Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Τὸν τελευταῖο καιρὸ
ἔχουν πληθύνει τὰ σχόλια καὶ οἱ ἀναφορὲς περὶ ὑπάρξεως εὐσεβῶν ἐπισκόπων, ἱερέων
καὶ μοναχῶν, ποὺ καταδικάζουν μὲν τὸν Οἰκουμενισμὸ ὡς αἵρεση, ἔχουν ὅμως ἐκκλησιαστική
–καὶ ὄχι μόνο– κοινωνία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές.
Καὶ φυσικά, ἀναδεικνύεται
ὡς λογικὸ τὸ ἐρώτημα, γιατὶ νὰ διακόψει καὶ ὁ πιστὸς τὴν κοινωνία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς
καὶ νὰ βιώσει τὸ μαρτύριο τῆς ἀποτειχίσεως, ἀφοῦ θέμα εὐσεβείας δὲν τίθεται; Τὸ
ποίμνιο λοιπὸν διχάζεται καὶ οἱ πολλοὶ ἀποφασίζουν νὰ παραμείνουν στὴν ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση, ἀνεξαρτήτως τῶν τραγικῶν ἐπιπτώσεων ποὺ αὐτὴ ἐπιφέρει (καὶ
ἔχει πρωτίστως σχέση μὲ τὴν σωτηρία ἑκάστου).
Τί εἶναι ὅμως εὐσέβεια;
Διαβάζοντας τὴν ἐτυμολογία
τῆς λέξεως εὐσέβεια καταρχὴν στὰ λεξικὰ παρατηροῦμε τὰ ἑξῆς: εὐσεβής, ἐπίθετο Α. γιὰ πρόσωπα 1. εὐλαβής, ὅσιος, εὐσεβής, ἀντίθετο τοῦ δυσσεβής | 2. αὐτὸς
ποὺ εἶναι πιστὸς καὶ τηρεῖ τὰ ἠθικὰ ἢ θρησκευτικά του κυρίως καθήκοντα, αὐτὸς ποὺ τὰ ἐκπληρώνει | μὲ ἐμπρόθετο προσδιορισμό, δίκαιος
(στὴν πράξη, μὲ ἔργα) | μὲ αἰτ. Β.
ἅγιος, ἱερός, ἁγιασμένος, σύμφωνος μὲ τὸ
καθῆκον | γιὰ πράξεις καὶ πράγματα (Basic
Lexicon of Ancient Greek)
Κατὰ τὸ δὲ ἑορτολόγιο
τὸ ὄνομα τῆς ἁγ. Εὐσεβείας προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη εὐσεβὴς καὶ σημαίνει "αὐτός
ποὺ σέβεται τὸν Θεό καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολές Του". Ἔχει τὶς ρίζες της στὶς
λέξεις εὐ+σέβας ποὺ σημαίνουν "καλὸς καὶ αἴσθημα φόβου ποὺ ἐμποδίζει
κάποιον νὰ κάνει κάτι αἰσχρό".
Στὴν ἐφημερίδα «Ἀθηναΐς»
(Ἔτος A', τεῦχος 6, 1876) διαβάζουμε περὶ τῆς εὐσεβείας: «Ἡ
εὐσέβεια παράγει ἅπαντα τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς ἀγαθὰ τὰ καθιστῶντα
τὸν ἄνθρωπον πράγματι εὐτυχῆ· ἐνῶ ἀπεναντίας ἡ ἀσέβεια ἐπιφέρει πάντα τὰ
δυστυχήματα καὶ καθιστᾷ αὐτὸν ταλαίπωρον διὰ παντός. Ἡ εὐσέβεια διὰ μὲν τῆς ἐγκρατείας
λ. χ. τῆς φιλοπονίας, τῆς αὐταρκείας κτλ. προάγει τὴν ὑγείαν τοῦ πνεύματος· διὰ
δὲ τῆς ἐκθέσεως τῆς ἀληθοῦς ἀξίας τῶν ἀντικειμένων καὶ τῆς ἀκριβοῦς φύσεως τῆς ἀληθείας
ἀναπτύσσει καὶ ἐνισχύει τὴν διάνοιαν καὶ τέλος διὰ τῆς πιστῆς ἐκτελέσεως τῶν πρὸς
τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὸν πλησίον ἡμῶν καθηκόντων ἐπιφέρει τὴν εἰρήνην τοῦ
πνεύματος καὶ τὴν ἐλευθερίαν τῆς συνειδήσεως... Ἡ εὐσέβεια οὐδένα ἐνοχλεῖ,
οὐδένα ζημιοῖ, οὐδένα καταστρέφει· οὐδενὸς τὴν ὑγείαν προσβάλλει, οὐδενὸς τὴν
διάνοιαν ἐξασθενεῖ, οὐδενὸς τὴν συνείδησιν ταράττει, ἀλλ’ ἀπεναντίας, οὔτε τὰ
πάθη ὑποκινεῖ, οὔτε τὴν τιμὴν ἐλαττώνει, οὔτε γίνεται ποτὲ ἀντικείμενον πικρᾶς
μεταμελείας».
Ἐξ ὁρισμοῦ λοιπὸν
καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ εὐσέβεια ἔχει δύο πεδία ποὺ συνυπάρχουν, ἔχοντας ὅμως μία ἱεραρχικὴ
σχέση: Ὡς δεύτερο τῇ ἱεραρχίᾳ εἶναι τὸ πεδίο τοῦ προσωπικοῦ μας ἀγῶνα, τῆς
μάχης κατὰ τῶν παθῶν καὶ ἁμαρτιῶν μας, τῆς σχέσης μας μὲ τοὺς ἀδελφούς μας
Χριστιανούς, στὸ ὁποῖο, λόγῳ τῆς ἀτελοῦς μας φύσεως, εὐσεβὴς δὲν εἶναι ὁ ἀναμάρτητος,
ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ παρὰ τὶς ἁμαρτίες του μετανοεῖ καὶ δὲν πτοεῖται νὰ προσπαθεῖ
συνεχῶς νὰ τηρήσει τὶς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Τὸ πρῶτο ὅμως ἐπίπεδο
στὴν ἱεραρχία τῆς εὐσεβείας εἶναι ἡ τήρηση, ἡ ἔκθεση καὶ ἡ ὑπεράσπιση τῆς
Πίστεως καὶ τῆς Ἀληθείας ἀπέναντι στὸν κάθε ἐχθρό. Χωρὶς αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο ἡ εὐσέβεια
καταντάει εὐσεβοφάνεια. Γι’ αὐτὸ