Δημοσιεύουμε
καθυστερημένα ἕνα ἄρθρο ποὺ μᾶς ἔδωσε
ὁ π. Εὐθύμιος γιὰ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ καὶ τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθει Πανορθόδοξο Σύνοδο.
Σήμερα 12η Ὀκτωβρίου, ἡμέρα Κυριακή, ἑορτάζεται ἡ μνήμη τῶν Πατέρων πού συγκρότησαν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἡ Ζ’ Οἰκουμενική, καθώς καί ἡ Α’ καί ἡ Δ’ ἑορτάζονται πάντοτε κατά τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Ξεφυλλίζοντας τά Πρακτικά τῆς Συνόδου αὐτῆς αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά σημειώσω κάποιες σκέψεις, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ἐπίκειται ἡ σύγκλησις τῆς λεγομένης Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία ἔχει ὁρισθῆ νά γίνη μέσα στό ἔτος 2016 καὶ μάλιστα, ὅπως δημοσιεύθη, κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς.
Νομίζω ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς συγκλήσεως αὐτῆς τῆς
Συνόδου ἡ ὁποία προετοιμάζεται καί μαγειρεύεται ἀπό πολλές δεκαετίες, πρέπει ὅλοι
οἱ Ὀρθόδοξοι, ἡγούμενοι, πνευματικοί καί ἱερεῖς νά ἐνημερώνουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ,
συνεχῶς καί ἀκαταπαύστως εἰς τρόπον ὥστε νά γνωρίζη νά διακρίνη τουλάχιστον τήν
ὄντως Ὀρθόδοξο Σύνοδο ἀπό τήν ψευδοσύνοδο, τήν ὁποία οἱ Πατέρες ὠνόμασαν
ληστρική. Διότι εἶναι ἀστεῖο νά
διακηρύττωμε εὐκαίρως ἀκαίρως (εἰδικά οἱ Ἀντιοικουμενιστές) ὅτι ὁ λαός μας εἶναι
ἀκατήχητος σέ ὅλα τά θέματα καί εἰδικά στά τῆς πίστεως, καί τώρα, ἐπικειμένης αὐτῆς
τῆς λεγομένης «Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας», νά σιωποῦμε ἐπιμελῶς καί νά
συμβάλλωμε, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς, εἰς τό νά μείνη ἀκατήχητος ὁ λαός καί σ’ αὐτό
τό βασικό θέμα, καί ἔτσι νά ἀποδειχθῆ καί αὐτή ἡ Σύνοδος μεγάλη μέν σέ ἀριθμό, ἀλλά
εὐθυγραμμισμένη ἀπόλυτα στίς ἀρχές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς Ν. Ἐποχῆς.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων θά προσπαθήσω
καταγράφοντας κάποια σημεῖα ἀπό τά Πρακτικά τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν ὁποία
ἑορτάζομε σήμερα, νά τά παραλληλίσω μέ τήν ἐπικείμενη Πανορθόδοξο Σύνοδο πρός ἐνημέρωσι
καί ἀσφάλεια τῶν Ὀρθοδόξων.
Κατ’ ἀρχάς ἡ Ζ’ Οἰκουμενική συνῆλθε, ὅπως
γνωρίζομε, γιά νά καταδικάση τήν αἵρεσι τῆς Εἰκονομαχίας, ἡ ὁποία ἐλυμαίνετο
τήν Ἐκκλησία ἀπό πενῆντα καί πλέον ἐτῶν μέ στρατιωτική καί πολιτική ἐπιβουλή,
μέ διωγμούς, ἐξορίες καί μαρτύρια τῶν Ὀρθοδόξων καί μέ μία ληστρική Σύνοδο ἐκ
τριακοσίων πενήντα (350) περίπου Ἐπισκόπων, ἡ ὁποία ἀνεθεμάτισε τούς Ἁγίους Γερμανό
Κων/πόλεως καί Ἰωάννη τόν Δαμασκηνόν, καθώς καί ὅσους ἀποδέχονται τήν
προσκύνησι τῶν ἁγίων εἰκόνων.
Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἡ μέλλουσα νά συνέλθη
Πανορθόδοξος Σύνοδος γιά νά εἶναι Ὀρθόδοξος, πρέπει πρωτίστως νά καταδικάση τήν
αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας, ἡ ὁποία καί αὐτή ἀπό δεκαετίες λυμαίνεται τήν Ἐκκλησία
καί ἐπιβάλλεται χωρίς οὐσιαστική ἀντίστασι τῶν Ὀρθοδόξων. Ἐφ’ ὅσον ὅμως ἔχει ἀποφασισθῆ στίς λεγόμενες
προσυνοδικές ἐπιτροπές νά μήν ἀσχοληθῆ ἡ Πανορθόδοξος αὐτή Σύνοδος μέ θέματα
πίστεως, ἀλλά μέ διάφορα ἄλλα ὑποδεέστερα, τά ὁποῖα μπροστά στά θέματα τῆς
πίστεως εἶναι κατά τό δή λεγόμενο «ψύλλου πήδημα», αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ λεγομένη
Πανορθόδοξος Σύνοδος δέν θά εἶναι Ὀρθόδοξος ἀλλά ληστρική.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος διδάσκει μέ σαφήνεια ποιό εἶναι
τό ἔργο κάθε Ὀρθοδόξου και Πανορθοδόξου Συνόδου: «Χρή
γάρ πρῶτον πᾶσαν περί τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καί τότε τήν περί τῶν
πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι» (ΕΠΕ 9, 284).
Στήν Ζ’ Οἰκουμενική ἐκτός ἀπό τούς Ἐπισκόπους
συμμετεῖχαν καί οἱ ἡγούμενοι τῶν μοναστηριῶν, μέ δυναμική μάλιστα παρουσία, ὅπως
βλέπομε καί στά πρακτικά τῆς Συνόδου, ἐπισφραγίζοντας τήν Ὀρθόδοξο αὐτή
Παράδοσι, ὅτι δηλαδή σέ ὅλες τίς Οἰκουμενικές
καί Πανορθοδόξους Συνόδους ἦσαν παρόντες οἱ μοναχοί, οἱ ὁποῖοι μάλιστα εἶναι οἱ πλέον ἁρμόδιοι γιά τά θέματα τῆς
πίστεως. Γράφει ὁ ἅγ. Νικόδημος εἰς τά
προλεγόμενα τῆς Συνόδου αὐτῆς τά ἑξῆς:
«Εἶχον δέ πολλήν ἰσχύν ἐν τῇ Συνόδῳ ταύτῃ καί
οἱ Μοναχοί, καθ’ ὅτι ἦσαν παρόντες ἐν αὐτῇ ρλστ’ (136) Ἀρχιμανδρῖται (δηλαδή ἡγούμενοι)
μοναστηρίων» (Πηδάλιον).
Ἡ παρουσία τῶν ἡγουμένων στήν λεγομένη
Πανορθόδοξο Σύνοδο ἔχει ἀποκλεισθῆ, τήν στιγμή μάλιστα πού, σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις
τῶν προσυνοδικῶν ἐπιτροπῶν, ἔχει περιορισθῆ καί ὁ ἀριθμός τῶν Ἐπισκόπων καί
κάθε τοπική Ἐκκλησία θά στείλη ὁρισμένο ἀριθμό Ἐπισκόπων (οἱ ὁποῖοι ἀσφαλῶς θά ἐπιλεγοῦν
μέ βάσι τήν Οἰκουμενιστική ἤ φιλοοικουμενιστική τους τοποθέτησι) καί μάλιστα ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας
θά ἔχουν μία ψῆφο στή Σύνοδο, ὥστε καί κάποια ἀντίδρασι νά ὑπάρξη νά ἐξαφανίζεται
ἀπό τήν συλλογική ψῆφο κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Ἄλλωστε τί νά κάνουν οἱ μοναχοί στήν λεγομένη Πανορθόδοξο Σύνοδο, τήν
στιγμή πού ἡ Σύνοδος αὐτή θά ἀσχοληθῆ (ὑπαρχόντων τῶν σοβαρῶν θεμάτων τῆς
πίστεως) κατά τό δή λεγόμενο περί ἀνέμων καί ὑδάτων.
Ἀλλά καί ἀπό ἄλλης ἀπόψεως νά ἐξετάσωμε τό
θέμα, τήν ἐποχή τῆς Εἰκονομαχίας οἱ μοναχοί διεξήγαγον τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἀγῶνος
ὑπέρ τῆς πίστεως καί ἦτο δίκαιο καί ἀναγκαῖο νά ἔχουν καί τήν ἀνάλογο παρουσία
καί συμμετοχή στή Σύνοδο, ἐνῶ σήμερα πού οἱ μοναχοί εἶναι κατά κανόνα ἀπόντες ἀπό
τούς ἀγῶνες τῆς πίστεως, εἶναι δίκαιο νά εἶναι ἀπόντες καί ἀπό τήν λεγομένη
Πανορθόδοξο Σύνοδο.
Πρέπει, στό σημεῖο αὐτό, νά τονίσωμε ὅτι τήν ἐποχή
τῆς Εἰκονομαχίας ἡ Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος δέν ἦλθε, κατά τρόπον θά λέγαμε
μαγικό, νά βάλη τά πράγματα στή θέσι των καί νά ἀποκαταστήση τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά
ἡ Ζ’ Οἰκουμενική ἦτο ἀποτέλεσμα καί ἐπισφράγισμα ἀγώνων αἱματηρῶν καί θυσιῶν τῶν
Ὁμολογητῶν Πατέρων καί ἦτο, τρόπον τινά, ἡ συνέχεια καί τό ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν
ἀγώνων. Σήμερα ὅμως πού ὑπάρχει ἡ ἀδράνεια, ὁ
ἐφησυχασμός καί τό βόλεμα τῶν Ὀρθοδόξων, φυσικό εἶναι σάν ἐπισφράγισμα
καί ἀποτέλεσμα νά γίνη καί αὐτή ἡ μέλλουσα Σύνοδος, ἡ ὁποία θά ἐπικυρώση καί θά
ἐπισφραγίση τήν προαίρεσί μας καί θά εὐθυγραμμίση τήν πορεία μας μέ τή Ν. Ἐποχή
καί τήν Παγκοσμιοποίησι.
Αὐτό τό ἀναφέρω γιά νά μήν ἀναμένη κανείς ἀφελῶς
κάποιο θαῦμα νά γίνη στή Σύνοδο αὐτή καί ξαφνικά οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι νά
λάβουν ὀρθόδοξες ἀποφάσεις. Ἄλλωστε εἶναι προαποφασισμένα τά πάντα στήν
μέλλουσα Σύνοδο, εἰς τρόπον ὥστε νά ἐξορίζωμε ἀπό αὐτήν τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο
σέ μία ὄντως Ὀρθόδοξο Σύνοδο θά ἐφώτιζε καί θά καθωδηγοῦσε τούς Πατέρες στή λῆψι
τῶν ἀποφάσεων.
Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Ταράσιος ὁ ὁποῖος προήδρευσε στήν Ζ’ Οἰκουμενική,
πρίν γίνει Πατριάρχης ἔθεσε ὡς ὅρο, ὅτι θά
ἀναλάβη αὐτό τό ἀξίωμα (ἦτο ἀκόμη
λαϊκός), ἐφ’ ὅσον θά συνεκαλεῖτο Σύνοδος διά
νά τακτοποιήση τά θέματα τῆς πίστεως.
Σήμερα γίνονται Πατριάρχες καί Ἀρχιεπίσκοποι ὑπό
τόν αὐστηρό ὅρο νά θάψουν τά θέματα τῆς πίστεως καί νά προαγάγουν τήν αἵρεσι αὐτή
ἡ ὁποία ἐναρμονίζεται πλήρως μέ τή Ν. Ἐποχή.
Ἀναφέρομε
ἀπό τά Πρακτικά τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς τό τμήμα τοῦ λόγου τοῦ ἁγ. Ταρασίου πρός
τόν λαό καί τήν Σύγκλητο καί τήν ἀποδοχή του ἀπό ὅλους: «Ὁρῶ καί βλέπω τήν ἐπί τήν πέτραν Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν τεθεμελιωμένην ἐκκλησίαν
αὐτοῦ διεσχισμένην νῦν καί διῃρημένην,
καί ἡμᾶς ἄλλοτε ἄλλως λαλοῦντας, καί τούς ἀνατολῆς ὁμοπίστους ἡμῶν Χριστιανούς ἑτέρως
καί συμφωνοῦντας μέν αὐτοῖς τούς τῆς δύσεως, ἠλλοτριωμένους δέ ἡμᾶς ἐκείνων ἁπάντων,
καί καθ’ ἑκάστην ὑπ’ αὐτῶν ἀναθεματιζομένους.
δεινόν τό ἀνάθεμα, πόρρῳ τοῦ Θεοῦ βάλλει καί τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἐκδιώκει,
ἀπάγον εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον...» (Πρακτικά τῶν ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, Τόμος Γ΄, σελ. 224).
Λόγῳ τῆς αἱρέσεως λοιπόν ἀνεθεματίζετο ἡ
τοπική Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως ὑπό τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἅγ. Ταράσιος θέτει τόν ὅρο ἐνώπιον
πάντων καί ἄν ὑποσχεθοῦν νά τηρηθῆ θά ἐδέχετο νά γίνῃ Πατριάρχης: «καί αἰτοῦμαι ἀδελφοί. οἶμαι δέ καί ὑμεῖς, ἐπειδή
γινώσκω τόν φόβον τοῦ Θεοῦ ἔχειν ὑμᾶς. παρά τῶν εὐσεβεστάτων καί ὀρθοδόξων
βασιλέων ἡμῶν, σύνοδον οἰκουμενικήν
συναθροισθῆναι, ἵνα γενώμεθα οἱ τοῦ ἑνός Θεοῦ ἕν. καί οἱ τῆς Τριάδος ἡνωμένοι
καί ὁμόψυχοι καί ὁμότιμοι...».
Τί σχέσι ἔχουν ἄραγε οἱ τότε Πατέρες καί
Πατριάρχες μέ τούς σημερινούς, καί ἡ Ζ’ Οἰκουμενική μέ τήν ἐπερχόμενη λεγόμενη
«Πανορθόδοξο καί Μεγάλη Σύνοδο»; Ἐφ’ ὅσον
ὑπῆρχε αἵρεσις δέν ἐδέχετο ὁ ἅγιος Ταράσιος νά γίνη
Πατριάρχης παρά μόνον ὑπό τήν προϋπόθεσι νά τακτοποιηθοῦν τά θέματα τῆς πίστεως
καί τώρα, ὑπαρχούσης
τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γίνονται Πατριάρχες καί Ἀρχιεπίσκοποι καί
Μητροπολίτες, ἀδιαφορώντας
γιά τά ἀναθέματα
τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τά ὁποῖα ἀφοροῦν κάθε αἵρεσι
καί κάθε αἱρετικό.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἅγιος δηλώνει εὐθέως καί εὐθαρσῶς
ὅτι δέν δέχεται τήν ψῆφο καί ἐκλογή του νά γίνη Πατριάρχης, ἄν δέν ὑποσχεθοῦν ἅπαντες
καί ἰδίως οἱ βασιλεῖς νά ἐκπληρώσουν τόν ὅρο πού ἔθεσε, δηλαδή νά συγκληθῆ Οἰκουμενική
Σύνοδος πρός τακτοποίησι τῶν θεμάτων τῆς πίστεως: «καί εἰ μέν οὖν κελεύουσιν οἱ τῆς ὀρθοδοξίας πρόμαχοι βασιλεῖς ἡμῶν ἐπί τῇ ἐμῇ εὐλόγῳ αἰτήσει ἐπινεῦσαι,
συγκατατίθημι καγώ, καί τήν κέλευσιν αὐτῶν ἐκπληρῶ, καί ὑμῶν τήν ψῆφον ἀσπάζομαι.
εἰ δέ μή γε ἀδυνάτως ἔχω τοῦτο ποιῆσαι, ἵνα μή ὑποβληθῶ τῷ ἀναθέματι καί εὑρεθῷ
καταδεδικασμένος ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ κριτοῦ τῶν ὅλων καί τῆς δικαιοσύνης...».
Δι’ αὐτό ἀδελφοί ἀναφέραμε ὅτι τότε πού ἐνδιαφέροντο
οἱ Ὀρθόδοξοι καί ἀγωνίζοντο γιά τά θέματα τῆς πίστεως, ἐγίνοντο καί Ὀρθόδοξοι
Σύνοδοι πού ἐπεσφράγιζαν τούς ἀγῶνες των, ἐνῶ σήμερα πού ἀδιαφοροῦμε πλήρως καί
μάλιστα παράγουμε καί διάφορες θεωρίες πρός εφησυχασμό, γίνονται ἀνάλογοι
Σύνοδοι πού ἐπισφραγίζουν τήν ἀδιαφορία μας.
Τέτοια προφανῶς θά εἶναι καί ἡ μέλλουσα μεγάλη Πανορθόδοξος Σύνοδος, τήν
στιγμή μάλιστα πού τήν προετοιμάζουν καί τήν κατευθύνουν οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί
Οἰκουμενιστές.
Καί γιά νά μήν φανῆ ὅτι αὐτά πού ἔλεγε ὁ ἅγιος
ἦσαν λόγια χωρίς περιεχόμενο καί σκέτος χαρτοπόλεμος, ζητεῖ ἀμέσως ἀπάντησι στό
αἴτημα καί τόν ὅρο πού ἔθεσε: «καί εἴ τι ἄριστον
καί ἀρεστόν ὑμῖν, ἀδελφοί, δότε τῆς ἐμῆς ἀπολογίας φράσαι δε μᾶλλον αἰτήσεως
τήν ἀπόκρισιν. ἀσμένως δέ ἠκροάσαντο πάντες τῶν λαληθέντων, συμφωνήσαντες τοῦ γενέσθαι σύνοδον.
τινές δε ὀλίγοι τῶν ἀφρόνων ἀνεβάλλοντο».
Σήμερα
βεβαίως δυστυχῶς δέν ὑπάρχει περίπτωσι νά θέση κάποιος Ἐπίσκοπος ἕναν τέτοιο ὅρο,
θυσιάζοντας δηλαδή τό ἀξίωμά του, διότι τό ἀξίωμα για τούς Ἐπισκόπους εἶναι ὑπόθεσι
ζωῆς, εἶναι τῶν ἐφετῶν τό ἀκρότατον.
Θά ἠδύναντο λοιπόν κάποιος, λεγόμενος Ἀντιοικουμενιστής
Ἐπίσκοπος, νά θέση παρομοίως μέ τόν ἅγιο Ταράσιο τόν ὅρο στή Σύνοδό του καί νά ἀναφέρη
παρομοίως μέ τόν ἅγιο περίπου τά ἑξῆς:
«Ἄν δέν συζητηθοῦν καί δέν τακτοποιηθοῦν πρωτίστως στήν Πανορθόδοξο
Σύνοδο τά θέματα τῆς πίστεως, ἄν δέν ἀναγνωρισθοῦν ὡς Οἰκουμενικές οἱ ἐπί ἁγίου
Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Σύνοδοι (8η καί 9η),
ἄν δέν καταδικασθοῦν ὅλοι οἱ σημερινοί αἱρετικοί μέ πρώτους τούς Παπικούς Πανορθοδόξως,
ἄν δέν καταδικασθῆ στή Σύνοδο ἡ αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κλπ. ἐγώ παραιτοῦμαι ἀπό
Ἐπίσκοπος». Δυστυχῶς ὅμως ἡ μίτρα καί ἡ μπαστούνα εἶναι μόνο γιά φιγούρα.
Θά ἀναφέρωμε
ἐν συνεχείᾳ μία σύντομη καί περιληπτική ἐξιστόρησι ἀπό τά Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς
τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἕνα θησαυρό γιά τήν Ὀρθοδοξία καί ἕνα πρότυπο γιά μία ὄντως Ὀρθόδοξο
Σύνοδο.
Πρέπει νά σημειώσωμε ὅτι κατ’ ἀρχάς ἡ Σύνοδος ὁρίστηκε
νά γίνη στήν Κων/πολι καί συγκεκριμένα στό ναό τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Τήν παραμονή ὅμως τῆς ἐνάρξεως τῆς Συνόδου ἔγινε
στάσις ἀπό κάποιους εἰκονομάχους Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι παρέσυραν τόν στρατό καί
ἕνα μέρος τοῦ λαοῦ. Αὐτοί συγκεντρώθηκαν
ἔξω ἀπό τόν ναό τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί ἀπειλοῦσαν μέ κραυγές να διαλυθῆ ἡ Σύνοδος.
Ὁ αὐτοκράτωρ ὅμως διέταξε τήν ἑπομένη ἡμέρα νά γίνη ἡ Σύνοδος. Ὅταν λοιπόν τήν ἑπομένη
ἄρχισε ἡ Σύνοδος τίς ἐργασίες της, σύμφωνα μέ τό ἱστορικό πού ἀναφέρουν τά
πρακτικά, ἦταν τόση ἡ μανία τῶν Εἰκονομάχων Ἐπισκόπων καί τοῦ στρατοῦ πού ἀναγκάστηκε
ὁ βασιλεύς νά διαλύση τήν Σύνοδο γιά νά ἀποφευχθοῦν τά αἱματηρά ἐπεισόδια. Τότε οἱ Εἰκονομάχοι ἐνόμισαν ὅτι ἐνίκησαν καί
ἀνεκήρυξαν ὡς ἑβδόμη Οἰκουμενική τήν εἰκονομαχική Σύνοδο τῆς Ἱερείας: «οὕτως γε τῶν Ἐπισκόπων ἐκ τοῦ ναοῦ ἐξελθόντων,
τινές αὐτῶν ἀντιτασσόμενοι τῇ ἀληθείᾳ τῷ ὄχλῳ συναπήχθησαν καί δυσσεβῶς ἀνάρρησιν ἐποιοῦντο τοῦ
ψευδοσυλλόγου ἑβδόμην ταύτην σύνοδον εὐφημοῦντες».
Βλέπουμε ἐδῶ καθαρά τά ἐμπόδια πού ὁ διάβολος ἔβαλε,
προκειμένου νά μή γίνη ἡ Σύνοδος. Αὐτό ἀποδεικνύει
ὅτι πάντοτε ἡ ἀλήθεια πολεμεῖτο καί πάντοτε ὁ διάβολος εἶχε τά ὄργανά του, μέ
μόνη διαφορά ὅτι τότε ὑπῆρχαν καί αὐτοί πού ἐθυσιάζοντο χάριν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς
ἀληθείας.
Τελικῶς ἡ Σύνοδος ὁρίσθηκε ἐκ νέου νά γίνη
μετά ἕνα ἔτος στή Νίκαια, διότι ἡ Κων/πολις δέν παρεῖχε ἀσφάλεια διά τήν ὁμαλή
διεξαγωγή της.
Στήν πρώτη πρᾶξι τῶν Πρακτικῶν τῆς Συνόδου ἀναφέρονται
ὀνομαστικῶς ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι πού ἦσαν παρόντες. Ἐν συνεχείᾳ ἐδιαβάστηκαν οἱ βασιλικές ἐπιστολές πού
συγκαλοῦσαν τήν Σύνοδο καί ἔγινε ἡ προσέλευσις ἀρκετῶν Ἐπισκόπων Εἰκονομάχων, οἱ
ὁποῖοι μετανοοῦσαν γιά τήν αἵρεσι, τήν ἀνεθεμάτισαν διά λιβέλλου δημοσίως καί ἐζητοῦσαν
ἀπό τήν Σύνοδο νά ἐνταχθοῦν πάλι στήν Ἐκκλησία. Οἱ Πατέρες τούς ἀποδέχθηκαν καί
τούς ἀπέδωσαν καί τούς θρόνους των καί ἔτσι ἔγιναν καί αὐτοί σύνεδροι τῆς
Συνόδου.
Χαρακτηριστικές εἶναι κάποιες συζητήσεις τῶν
Πατέρων μέ τούς πρώην Εἰκονομάχους Ἐπισκόπους πού καταγράφηκαν στά Πρακτικά: «Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος Πατριάρχης εἶπε: Ποῖος
λόγος ὑμᾶς ἔστρεψεν εἰς τήν ἀλήθειαν; Ὑπάτιος καί οἱ σύν αὐτῷ ἐπίσκοποι εἶπον: Τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί πατέρων ἡ
διδασκαλία».
Ὀλίγο κατωτέρω: «Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος Πατριάρχης εἶπε: καί πῶς ἔτι ἔχων ἕως τῶν ὀκτώ ἤ
καί δέκα ἐπίσκοπος ἕως τοῦ νῦν οὐκ ἐπείσθης; Λέων ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος
Ρόδου εἶπεν, ἐπειδή ἐχρόνισε τό κακό καί
ἡ κακή διδασκαλία καί ἐν τῷ χρονίσαι αὐτήν ἐξ ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐπλάνησεν ἡμᾶς καί ἐξέκλινεν
ἐκ τῆς ἀληθείας∙ ἀλλ’ ἐλπίζομεν εἰς τόν Θεόν σωθῆναι».
Ὅταν λοιπόν χρονίζει το κακό καί ἡ κακή
διδασκαλία ὁ διάβολος μᾶς ἀποπλανᾶ καί μᾶς διαστρέφει ἀπό τήν ἀλήθεια.
Κατωτέρω στήν συζήτησι τῶν Πατέρων γιά τό πῶς
θά δεχθοῦν τούς μετανοοῦντας Ἐπισκόπους ἐκ τῆς αἱρέσεως ἀναφέρονται τά ἑξῆς: «Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπε: ἀρτίως
οὖν καί ἡμεῖς κατά τόν καιρόν τοῦτον τήν ἀναφυεῖσαν αἵρεσιν πῶς ὀφείλομεν
δέξασθαι; Ἰωάννης ὁ θεοφιλέστατος τοποτηρητής τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς ἀνατολῆς
εἶπε: ἡ αἵρεσις χωρίζει ἀπό τῆς ἐκκλησίας
πάντα ἄνθρωπο. Ἡ ἁγία Σύνοδος εἶπε: τοῦτο εὔδηλον ἐστίν».
Ἡ Ζ΄ λοιπόν Οἰκουμενική Σύνοδος, ὁμολογεῖ καί
διδάσκει ὅτι ἡ αἵρεσις χωρίζει ἀπό τήν Ἐκκλησία κάθε ἄνθρωπο∙ δέν τόν χωρίζει ἡ
ἀπόφασις τῆς Συνόδου, ὅπως διδάσκουν οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές. Εἶναι λοιπόν ὄντως παράξενο πῶς ἡ αἵρεσις τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ δέν χωρίζει ἀπό τήν Ἐκκλησία τούς Οἰκουμενιστές ἤ καλύτερα πῶς εὑρίσκεται
καί ὁρίζεται ἡ Ἐκκλησία ἐντός τῆς αἱρέσεως. Οἱ διδασκαλίες αὐτές εἶναι προφανῶς
ἀντίθετες ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Στό σημεῖο αὐτό ὑπῆρξε διαφωνία μεταξύ τῶν
Πατέρων (κυρίως ἀπό τούς μοναχούς) γιά τόν ἄν θά ἀποδώσουν τούς ἐπισκοπικούς
θρόνους στούς μετανοοῦντας Εἰκονομάχους Ἐπισκόπους. Δι’ αὐτό ἐζήτησαν νά διαβασθοῦν ἀνάλογες πρός τό ζήτημα ἐπιστολές
τοῦ Μ. Ἀθανασίου καί τοῦ Μ. Βασιλείου. Τελικῶς ὁ ἅγιος Ταράσιος ἑρμηνεύοντας
τούς Ἁγίους εἶπε ὅτι οἱ Πατέρες δέν ἀπέδιδον τούς θρόνους, ἐφ’ ὅσον μετανοοῦσαν,
μόνο στούς ἀρχηγούς τῆς αἱρέσεως.
Βλέπουμε ἐδῶ καθαρά ὅτι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος
στηρίζεται γιά θέματα ἐκκλησιαστικά καί κανονικά στούς προγενέστερους Ἁγίους. Ἐδῶ πάλι ἐννοοῦνται
οἱ αἱρετικοί πού ὑπάρχουν μέσα στήν Ἐκκλησία ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί ὄχι αὐτοί
πού ἔχουν ἀποκοπεῖ συνοδικῶς καί ἀποτελοῦν ἰδιαίτερες κοινότητες. Δηλαδή θά
λέγαμε σήμερα ὅτι δέν ἐννοοῦνται οἱ Παπικοί καί οἱ Προτεστάντες κλπ., ἀλλά οἱ Οἰκουμενιστές. Διότι σύμφωνα μέ τούς Κανόνες γιά τούς
συνοδικῶς ἀποκομμένους αἱρετικούς, ἐφ’ ὅσον ἐπιστρέφουν στήν Ὀρθοδοξία,
χρειάζεται βάπτισμα, μύρωμα κ.λπ.
Στό τέλος τῆς πρώτης πράξεως τῶν Πρακτικῶν ὁ ἅγιος
Ταράσιος γιά νά δείξη τήν διαχρονική συμφωνία τῶν Πατέρων ἀνέφερε τά ἑξῆς: «πανταχοῦ
γάρ οἱ πατέρες ἀλλήλοις σύμφωνοι εἰσίν, ἐναντίωσις δέ οὐδεμία ἔνεστι αὐτοῖς∙ ἀλλ’ ἐναντιοῦνται αὐτοῖς οἱ τάς οἰκονομίας
καί τούς σκοπούς αὐτῶν μή ἐπιστάμενοι».
Σήμερα ὑπάρχει συστηματική προσπάθεια νά
παρουσιάσωμε τούς Πατέρες ὡς ἐναντιουμένους καί μή συμφωνοῦντες μεταξύ των, ἀλλά
ὁ ἅγιος Ταράσιος διδάσκει ἐν Συνόδῳ ὅτι ἡ ἐναντίωσις ὑπάρχει μέσα μας, διότι
δέν γνωρίζομε τό πνεῦμα καί τούς σκοπούς σύμφωνα μέ τούς ὁποίους οἱ Πατέρες οἰκονομοῦσαν
κατά καιρούς τά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας.
Στίς ἑπόμενες πράξεις τῶν Πρακτικῶν τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ἔγινε ἀνάγνωσις τῶν συνοδικῶν ἐπιστολῶν τῶν Πατριαρχείων, οἱ ὁποῖες
συμφωνοῦσαν στό περί τῶν ἁγίων εἰκόνων δόγμα τῆς Ἐκκλησίας καί κατεδίκαζον τούς
Εἰκονομάχους. Ἐν συνεχείᾳ ἔγινε ἐκτενής ἀνάγνωσις τῶν χωρίων τῆς Παλαιᾶς καί
Καινῆς Διαθήκης πού ἐδίδασκον τήν ὕπαρξι καί παρουσία τῶν εἰκόνων στήν Ἐκκλησία
καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων σχετικά μέ τίς ἅγιες εἰκόνες. Ἐπίσης ἀνεγνώσθησαν
στή Σύνοδο καί διάφορα θαύματα ἀπό τούς βίους τῶν Ἁγίων σχετικά μέ τίς ἅγιες εἰκόνες. Ἀνεγνώσθησαν ἀκόμη καί ἱεροί Κανόνες τῶν
προγενεστέρων Συνόδων σχετικοί μέ τήν προσκύνησι τῶν εἰκόνων.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἐνῶ οἱ Πατέρες ἐγνώριζον τήν
Ὀρθόδοξο περί ἁγίων εἰκόνων Παράδοσι, ἤθελαν νά δείξουν ὅτι εἶναι σύμφωνοι καί ὁμόψυχοι
μέ τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους καί ὅτι συνεχίζουν ὅ,τι ἀπ’ ἀρχῆς παρεδόθη στήν Ἐκκλησία.
Στήν ἕκτη πρᾶξι τῆς Συνόδου ἐζήτησαν οἱ
Πατέρες νά διαβασθοῦν τά Πρακτικά τῆς αἱρετικῆς Συνόδους τῆς Ἱέρειας, ἡ ὁποία εἶχε
ἀναθεματίσει τούς προσκυνητάς τῶν ἁγίων εἰκόνων. Αὐτά τά αἱρετικά Πρακτικά ἀποτελοῦν
περίπου ἑνενῆντα (90) στῆλες δηλαδή σαράντα πέντε (45) σελίδες στά Πρακτικά τῶν
Συνόδων. Στό τέλος τῶν πρακτικῶν αὐτῶν ἀναθεματίζονται
ὀνομαστικῶς ὁ ἅγιος Γερμανός Κων/πόλεως καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό μάλιστα τόν ἀνεθεμάτισαν
οἱ Εἰκονομάχοι τέσσαρες (4) φορές.
Στήν ἑβδόμη πρᾶξι τῆς Συνόδου ἀνεγνώσθη
ὁ δογματικός ὅρος περί τῶν ἁγίων εἰκόνων καί ὑπεγράφη ὀνομαστικῶς ἀπό τούς
Πατέρες. Στό τέλος μετά τίς ὑπογραφές ἀναφέρονται
τά ἑξῆς: «Ἡ ἁγία σύνοδος ἐξεβόησε∙ πάντες
οὕτως πιστεύομεν, πάντες τό αὐτό φρονοῦμεν, πάντες συναινέσαντες ὑπεγράψαμεν∙
αὕτη ἡ πίστις τῶν ἀποστόλων. αὕτη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων. αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην
ἐστήριξεν».
Ἐν συνεχείᾳ ἔγινε ὁ ἀναθεματισμός τῶν αἱρετικῶν
ὀνομαστικῶς καί γενικῶς γιά ὅλους ὅσους δέν προσκυνοῦν τίς ἅγιες εἰκόνες. Ἐν
τέλει δέ ἐμακαρίστηκαν
οἱ ὑπέρμαχοι τῆς πίστεως Ἅγιοι Γερμανός Κων/πόλεως καί Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Γερμανοῦ
τοῦ ὀρθοδόξου αἰωνία ἡ μνήμη. Ἰωάννου καί Γεωργίου αἰωνία ἡ μνήμη. τῶν κηρύκων
τῆς ἀληθείας αἰωνία ἡ μνήμη. ἡ τριάς τούς τρεῖς ἐδόξασε».
Στήν ὀγδόη, τέλος, πρᾶξι τῆς Συνόδου
γίνεται πάλι ἀναθεματισμός ὀνομαστικός τῶν Εἰκονομάχων καί γενικῶς ὅλων ὅσων
δέν προσκυνοῦν τίς εἰκόνες. Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρονται οἱ εἴκοσι δύο (22) ἱεροί
Κανόνες τούς ὁποίους ἐξέδωσε ἡ Σύνοδος γιά διάφορα ἐκκλησιαστικά θέματα.
Ὅλα αὐτά ἀναφέρθηκαν γιά νά ἔχωμε γνῶσι
πῶς συγκαλεῖται καί πῶς πολεμεῖται μία ὄντως Ὀρθόδοξος Σύνοδος. Θά παρακαλοῦσα τούς ἀδελφούς, ἄν κάποιος
μελετήση τά Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς ἤ ἔστω αὐτή τήν μικρή περιληπτική ἀναφορά
πού παρουσιάσαμε, νά μᾶς ἀπαντήση ἄν ἔχη ἡ Σύνοδος αὐτή πού ἑωρτάσθηκε ἀπό ὅλους
τούς Ὀρθοδόξους, ἄν ἔχη λέγω καμμία ὁμοιότητα μέ τίς Συνόδους πού γίνονται
σήμερα καί κυρίως μέ τήν μέλλουσα νά συγκληθῆ «Πανορθόδοξο Σύνοδο».
Διότι ἡ Σύνοδος δέν χαρακτηρίζεται ὡς Ὀρθόδοξος
ἀπό αὐτούς πού τήν συγκαλοῦν καί τήν συγκροτοῦν ἀλλά ἀπό τίς πράξεις καί τά ἔργα
της. Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν προκειμένῳ ἀναφέρει σέ ἐπιστολή του τά ἑξῆς:
«σύνοδος τοίνυν, δέσποτα, οὐ τό ἁπλῶς
συνάγεσθαι ἱεράρχας τε καί ἱερεῖς, κἄν πολλοί ὦσιν (κρείσσων γάρ, φησίν, εἷς
ποιῶν τό θέλημα τοῦ Κυρίου ἤ μύριοι παραβαίνοντες), ἀλλά τό ἐν ὀνόματι Κυρίου ἐν
τῇ ἐρεύνῃ καί φυλακῇ τῶν κανόνων καί τό δεσμεῖν καί λύειν οὐχ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ᾿ ὡς
δοκεῖ τῇ ἀληθείᾳ καί τῷ κανόνι καί τῷ γνώμονι τῆς ἀκριβείας. ἤ δείξωσιν οἱ
συνελθόντες τοῦτο πεποιηκότες, καί
ἡμεῖς σύν αὐτοῖς, ἤ οὐ δεικνύουσιν, ἐκβαλέτωσαν τόν ἀνάξιον, ἵνα μή εἰς κατηγόρημα αὐτοῖς καί ταῖς μετέπειτα
γενεαῖς παραδοθήσεται· ὁ λόγος γάρ ὁ τοῦ θεοῦ δεδέσθαι φύσιν οὐκ ἔχει,
καί ἐξουσία τοῖς ἱεράρχαις ἐν οὐδενί δέδοται
ἐπί πάσῃ παραβάσει κανόνος ἤ μόνον στοιχεῖν τά δεδογμένα καί ἕπεσθαι τοῖς
προλαβοῦσιν» (Φατ. 24,
66,69).