Ἔχουν
συνειδητοποιήσει ἄραγε οἱ Ὀρθόδοξοι ὅτι “καταπίνουμε” ἕνα-ἕνα τὰ ἀντιπατερικά-αἱρετικὰ ἀνοίγματα τῶν
Οἰκουμενιστῶν; Τοὺς ἀντιπατερικοὺς διαλόγους, τὶς ἁπλὲς συμπροσευχές, τὶς ἀπὸ κοινοῦ συμπροσευχὲς σὲ "ὀρθόδοξες" ἢ ἑτερόδοξες (δηλ. αἱρετικές) ἱερὲς ἀκολουθίες (ἀρτοκλασίες, Ἑσπερινοὺς ἀγάπης, Ἁγιασμούς κ.λπ.),
τὴν ἀποδοχὴ τῶν αἱρετικῶν
ὡς «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», τὰ ἡμισυλλείτουργα;
Κι ὄχι μόνο αὐτό. Οἱ
Οἰκουμενιστὲς πλέον, δὲν κρύβονται, ὑποστηρίζουν ἀνοικτᾶ καὶ
χωρὶς ἐπιφυλάξεις τὶς αἱρετικὲς πρακτικές τους, οἱ δὲ ἄλλοι Ἐπίσκοποι δὲν
αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη οὔτε νὰ διαφοροποιηθοῦν, οὔτε νὰ διορθώσουν, οὔτε βέβαια
νὰ ἐπιτιμήσουν τὶς κακόδοξες πρακτικές.
Παρουσιάσαμε στὴν ἀμέσως προηγούμενη ἀνάρτηση τὴν ἄθλια συνέντευξη στὸ «Ἁγιορείτικο
Βῆμα» τοῦ Οἰκουμενιστὴ Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ, μὲ τίτλο «Ναι στους διαλόγους, Όχι στους “ταλιμπάν” της Ορθοδοξίας».
Δι’ αὐτῆς τῆς
δημοσιεύσεως παρουσιάζει στὸν πολὺ κόσμο ὡς φυσικὸ καὶ ἀναγκαῖο τὸν ἐπὶ
δεκαετίες μὲ ἀντιπατερικὸ τρόπο διεξαγόμενο διάλογο μὲ τοὺς αἱρετικούς. Οἱ
θέσεις του –φτηνὲς καὶ τετριμμένες– ἔχουν ἀπαντηθεῖ καὶ ἀνασκευασθεῖ ἀπὸ καιρό,
ἀλλὰ οἱ Οἰκουμενιστὲς ἐπανέρχονται στὰ ἴδια καὶ στὰ ἴδια εὐλογοφανῆ ἐπιχειρήματα, σπέρνοντας τὴν ἀμφιβολία καὶ
τὴν σύγχυση στοὺς ἀγνοοῦντας πιστοὺς καὶ ὑπολογίζοντας ὅτι, χάρις στὴν ἀφωνία
τῶν Ποιμένων, τελικὰ θὰ περάσουν τὰ μηνύματά τους.
Σὲ ἐκείνη τὴν ἀνάρτηση
παραθέσαμε τὶς δόλιες καὶ πονηρὲς θέσεις τοῦ Ζιμπάμπουε, ποὺ μὲ τέχνη
ἑωσφορικὴ σερβίρει, ὅπως τὸ νὰ ταυτίζει τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν φατρία τῶν
Οἰκουμενιστῶν, π.χ. οἱ Πατριάρχες Βαρθολομαῖος καὶ Ἀλεξανδρείας, ἀλλὰ καὶ ἡ
ἀφεντιά του! Τολμᾶ δὲ νὰ παρουσιάζει, ἀκόμα καὶ τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ (καὶ τὸν ἀπ. Παῦλο) νὰ εὐλογεῖ τοὺς σύχρονους ἀντί-Χριστους
Διαλόγους! Τοποθετήσαμε δὲ καὶ κατάλληλες φωτογραφίες ποὺ -καὶ μόνο αὐτές- ἀποδεικνύουν τὶς ἀνακρίβειες καὶ τὸ ψεῦδος τοῦ κ. Σεραφείμ.
Δὲν πρέπει νὰ μένουν ἀναπάντητα τέτοια κείμενα, γιατὶ μὲ τὴν προβολὴ τέτοιων κακόδοξων θέσεων ἀνεπαισθήτως κατεδαφίζονται κυριολεκτικὰ ἡ Ὀρθόδοξη
αὐτοσυνειδησία καὶ ἡ Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς πρὸς τὴν ποιμαντικὴ στάση μας
ἀπέναντι στοὺς αἱρετικούς. Ὑβρίζει δὲ ἐκεῖ ὁ κ. Ζιμπάμπουε, ὡς «ταλιμπάν», ὅσους ἀκόμα ἀγωνίζονται
ἐναντίον τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Σ' αὐτὴ τὴν
ἀνάρτηση γίνεται μιὰ προσπάθεια παρουσίασης τῆς Ὀρθόδοξης Πατερικῆς διδασκαλίας
γιὰ τὸ θέμα, γιὰ νὰ φανεῖ ποιός εἶναι (ὄχι "ταλιμπάν") ἀλλὰ βομβιστὴς ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ γκρεμίσει τὴν ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδοξίας. Θὰ ἔπρεπε, βέβαια, νὰ γραφεῖ ὁλόκληρη πραγματεία γιὰ νὰ
ἀντικρούσουμε ὅλα τὰ σημεῖα της. Ἀρκούμαστε, ὅμως, νὰ ἀπαντήσουμε μόνο σὲ ὅσα παραπλανητικὰ
γράφει, περὶ τῶν διεξαγομένων Διαλόγων., ποιά δηλ. εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Στὶς
συζητήσεις τῶν Πατέρων μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὁ ὀρθόδοξος
ποιμένας ἔχει τὸν πρῶτο λόγο, ἀφοῦ αὐτὸς θὰ κρίνει τὴν ἀποδοχὴ ἢ ὄχι τῶν
αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία. Ὅταν συζητεῖς μὲ αἱρετικό, λέγει ὁ Χρυσόστομος, νὰ τοῦ
κάνεις καίριες ἐρωτήσεις, νὰ τὸν ἐλέγχεις, μὴν τὸν ἀφήνεις νὰ σοῦ ξεφεύγει καὶ
νὰ στρέφει τὴν συζήτηση ὅπου θέλει αὐτός, νὰ ἀποδεικνύεις τὸ λάθος τῶν λογισμῶν
του: «Κάτεχε τὸν αἱρετικόν· μὴ ἀφῇς
ἀναχωρῆσαι» (Χρυσοστόμου Ἰω., Κατὰ Ἀνομοίων, λόγος
α΄, line 278-279).
«Κἂν λέγῃ σοι ὁ αἱρετικός,… κατάσπασον
αὐτοῦ τὸ φρόνημα εἰς τὴν γῆν, καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτόν, …καὶ τότε ἐκεῖνα ἐρώτα.
Κάτασχε αὐτὸν καὶ περίστηθι, καὶ μὴ ἀφῇς ἀποπηδῆσαι, μηδὲ ἀναχωρῆσαι εἰς τὸν
λαβύρινθον τῶν λογισμῶν· ἀλλὰ κάτασχε, καὶ ἀπόπνιξον, μὴ τῇ χειρὶ, ἀλλὰ τῷ
ῥήματι· μὴ δῷς αὐτῷ διαστολὰς καὶ διαφυγάς, ἃς βούλεται. Ἐκεῖθεν θόρυβον
ἐμποιοῦσι τοῖς διαλεγομένοις, ἐπειδὴ
ἡμεῖς αὐτοῖς ἀκολουθοῦμεν καὶ οὐκ ἄγομεν ὑπὸ τοὺς νόμους τῶν θείων Γραφῶν. Περίθες τοίνυν αὐτῷ τειχίον
πάντοθεν, τὰς ἀπὸ τῶν Γραφῶν μαρτυρίας, καὶ οὐδὲ χᾶναι δυνήσεται» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ἀπόδειξις τοῦ χρησίμως τὰς περὶ Χριστοῦ
καὶ ἐθνῶν καὶ τῆς ἐκπτώσεως Ἰουδαίων προφητείας ἀσαφεῖς εἶναι, vol 56, pg 166, ln 58-pg 167, ln 13).
Εἶναι
φανερό, ὅτι μιὰ τέτοια διαδικασία διαλόγου ποὺ δὲν ἀρχίζει ἀπὸ ὅσα μᾶς ἑνώνουν,
τὰ «ἑνοῦντα», καὶ ὅσα βολεύουν τοὺς ἑτερόδοξους –ὥστε νὰ καλύπτουν τὶς
κακοδοξίες τους καὶ τὴν ἀμετανοησία τους–, ἀλλὰ ἀρχίζει ἀπὸ τὶς κακόδοξες προσθῆκες τῶν αἱρετικῶν, εἶναι σύμφωνη μὲ
τὴν ποιμαντικὴ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ στοιχεῖ στὴν Ἐντολὴ τοῦ
Ἀποστόλου: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ
πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ…».
Εἶναι φανερό, λοιπόν, πὼς ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία δὲν ἀρνεῖται τὸ Διάλογο. Τὸν διεξάγει ὅμως μὲ βάση τὶς ὁδηγίες τοῦ Χριστοῦ
καὶ τῶν Ἀποστόλων, (καὶ τὴν ἐν λόγω ἐπιταγὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου “αἱρετικὸν ἄνθρωπον…
παραιτοῦ”)· στηρίζεται γιὰ τὴ διεξαγωγὴ τῶν
Διαλόγων στοὺς Ἱ. Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ποὺ ἀπὸ κοινοῦ ἐφάρμοζαν τότε ὡς Ὀρθόδοξες –πρὶν τὸ
σχίσμα– ἡ Ἀνατολικὴ καὶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία· καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι γνωστὰ στὸ
Βατικανό.
Αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Ζ. εἶναι ἐπανάληψη ὅσων ἔχει πεῖ
ὁ Πατριάρχης, καὶ τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀναιρεθεῖ. Καὶ μὲν ὁ Κύριος συνομίλησε μὲ τοὺς
ἀνθρώπους, καὶ κήρυξε, καὶ ἔστειλε τοὺς μαθητές του γιὰ Ἱεραποστολή, ἀλλὰ ποτὲ
δὲν ἔκανε «Διάλογο» μὲ τὶς προϋποθέσεις τῶν συγχρόνων διαλεγομένων. Κατὰ δὲ τὸ
παράδειγμά Του, οὔτε οἱ Ἅγιοι ἔκαναν τέτοιους «Διαλόγους».
Ἔτσι ὁ Χριστὸς ἐδίδαξε καὶ κάποια ἄλλα πράγματα. Ἤλεγξε,
καυτηρίασε, ἐπιτίμησε, μίλησε περὶ ἐθελοτυφλούντων, ἀμετανοήτων,
ψευδοδιδασκάλων, περὶ ὑποκριτῶν Φαρισαίων, ἐναντίον τῶν ὁποίων ἐξαπέλυσε τὰ
φοβερὰ ἐκεῖνα «οὐαί». Δὲν ἐμπόδισε νὰ
φύγουν τοὺς ἀκροατὲς μιᾶς ὁμιλίας Του ποὺ παρεξήγησαν τοὺς λόγους Του· δὲν τοὺς
παρακάλεσε νὰ γυρίσουν πίσω γιὰ νὰ τοὺς δώσει περισσότερες ἐξηγήσεις, ἀφοῦ
γνώριζε ὅτι δὲν εἶχαν ἀκόμα ἀποκτήσει πνεῦμα μαθητείας (μετάνοια)· δὲν τοὺς
παρακάλεσε νὰ μείνουν γιὰ νὰ ξανασυζητήσουν τὸ θέμα, νὰ κάνουν ἕνα εὐρύτερο
«θεολογικὸ Διάλογο ἀγάπης»· προέτρεψε μάλιστα καὶ τοὺς μαθητές του νὰ φύγουν
μαζί τους -ἂν θέλουν-, ἀφοῦ ἀπαιτοῦσε ἐν ἐλευθερίᾳ
καὶ ταπεινώσει τὴν ἀποδοχὴ ἀτόφιων καὶ ὅλων τῶν Ἐντολῶν καὶ Ὑποθηκῶν Του (γι’ αὐτὸ ἄλλωστε εἶπε καὶ τὸ «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν»).
Ἂς θυμηθοῦμε, ἐπίσης, ὅτι ὁ Χριστὸς συμβούλεψε
τοὺς μαθητές Του νὰ φεύγουν ἀπὸ τὸ σπίτι ἐκείνων ποὺ δὲν θὰ ἀποδέχονταν τὴν
διδασκαλίαν Του, ἀμέσως μετὰ τὴν πρώτην ἐπίσκεψη, τινάζοντας μάλιστα καὶ
τὴν σκόνη τῶν ὑποδημάτων τους, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μαζί
τους. Καὶ γιὰ νὰ ἀναφέρουμε καὶ ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὴν Π. Διαθήκη, ὅταν ὁ Ἀδάμ
καὶ ἡ Εὔα παρήκουσαν τὸ Θεό, συζήτησε μαζί τους, περιμένοντας τὴν μετάνοιά
τους. Καὶ ὅταν οἱ πρωτόπλαστοι δὲν ἀνταποκρίθηκαν, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς «παραιτήθηκε»
ἀπ’ αὐτούς, «οἰκονομῶν», βέβαια, ἐν καιρῷ τὴν σωτηρία τους. Δὲν συνέχισε τὸν
Διάλογο μαζί τους.
Παρόμοια τακτικὴ βλέπουμε νὰ τηρεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ πρὸς τοὺς
Ἰουδαίους τῆς Ἀντιοχείας. Ὅταν αὐτοὶ ἀντέλεγαν σὲ ὅσα ἐδίδασκε ὁ Παῦλος στὸ
συγκεντρωμένο πλῆθος, καὶ παρουσίαζαν συνεχῶς νέες σοφιστικὲς ἀντιλογίες, «ὑβρίζοντες καὶ βλασφημοῦντες τὸν Χριστὸν
καὶ τοὺς Ἀποστόλους», ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἐφαρμόζουν τὸ «μετὰ μίαν… νουθεσίαν παραιτοῦ» δὲν συνέχισαν
τὸν Διάλογο, ἀλλὰ ἔφυγαν,