Καθὼς πλησιάζουν οἱ μέρες τῆς νέας προδοσίας, μὲ τὴν ἐπίσκεψη
τοῦ Πάπα στὸ Φανάρι, δημοσιεύουμε ἕνα σημαδιακὸ ἄρθρο τοῦ καθηγητοῦ Ἱστορίας
Δογμάτων στὴν θεολογικὴ Ἀθηνῶν, ἀείμνηστου Ἀνδρέα Θεοδώρου, ὁ ὁποῖος μὲ
θεολογικὸ λόγο ἐξηγεῖ γιατὶ ἡ συμμετοχὴ τοῦ πατριάρχη Δημητρίου σὲ παπικὴ Θ. Λειτουργία
ἀποτελοῦσε μιὰ ἀνεπίτρεπτη πράξη, ἦταν ἕνα κακόγουστο θέατρο.
Δυστυχῶς δὲν βρήκαμε ἄλλη φωτογραφία, ποὺ νὰ ἀποτυπώνει
τὸ γεγονὸς κατὰ τὴν ὥρα ποὺ τελοῦσαν ἐκεῖνο τὸ ἡμισυλλείτουργο. Γιατὶ τότε οἱ Οἰκουμενιστές
–φοβούμενοι τὴν ἀντίδραση τοῦ ζωντανοῦ ἀκόμα Λαοῦ– ἔκρυβαν (ὅσο μποροῦσαν) τὶς
πομπές τους!
Δυστυχέστατα, σήμερα ποὺ κατὰ χιλιάδες κυκλοφοροῦν οἱ
φωτογραφίες καὶ τὰ βίντεο μὲ τὶς τραγικὲς πολύχρωμες συμπροσευχόμενες φιγοῦρες
τῶν Οἰκουμενιστῶν, κλῆρος καὶ λαὸς ἔχει ἐθιστεῖ καὶ εὐνουχιστεῖ, καὶ δὲν ἀντιδρᾶ
θεοπρεπῶς κατὰ τῆς αἰσχρᾶς λύμης τῶν Οἰκουμενιστῶν. Τοὺς ἀνέχεται καὶ κοινωνεῖ
μαζί τους, ἐπιτρέποντας τὴν ἐπέκταση τῆς αἱρέσεως, ὡσὰν νὰ μὴ ἔχουν διαβάσει
παρόμοια ἄρθρα, σὰν αὐτὸ τοῦ Θεοδώρου, ποὺ πρὶν ἀπὸ 25 χρόνια ἐπισημαίνει τὴν
προδοσία τῆς Πίστεως. Περιμένουν, λένε, ἡ προδοσία νὰ συντελεστεῖ πλήρως, νὰ φτάσουμε στὸ «κοινὸ ποτήριο» καὶ ...μετὰ νὰ ἀντιδράσουν!
Αὐτὴ εἶναι ἡ λογικὴ τῶν σύγχρονων
«ἀγωνιστῶν» καὶ «προμάχων» τῆς Πίστεως ἀντιΟἰκουμενιστῶν! Μιὰ νεο-πατερικὴ καὶ
μεταπατερικὴ λογική, χειρότερη σὲ ἐπικινδυνότητα ἀπὸ ἐκείνη τῶν μεταπατερικῶν
θεολόγων, ποὺ οἱ ἴδιοι κατηγοροῦν!
Τὸ Οἰκουμενιστικὸν Θέατρο τῆς Ρώμης
Τοῦ Καθηγητοῦ Ἀνδρέου Θεοδώρου (†)
(Ἐφημ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 770/25.12.1987)
ΣΤΙΣ 6 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1987 παίχθηκε στὴ Ρώμη ἕνα πρώτου μεγέθους οἰκουμενιστικὸ θέατρο. Πρωταγωνιστές του ἦσαν οἱ προκαθήμενοι τῶν δύο μεγάλων ᾿Εκκλησιῶν, τῆς Παπικῆς καὶ τῆς ᾿Ορθοδόξου Καθολικῆς, ποὺ μετεῖχαν σ᾿ ἕνα παράδοξο «συλλείτουργο», σκηνή του δὲ ἡ ἐπιβλητικὴ Βασιλικὴ τοῦ ῾Αγίου Πέτρου καὶ θεατὲς εὐρὺ ἐκκλησίασμα λατίνων πιστῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων πολλοὶ ἐπίσημοι, καὶ λίγοι —ὡς πιστεύουμε— ᾿Ορθόδοξοι μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τοὺς ἀνωτέρους κληρικοὺς τῆς συνοδείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. ῞Ωρα τῆς παραστάσεως ἦταν ἡ τέλεση τῆς λατινικῆς θείας λειτουργίας, μὲ φόντο τὸ διάλογο τῆς ἀγάπης καὶ τὴν προσδοκωμένη ἕνωση τῶν ᾿Εκκλησιῶν.
῾Ως ἦταν ἑπόμενο, δὲν ἔλειπαν ἀπὸ τὴν παράσταση οἱ ἐναγκαλισμοὶ καὶ οἱ συγκινήσεις, οἱ προσφωνήσεις καὶ οἱ ἀντιφωνήσεις καὶ ἄλλα παρόμοια, τὰ ὁποῖα ἀποσποῦσαν τὰ χειροκροτήματα τῶν παρισταμένων.
᾿Επειδὴ δὲ τὸ θέμα εἶναι πολὺ σοβαρὸ καὶ εἶναι πιθανὸν νὰ δημιουργήσει ἐσφαλμένες ἐντυπώσεις καὶ
βλαπτικὲς παρεκδοχές, ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἐπισημάνω κατωτέρω ὡρισμένα στοιχεῖα, θέτοντάς τα κάτω ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη κριτική.
α. Τὸ πρῶτο, τραγικὸ θὰ ἔλεγα, στοιχεῖο εἶναι αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ «συλλείτουργο». Γιατί, τί σημαίνει συλλείτουργο; ῞Οπως καὶ ἡ λέξη φανερώνει, σημαίνει συμμετοχὴ στὴν τέλεση τῆς θείας λειτουργίας. Τί δὲ εἶναι ἡ θεία λειτουργία; ῾Η κοινὴ θεία λατρεία —μὲ ἐπίκεντρο τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας— τὴν ὁποίαν ἀναπέμπει στὸν Τριαδικὸ Θεὸ τὸ εὐχαριστιακὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ᾿Εκκλησία.
Εἶναι ἡ λειτουργικὴ ἔκφραση τῆς μυστηριακῆς ἑνότητος τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς μιᾶς πίστεως καὶ τοῦ ἑνὸς βαπτίσματος, τοῦ ἑνὸς ἤθους καὶ τῆς μιᾶς παραδόσεως, τῆς μιᾶς λειτουργικῆς ἀγάπης καὶ τῆς «ἐν ὁμονοίᾳ» ὁμολογίας τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος.
Στὴν θεία λειτουργία ἐκφράζεται κατὰ τρόπο συνοπτικὸ καὶ παραστατικὸ ἡ καθολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ βαθειὰ ἑνότητα τοῦ σώματος μὲ τὴν ὑπερφυά του Κεφαλή, στὴν μυστηριακὴ κοινωνία τοῦ αὐτοῦ Ποτηρίου τῆς ζωῆς.
῍Αν ὅλα αὐτὰ εἶναι σωστά, τίθεται αὐτομάτως τὸ ἐρώτημα: Στὸ «συλλείτουργο» ποὺ ἔγινε στὴ Ρώμη —ἔστω κι᾿ ἂν ἡ συμμετοχὴ σ᾿ αὐτὸ τοῦ Οἰκουμ. Πατριάρχου ἦταν περιορισμένη— ὑπῆρχαν τὰ στοιχεῖα αὐτά, ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ ἡ καθολικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως;
Ποῖος ὀρθόδοξος πιστὸς μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθῆ ἕνα τέτοιο πράγμα;
Στὴ Βασιλικὴ τοῦ ῾Αγίου Πέτρου συναντήθηκαν δύο ἐκκλησιολογίες διαμετρικὰ ἀντίθετες ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη: ᾿Απὸ τὴν μιὰ μεριά, ἡ φθαρμένη ἐκκλησιολογία τοῦ παπισμοῦ μὲ τὴν ἔκπτωσή της ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἀποστολικὴ παράδοση, μὲ τὰ ἀποκρουστικὰ αὐταρχικὰ μυθεύματά της περὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ τοῦ ἀλαθήτου καὶ μὲ σωρείαν ἄλλων δογματικῶν πλανῶν· καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην ἡ ἐκκλησιολογία τῆς ᾿Ορθοδόξου Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας, ἁγνὴ καὶ ἄσπιλη, ὅπως δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ οἰκοδομήθηκε στὸ θεμέλιο τῶν ᾿Αποστόλων καὶ Προφητῶν, χωρὶς καμιὰ ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ἀρχαιοπαράδοτη πίστη τῆς πρώτης ᾿Αποστολικῆς ᾿Εκκλησίας.
Καὶ ρωτᾶμε: Εἶναι ἢ δὲν εἶναι ἀντίφαση, λόγος αὐταναιρούμενος ἡ παρουσία τῆς κορυφῆς τῆς ᾿Ορθοδοξίας στὸν ρωμαιοπαπικὸ ναὸ καὶ ἡ κατὰ κάποιο τρόπο συμμετοχή του στὴ
λατινικὴ θεία λειτουργία;
῾Η παρουσία αὐτὴ δὲν ἔρχεται σὲ σύγκρουση πρὸς τὴν μακραίωνη παράδοση τῆς ᾿Ορθοδοξίας, στὴ συνείδηση τῆς ὁποίας ὁ Πάπας ἔχει χαρακτηρισθῆ ὡς αἱρετικός, καὶ δὲν ἀνατρέπει τοὺς ἱερούς της κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν αὐστηρῶς καὶ τὴν ἁπλὴ ἀκόμα συμπροσευχὴ μετὰ τῶν αἱρετικῶν;
* * *
β. Τὸ δεύτερο αἰνιγματικὸ στοιχεῖο στὴν ὅλη οἰκουμενιστικὴ αὐτὴ ἐκδήλωση εἶναι ἡ ἀπὸ κοινοῦ ἀπαγγελία τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως στὴν ἑλληνική, χωρὶς τὴν προσθήκη τῆς αἱρετικῆς φράσεως τοῦ Filioque (= καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ).
Τὸ πράγμα —ποὺ κατ᾿ ἀρχὴν εἶναι σωστό— εἶναι ἐνδεχόμενον νὰ ὁδηγήσει σὲ ἄκρως ἐπικίνδυνους ἐντυπωσιασμούς, ὅτι τάχα στὸ καίριο αὐτὸ σημεῖο τοῦ περὶ Τριάδος δόγματος τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐπῆλθε ἑνότητα πίστεως μεταξὺ τῶν δύο διεσχισμένων ᾿Εκκλησιῶν.
Πρὸς ἀποτροπὴν τοῦ κινδύνου αὐτοῦ, ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ σημειώσω τὰ ἀκόλουθα:
1) ῾Η ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως χωρὶς τὸ Filioque εἶναι ἀνώδυνη γιὰ τὸν Πάπα. Δὲν σημαίνει κάτι τὸ πολὺ σημαντικὸ καὶ οὐσιαστικό. ῎Ετσι τὸ ἀπήγγελεν ἐπὶ αἰῶνες πρὸ τοῦ Σχίσματος τῶν ᾿Εκκλησιῶν. ᾿Αλλὰ καὶ μετὰ τὸ Σχίσμα, ἐπὶ μακρὸ χρονικὸ διάστημα, ἡ
λατινικὴ Ρώμη ἀπέκρουε πεισμόνως τὴν προσθήκη τῆς φράσεως στὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως.
2) Δὲν ἔχομε μέχρι τῆς στιγμῆς τίποτε τὸ ἐπίσημο σχετικῶς, μίαν αὐθεντικὴ ἀπόφανση τοῦ Πάπα περὶ ἀπαλείψεως τοῦ Filioque. Εἶναι δὲ βέβαιον ὅτι τὴν ὥρα ποὺ ὁ Πάπας ἀπήγγελε τὸ Σύμβολο χωρὶς τὴν ἐπίμαχη φράση, ὅλοι οἱ ἱερεῖς τῆς Λατινικῆς ᾿Εκκλησίας ἐκφωνοῦσαν: Ex Patre Filioque (= ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ).
3) Τὸ πιὸ σημαντικὸ ὅμως δὲν εἶναι ἡ ἁπλὴ ἀπάλειψη τῆς προσθήκης, ἀλλ᾿ ἡ θεολογία ποὺ βρίσκεται πίσω στὸ Filioque.
῍Ας μὴ ἀπατώμεθα. Τὸ Filioque ἀποτελεῖ κορυφαῖο δόγμα τῆς Λατινικῆς ᾿Εκκλησίας, ποὺ διατυπώθηκε ἐπίσημα ἀπὸ λατινικὴ οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Λυὼν ΙΙ,
1274). Εἶναι ἀλήθεια De fide, ποὺ δεσμεύει ἀπόλυτα τὴν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας.
Γιὰ μᾶς ἀντίθετα, τὸ Filioque εἶναι κορυφαία αἱρετικὴ κακοδοξία, ποὺ πλήττει καίρια τὴν ὑποστατικὴ πρόοδο καὶ σχέση τῶν προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ὑποβαθμίζει τὸ πρόσωπο καὶ τὸ θεωτικὸ ἔργο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ποὺ εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς ᾿Εκκλησίας, καὶ ὁδηγεῖ σ᾿ ἕνα ἀνεπίτρεπτο
χριστομονισμό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ ἐξέλθει ἡ Λατινικὴ Δύση.
Εἶναι, λοιπόν, δυνατὸν νὰ διαγράψει ὁ Πάπας μὲ μιὰ ἁπλὴ ἀπαγγελία τὴν ἐπίσημη δογματικὴ ἀπόφανση τῆς ᾿Εκκλησίας του; Νὰ ἀρνηθῆ δηλαδὴ ἑαυτὸν καὶ τὴν ἐκκλησιολογία του;
῍Αν πάλιν δὲν μπορεῖ νὰ γίνει αὐτό, τότε ποίαν σημασίαν εἶχεν ἡ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου χωρὶς τὸ Filioque; Ἄλλα ἔλεγεν ἡ γλώσσα καὶ ἄλλα ἐδέχετο ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδία του;
* * *
γ. Τὸ τρίτο σημαντικὸ στοιχεῖο εἶναι ἡ θεολογία τῆς «μάνδρας», ἡ τόσον ἐκφραστικὴ τοῦ πνεύματος καὶ τῶν τάσεων τοῦ
παπισμοῦ. Σύμφωνα μὲ αὐτήν, ἡ παπικὴ ᾿Εκκλησία ἀποτελεῖ τὴν μάνδρα, στὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς ἐμπιστεύθηκε τὴν διαποίμανση τῶν λογικῶν του προβάτων. «Ἀρχιποίμην» δὲ τῆς μάνδρας εἶναι ὁ Πάπας, ὡς διάδοχος τοῦ ᾿Αποστόλου Πέτρου στὸν ᾿Αποστολικὸ θρόνο τῆς Ρώμης. ῞Οσοι βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία τῆς Ρώμης εἶναι τὰ ἀποσχισθέντα καὶ παραπλανηθέντα πρόβατα, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ γυρίσουν πίσω στὴν μάνδρα, νὰ γίνουν πραγματικὰ καὶ ἐνεργὰ μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας αὐτὸς εἶναι ἡ πρώτη, κορυφαία, αὐθεντικὴ καὶ ἀλάθητη κεφαλή!
῎Ετσι καὶ τὸν Οἰκουμενικὸ Παριάρχη καὶ στὶς πιὸ θερμὲς περιπτύξεις του καὶ στοὺς πιὸ συγκινητικοὺς συναδελφικοὺς χαιρετισμούς του, δὲν τὸν βλέπει παρὰ σὰν τὸν μεγάλο παραπλανηθέντα ἀδελφό, σὰν τὸ «ἀπολωλὸς» πρόβατο, ποὺ ἔχει χρέος νὰ τὸ σώσει, νὰ τὸ σηκώσει στοὺς ὤμους του καὶ νὰ τὸ φέρει πίσω στὴν αὐλή του!
Μὴ ἀπατώμεθα, ἀδελφοί. ῾Η ἰδέα του παπικοῦ πρωτείου καὶ τοῦ ἀλαθήτου, ποὺ εἶναι τόσο ἀποκρουστικὴ στὴν ὀρθόδοξη συνείδηση γιὰ τὸ ψέμα καὶ τὸν ἡγεμονικὸ αὐταρχισμό της,
βρίσκεται στοὺς ἁρμοὺς τῆς ρωμαιοπαπικῆς ἐκκλησιολογίας, ἀποτελεῖ τὸ κύτταρο τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ παπισμοῦ.
Τὴν πίστη του αὐτὴ ὁ Πάπας δὲν παραλείπει εὐκαιρία νὰ τὴν διατυπώσει καὶ νὰ τὴν διατυμπανίσει. Εὐκαίρως ἀκαίρως μᾶς τὴν πετάει κατὰ πρόσωπο καὶ μᾶς δείχνει τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖον ἡ ἁγιότης του ἀντιλαμβάνεται τὴν ἕνωση τῶν ᾿Εκκλησιῶν: ἀρκεῖ μονάχα νὰ ἀναγνωρίσουμε τὸ πρωτεῖον του!
Γιὰ τὰ ὑπόλοιπα δὲν πολυπραγμονεῖ. Θὰ σεβασθῆ —τονίζει— τὶς ὀρθόδοξες παραδόσεις
μας! Μεγάλη του ἡ συγκατάβαση! Μὲ ἄλλα λόγια ὀνειρεύεται τὴν ἕνωση στὸ πρότυπο τῆς πολυθρύλητης
καὶ ἁμαρτωλῆς Οὐνίας, τὴν ὁποίαν παρὰ τὶς θεατρικὲς δηλώσεις του, δὲν παύει νὰ θάλπει καὶ νὰ ἐνισχύει σὲ βάρος πάντοτε τῆς ἀδελφῆς ᾿Ορθοδοξίας!
* * *
δ. Τέταρτο στοιχεῖο πολὺ σημαντικὸ εἶναι ὁ διατυμπανιζόμενος διάλογος τῆς ἀγάπης.
Μὰ ἡ ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀντικείμενο διαλόγου. ῾Ως κυριακὴ ἐντολὴ ὑπάρχει ἀπὸ μόνη της στὶς καρδιές μας. Σὲ περίπτωση δὲ ποὺ ἀπουσιάζει, κανένας διάλογος δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀποκαταστήσει. ᾿Αντίθετα, ἐκεῖνο ποὺ πρέπει ν᾿ ἀποτελέσει ἀντικείμενο διαλόγου εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ διεσχισμένη χριστιανοσύνη (στὶς ἑτερόδοξες «ἐκκλησίες»). Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο πρέπει νὰ συζητήσουμε, νὰ διαλεχθοῦμε, νὰ βροῦμε καὶ νὰ ἐντοπίσουμε τὴν
λυτρωτικὴν ἀλήθεια.
Γιὰ μᾶς τοὺς ᾿Ορθοδόξους βέβαια δὲν ὑπάρχει κανένας ἀπολύτως προβληματισμός. Στὴν ᾿Εκκλησία μας ὑπάρχει ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια, ὅπως τὴν ἐφανέρωσεν ὁ Χριστὸς καὶ τὴν παρέδωσαν οἱ ᾿Απόστολοι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία εἶναι καὶ λέγεται «Καθολικὴ καὶ ᾿Αποστολική». Γιὰ νὰ φανερωθῆ ὅμως ἡ ἀλήθεια δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος ἀπὸ τὸν οἰκουμενικὸ θεολογικὸ διάλογο, ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ διεξάγεται μὲ βήματα προσεκτικὰ καὶ μὲ πολλὴ σύνεση καὶ διάκριση.
Σὲ περίπτωση ὅμως ποὺ ὁ λεγόμενος διάλογος τῆς ἀγάπης τονίζεται ὑπερβολικὰ καὶ διεξάγεται σὲ βάρος τοῦ διαλόγου τῆς ἀληθείας, οἱ κίνδυνοι ποὺ διαγράφονται εἶναι πολλοὶ καὶ σημαντικοί. Τὰ βήματα πρὸς τὴν ἕνωση εἶναι ἀπρόσεκτα καὶ βιαστικά. ῾Ο Οἰκουμενισμὸς γίνεται παγίδα μὲ ἀπροσμέτρητες συνέπειες
γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἑνότητα τῶν ᾿Εκκλησιῶν. Γιατὶ μόνον ὁ διάλογος τῆς ἀλήθειας μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὶς ᾿Εκκλησίες σὲ μιὰ ἀληθινὴ προσέγγιση, σὲ μιὰ σχέση ποὺ μπορεῖ νὰ διευκολύνει τὴν πραγματική τους
συνένωση.
᾿Επίσης πολὺ ἐπικίνδυνη καὶ ἐξωπραγματικὴ εἶναι ἡ τοποθέτηση: προχωροῦμε στὸ διάλογο τῆς ἀγάπης, στηριζόμενοι στὰ πολλὰ κοινὰ σημεῖα ποὺ μᾶς συνδέουν. Μὰ τὸ πρόβλημα στὴν ὑπόθεση τῶν ᾿Εκκλησιῶν δὲν εἶναι ἡ κοινὴ ἀγάπη καὶ ἡ πίστη τους, ἀλλ᾿ οἱ διαφορὲς καὶ τὰ σχίσματά τους.
Αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν νόσο, ποὺ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε καὶ νὰ θεραπεύσουμε. ῍Αν σ᾿ ἕνα σωματικὸ ὀργανισμὸ ὑπάρχει καρκίνος τοῦ πνεύμονος, τί ὠφελεῖ τὸν ἄρρωστο ἂν τὰ ὑπόλοιπα μέλη τοῦ Σώματός του —τὰ χέρια, τὰ πόδια κ.λ.π.— εἶναι ὑγιή; ῎Ετσι κ᾿ ἐδῶ, μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν πολλὰ σημεῖα κοινῆς πίστεως καὶ ὁμοφωνίας, ὅμως τὸ καρκίνωμα τῶν ᾿Εκκλησιῶν, ἡ βαρειὰ νόσος των, εἶναι οἱ πολλὲς καὶ ποικίλες διαφορὲς καὶ ἀντιθέσεις τους. Αὐτὲς πρέπει νὰ διευθετηθοῦν, γιὰ νὰ ἀποκτήσει ὑγείαν ὁ
διεκκλησιαστικὸς ὀργανισμός.
᾿Εκτὸς ἐάν, ἡ ἀνωτέρω τοποθέτηση λαμβάνεται σὰν πρόσχημα γιὰ νὰ προχωρήσουμε σὲ μιὰ λαϊκίστικη ἑνότητα τῶν ᾿Εκκλησιῶν, σ᾿ ἕνα ἑνωτικὸ κατασκεύασμα γρήγορο καὶ
βεβιασμένο, ποὺ θὰ στηρίζεται στὴν ἄμμο καὶ μὲ τὸ πρῶτο φύσημα τοῦ ἀνέμου θὰ καταρρεύσει.
Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει ἰδιαιτέρως νὰ προσέξουμε. Μάλιστα οἱ ταγοὶ τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας μας. ῎Αν, ἐλαυνόμενοι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κακῶς νοουμένου Οἰκουμενισμοῦ, θελήσουν νὰ ἀποβάλουν τὸν ἐκκλησιολογικὸν «ἐπαρχιωτισμὸν» (μὲ τὸν ὁποῖον κατηγοροῦν τοὺς ὀρθοδόξους συντηρικοὺς χριστιανούς!) καὶ νὰ κάνουν ἀνοίγματα θεαματικὰ στὸ διαχριστιανικὸ θέατρο τῆς Οἰκουμένης· ἂν, ἀντὶ τοῦ συνετοῦ καὶ περιεσκεμμένου θεολογικοῦ διαλόγου τῆς ἀλήθειας, τὸν ὁποῖον ὀφείλουν νὰ κάνουν μὲ βαρὺ αἴσθημα εὐθύνης, μὲ ταπείνωση καρδίας καὶ φόβο Θεοῦ, ἐπιδοθοῦν σὲ ἀλχημεῖες καὶ ἅλματα οἰκουμενιστικά· ἄν, ἀντὶ μιᾶς πραγματικῆς ἑνώσεως τῶν ᾿Εκκλησιῶν ἐπὶ τοῦ θεμελίου τῆς μιᾶς πίστεως καὶ τοῦ ἑνὸς βαπτίσματος, ἐπιδιώξουν μίαν ἐξωτερικὴ συγκόλληση τῶν ᾿Εκκλησιῶν, ἕνα ἐκκλησιολογικὸ τερατούργημα καὶ ἕνα νόθο συμβιβασμό, ἂς εἶναι βέβαιοι ὅτι ἐκεῖνο ποὺ τελικὰ θὰ κατορθώσουν εἶναι ἡ διάσχιση τοῦ χιτῶνος τῆς ᾿Ορθοδοξίας.
Σὲ μιὰ τέτοια προοπτική, σημαντικὸ μέρος τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος δὲν θὰ τοὺς ἀκολουθήσουν. Καὶ τὸ σχίσμα στοὺς κόλπους τῆς ᾿Ορθοδοξίας μας θὰ εἶναι βέβαιο· σχίσμα
πρωτοφανὲς καὶ ἀδυσώπητο!