Ένα βράδυ, ενώ το φεγγάρι ήταν ολόγιομο και έφεγγε μέσα στο σκοτάδι, ο άγιος Ευθύμιος, ο Μέγας, μόλις είχε τελειώσει τους μεσονυκτικούς ύμνους στο Ναό, και, όπως συνήθιζε, έκανε μια μικρή βόλτα στα παρεκκλήσια της Μονής, για να αποτινάξει τον ύπνο από τα βλέφαρά του και να συνεχίσει έπειτα την αγρυπνία του.
Ξαφνικά μέσα στη γλυκειά ηρεμία της αστροφεγγιάς, βλέπει δύο άνδρες να κλέβουν το σιτάρι της Μονής από τις υπόγειες αποθήκες. Ο ένας έβγαζε από το υπόγειο το σιτάρι και το τοποθετούσε μέσα σε σακιά, ενώ ο άλλος τα έπαιρνε και τα