«Καὶ ἐποίησεν ἡμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς τῷ Θεῶ καὶ πατρὶ
αὐτοῦ» (Ἀποκ. 1, 6).
Εἰς τὸν στίχον αὐτόν, κατ’ ἀρχὰς βλέπομεν μὲ πολὺ σαφήνειαν νὰ ὑπάρχει ἡ
οὐσία καὶ τὸ ἔργον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Δηλ. ὁ Χριστιανισμὸς βλέπουμε ἐδῶ νὰ
εἶναι, ὄχι μία Θρησκεία, ἀλλὰ μία Βασιλεία.
Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν οὐσίαν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ Χριστιανοὶ εἶναι βασιλεῖς καὶ
ἱερεῖς. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ ἔργον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἂν σᾶς ποῦν, ποιά εἶναι ἡ
οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, θὰ ἀπαντήσετε, ὅτι εἶναι μία Βασιλεία. Καὶ ποιὸ εἶναι
τὸ ἔργον τοῦ Χριστιανισμοῦ; Νὰ καταστήσει τοὺς πολίτας του, τοὺς πιστούς,
βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς.
Θὰ μοῦ πεῖτε· αὐτὰ εἶναι πολὺ μεγάλα πράγματα. Μάλιστα, ἀγαπητοί μου, εἶναι
πολὺ μεγάλα πράγματα. Πόσο μεγάλα; Ὅσο ὁ οὐρανός! Τόσο μεγάλα εἶναι ὅλα αὐτά.
Πέστε μου, λοιπόν· ἂν κάποτε μάθομε, ὅτι εἶμαι Χριστιανός, σημαίνει εἶμαι
πολίτης μιᾶς Βασιλείας, εἶμαι ἱερεὺς καὶ βασιλεύς (ὅπως θὰ δεῖτε εἰς τὴν
ἀνάλυσιν τῆς συνεχείας), τότε, πῶς θὰ μποροῦσα νὰ πῶ πιά, ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς
εἶναι μιὰ θρησκεία, ὅπως εἶναι ὅλες οἱ φυσικὲς θρησκεῖες. Καὶ σᾶς ἔχω ἐξηγήσει·
φυσικὴ θρησκεία θὰ πεῖ, ἐκείνη ποὺ εἶναι κατ’ ἐπίνοιαν, δηλ. κατ’ ἐπινόησιν.
Ὅλες οἱ θρησκεῖες, ἀγαπητοί μου, εἶναι κατ’ ἐπινόησιν· ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀποκάλυψις, ἀλλὰ δὲν εἶναι θρησκεία,
εἶναι Βασιλεία. Καὶ συνεπῶς, ἐγὼ ὁ Χριστιανός,
δὲν εἶμαι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἁπλῶς θὰ βολευτῶ στὴν ζωή μου.
Ἂς τὸ προσέξουμε. Χριστιανὸς δὲν σημαίνει ἐκεῖνος ποῦ πληρώνει τὸ φόρο του,
δὲν ἐνοχλεῖ τὴν ἀστυνομία, οὔτε τὶς δικαστικὲς Ἀρχές, εἶναι ὁ καλὸς καὶ χρηστὸς
πολίτης. Ἐξάλλου, ἔτσι ἔχουμε μάθει νὰ νομίζουμε ὅτι εἶναι ὁ Χριστιανός, ὁ
καλὸς καὶ ἀγαθὸς πολίτης. Ὅτι αὐτὸ
ἀποτελεῖ μίαν ἐπίπτωση τοῦ νὰ εἶναι ὁ Χριστιανὸς ἕνας καλὸς καὶ ἀγαθὸς πολίτης,
ἕτερον ἑκάτερον.
Ἀλλὰ γι’ αὐτὸ ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο; Γιὰ νὰ μᾶς κάνει ἀνθρώπους «καλοὺς
κἀγαθούς», ποὺ ἔλεγε ὁ Πλάτων; Ἐὰν ἦλθε γι’ αὐτὸ ὁ Χριστός, τότε, ἦταν
περιττός! Τὸ λέγουν αὐτὸ οἱ Πατέρες. Ἦταν περιττὸς νὰ ’ρθεί ὁ Χριστός· θὰ μᾶς
ἔκανε καλοὺς καὶ ἀγαθοὺς πολίτες ὁ Πλάτων.
Μὰ δὲν εἶναι ὁ Χριστιανισμὸς ἁπλῶς γιὰ νὰ μὲ κάνει καλὸ πολίτη· ἀλλὰ θὰ μὲ
καταστήσει «βασιλέα» καὶ «ἱερέα» τοῦ Θεοῦ! κάτι τὸ ὁποῖο ποτὲ δὲν φαντάστηκαν
οἱ ἐκτὸς Χριστιανισμοῦ, οὔτε οἱ μεγαλύτεροι φιλόσοφοι. Οἱ Χριστιανοὶ λοιπὸν
εἶναι ἀξιωματοῦχοι, γιατί χάριν αὐτῶν ὁ Θεὸς ἱδρύει Βασιλείαν ἐπάνω στὴ γῆ.
Ὅταν προσευχόμαστε, λέμε «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου». Ἴσως μάλιστα ἐδῶ –νὰ κάνω
μία διασάφηση– νὰ ὑπονοήσετε ὅτι πιθανῶς νὰ σᾶς ἐξαγγείλω τὸν προγραμματισμὸ
κάποιου χριστιανικοῦ κόμματος, ποὺ τώρα θὰ πρέπει νὰ ξέρετε, ἐν ὄψει πιθανῶν
ἐκλογῶν, νὰ ψηφίσετε καὶ τὰ λοιπά! Μὴν περιμένετε τέτοια πράγματα ποτέ. Ὅταν
ὁμιλοῦμε περὶ Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, κάθε ἄλλο παρὰ ἐννοοῦμε ὅπως
ἐννοοῦν τὰ πολιτικὰ κόμματα, νὰ ἐγκαθιδρύσουν τὸν Χριστιανισμὸ ἐπάνω στὴ γῆ·
πόρρω ἀπέχει! Καὶ ἄλλες φορὲς σᾶς τὸ ἔχω ἀναλύσει αὐτό· δὲν εἶναι τῆς ὥρας νὰ
ξαναμιλήσω· μόνο τοῦτο ἐπιγραμματικά σας λέω· ὅσο ἀπέχει ἡ ἀνατολὴ ἀπὸ τὴ δύση,
τόσο ἀπέχει ἡ θεολογία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ πολιτικὰ κόμματα, ποὺ
ἐπιχειροῦνται νὰ ἐγκαθιδρυθοῦν, τάχα, γιὰ νὰ ἐγκαταστήσουν τὴν Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ ἐπάνω εἰς τὴν γῆ.
Βέβαια, ξέρω πῶς κάποιοι ἀδελφοὶ νὰ μὴν συμφωνοῦν μ’ αὐτὸ ποὺ λέγω, ἀλλὰ
σᾶς λέγω, ὄχι αὐτὸ ποὺ εἶναι γιὰ νὰ συμφωνοῦμε ἢ νὰ μὴν συμφωνοῦμε, ἀλλὰ αὐτὸ
ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Αὐτὸ ἐγὼ σᾶς λέω. Ἐξ ἄλλου, σ’ αὐτὸ τὸ τραπέζι δὲν κάθομαι
παρὰ γιὰ νὰ σᾶς πῶ τὴν ἀλήθεια· γιατί, ἂν ἔπρεπε νὰ σᾶς πῶ πράγματα, τὰ ὁποῖα
νὰ μὴν εἶναι ἀλήθεια, θὰ ’τανε περιττὸς ὁ κόπος νὰ κατέρχομαι καὶ νὰ σᾶς λέω
ὅ,τι σᾶς λέω. Ὄχι· μόνο τὴν ἀλήθεια! ὅπως οἱ αἰῶνες τὴν ἔζησαν, ἑρμηνεύοντας
τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Λοιπόν. Προσευχόμεθα «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» καὶ οἱ Χριστιανοὶ
συμβασιλεύουν μὲ τὸν Χριστὸν καὶ γίνονται ἱερεῖς ποὺ προσφέρουν τὴ λατρεία τους
στὸν Ἅγιον Τριαδικὸ Θεό. Ἀλλὰ θὰ ἐρωτήσουμε. Ἀπὸ ποῦ αὐτὰ τὰ ἀξιώματα; Πόθεν;
Ἀπὸ ποῦ τὰ παίρνομε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ αὐτὰ τὰ ἀξιώματα; Καὶ ἐπειδὴ πρόκειται
γιὰ ἀξιώματα ἀλήθεια, ἐφιστῶ ἰδιαιτέρως τὴν προσοχή σας.
Κατ’ ἀρχὰς πηγὴ τῶν ἀξιωμάτων εἶναι αὐτὸς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.
Ἐρχόμενος ὁ Κύριος εἰς τὸν κόσμον ὡς ἄνθρωπος, ἐχρίσθη ὑπὸ τοῦ Πατρός. Ἐχρίσθη ὡς
ἄνθρωπος, γιατί ὁ Θεὸς Λόγος δὲν χρίεται
ὑπὸ τοῦ Πατρός, ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς Λόγος εἶναι ἰσότιμος μὲ τὸν Πατέρα· πάντοτε ὁμιλοῦμε διὰ τὴν ἀνθρωπίνην
φύσιν, δηλ. διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἐχρίσθη λοιπόν, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ
γενόμενος ἄνθρωπος ὑπὸ τοῦ Πατρὸς ἐχρίσθη μὲ ἕνα τρισσὸν ἀξίωμα: Τοῦ Προφήτου,
τοῦ Ἀρχιερέως καὶ τοῦ Βασιλέως.
Τὸ τρισσὸν αὐτὸ ἀξίωμα τοῦ Κυρίου μας μαρτυρεῖται τόσο ὑπὸ τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, ὅσον καὶ κυρίως ὑπὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Δὲν θὰ ἀνατρέξω παρὰ μόνο σὲ
μία περικοπή, ποὺ ἀναπτύσσουμε τώρα, γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι πράγματι
μαρτυρεῖται τὸ τρισσὸν αὐτὸ ἀξίωμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εἴχαμε ἀναλύσει τὴν περασμένη φορὰ ὅτι διὰ τοῦ τριπλοῦ ἐπιθετικοῦ
προσδιορισμοῦ «ὁ μάρτυς ὁ πιστὸς»
ἀποδίδεται τὸ προφητικὸ ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ· διότι ἦλθε νὰ μαρτυρήσει τὴν