Του κ. Γεωργίου Ιωάννου Καραλή
Στην εποχή μας που μαστίζεται από μία κρίση τεραστίων διαστάσεων,
επιχειρείται μία προσπάθεια να οδηγηθεί η ορθόδοξη παράδοση σε μία
διαφορετική κατεύθυνση, σε μία θεολογία «μεταπατεριστική», όπως πολύ
συχνά αποκαλείται. Πως επιτυγχάνεται μία τέτοια διαδικασία χωρίς να
υπάρξουν μεγάλες αντιστάσεις από το ορθόδοξο πλήρωμα; που οδηγεί μία
τέτοια προσπάθεια;
Η απάντηση αυτή έχει δύο σκέλη. Στο πρώτο σκέλος γίνεται προσπάθεια
να αλλοιωθεί κατά πολύ η πατερική εμπειρία, χωρίς να αμφισβητείται ακόμα
το κύρος των Πατέρων της Εκκλησίας. Απλώς και μόνον υποδεικνύεται από
τους «μεταπατερικούς θεολόγους» ότι οι Πατέρες είχαν μία διαφορετική
αντίληψη από την πραγματική. Αυτή η αντίληψη τους φέρνει κοντά στην
παπική και προτεσταντική παράδοση. Αφού λοιπόν οι Πατέρες έλεγαν τα ίδια
πράγματα με τον Αυγουστίνο, τους σχολαστικούς, γιατί να υφίσταται
διάκριση μεταξύ ορθοδόξου, παπικής και προτεσταντικής παρόδοσης σε μία
ενωμένη Ευρώπη και σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο κόσμο; Η ένωση των
«εκκλησιών» κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι προσιτή και βέβαια αναγκαία,
γιατί ποιό σωστά σκεφτόμενο ανθρώπινο ον θα μπορέσει να αποκλείσει την
ένωση των πάντων, αφού οι θεολογικές διαφορές του παρελθόντος έχουν πια
ξεπεραστεί;
Στο δεύτερο σκέλος καταβάλλεται μία υπεράνθρωπη προσπάθεια από τους
«μεταπατερικούς θεολόγους» να πληγεί το κύρος των Πατέρων της Εκκλησίας.
Γνωρίζοντας καλά ότι η δική τους ερμηνεία της θεολογίας των Πατέρων
δεν ανταποκρίνεται στην αντικειμενική αλήθεια, και κάποτε θα αποκαλυφθεί
η απάτη, γιατί οι Πατέρες γράψανε τόσο πολύ που δεν είναι δυνατόν να
ισχυρίζονται αυτά που τους βάζουν να πουν οι μεταπατερικοί θεολόγοι,
γιατί να μη πληγεί ανεπανόρθωτα και το κύρος των Πατέρων, έτσι ώστε
όταν θα έρθουν ορθόδοξοι και θα πουν ότι αυτή η ερμηνεία δεν
ανταποκρίνεται στην αλήθεια, τότε οι «μεταπατερικοί θεολόγοι» θα
ισχυριστούν: «Δεν επικυρώθηκαν όλες οι θεολογικές γνώμες και
διατυπώσεις όλων των ιερών Πατέρων της Εκκλησίας. Τούτο σημαίνει ότι όλα
όσα είπαν και έγραψαν οι Πατέρες δεν έχουν δογματικό και
αναντικατάστατο η και αλάθητο κύρος…» (βλέπε άρθρο του Γρηγορίου
Λαρεντζάκη, καθηγητού στο Graz που έχει τίτλο. «Η μέθοδος των ιερών
Πατέρων της Εκκλησίας και των Οικουμενικών συνόδων σε αντιδιαστολή προς
τους αρνητές της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», δημοσιευθέν από τον
ιστότοπο Αμήν). Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται με γοργότερο ρυθμό η
ένωση των «εκκλησιών», αφού πια οι ορθόδοξοι δεν στηρίζονται στην
αλήθεια των Πατέρων, άρα και η θεολογία θα πρέπει να προσαρμοστεί στις
απαιτήσεις των καιρών, δηλαδή να γίνει «μεταπατερική».
Το πρόσωπον
Η προσπάθεια να αλλοιωθεί η θεολογία των Πατέρων άρχισε ήδη από πολύ
νωρίς στον ελλαδικό χώρο, τουλάχιστον πριν από τριάντα χρόνια, με την
γνωστή σε όλους «θεολογία» του προσώπου. Ότι δηλαδή τάχα το πρόσωπο άνευ
της φύσεως είναι η υπέρτατη αλήθεια του χριστιανισμού και ότι τάχα μόνο
αυτό είναι η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο. Όχι μόνο η εικόνα αλλά και
το καθ’ ομοίωση. Πως όμως ορίζεται; Το πρόσωπο ορίζεται σαν σχέση ενός
εγώ με ένα εσύ. Ετυμολογικά για τους «μεταπατερικούς» θεολόγους το
πρόσωπο βγαίνει από το προς και όψιν. Δηλαδή είναι ένα εγώ που βρίσκεται
μπροστά στην όψη ενός εσύ και σε σχέση μαζί του. Αν δεν υπάρχει η σχέση
δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ορίσουμε ένα πρόσωπο. Η σχέση του εγώ με το
εσύ δημιουργεί την κοινωνία των προσώπων που σχετίζονται συνεχώς μεταξύ
τους και αυτοκαθορίζονται. Η κοινωνία των προσώπων δηλαδή των ετεροτήτων
χρειάζεται και την κοινωνία με τον πρώτον. Άνευ αυτής της κοινωνίας με
τον πρώτον δεν θα μπορέσει ποτέ να υπάρξει ενότης. Το πρόσωπο οριζόμενο
κατ’ αυτόν τον τρόπον, από τους “μεταπατερικούς θεολόγους», πασχίζει
δήθεν να απελευθερωθεί από την αναγκαιότητα της φύσεως που το
καταδυναστεύει και το κάνει να εμφανίζεται σαν άτομο. Δηλαδή σαν μία
μονάδα κλεισμένη στον εαυτό της, αδύναμη να κοινωνήσει με τους άλλους.
Πρωτεργάτες αυτού του εγχειρήματος ήταν οι «παρισινοί θεολόγοι» του αγ.
Σεργίου, μετά του κ. Γιανναρά, του κ. Ζηζιούλα, ακόμα λαϊκού και
μετέπειτα επισκόπου Περγάμου και καθηγητού του Πανεπιστημίου της
Θεσσαλονίκης.
Η προσπάθεια αλλοίωσης της θεολογίας των Πατέρων από σύγχρονους
θεολόγους, με την αντιγραφή θέσεων “παρισινών θεολόγων» και φιλοσόφων,
πέτυχε κατά πολύ στην Δύση. Οι δυτικοί αντιλήφθησαν ότι με αυτήν την
θεολογία επικρατεί το πνεύμα της «Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας» και
εμφανίζονται σαν αιρετικοί και ασυνεπείς οι Ορθόδοξοι.
Ο αναγνώστης που θα θελήσει να εμβαθύνει, ας διαβάσει την δογματική
του αειμνήστου καθηγητού Ιωάννου Ρωμανίδη (σσ. 254-291). Εκεί ο πατήρ
Ιωάννης εξηγεί την αλλοίωση των Πατέρων από ορθοδόξους ακαδημαϊκούς
συγγραφείς. Αργότερα ο π. Μάξιμος Λαυριώτης συνέχισε το έργο με συνεχή
άρθρα, στα οποία κανένας δεν τόλμησε να απαντήσει. Το 2002 ο γράφων
δημοσιεύει άρθρο στον Ορθόδοξο Τύπο, σε τρεις συνέχειες, με τον τίτλο
«Το αυγουστινιακό υπόβαθρο της θεολογίας των Παρισίων».
Ο αείμνηστος
καθηγητής Ιωάννης Κορναράκης το αναδημοσιεύει, αλλά κανείς δεν αντιδρά,
κανείς δεν απαντά, κανείς δεν επιθυμεί τον θεολογικό διάλογο. Το 2016 ο
Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος δημοσιεύει άρθρα στον Ορθόδοξο
Τύπο και σε άλλα περιοδικά αναφερόμενος και αυτός στην αλλοίωση που
επιχειρήθηκε από την θεολογία του προσώπου, ξεσηκώνοντας μεγάλη
αντίδραση.
Εν τω μεταξύ οργανωνόταν η «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» στο Κολυμπάρι
της Κρήτης. Σ’ αυτή την σύνοδο υπήρχαν κείμενα που υιοθετούσαν επίσημα
την θεολογία του προσώπου. Η αξία του