Ὁ Μ. Ἀθανάσιος στὸν «Πρὸς Ἀντιοχεῖς Τόμο», γράφει πὼς
πληροφορήθηκε ὅτι πολλοί, ποὺ προηγουμένως ἦσαν πλησίον τῶν αἱρετικῶν, τώρα ἐπιδιώκουν
νὰ ἔχουν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους. Αὐτὸ μᾶς χαροποιεῖ –λέγει– γι’ αὐτὸ
προσευχόμαστε γιὰ ἐκείνους ποὺ βρίσκονται ἀκόμα μακριά μας καὶ πλησίον τῶν αἱρετικῶν,
ὥστε νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν «μανίαν»
(ὅπως τὴν
χαρακτηρίζει) τῆς αἱρέσεως.
Καὶ αὐτὸ εἶναι φυσικό, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει
ἑνότητα ἐν Χριστῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, ἐὰν δὲν ἔχουμε ἑνότητα φρονημάτων καὶ
πίστεως. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχουμε κοινωνία, εἴτε μὲ ὅσους κοινωνοῦν καὶ ἀποδέχονται
τὶς κακόδοξες θέσεις τῶν Ἀρειανῶν (τότε, τῶν Οἰκουμενιστῶν σήμερα), εἴτε μὲ τοὺς
οἰκουμενίζοντες, οἱ ὁποῖοι, παρότι καταδικάζουν τὶς κακόδοξες θέσεις τους, ὅμως
κοινωνοῦν συνειδητά μαζί τους. Μόνο ἂν συμφρονήσουμε καὶ ἔχουμε τὴν ἴδια εὐσέβεια,
μόνο τότε θὰ μποροῦμε νὰ λέμε ὅλοι μαζὶ τὸ «εἷς Κύριος, μία πίστις».
Καὶ παρακάτω γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὅτι δὲν ἀρκεῖ νὰ
δεχόμαστε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀποδεχόμαστε καὶ ὅλα, ὅσα δὲν
καταγράφονται-περιέχονται σ’ αὐτό, ἀλλὰ ὑπονοοῦνται. Δὲν μποροῦν π.χ., νὰ
λέγονται Χριστιανοί, ὅσοι δέχονται ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι ὁμοούσιος τοῦ Πατρὸς καὶ ὄχι
κτίσμα, ἀρνοῦνται ὅμως τὴν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ λέγουν ὅτι αὐτὸ εἶναι
κτίσμα. [Ὑπ’ ὄψιν ὅτι τότε δὲν εἶχαν ἀκόμα προστεθεῖ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως
τὰ τελευταῖα πέντε ἄρθρα περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, περὶ τῆς Μίας Ἐκκλησίας
κ.λπ., καὶ ἄρα ὁ Μ. Ἀθανάσιος διδάσκει ὅτι πρέπει νὰ φερόμαστε τὸ ἴδιο, καὶ στοὺς καταδικασμένους ἀπὸ τὴν ἐν Νικαίᾳ Σύνοδο Ἀρειανούς, καὶ στοὺς μὴ καταδικασμένους Πνευματομάχους, δηλαδὴ
νὰ διακόπτουμε τὴν κοινωνία μαζί τους. Ὡς γνωστόν, οἱ Πνευματομάχοι καταδικάστηκαν μετὰ
τὸν θάνατο τοῦ Μ. Ἀθανασίου, στὴν Β΄ Οἰκουμενική].
Αὐτοί, συνεχίζει, προσποιοῦνται ὅτι πιστεύουν ὀρθόδοξα,
ἀλλὰ οὐσιαστικὰ δὲν ἔχουν τὴν ἴδια πίστη μὲ μᾶς· στὸ φρόνημα εἶναι Ἀρειανοί· μὲ αὐτούς,
λοιπόν, νὰ μὴ ἔχετε καμιὰ κοινωνία.
Τὰ αὐτὰ ἰσχύον σήμερα ὡς πρὸς τὴν σχέση τῶν πιστῶν μὲ
τὴ νέα ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές, ἂν καὶ δὲν ἔχουν
καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο, πρέπει νὰ διακόπτουμε τὴν κοινωνία μαζί τους, γιατὶ στὸ
φρόνημα εἶναι
Παπικοί. Κάθε Κυριακή, κάθε γιορτὴ καὶ σὲ κάθε ἱερὴ Ἀκολουθία ἀπαγγέλλουν
τὸ «Πιστεύω», ἀλλὰ στὸ φρόνημα δὲν εἶναι
Ὀρθόδοξοι, ἀφοῦ στὴν πράξη τὸ ἀρνοῦνται, ἀφοῦ δέχονται, κι ἔχουν ὑπογράψει μὲ
τοὺς αἱρετικοὺς «Συμφωνίες» κακόδοξες, ἀφοῦ δέχονται διὰ Συνόδου (τῆς Κολυμπαρίου)
πολλὲς ἀδελφὲς
Ἐκκλησίες καὶ πολλά
βαπτίσματα.
Ἀπὸ αὐτούς, λοιπόν, πρέπει νὰ ἀπομακρύνονται οἱ Χριστιανοί, νὰ
κόβουν τὴν μετ’ αὐτῶν κοινωνία. Ἀπὸ δὲ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ ἐπιστρέψουν καὶ νὰ
γίνουν κοινωνοί μας, τίποτε παραπάνω νὰ μὴν ζητᾶτε, παρὰ τὸ νὰ ἀναθεματίζουν
τὴν αἵρεση καὶ νὰ δέχονται τὴν ἐν Νικαίᾳ Σύνοδο.
Π.Σ.
Τὸ κείμενο:
«Ἐπειδὴ δὲ καὶ εἰς ἡμᾶς ἦλθεν, ὅτι πλεῖστοι πρότερον
διὰ φιλονεικίαν διαιρεθέντες ἀφ' ἡμῶν, νῦν εἰρηνεύειν βούλονται, πολλοὶ δέ, καὶ
τῆς πρὸς τοὺς Ἀρειομανίτας σχέσεως ἀποστάντες,