Μ. Βασιλείου (Ἐπιστολὴ 204):
"Πρὸς τοὺς
Νεοκαισαρεῖς"
Στὴν ἐπιστολή του «Πρὸς τοὺς Νεοκαισαρεῖς» (μία ἐκ τῶν
καλυτέρων του Μ.Β.) ὁ ἀληθὴς καὶ μὴ μισθωτὸς ἐπίσκοπος τοῦ Χριστοῦ Βασίλειος,
καὶ παρὰ τὶς εἰς βάρος του συκοφαντίες, ἐπιδίδεται σὲ μία προσπάθεια «νὰ συγκροτήσῃ
τοπικὰς Συνόδους
διὰ τὴν ἕνωσιν
τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων τῶν γειτονικῶν τῆς Καππαδοκίας ἐπαρχιῶν».
Ὅταν λοιπὸν ὁ Μ. Βασίλειος –ἀναλαμβάνων τὴν προσπάθεια ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν
ὀρθοδόξων ἐπισκόπων– «διῆλθεν καὶ ἐκ Νεοκαισαρείας», ἡ ἐνέργειά του αὐτὴ
παρεξηγήθη καὶ ὁ ἐπίσκοπος Ἀτάρβιος «ἀνανέωσε καὶ ἐπηύξησε τὰς συκοφαντίας, ἔναντι τῶν ὁποίων
ἐσιώπα ὁ Μ.Β.». Τώρα, ὅμως, «ἀναγκάζεται νὰ λύση τὴν σιωπὴν του (σελ. 17, ὑποσ. 2)
καὶ νὰ γράψει αὐτὴ τὴν ἐπιστολή. [Ἡ μετάφραση τῆς ἐπιστολῆς ποὺ παραθέτουμε εἶναι τοῦ ἀείμνηστου Ἁγιορείτου μοναχοῦ Νικοδήμου Μπιλάλη ἀπὸ τὰ «Ἅπαντα τῶν Ἁγίων Πατέρων» Μ. Βασιλείου, τομ. 6ος,
ἐκδ. «Ὠφελίμου βιβλίου»].
........
Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρη,
τώρα, ποὺ ἐξαιτίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουν διασπασθεῖ σὲ ὁμάδες, μολυσμένοι ἀπὸ τὸν ἰὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ποὺ ἐπὶ δεκαετίες διασπείρουν στὶς ὀρθόδοξες συνειδήσεις μὲ μαεστρία οἱ αἱρετικοί·
τώρα, ποὺ ἔχουν πείσει τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐπισκοποκεντρική, καὶ ἡ ὑπακοὴ στοὺς Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους ἢ τοὺς ἄφωνους Ὀρθόδοξους Ἐπισκόπους ποὺ κοινωνοῦν μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές, εἶναι ...ἀρετὴ ποὺ σώζει!!!
Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ δηλαδή, εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρη γιὰ τρεῖς ξεχωριστὲς ὁμάδες: α] ἐκείνους ποὺ ἀνέχονται "ἄχρι καιροῦ"
τοὺς ἡγέτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ κοινωνοῦν μαζί τους (μερικοί, θεωροῦντες ὡς ἁπλὲς
“ἀσχήμιες” τὶς συνειδητὲς αἱρετικὲς ρήσεις καὶ ἐνέργειές τους)· β] γιὰ ἐκείνους ποὺ
ἀρνοῦνται
τὴν μετὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν κοινωνία, καὶ βεβαίως γ] γιὰ ἐκείνους (καὶ αὐτοὶ εἶναι οἱ
περισσότεροι) ποὺ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν
αἵρεση. Αὐτοί, μαζὶ μὲ τοὺς πρώτους, θεωροῦν ὡς Ὀρθόδοξους ὅλους τοὺς κανονικὰ χειροτονημένους Ἐπισκόπους καὶ Ἱερεῖς, ἀσχέτως
ἂν προσβάλλουν τὴν Ἀλήθεια τῆς Πίστεως, κι ἂν αἱρετίζουν ἀποδεδειγμένα, ἐπιμόνως καὶ ἐμμανῶς.
Εἶναι
χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος μᾶς διδάσκει πὼς σὲ καιρὸ αἱρέσεως πρέπει νὰ ψάχνουμε νὰ βροῦμε Ὀρθόδοξους
Ποιμένες, ποὺ νὰ ἀκολουθοῦν τὴν Παράδοση κι ὄχι νὰ ἀνεχόμαστε τὴν πνευματική μας καθοδήγηση ἀπὸ Ποιμένες ποὺ εἶναι συμβιβασμένοι ἢ ἀνέχονται τὴν
αἵρεση (τοῦ Οἰκουμενισμοῦ σήμερα).
Ξεκινάει τὴν ἐπιστολὴν ὁ Ἅγιος:
«Ἐπὶ πολὺν χρόνον ἐτηρήσαμεν σιγὴν μεταξύ μας, ἀδελφοὶ
τιμιώτατοι καὶ λίαν ἀγαπητοί, ὅπως ἀκριβῶς κάμνουν ὅσοι χωρίζουν μεταξύ των ὠργισμένοι.
Ἀλλ’ ὅμως, ποῖος κρατεῖ τόσον πολὺ τὴν ὀργήν του καὶ δυσκόλως συμφιλιώνεται μὲ ὅποιον
ἔχει λυπήσει, ὥστε σχεδὸν ἐπὶ μίαν ὁλόκληρον ἀνθρωπίνην γενεὰν νὰ παρατείνῃ τὴν
γεμάτην μῖσος ὀργήν του; Διότι αὐτὸ δύναται κανεὶς νὰ διαπιστώσῃ ὅτι συμβαίνει
μὲ ἡμᾶς, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ καμμία δικαιολογημένη ἀφορμὴ χωρισμοῦ μας, βεβαίως ἐξ ὅσων
γνωρίζομεν ἡμεῖς, ἐνῷ τοὐναντίον πολλοὶ καὶ μεγάλοι δεσμοὶ τελείας φιλίας καὶ ἑνότητος
ὑπάρχουν μεταξύ μας ἐξ ἀρχῆς.
Καὶ πρῶτος ἐφ’ ἑνὸς καὶ μέγιστος (δεσμός) εἶναι ἡ Ἐντολὴ
τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος ρητῶς καὶ κατηγορηματικῶς εἶπεν ὅτι: “ἐν τούτῳ γνώσονται
πάντες ὅτι Ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγαπᾶται ἀλλήλους”» (σελ. 17-18).
Καὶ ἀφοῦ ἀναπτύσσει καὶ ἄλλα ἑνωτικὰ ἐπιχειρήματα, ρωτᾶ τοὺς Νεοκαισαρεῖς: «Τίνος οὖν ἕνεκεν… οὐ γράμμα ἥμερον αὐτόθεν, οὐ φωνὴ
δεξιά, ἀλλ’ ἤνοικται μὲν ὑμῶν τὰ ὦτα τοῖς διαβάλλειν ἐπιχειροῦσιν;». «Διὰ ποῖον ἄρά γε λόγον οὔτε ἐπιστολὴ εὐμενὴς ἀπὸ ἐκεῖ (ἀπὸ
σᾶς, δηλαδή, στέλλεται) οὔτε λόγος εὐοίωνος (δὲν ἀκούεται), ἀλλ’ ἔχετε μόνον ἀνοικτὰ
τὰ ὦτα σας εἰς ὅσους ἐπιτίθενται συκοφαντικῶς ἐναντίον μας;» (σελ. 19).
Καὶ συνεχίζει: «Τουλάχιστον δὲν σᾶς διδάσκει ἡ ἐπικρατοῦσα ὡς πρὸς αὐτὰ ἀνέκαθεν
συνήθεια; Ὅτι δηλαδὴ ὅποιος θέλει νὰ εἶναι δίκαιος καὶ ἀμερόληπτος ἀκροατής, δὲν
πρέπει νὰ παρασυρθῇ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔλαβεν πρῶτος τὸν λόγον, ἀλλὰ
νὰ περιμένῃ (νὰ ἀκούσῃ) καὶ τὴν ἀπολογίαν τοῦ κατηγορουμένου, εἰς τρόπον ὥστε ἀπὸ
τὴν σύγκρισιν τῶν λόγων καθενὸς ἐκ τῶν δύο νὰ φανερωθῇ ἡ ἀλήθεια; Ἄλλωστε ἡ Ἐντολὴ
(τοῦ Κυρίου) “τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε” (Ἰωάν. 7, 24) εἶναι ἐκ τῶν πλέον ἀναγκαίων
διὰ τὴν σωτηρίαν (μας)» (σελ. 20).
Ἀκολούθως ὁ Μ.Β. τοὺς λέγει ὅτι ἀποφάσισε νὰ ἀπολογηθεῖ, ὄχι τόσον διότι ὁ ἴδιος
συκοφαντεῖται, ἀλλὰ διότι μαζί του «ἔχει συκοφαντηθῆ καὶ ἡ πρὸς Θεὸν (ὀρθή) πίστις
μας». Ἀπολογοῦμαι –συνεχίζει– ὄχι διότι ἀδικοῦμαι ἀπό σας καὶ σᾶς χάνω (ἀφοῦ
ἀπομακρύνεσθε ἀπὸ ἐμένα ἕνεκα τῆς συκοφαντίας), ἀλλὰ διότι διαπιστώνω ὅτι σεῖς «χάνετε τὴν ἀλήθειαν…
Συνεπῶς περισσότερον πρὸς χάριν σας παρὰ πρὸς χάριν μου ἀπολογοῦμαι, καθὼς καὶ
διὰ νὰ σᾶς ἀπαλλάξω ἀπὸ μίαν ἀνυπόφορον ζημίαν. Διότι ποῖον ἄλλον μεγαλύτερον
κακὸν θὰ ἠδύνατο νὰ πάθῃ κανείς, ὅταν χάσῃ τὸ πολυτιμότερον ἐξ ὅλων τῶν ἀγαθῶν,
τὴν ἀλήθειαν;
Τί λοιπὸν ἰσχυρίζομαι,
ἀδελφοί; Ὄχι ἀσφαλῶς ὅτι δῆθεν κάποιος ἀναμάρτητος εἶμαι ἐγώ, οὔτε ὅτι ἡ ζωή
μου δὲν εἶναι γεμάτη ἀπὸ μύρια ἐλαττώματα. Διότι ἔχω ἐπίγνωσιν τοῦ ἑαυτοῦ μου
καὶ δὲν παύω τουλάχιστον νὰ χύνω δάκρυα διὰ τὰ ἁμαρτήματά μου, μήπως καὶ δυνηθῶ
νὰ ἐξευμενίσω τὸν Θεόν μου καὶ ἀποφύγω τὴν ἀπειλὴν τῆς κολάσεως» (σελ. 21-22). Ἀλλὰ ἰσχυρίζομαι ὅτι πρέπει νὰ «γίνῃ δημόσιος ἔλεγχος» ὅσων μὲ κατηγοροῦν
καὶ ὄχι νὰ «ἀνεχθῆτε» τὶς ἐναντίον μου
κακολογίες καὶ συκοφαντίες ἀβασάνιστα. «Ἂς ἔλθουν εἰς φῶς ὅσαι πονηρίαι διαφεύγουν τὴν
προσοχήν μου… Ἐξ ἄλλου, ἐὰν τὸ σφάλμα ἀφορᾶ εἰς τὴν πίστιν, ἂς παρουσιασθῇ ἐνώπιόν
μας τὸ αἱρετικόν (μου) σύγγραμμα, πάλιν ἂς στηθῇ δίκαιον καὶ ἀμερόληπτον
δικαστήριον. Ἂς ἀναγνωσθῇ (πρῶτον) ἡ κατηγορία. Ἂς ἐξετασθῇ (ἔπειτα) μήπως λόγω
ἀγνοίας τοῦ κατηγόρου θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἐπιλήψιμον περισσότερον παρ’ ὅτι ὡς ἐκ
φύσεώς του εἶναι ἄξιον καταδίκης τὸ σύγγραμμα αὐτό» (σελ. 23).
«Ἀλλ’ ἐγὼ
πιστεύω ὅτι καὶ εἰς τὰ (ἁγιογραφικὰ) “λόγια του Πνεύματος” δὲν θὰ ἔπρεπε ὁ καθεὶς
νὰ ἐπιχειρῆ τὴν ἑρμηνείαν ὅσων ἔχουν λεχθῆ, ἀλλ’ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπὸ τὸ (Ἅγιον)
Πνεῦμα τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως, ὅπως μᾶς ἐδίδαξεν ὁ Ἀπόστολος (Παῦλος) εἰς τὸ
περὶ τῆς διαιρέσεως τῶν χαρισμάτων (Α΄ Κόρ. 12,
8-10)
Ὡς πρὸς
δὲ τὴν ὀρθότητα τῆς δικῆς μας πίστεως ποία σαφεστέρα ἀπόδειξις θὰ ἦτο δυνατὸν
νὰ ὑπάρξῃ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡμεῖς ἔχομεν ἀνατραφῇ… ἀπὸ τὴν περιβόητον Μακρῖναν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐδιδάχθημεν
τὰ λόγια του μακαριωτάτου Γρηγορίου (τοῦ Θαυματουργοῦ)…
Ἐξ ἄλλου, ὅταν ἡμεῖς οἱ ἴδιοι ἀπεκτήσαμεν τὴν ἱκανότητα
τῆς φρονίμου σκέψεως, ἐφ’ ὅσον τὸ λογικόν μας μὲ τὴν ὡρίμανση τῆς ἡλικίας
συνεπληρώθη, περιωδεύδαμεν πολλὰ μέρη γῆς καὶ θαλάσσης μήπως εὕρωμεν μερικοὺς οἱ
ὁποῖοι νὰ ἀκολουθοῦν τὸν παραδοθέντα κανόνα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὥστε αὐτοὺς
νὰ ἐκλέξωμεν ὡς πατέρας (πνευματικούς) καὶ νὰ κάμωμεν ὁδηγοὺς τῶν ψυχῶν μας εἰς
τὴν πρὸς τὸν Θεὸν πορείαν μας. Καὶ μέχρι τουλάχιστον τῆς ὥρας αὐτῆς, μὲ τὴν
χάριν Ἐκείνου ὁ Ὁποῖος μᾶς «ἐκάλεσε μὲ κλῆσιν ἁγιαστικήν», διὰ νὰ Τὸν
γνωρίσωμεν μὲ γνῶσιν τελείαν, δὲν ἔχομεν ἀντιληφθῆ νὰ ἔχωμεν δεχθῆ εἰς τὴν
καρδίαν μας κανένα λόγον ἀντίθετον τῆς ὑγιοῦς διδασκαλίας, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἐμολύναμεν ποτὲ τὰς ψυχάς μας μὲ τὴν ἀκατονόμαστον καὶ βλάσφημον αἵρεσιν τῶν Ἀρειανῶν.
Ἐὰν δὲ κάποτε ἐδέχθημεν εἰς (ἐκκλησιαστικήν)
κοινωνίαν μερικοὺς οἱ ὁποῖοι προήρχοντο ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν (αἱρετικόν) διδάσκαλον
καὶ οἱ ὁποῖοι ἐφύλασσον μυστικὴν εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς των τὴν νόσον (τῆς αἱρέσεως),
καίτοι ὡμολόγουν τὰ ὀρθόδοξα διδάγματα ἢ τουλάχιστον εἰς ὅσα ἐλέγομεν ἡμεῖς δὲν
ἀντέλεγον, ὡς ἑξῆς τοὺς ἐδέχθημεν: οὐδόλως ἐνεπιστεύθημεν μόνον εἰς τὸν ἑαυτόν
μας τὴν ἀπόφασιν ὡς πρὸς αὐτούς, ἀλλ’ ἠκολουθήσαμεν τὰς ἀποφάσεις τὰς ὁποίας εἶχον
προηγουμένως διατυπώσει ὡς πρὸς αὐτοὺς οἱ Πατέρες μας. Ἔχω μάλιστα λάβει ἐπιστολὴν
τοῦ μακαριωτάτου Πατρὸς Ἀθανασίου, τοῦ ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας, εἰς τὴν ὁποίαν
σαφῶς λέγει τὰ ἑξῆς:
ἐὰν κανεὶς ἀπὸ τὴν αἵρεσιν τῶν Ἀρειανῶν θέλῃ νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν καὶ ὁμολογῇ τὸ
Σύμβολον τῆς Πίστεως τῆς Νικαίας, νὰ τὸν δέχεσθε χωρὶς νὰ διστάζετε δι’ αὐτόν. Μάλιστα (εἰς
τὴν ἐπιστολήν του ὁ Ἀθανάσιος) μοῦ παρεῖχεν τὴν πληροφορίαν ὅτι μὲ τὴν ἀπόφασιν
αὐτὴν ἦσαν σύμφωνοι ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τόσον τῆς Μακεδονίας, ὅσον καὶ τῆς Ἀχαΐας.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐνόμιζον ὅτι εἶναι ἀνάγκη (ὡς πρὸς αὐτό) νὰ ἀκολουθῶ ἕνα τόσον
σπουδαῖον ἄνδρα χάρις καὶ εἰς τὴν αὐθεντίαν ὅσων ἀπεφάσισαν (τοιουτοτρόπως),
συγχρόνως ὅμως καὶ διότι ἐπεθύμουν νὰ λάβω τὸν μισθὸν τῆς εἰρηνοποιΐας, ὅσους ὡμολόγουν
αὐτὸ τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως τοὺς κατέτασσον εἰς τὴν μερίδα ὅσων ἐκοινώνουν
μαζί μας.
Ἂς ἐρωτηθοῦν λοιπὸν οἱ … ὀρθόδοξοι τῆς
Αἰγύπτου. Διότι οὗτοι καὶ ἀποστέλλουν πρὸς ἡμᾶς ἐπιστολάς, ἀλλ’ ἐπίσης καὶ
λαμβάνουν ἀπὸ ἡμᾶς. Τόσον λοιπὸν ἐκ τῶν ἐπιστολῶν αἱ ὁποῖαι ἔρχονται (ἐδῶ) ἀπὸ
αὐτοὺς δύνασθε νὰ πληροφορηθῆτε, ὅσον καὶ ἀπὸ ὅσας ἐπίσης τοὺς ἀποστέλλονται
δύνασθε νὰ μάθετε ὅτι ὅλοι εἴμεθα «σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῦντες». Συνεπῶς ἂς μὴ
διαφεύγῃ τὴν ἀκρίβειάν σας ὅτι ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος ἀποφεύγει νὰ ἔχῃ ἐπικοινωνίαν μαζί μας ἀποκόπτει
τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ ὅλην
τὴν Ἐκκλησίαν.
Παρατηρήσατε λοιπὸν γύρω σας, ἀδελφοί
(καὶ διαπιστώσατε) μὲ πόσους ἔχετε ἐπικοινωνίαν. Διότι, ἂν δὲν γίνετε δεκτοὶ ἀπὸ
ἡμᾶς, ποῖος εἰς τὸ ἑξῆς θὰ σᾶς ἀναγνωρίσῃ; (Δι’ αὐτό) μὴ μᾶς φέρετε εἰς τὴν ἀνάγκην
νὰ σκεφθῶμεν κάτι λυπηρὸν διὰ τὴν φιλτάτην μας Ἐκκλησίαν (σας). Μὴ μὲ κάμετε, ὅσα
τώρα κρύπτω εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας μου καὶ μόνος ἀναστενάζω καὶ κλαίω τὴν κακοδαιμονίαν τῆς ἐποχῆς, τὸ ὅτι δηλαδὴ
χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ αἰτία (οὐσιώδης) αἱ
πλέον σπουδαῖαι Ἐκκλησίαι καὶ ἀπὸ τὴν παλαιὰν ἐποχὴν
θεωρούμεναι μεταξύ των ἀδελφαί, αὐταὶ τώρα εἶναι χωρισμέναι, μὴ μὲ κάμετε αὐτὰ ἀκριβῶς
νὰ τὰ θρηνολογήσω ἐνώπιον ὅλων συγχρόνως ὅσων ἐπικοινωνοῦν μαζί μας. Μὴ μὲ ἐξαναγκάσεται
νὰ προφέρω λόγια τὰ ὁποῖα μέχρι τώρα μὲ τὸν χαλινὸν τοῦ λογικοῦ συγκρατῶ
κρυμμένα μέσα μου. Εἶναι καλλίτερον ἡμεῖς νὰ φύγωμεν μακρὰν καὶ νὰ ὁμονοήσουν μεταξύ των αἱ Ἐκκλησίαι παρὰ
ἐξ αἰτίας τῶν παιδαριωδῶν μικροψυχιῶν
μας νὰ προξενήσωμεν τόσον μεγάλον κακὸν
εἰς τοὺς λαοὺς τοῦ Θεοῦ.
Ἐρωτήσατε τοὺς πατέρας σας καὶ θὰ σᾶς
ἀναφέρουν ὅτι, ἂν καὶ ὡς πρὸς τὴν τοποθεσίαν ἐφαίνοντο χωρισμέναι (μεταξύ των) αἱ
τοπικαὶ Ἐκκλησίαι, ἐν τούτοις τουλάχιστον ὡς πρὸς τὸ φρόνημα ἦσαν
ἓν καὶ μὲ μίαν γνώμην ἐκυβερνῶντο. Ἀφ’ ἑνὸς αἱ ἐπικοινωνίαι τοῦ λαοῦ ἦσαν
συνεχεῖς. Συνεχεῖς ἀφ’ ἑτέρου ἦσαν αἱ ἐπισκέψεις τοῦ Κλήρου καὶ εἰς τοὺς ἰδίους
τοὺς ποιμένας τόσον ἐπεκράτει ἡ μεταξύ των ἀγάπη, ὥστε καθεὶς ἀπὸ αὐτοὺς νὰ
χρησιμοποιῇ ὡς διδάσκαλον καὶ ὁδηγὸν τὸν ἄλλον “εἰς τὰ πρὸς Κύριον” (τὰ
πνευματικά) (σ. 26-30).
Κείμενο (Αὐτὸ ποὺ ἀντιστοιχεῖ
στὴν μετάφραση τῶν σελίδων 26-30 ποὺ παραθέσαμε):