Δὲν μπορεῖ κάποιος παρὰ νὰ γεμίσει μὲ θαυμασμό, ὅταν
ἀναρωτηθεῖ, ἐρευνώντας τὸ ὑπεράνθρωπο ἔργο τῶν Ἀποστόλων: Πῶς κατάφεραν οἱ
Ἀπόστολοι, ἄνθρωποι σκηνοποιοί, ψαράδες, τελῶνες, ἄνθρωποι χωρὶς κοσμικὴ
ἐξουσία καὶ δύναμη νὰ διαδώσουν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ σὲ μία ἐποχή, στὴν
ὁποία δὲν ὑπῆρχαν οἱ εὐκολίες καὶ ἡ ταχύτητα διάδοσης ἰδεολογιῶν καὶ μηνυμάτων,
ὅπως σήμερα. Διότι εἶναι φυσικὸ νὰ ρωτήσει κάποιος, πῶς τὰ κατάφεραν οἱ Ἀπόστολοι
ὡς ἄνθρωποι νὰ ἀνταπεξέλθουν στὶς δυσκολίες τῶς ἐποχῆς ἐκείνης, ποιά ἦταν τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τους ἐκτὸς
ἀπὸ τὸν ζῆλο γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου; Σὲ μία τέτοια ἐρώτηση ἡ ἀπάντηση
θὰ πρέπει νὰ εἶναι: Ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος «ἔχει μετρήσει καί τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας»
(Ματθ. 10, 30), βαθειὰ συνειδητοποίηση ὅτι ὁ Θεὸς ὁλοκλήρωνε κάθε δική τους
προσπάθεια, οὐσιαστική, ἀληθινὴ ταπείνωση καὶ ἀποδοχή, ὅτι «χωρὶς ἐμοῦ οὐ
δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» καὶ ὅτι ἡ ἐπιτυχία τοῦ ἔργου ὀφειλόταν στὸν «αὐξάνοντα
Θεό», μεγάλη ἀγάπη πρὸς τοὺς συνανθρώπους τους, ὡς ἀνταπόδοση τῆς ἀπέραντης
ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ πρὸς αὐτούς. Κι ὅλα αὐτὰ τὰ συντηροῦσαν καὶ τὰ αὔξαναν μὲ
τὴν τήρηση τῶν Ἐντολῶν Του, μὲ τὶς κακουχίες, τὶς νηστεῖες, τὴν ἀδιάλειπτη
προσευχή, τὴν αὐτοκριτικὴ καὶ τὴν αὐτομεμψία, τὴν ταπείνωση. Γράφει ὁ Παῦλος:
«Δυστυχισμένος
καὶ ταλαιπωρημένος ἐγὼ ἄνθρωπος!
Ποιός θὰ μὲ ἐλευθερώσει καὶ θὰ μὲ γλυτώσει ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦτο, μέσα στὸ