Αὐτοί πού καλά γνωρίζουν νά ἀγωνίζονται
γιά ἕνα βραβεῖο κατά τούς ἀθλητικούς ἀγῶνες, εὐχαριστιοῦνται ἀπό τά
χειροκροτήματα τῶν θεατῶν καί μέ τῶν ἐπάθλων τήν ἐλπίδα ἔντονα παρακινοῦνται
πρός τήν νίκη, πού ἁρμόζει σ᾽ αὐτά. Ἀσφαλῶς ὅμως καί ὅσοι ἔχουν σφοδρή ἐπιθυμία
νά ἐπιτύχουν τά θεῖα χαρίσματα καί διψοῦν νά γίνουν μέτοχοι τῆς ἐλπίδας πού ἔχει
ἑτοιμαστεῖ γιά τούς ἁγίους, ἀφενός ἀναλαμβάνουν μετά χαρᾶς τούς ἀγῶνες χάριν τῆς
εὐσέβειας πρός τόν Χριστό.
Ἀφετέρου τήν τιμημένη καί ἔνδοξη
ζωή κατορθώνουν ὄχι μέ τό νά προτιμοῦν τήν τεμπελιά, πού εἶναι στερημένη ἀπό
μισθό, οὔτε βέβαια ἀγαπώντας τήν ἄνανδρη δειλία, ἀλλά πιό πολύ κινούμενοι μέ ἀνδρεία
ἐναντίον κάθε πειρασμοῦ καί συνεπῶς μέ τό νά κρίνουν σχεδόν ὡς ἀνάξεις λόγου
τίς ἐπιθέσεις πού προέρχονται ἀπό τούς διωγμούς. Ἔτσι θεωροῦν πλοῦτο τό νά ὑποστοῦν
παθήματα γιά χάρη Του. Διότι ἀνακαλοῦν στήν μνήμη τους τόν μακάριο Παῦλο, πού ἔγραφε
ὅτι δέν ἔχουν ἀξία τά παθήματα τῆς ἐδῶ ζωῆς ἐμπρός στήν δόξα πού πρόκειται νά
φανερωθεῖ σ᾽ ἐμᾶς.
Πρόσεχε, λοιπόν, οἰκονομία ἐξαίρετη
πού χρησιμοποιεῖ καί τώρα ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, πρός ὠφέλειαν καί οἰκοδομή
τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Εἶπε σ᾽ αὐτούς: «Ἄν κανείς θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἄς ἀπαρνηθεῖ
τόν ἑαυτό του καί ἄς σηκώσει τόν δικό του σταυρό καί ἄς μέ ἀκολουθεῖ. Διότι αὐτός
πού θέλει νά σώσει τήν ζωή του θά τήν χάσει· αὐτός ὅμως πού θά χάσει τήν ζωή
του γιά χάρη μου, θά τήν βρεῖ» (Ματθ. 16, 24-25).
Σωτήριο βέβαια τό παράγγελμα
καί ταιριαστό σέ ἁγίους. Καί γίνεται τοῦτο πρόξενος τῆς δόξας, γιά τήν ὁποία
κάναμε λόγο παραπάνω, καί τήν χαρά γιά ὅ,τι θά γευθεῖ στό τέλος ὁ ἄνθρωπος
δημιουργεῖ ἐντός του. Διότι τό νά ἐπιλέξει κανείς τά πάθη γιά τόν Χριστό δέν
μένει χωρίς ἀμοιβή, ἀλλά μᾶλλον προσπορίζει ὡς διαρκές καί ἀναφαίρετο ἀπόκτημα
τήν μετοχή στήν αἰώνια ζωή καί δόξα. Ὡστόσο, ἐπειδή ἀκόμη δέν εἶχαν τήν ἐξ ὕψους
δύναμη οἱ μαθητές, φυσικό ἦταν νά πέσουν ἴσως κάπου θύματα ἀνθρώπινης ἀσθένειας,
ὁπότε νά βάλουν μέ τόν νοῦ τους καί νά ποῦν μέσα τους: πῶς μπορεῖ νά ἀπαρνηθεῖ
κάποιος τόν ἑαυτό του; Ἤ πῶς γίνεται, ἀφοῦ χάσει κάποιος τήν ζωή του, νά τήν
βρεῖ πάλι; Καί ποιό γιά ὅσους τοῦτο πάθουν τό ἰσάξιο θά εἶναι βραβεῖο; Ἤ, ἐπίσης,
τί λογῆς χαρισμάτων θά εἶναι μέτοχος;
Γιά νά τούς ἀφήσει, λοιπόν,
μακρυά ἀπό τέτοιες σκέψεις καί τέτοιους λόγους καί, ὅπως μέ τήν κατεργασία
κανείς ἀλλάζει τό σχῆμα στά μέταλλα, νά τούς ἀναμορφώσει γενναίους, κάμνοντας
νά γεννηθεῖ μέσα τους ἡ ἐπιθυμία τῆς ὡραίας αὐτῆς δόξας, «Λέγω σέ σᾶς», λέει, «εἶναι
κάποιοι ἀπ᾽ αὐτούς πού βρίσκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἕως ὅτου
δοῦν τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 16, 28). Μήπως τόσο πολύ θά ἐκταθεῖ
γι᾽ αὐτούς τό ὅριο τῆς ζωῆς τους, ὥστε σ᾽ ἐκεῖνα νά φτάσουν τά χρόνια, ὕστερα ἀπό
τά ὁποῖα, στήν συντέλεια τοῦ αἰῶνος, θά κατεβεῖ ἀπ᾽ τούς οὐρανούς καί θά ἀποκαταστήσει
τούς ἁγίους στήν ἑτοιμασμένη γιά χάρη τους βασιλεία; Βέβαια καί μέχρι τοῦτο
μποροῦσε νά φτάσει ἡ δύναμή του. Διότι ὅλα μπορεῖ καί τίποτα δέν εἶναι ἀδύνατο ἤ
ἀκατόρθωτο γιά τήν ἄκρα παντοδυναμία τοῦ νεύματός Του. Βασιλεία ὅμως λέει τήν ἴδια τήν θέα τῆς δόξας, πού μέσα της καί ὁ ἴδιος
θά ἐμφανιστεῖ ἐκεῖνο τόν καιρό, ὅταν θά λάμψει πάνω ἀπ᾽ ὅσους βρίσκονται στήν γῆ.
Διότι θά ἔρθει μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ὄχι φυσικά μέ τήν εὐτέλεια
πού χαρακτηρίζει ἐμᾶς.
Πῶς, λοιπόν, ἤθελε νά
καταστήσει θεατές τοῦ θαύματος αὐτούς πού δέχθηκαν τήν ὑπόσχεση; Ἀνεβαίνει στό ὄρος
ἔχοντας τρεῖς ἀπ᾽ αὐτούς, τούς ὁποίους ἐπέλεξε. Ἔπειτα μεταβάλλεται σέ μιά