό ὁποῖον περιέχει
τήν λέξι «αὐτοκατάκριτος». Πάλι στό
σημεῖο αὐτό παραγγέλλει ὁ ἅγιος νά ἀπομακρυνώμεθα πάραυτα ἀπό αὐτούς πού, ἐντός
τῆς Ἐκκλησίας, δημιουργοῦν διχοστασίες ἐξ αἰτίας τῶν διεστραμμένων δογμάτων,
χωρίς νά περιμένωμε τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Μάλιστα ἐδῶ ὁ ἅγιος, ὅπως συνηθίζει νά
κάνη, πρός κατοχύρωσι τῆς διδασκαλίας του ἀναφέρει καί ἄλλα παρόμοια χωρία. Δέν
θεωρῶ ὅτι θά χωροῦσε στήν πιό ἀκατάσχετη φαντασία ἡ πιθανότης ὅτι τό «ἐκκλίνατε
ἀπ’ αὐτῶν» τοῦ Παύλου καί τό «ἀποπηδᾶτε» τοῦ Χρυσοστόμου προϋποθέτει γιά τήν ἐφαρμογή
των τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Ἡ δυνητική ὅμως ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ὁπωσδήποτε
προϋποθέτει αὐτήν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, διότι ἄλλως καταρρίπτεται.
Στήν δευτέρα ἐπίσης ὁμιλία του «Περί Ἀκαταλήπτου» ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρει
τά ἑξῆς: «Ταῦτα πρὸς τοὺς ἰσχυροτέρους λέγω
καὶ ἀνεπηρεάστους καὶ δυναμένους ἐκ τῆς ἐκείνων ὁμιλίας μηδεμίαν παραδέξασθαι
βλάβην· ὡς εἴ τις ἀσθενέστερος εἴη, φευγέτω τούτων τὰς συνουσίας, ἀποπηδάτω τοὺς
συλλόγους, ὥστε μὴ τὴν τῆς φιλίας ὑπόθεσιν ἀφορμὴν ἀσεβείας γενέσθαι. Οὕτω καὶ
Παῦλος ποιεῖ, αὐτὸς μὲν τοῖς ἀρρωστοῦσιν ἀναμίγνυται καὶ λέγει· “Ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις
ὡς Ἰουδαῖος, τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος”, τοὺς δὲ μαθητὰς καὶ ἀσθενέστερον διακειμένους
ἀπάγει παραινῶν οὕτω καὶ διδάσκων· “Φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί”. Καὶ πάλιν·
“Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος”.
»Ὁ
μὲν γὰρ ἰατρός, ἐὰν ἔλθῃ πρὸς τὸν κάμνοντα, κἀκεῖνον καὶ ἑαυτὸν πολλάκις ὠφέλησεν·
ὁ δὲ ἀσθενέστερος καὶ ἑαυτὸν καὶ τὸν ἀρρωστοῦντα παρέβλαψε, τοῖς νοσοῦσιν ἀναμιγνύμενος·
ἐκεῖνόν τε γὰρ οὐδὲν ὠφελῆσαι δυνήσεται, καὶ αὐτὸς ἐπισπάσεται πολλὴν ἀπὸ τῆς ἀρρωστίας
τὴν βλάβην. Καὶ ὅπερ οἱ πρὸς τοὺς ὀφθαλμιῶντας ὁρῶντες πάσχουσιν, ἐφελκόμενοί
τι τῆς ἀρρωστίας ἐκείνης, τοῦτο καὶ οἱ τοῖς βλασφήμοις συναναμιγνύμενοι τούτοις
ὑπομένουσιν, ἂν ὦσιν ἀσθενέστεροι, πολὺ τῆς ἀσεβείας πρὸς ἑαυτοὺς ἐπισπώμενοι μέρος» (ΕΠΕ
35,74).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει ὅτι οἱ ἀσθενέστεροι
κατά τήν πίστι πρέπει ἀμέσως νά ἀπομακρύνωνται ἀπό κάθε αἱρετικό, διότι αὐτοί θά
ὑποστοῦν μεγαλυτέρα βλάβη, ἐπηρεαζόμενοι προφανῶς ἀπό τήν αἵρεσι. Δυστυχῶς ἐσεῖς
πατέρες, διδάσκετε τά ἐντελῶς ἀντίθετα.
Γιά
παράδειγμα στήν σελ. 13 τῆς κριτικῆς σας μελέτης ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ἀλλοίμονο, ἄν ὁ κάθε πιστός μεταβληθεῖ σέ
κριτή καί δικαστή καί τοποθετήσει ἔτσι τόν ἑαυτό του ὑπεράνω Συνόδων καί
Πατέρων καί ἔχει τήν ἀξίωση νά κρίνει τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τοῦ κάθε ἐπισκόπου».
Ὁ κάθε πιστός λοιπόν, σύμφωνα μέ τά λόγια σας δέν ἔχει δικαίωμα νά κρίνη «τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τοῦ κάθε ἐπισκόπου».
Ὁ Χρυσόστομος ὅμως διδάσκει ὅτι ὁ κάθε πιστός κινδυνεύει ἄμεσα καί πρέπει νά ἀπομακρυνθῆ
ἀμέσως ἀπό αὐτόν πού ἔχει διεστραμένη πίστι. Τώρα τό ἄν ὀφείλετε ἐσεῖς πατέρες,
νά συμφωνήσετε μέ τόν ἅγιο ἤ ὁ ἅγιος μέ ἐσᾶς, κρίνετέ το ἐσεῖς καί φυσικά ἄς τό κρίνουν καί οἱ ἀναγνῶστες τῶν κειμένων μας.
(Συνεχίζεται)
Δ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_8517.html
Ε΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_15.html