Ἀναφορά στὰ ἐπιχειρήματα ἐκείνων ποὺ προσπαθοῦν νά ἀποτρέψουν τούς κληρικούς καί τούς λαϊκούς ἀπό τήν μόνη
καί μοναδική ἐν καιρῷ αἱρέσεως ὁδό τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀποτείχισις καί
ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς αἱρετικούς καί τούς κοινωνούντας μέ αὐτούς.
Εἶναι
βέβαια λυπηρό σήμερα νά παρουσιαζώμαστε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι χωρίς νά γνωρίζωμε (ἤ
δῆθεν νά ἀγνοοῦμε) τό τί πρέπει νά κάνουμε, ὅταν, π.χ. κάποιος μέσα στό σπίτι μας,
γίνη προδότης καί πρεσβεύει καί φιλιάζει μέ τούς ἐχθρούς τῆς οἰκίας, ἤ ἄν ἀλλάξουν
πορεία στό πλοῖο αὐτοί πού τό ὁδηγοῦν καί αὐτό πορεύεται σύμφωνα μέ τά θελήματα
ὄχι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ, ἤ τέλος πάντων νά μήν γνωρίζωμε τί
πρέπει νά κάνουμε, ἄν μέσα στήν Ἐκκλησία ἀνάψη αἱρετική πυρκαϊά, ἡ ὁποία μάλιστα
ὑποθάλπεται καί συντηρεῖται ἀπό τούς ἴδιους τούς προστάτας καί ποιμένας τῶν πιστῶν.
Τό λυπηρώτερο βέβαια καί ἄκρως ἀπογοητευτικό δέν εἶναι ἡ ἄγνοια πού ἐκδηλώνουμε γι’ αὐτά τά τόσο σημαντικά ἐκκλησιολογικά θέματα, τά ὁποία ἅπτονται τῆς πίστεως, ἀλλά τὸ ὅτι διδάσκουμε ἀντίθετα ἀπό τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους, δηλαδή νά ἀκολουθοῦμε τούς προδότες τῆς πίστεως, νά τούς ἀναγνωρίζωμε εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, νά τούς μνημονεύουμε κ.λπ. Ἔτσι ἀποκλείουμε μόνοι μας κάθε ἐλπίδα διορθώσεως τῶν πραγμάτων, ἐφ’ ὅσον ἡ αἵρεσις ἑδραιώνεται καί ἐπεκτείνεται καί ἐφ’ ὅσον ἡ προαίρεσί μας εἶναι συμβιβαστική καί μάλιστα σέ σημεῖο νά μήν θέλουμε νά ὑποστοῦμε τό ἐλάχιστο χάριν τῆς πίστεως.
Ἔρχομαι μετά ἀπό αὐτά τά εἰσαγωγικά νά ἀναφερθῶ σέ κάποιες ἐνστάσεις ποὺ ἀκούγονται ἀπὸ τὴ μεριὰ τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν... Ὑπαρχούσης τῆς νομίμου ὁδοῦ, ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά νομιμοποιήσουμε ἄλλη ὁδό, χάριν τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ βολέματος.
Ἡ πρώτη λοιπόν ἔνστασις τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν εἶναι ἡ ἑξῆς.
Ὁ κάθε Ὀρθόδοξος καί εἰδικά ὁ κληρικός πρέπει
κάπου νά ἀνήκει. Δέν εἶναι ὡς ἐκ τούτου δυνατόν νά ἀποτειχιστῆ ἀπό τόν Ἐπίσκοπό
του, ἐπειδή αὐτός εἶναι Οἰκουμενιστής. Κι ὄχι μόνο ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του, ἀλλά
συγχρόνως, δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποτειχιστῆ καί ἀπό ὅλους τούς ἀνά τήν οἰκουμένη
Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, ἀπό τά Πατριαρχεῖα καί τίς τοπικές Ἐκκλησίες, διότι ἔτσι
ἐξέρχεται ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Μάλιστα
σ’ αὐτό τό ἐπιχείρημα προσαγάγουν σάν σύγχρονα παραδείγματα τήν διακοπή τῆς
μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα ἀπό τούς τρεῖς Ἐπισκόπους τῶν λεγομένων
νέων Χωρῶν, δηλαδή τοῦ π. Αὐγουστίνου Καντιώτη, τοῦ Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου
καί τοῦ Παραμυθίας Παύλου, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ διέκοψαν τήν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ
Πατριάρχη, εἶχαν συγχρόνως ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ ὅλους τούς ἄλλους Ἐπισκόπους,
τίς τοπικές Ἐκκλησίες κ.λπ.
Ἐπίσης
ἀναφέρουν καί τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἀθηναγόρα πάλι, ἐκ μέρους τῶν Ἁγιορειτῶν
κατά τήν χρονική περίοδο 1970-1973. Καί ἐδῶ ἀναφέρουν ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες, ἐνῶ
διέκοψαν τήν μνημόνευσι τοῦ Ἀθηναγόρα, δέν ἀποτειχίστηκαν ἀπό τήν ὑπόλοιπη Ἐκκλησία
τούς Ἐπισκόπους κ.λπ.
Σχολιάζοντας αὐτό τό
ἐπιχείρημα τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν πρέπει νά ἀναφέρουμε κατ’ ἀρχάς ὅτι τήν
Ἐκκλησία τήν βλέπουν καί τήν προσδιορίζουν ὅπως οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ
Παπικοί. Δηλαδή τήν προσδιορίζουν ὄχι ἀπό τήν Ὀρθόδοξο πίστι, ἀλλά ἀπό τήν
ἐξωτερική της μορφή. Γι’ αὐτό ἔχει γίνει καραμέλα στό στόμα τῶν Οἰκουμενιστῶν
τό «ὅπου ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖ καί ἡ Ἐκκλησία».
Αὐτό ὅμως ἰσχύει μόνο καί κατ’ ἀποκλειστικότητα στήν περίπτωσι πού ὁ Ἐπίσκοπος
εἶναι Ὀρθόδοξος καί κατά τήν λειτουργική καί ἁγιογραφική ἔκφρασι «ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας», τό
ὁποῖο σημαίνει κατά τόν Χρυσόστομο ἅγιο: «Ὀρθοτομοῦντα τουτέστι, Τέμνε τά νόθα καί τά
τοιαῦτα μετά πολλῆς τῆς σφοδρότητος ἐφίστατο καί ἔκκοπτε» (P.G. 62, 626).
Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς
τόν λόγο, ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος δέν τέμνει καί δέν ἐκκόπτει τά νόθα, ἀλλά ἀπεναντίας
τά εἰσάγει, τά καλλιεργεῖ καί τά προστατεύει, τότε ἡ Ἐκκλησία δέν ὁρίζεται ἀπό
τήν ἐξωτερική της μορφή, ἀλλά ἀπό τήν ἐσωτερική, δηλαδή ἀπό τήν Ὀρθόδοξο πίστι.
Αὐτό τό διδάσκει μέ θαυμάσιο καί μοναδικό τρόπο ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος ἀποτειχίστηκε
ἀπό ὅλα τά Πατριαρχεῖα καί
τίς τοπικές Ἐκκλησίες, ὅταν
αὐτές δέν ἔτεμνον τά νόθα, ἀλλά τά εἰσήγαγον διά τῆς αἱρέσεως τοῦ
Μονοθελητισμοῦ.
Τήν διδασκαλία αὐτή
τήν ἀναφέρει περιγραφικά ὁ ἴδιος σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ἀναστάσιο: