Ὁ «εὐσεβής» καὶ «πατερικός» Μητροπολίτης
Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱερόθεος δείχνει τὸ ἀληθινὸ προσωπεῖο καὶ τὴν μετάλλαξη τῶν σημερινῶν ποιμένων:
------------------------------------------------------------------
Ἀπὸ ἁγιοπατερικὸ ἐπίσκοπο ὁμολογητὴ
σὲ δίγλωσσο σιγονταριστή-ὀρθολογιστὴ δεσπότη ἐπιστήμονα.
Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Κριτικὴ στὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου:
Ἡ «Ἁγία καὶ Μεγάλη» Σύνοδος, Θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς
θέσεις
Πρῶτο μέρος
Caveat lector (Ἂς προσέχει ὁ ἀναγνώστης)
Ὅταν πληροφορήθηκα τὴν ἔκδοση τοῦ
καινούργιου βιβλίου τοῦ μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου μὲ
τίτλο «Ἡ «Ἁγία καὶ Μεγάλη» Σύνοδος» κατάλαβα ἀμέσως, ὅτι αὐτὸ τὸ βιβλίο δὲν θὰ
εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἕνα ἰσχυρὸ ὑπνωτικὸ γιὰ τὸ ποίμνιο, ποὺ θὰ ἔχει ὡς
συστατικὰ τὶς ὁμολογουμένες καὶ ἀδιαμφισβήτητες γνώσεις τοῦ συγγραφέως, τὴν
διεθνή του ἀναγνώριση καὶ τὸ ἐπισκοπικό του ἀξίωμα, καὶ καὶ θὰ λειτουργήσει ὡς ἕνα
ἀκόμα μέσο ἐπιβολῆς τῆς αἱρέσεως στὴν Ἐκκλησία.
Στὸ συμπέρασμα αὐτὸ ἔφθασα,
γιατὶ εἶχα ἀκόμα νωπὲς στὸ μυαλό μου τὶς δηλώσεις τοῦ μητροπολίτου σὲ ὁμιλία
του ὅτι «ένιωσε τον εαυτό του χαρούμενο για την συμμετοχή του στη
σύνοδο, αποκομίζοντας μεγάλες εμπειρίες
ενώ, ένιωσε συνάμα και προβληματισμό
(sic)» (ἐδῶ). Τὸ γεγονὸς μάλιστα ὅτι δὲν ὑπῆρχε καμία ἀρνητικὴ
κριτική, οὔτε κἂν ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές, τοὺς ὁποίους ὑποτίθεται καυτηριάζει τὸ
βιβλίο, ἐνίσχυσε τὸ συμπέρασμα αὐτό.
Ἔτσι ἀποφάσισα αὐτὸ τὸ
καλοκαίρι νὰ ἀγοράσω τὸ περιώνυμο βιβλίο καὶ νὰ δῶ πὼς δικαιολογοῦσε τὴν ἰανικὴ
στάση του. Διαβάζοντάς το καὶ βλέποντας ἀπὸ τὴν μία τὴν ἐκτενὴ παρουσίαση τῆς
πατερικῆς διδασκαλίας καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ κουκούλωμα τῆς κατάφωρης καταπάτησής
της ἔνιωσα ναυτία! Παρὰ ταῦτα τόλμησα νὰ τὸ σχολιάσω.Καὶ λέω τόλμησα, διότι εἶμαι
ἀπόλυτα σίγουρος ποιές ἐπιθέσεις καὶ ὕβρεις θὰ ἀκολουθήσουν, μιᾶς καὶ θὰ ἀσκήσω
κριτικὴ στὴν «ἱερὴ ἀγελάδα» τῶν «Οἰκονομιστῶν» καὶ «Ἀντιοικουμενιστῶν», τὸν
διεθνοῦς φήμης θεολόγο, καθηγητὴ πανεπιστημίου καὶ συγγραφέα 100 βιβλίων
μητροπολίτη Ναυπάκτου. Ἐπειδὴ τὸ βιβλίο εἶναι ὀγκῶδες (767 σελ.) ὁ κριτικὸς
σχολιασμὸς θὰ γίνει τμηματικά.. Στὸ πρῶτο τμῆμα θὰ σχολιάσω τὸ πρῶτο μέρος τοῦ
βιβλίου. Τά περισσότερα ἀπό τά κείμενα τοῦ πρώτου αὐτοῦ μέρους ἔχουν ἀναρτηθεῖ
κατά καιρούς στήν ἱστοσελίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου ἤ ἔχουν δημοσιευθεῖ
στήν ἐφημερίδα «Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση». Ἂς μοῦ συγχωρήσει ὁ ἀναγνώστης τὸ
μέγεθος τοῦ κειμένου, τὸ ὁποῖο προσαρμόζεται στὸν ὄγκο τοῦ βιβλίου.
Στὶς θετικὲς κριτικὲς τοῦ
βιβλίου, ποὺ μέχρι στιγμῆς δημοσιεύτηκαν διαβάσαμε ἐκτὸς τῶν ἄλλων τὰ ἑξῆς:
«Μιά θεολογική
μελέτη μέ ἱστορικά καί θεολογικά ἐπιχειρήματα πού ἀξίζει νά διαβασθῆ ἀπό ὅσους
θέλουν νά μάθουν γιά τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης. Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου μέ αἴσθημα εὐθύνης ἔναντι τῆς ὀρθοδόξου
παραδόσεως καί τῆς ἱστορίας καί μέ θεολογικό τρόπο προσφέρει στόν ἀναγνώστη
εἰλικρινῆ καταγραφή τῶν ὅσων συνέβησαν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, στήν ὁποία ὄχι ἁπλῶς
ἦταν παρών, ἀλλά καί ἀρκετές φορές ὁμίλησε. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπως ἐκφράσθηκε
ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες εἶναι ἐμπειρική καί κατ᾿ ἐξοχήν προφητική, ἀποστολική καί πατερική, δηλαδή ἐκκλησιαστική.
Μιά τέτοια θεολογία πρέπει νά εἶναι ἡ βάση τῆς ὀρθοδόξου ὁμολογίας καί τοῦ ὀρθοδόξου
διαλόγου μέ τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς. Δέν
πρέπει νά γίνωνται ἐκπτώσεις ἀπό τήν ἀποκεκαλυμμένη πίστη, ὅπως τήν παρέλαβαν οἱ
ἅγιοι Ἀπόστολοι ἀπό τόν Χριστό, τήν διατύπωσαν σέ ὅρους οἱ ἅγιοι Πατέρες καί
τήν διεφύλαξε ἡ Ἐκκλησία. Ὅταν παραθεωρῆται ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας πού ἐκφράζεται
μέσα ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιά νά βρεθοῦν μερικά κοινά σημεῖα μέ τόν
δυτικό Χριστιανισμό, τότε ἐμφανίζεται ἡ διπλωματία» (ἐδῶ).
Καί:
«Ἐπίσης, στό μέλλον θά φανῇ τό πόσο οἱ ἀποφάσεις τῆς
Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Κρήτης θά ἐπηρεάσουν τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἤ
πόσο ἀντίστροφα ἐπηρεάσθηκαν ἀπό νοοτροπίες πού δέν θά ἔχουν διάρκεια, ὡς “ψευδοθεολογήσεις”,
οἱ ὁποῖες ὅμως ἤδη ἐπηρεάζουν κάποιους
θεολόγους καί ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καί θέλουν νά κυριαρχήσουν καθολικά μέσα
στήν Ἐκκλησία... Ὅλα τά κείμενα τοῦ βιβλίου εἶναι γεννήματα ποιμαντικῆς ἐγρήγορσης καί θεολογικῆς εὐαισθησίας.
Ἀπαντοῦν σέ φανερά καί λανθάνοντα, τήν αἴσθηση πολλῶν, ποιμαντικά καί θεολογικά
προβλήματα. Μέ αὐστηρή ἐπιστημονική τεκμηρίωση ἐπιδιώκει νά διασωθῇ ἀλώβητο
στίς συνοδικές ἀποφάσεις τό σωστικό κήρυγμα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν
ἁγίων Πατέρων» (ἐδῶ).
Τὰ παραπάνω λόγια/κριτικὴ
γράφτηκαν ἀπὸ τὴν γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ
Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) ποὺ ἀπό τό 1982 ἐκδίδει καί διακινεῖ
σέ ὅλο τόν κόσμο τά βιβλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος εἶναι
ὁ ἱδρυτής καί πνευματικός πατέρας τῆς ἀδελφότητος καὶ ἀπὸ τὸν Πρωτοπρεσβύτερο
Θωμᾶ Βαμβίνη, ἐκκαθαριστὴ ἀποδοχῶν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ναυπάκτου.
Εἶναι ἡλίου φαεινότερον ὅτι οἱ ἄνθρωποι
δὲν «διάβασαν» τὸ βιβλίο καὶ ὅτι στὸν σχολιασμό τους πρόκειται περὶ αὐλοκολακείας
χειρίστου εἴδους. Τὸ βιβλίο αὐτὸ γέμει τόσης συγχύσεως, ὥστε ἀκόμα κι ἂν
κάποιος πιστεύει, ὅτι μπορεῖ νὰ ἀναιρέσει τὴν κριτικὴ, ποὺ ἀσκῶ στὸ πρῶτο
μέρος, μὲ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ δευτέρου, αὐτὸς θὰ αὐτοαναιρεθεῖ μὲ τὰ ἐπιχειρήματα
τοῦ τρίτου μέρους. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ μιλοῦν —καὶ φυσικὰ ὁ μητροπολίτης τους ποὺ
τοὺς ἔδωσε τὴν εὐλογία του—, ὡσὰν ὁ Οἰκουμενισμὸς νὰ μὴν ἔχει ἐπικρατήσει, ὡσὰν
ὅλα νὰ ἀποτελοῦν μελλοντικὰ θέματα, ἀφοῦ οἱ ἀγῶνες καὶ οἱ συγγραφὲς τοῦ
Ναυπάκτου καὶ ἰδίως αὐτὴ ἡ τελευταία, ἀπέδωσαν καρπούς.
Γιατὶ ἂν εἶχαν «διαβάσει» τὸ
βιβλίο –κι ἂν ὁ μητροπολίτης τους δὲν ἦταν δίγλωσσος– δὲν θὰ μιλοῦσαν γιὰ
μελλοντικὲς ἐξελίξεις, ἀφοῦ θὰ εἶχαν «ἀνακαλύψει» τὴν σελ. 196, στὴν ὁποία ὁ
Ναυπάκτου ἀναλύει τὸ αἱρετικὸ κείμενο ποὺ ἐξέδωσε ἡ ἀρχιεπισκοπὴ Θυατείρων (μὲ
τὴν ὁποία ἀκόμα ἔχει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία ὁ μητροπολίτης τους). Τὸ κείμενο τὴς
ἀρχιεπισκοπῆς Θυατείρων γράφτηκε τὸ 1975 καὶ ἀναφέρει (σελ. 180-184) ὅτι ἀπὸ τότε
πραγματοποιοῦντο, καὶ μάλιστα συχνά, ἐπισκέψεις Χριστιανῶν σὲ αἱρετικοὺς ναοὺς,
ὅτι ἀπὸ τότε ἐγίνοντο σ’ αὐτούς συμπροσευχὲς, ὅτι ἀπὸ τότε ἀναγνώριζαν τὸ βάπτισμα
τῶν αἱρετικῶν, ἀπὸ τότε ἀποδέχονταν ὅτι ἔχουν οἱ αἱρετικοὶ τὴν Χάριν καὶ ἐνέργεια
τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀπὸ τότε ἀποδέχονταν διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀναγνώριση
ἐκκλησιολογίας στοὺς αἱρετικούς, καὶ ἄλλα τρομερὰ καὶ ἀνήκουστα. Μέ βάση αὐτὰ
γράφει ὁ Ναυπάκτου τὰ ἑξῆς:
«Δὲν ἔχει
σημασία ὅτι αὐτὸ τὸ «ὁμολογιακό» κείμενο κυκλοφόρησε πρὶν σαράντα (40) χρόνια,
γιατὶ ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα ἀφ’ ἑνὸς ἐπιβεβαιώθηκαν
στὴν πράξη ὅλες αὐτὲς οἱ ἀπόψεις, ἀφ’ ἑτέρου δὲ προχώρησαν τὰ πράγματα σὲ
χειρότερο βαθμό... Αὐτὸ δείχνει περίτρανα τὰ πράγματα στὴν λεγόμενη «οἰκουμενικὴ
κίνηση» προχωροῦν πέρα ἀπὸ τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, ἀφοῦ ὑπάρχει πλήρης «μυστηριακὴ
διακοινωνία!».
Καὶ ἐνῶ τὰ παραπάνω ποὺ συμπεριέλαβε
στὸ βιβλίο του, εἶναι ἀναδημοσίευση ἄρθρου του τοῦ 2016, σὲ ἄλλο ἄρθρο του,
γραμμένο, τὸν Νοέμβριο τοῦ 2017 συμπεραίνει:
«γίνεται
διάλογος ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας μας, χωρὶς τὰ ἀποτελέσματα τῶν διαλόγων νὰ τίθενται στὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας
γιὰ ἔγκριση ἢ μή».
Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν εὐσεβῶν. Τὸ
2016 μιλάει γιὰ γεγονὸς πλήρους μυστηριακῆς διακοινωνίας καὶ τὸ 2017
στρουθοκαμηλίζων δυσανασχετεῖ, γιατὶ τάχα δὲν γνωρίζει τὰ ἀποτελέσματα τῶν
διαλόγων! Βέβαια μὲ τὴ δυσανασχέτησή του αὐτή, ἴσως ἐκφράζει ἕνα παράπονο, ποὺ
δὲν συμμετέχει κι αὐτὸς στοὺς διαλόγους ὡς λόγιος μητροπολίτης, ἰσάξιος τοῦ
Ζηζιούλα, καὶ ποὺ δὲν τοῦ δίνουν ἀναφορὰ γιὰ ὅσα μυστικὰ συμφωνοῦν (κι αὐτὸ εἶναι
ἀλήθεια), ἀντιπαρερχόμενος τὴν οὐσία, ποὺ εἶναι ἡ ἐν τῇ πράξει μυστηριακὴ ἕνωση
κρυφά, ἢ ἐν μέρει, τὴν ὁποία γνωρίζει, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα συνεχίζει σὰν νὰ μὴ
συμβαίνει τίποτα νὰ κοινωνεῖ μὲ ὅλους αὐτούς. Τὸ ἐπιχείρημα δὲ αὐτὸ ἐπαναλαμβάνει,
ὅποτε τὸν συμφέρει, σὲ ὁλόκληρο τὸ βιβλίο. Αὐτὸ εἶναι τὸ «αἴσθημα εὐθύνης ἔναντι
τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως» τοῦ μητροπολίτου Ναυπάκτου.
Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ψευτοσυνόδου δὲν
ἀποτελοῦν θέμα ποὺ θὰ κριθεῖ στὸ μέλλον, ὅπως γράφουν κατὰ παραγγελία οἱ
σχολιαστές/κόλακες, ἀλλὰ προϋπῆρχαν ἤδη στὸ παρελθόν. Ἁπλῶς τώρα ἐπικυρώθηκαν
συνοδικά. Ρίχνοντας σκόνη στὰ μάτια τοῦ ποιμνίου ἀποκρύπτουν, ὅτι, ὅπως θὰ ἀποδειχθεῖ
παρακάτω, τὸ βιβλίο αὐτὸ κάθε ἄλλο εἶναι παρὰ μία «ὀρθόδοξη μαρτυρία». Ὄχι μόνο
δὲν ἀποτελεῖ αἴσθημα εὐθύνης καὶ προστασίας τῆς πατερικῆς παραδόσεως, ἀλλὰ ἀποδεικνύεται
σὲ μοναδικὸ ἐγχειρίδιο μακιαβελισμοῦ, ἀντιπατερικῆς στάσης, διγλωσσίας, ὑποταγῆς,
αὐλοκολακείας σιγονταρισμοῦ τῆς Παναιρέσεως καὶ προσωπικῆς ἐπίδειξης γνώσεων καὶ
γεγονότων, ἄνευ ὅμως πράξεων καὶ συνέπειας. Κι αὐτὸ μεγαλώνει τὴν εὐθύνη τοῦ
γνωρίζοντος καλῶς καὶ μὴ ποιοῦντος θεοφιλῶς/ὁμολογιακῶς μητροπολίτη Ναυπάκτου.
Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς τῶν
παραπάνω σχολίων ἀναφέρω ὡς πρώτη γεύση, τί γράφει ὁ Ναυπάκτου (σ. 607):
«Τελικὰ
ἐκεῖνο ποὺ ἐνοχλεῖ στὴν ὑπόθεση αὐτὴ
εἶναι ὅτι στὶς συζητήσεις ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας χρησιμοποιεῖται
ἡ διγλωσσία, τριγλωσσία καὶ πολυγλωσσία, δὲν ὑπάρχει ἐνιαία γλώσσα. Ἀλλιῶς
ἐκφράζονται σὲ ὀρθόδοξα καὶ μοναχικὰ περιβάλλοντα καὶ ἀλλιῶς ἐκφράζονται σὲ ἑτερόδοξα
περιβάλλοντα. Στὴν οὐσία, ὅπως φαίνεται καθαρότατα, διολισθαίνουν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ
τῆς ἀποκλειστικότητας στὴν ἀρχὴ τῆς περιεκτικότητας».
Ἀφοῦ λοιπὸν εἶναι ἔτσι, πῶς
προστατεύει τὸ ποίμνιο ὁ συγκεκριμένος μητροπολίτης, ποιά πρέπει νὰ ἦταν ἡ ἀντίδραση
ἑνὸς «προφητικοῦ, πατερικοῦ, κλπ.» ἐπισκόπου; Ἡ συμμετοχή του στὸ μήνυμα τῆς Ἱ.
Συνόδου «Πρὸς τὸν λαό» γιὰ τὸ ὁποῖο ἐν κραυγαλέᾳ ἀντιθέσει μὲ τὸ ποίμνιο
γράφει:
«θεωρῶ,
ὅτι ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος ἐνήργησε μὲ
ψυχραιμία καὶ διάκριση... ἐξέδωσε τὸ γνωστό κείμενο γιὰ τὸν λαό, ποὺ
διακρίνεται περισσότερο γιὰ ὁμολογία
πίστεως παρὰ γιὰ ἐνημέρωση» (σελ. 715);
Ἀλήθεια τί λένε περὶ αὐτοῦ οἱ
περὶ τὸν π. Θεόδωρο Ζήση ὑποστηρικτὲς καὶ θαυμαστές του Ναυπάκτου, οἱ ὁποῖοι ἐν
ἀντιθέσει μὲ τὸν μητροπολίτη ὀρθῶς καταδίκασαν τὸ κείμενο τῆς Ἱ. Συνόδου ὡς
προδοτικό; Γιατὶ τὸν χαρακτηρίζουν ἀκόμα εὐσεβῆ καὶ παραδοσιακό;
Ἀποτελεῖ ἀντίδραση του οἱ
συμπροσευχὲς τοῦ ἰδίου καὶ τῶν ἄλλων «εὐσεβῶν» Ἱεραρχῶν, τὰ συλλείτουργα καὶ ἡ
κοινωνία μὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι δίγλωσσοι καὶ τρίγλωσσοι, πράγμα ποὺ ἀπαγορεύεται ἀπὸ
τὸν Θεό («ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ
πονηροῦ ἐστιν». Ματθ. ε´ 37), ἰδίως γιὰ ποιμένες; Γιατί ὁμιλεῖ
γιὰ διγλωσσία καὶ δὲν ὁμιλεῖ γιὰ κατάφωρη διαστρέβλωση τῶν δογμάτων καὶ
καταπάτηση τῶν Ἱ. Κανόνων; Γιατί χαρακτηρίζει τὸ ὅλο θέμα ὡς ἐνόχληση, ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο
γιὰ τυχὸν πλημμελήματα γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος γράφει βιβλία 767 σελίδων; Τί εἶναι
στὴν πραγματικότητα ὁ Ναυπάκτου; Λόγιος ἀκαδημαϊκὸς καὶ συγγραφέας βιβλίων ποὺ ἁπλῶς
ἱστορεῖ καὶ περιγράφει «ἀντικειμενικά» τὶς ἐξελίξεις, ἐξισορροπώντας τὰ πράγματα
καὶ καθησυχάζοντας-ναρκώνοντας συνειδήσεις, ἢ ὁμολογητὴς καὶ ἀγωνιστὴς ἐπίσκοπος
ποὺ ξεσηκώνει τὸ λαὸ ἐναντίον τῆς θεοστυγοῦς αἱρέσεως καὶ πολεμᾶ ἀσυμβίβαστα τὴν
αἵρεση; Καὶ τί προτείνει ὁ ἴδιος, ὁ «ὑπεύθυνος ποιμενάρχης», ὡς ἀντίδραση τοῦ
ποιμνίου;
Ποιός χρησιμοποιεῖ διπλὴ καὶ
τριπλὴ γλώσσα φαίνεται στὰ παρακάτω λόγια τοῦ μητροπολίτου, στὸ συμπερασματικό
του κεφάλαιο στὸ τέλος τοῦ βιβλίου, στὸ ὁποῖο ἀπαριθμεῖ τὰ θετικὰ καὶ ἀρνητικὰ
σημεῖα τῆς ψευτοσυνόδου τῆς Κρήτης. Γράφει ὁ «ἀναισθησιολόγος» Ναυπάκτου:
«Τὰ θετικὰ σημεῖα τῆς Συνόδου...
Ἡ ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου ἔχει πολλὰ θεολογικὰ νοήματα ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία
εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ... Ἐπίσης, τονίζεται ἐμφαντικὰ
ἡ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο...
τὸ πῶς ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει τὶς σύγχρονες
προκλήσεις...τὸν διάλογο μὲ τοὺς ἑτεροδόξους Χριστιανούς (σελ. 724)
Τὰ ἀρνητικὰ σημεῖα
τῆς Συνόδου...
...τὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν
λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμο» τελικὰ εἶναι ἕνα κείμενο ποὺ προῆλθε ἀπὸ
διαφόρους συμβιβασμούς... γι’ αὐτὸ ἔχει πολλὰ σημεῖα ποὺ μποροῦν νὰ ἑρμηνευθοῦν
ἀμφίσημα καὶ ἀρνητικά. Ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι «ἡ Μία, Ἁγία,
Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» (ἄρθ. 1)... μάλιστα διατυπώθηκαν καὶ ἀπόψεις
οἱ ὁποῖες δὲν ἀποδοκιμάσθηκαν, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπικροτήθηκαν διὰ χειροκροτημάτων, ὅτι,
δηλαδὴ δὲν πρέπει νὰ γίνονται θεολογικὲς συζητήσεις στὴν Σύνοδο, ἀλλὰ νὰ ἀντιμετωπίζονται θέματα ποὺ ἱκανοποιοῦν
σύγχρονες ἀνάγκες» (σελ. 727-729).
Μένει κανεὶς ἄφωνος μὲ τὶς «ἐπιστημονικές»
ρητορικὲς μεθοδεύσεις καὶ μηχανορραφίες τοῦ μητροπολίτου Ναυπάκτου ὁ ὁποῖος ἀπὸ
τὴν μία προσπαθεῖ νὰ δείξει ἕνα πατερικὸ πρόσωπο καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν ὑποταγή
του καὶ τὴν συμφωνία του μὲ τὸ Φανάρι καὶ γενικὰ ὅλους τοὺς Οἰκουμενιστές. Ὁ ἀναγνώστης
μὴ καταλαβαίνοντας τελικά, τί εἶναι θετικὸ καὶ τί ἀρνητικό, παραιτεῖται τῆς
κρίσης του καὶ παραδίδεται στὴν «αὐθεντία» τοῦ μητροπολίτου. Εἶναι σαφές —γεγονὸς
ποὺ θὰ ἀποδειχθεῖ καὶ παρακάτω— ὅτι ὁ Ναυπάκτου ἀναλύει τὸ θέμα τῆς Συνόδου ἔχοντας
στὶς ἀποσκευές του τὴν «χαρισματικὴ αὐθεντία» του (ὅρο ποὺ ἐφηῦρε ὁ Max Weber καὶ ἐπανέφερε
ὁ Ian Kershaw γιὰ προσωπικότητες ποὺ τὶς ὀνομάζουν οἱ ἄλλοι αὐθεντίες
καὶ ὑποτάσσονται σ’ αὐτές, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δὲν εἶναι), καὶ ἀκολουθώντας πιστὰ τὸ
πρόγραμμά του, ποὺ ἀποσκοπεῖ ἀπὸ τὴν μία στὴν προσωπικὴ καταξίωση καὶ ἀθώωση ἀπὸ
κάθε κατηγορία σύμπραξης μὲ τοὺς αἱρετικοὺς οἰκουμενιστές, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη στὴν
προώθηση καὶ ἀποδοχὴ ἀπὸ τὸ ποίμνιο τῶν οἰκουμενιστικῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου.
Ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου, καθὼς
καὶ οἱ κόλακές του, ξεχνοῦν, ὅτι τὸ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ
φοιτητὲς πανεπιστημιακῶν ἑδράνων ποὺ ἐπιζητοῦν γνώσεις καὶ ρητορικὰ εὐφυολογήματα,
ἀλλὰ ἀπὸ ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ ποὺ ζητοῦν καὶ ἀγωνίζονται —ὁ καθένας μὲ τὶς δυνάμεις
του καὶ τὶς ἀδυναμίες του— γιὰ τὴν σωτηρία τους. Καὶ ὁ ἀγῶνας ἐναντίον τῆς
Παναιρέσεως ἀποτελεῖ ὕψιστο διακύβευμα σωτηρίας.
Ἔτσι ἔπραξαν οἱ προκάτοχοί του Ἐπίσκοποι
Ναυπάκτου ποὺ συμμετεῖχαν σὲ Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους; Ὁ Μαρτύριος
(Σαρδική), ὁ Καλλικράτης (Γ΄ Οἰκουμενική), ὁ Εἰρηναῖος (Δ΄ Οἰκουμενική) καὶ ὁ Ἀντώνιος
(Η΄ Οἰκουμενική) στοὺς ὁποίους ἀφιερώνει τὸ βιβλίο καὶ τῶν ὁποίων διάδοχος
καυχιέται ἐν Κυρίῳ, ὅτι εἶναι ὁ μητροπολίτης Ἱερόθεος Βλάχος (σελ. 46); Δικαιοῦται
ἀναλόγως ὁ Τσίπρας, ὁ Μητσοτάκης, ὁ Παπανδρέου καὶ ὁ κάθε νεοέλληνας
πρωθυπουργός, νὰ καυχιέται ὅτι εἶναι διάδοχος τοῦ Καποδίστρια, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ
εἶναι πρωθυπουργός;
Οἱ προκάτοχοι τοῦ Ναυπάκτου ἐπίσκοποι,
ὅπως ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πολέμησαν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ διὰ τῶν συγγραμμάτων
τους, καὶ διὰ τῆς διακοπῆς κοινωνίας, καὶ τελικὰ συγκάλεσαν Σύνοδο καὶ τοὺς καταδίκασαν,
πρᾶγμα ποὺ ἀποσιωπεῖ πονηρῶς καὶ σκανδαλωδῶς ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου στὸ ἐγκώμιό
του καὶ στὴν ἀναφορά του γιὰ τοὺς λόγους συγκλήσεως Συνόδου (σελ. 46-47). Διότι
γνωρίζει, ὅτι ἂν τὸ ἀναφέρει, καθίσταται αὐτόματα ὑπόλογος καὶ ἔνοχος. Ὄχι μόνο
δὲν πολεμάει τὴν αἵρεση, ὅχι μόνο δὲν παίρνει τὴν πρωτοβουλία σύστασης Συνόδου
καὶ καταδίκης τῶν αἱρετικῶν, ἂν δὲν μετανοήσουν, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐπαινεῖ, π.χ. τὸν
Βαρθολομαῖο (σελ. 140 καὶ 164) ἢ περιγράφει τὴν αἵρεση ἀλλὰ δὲν ὀνομάζει τοὺς αἱρετικούς
(π.χ. Ζηζιούλα) γιὰ νὰ προστατεύσει τὸ ποίμνιο «πολλοὶ
σύγχρονοι θεολόγοι κάνουν λόγο γιὰ «κοινωνία προσώπων», πράγμα ποὺ εἶναι ἀντορθόδοξη
καὶ ἀντιπατερικὴ ἄποψη» (σελ. 56) ἢ τὸ χειρότερο ὀνομάζει τὰ ὀνόματα
καὶ τὴν ψευδοδιδασκαλία τους μειώνοντας ὅμως τὸ ἔγκλημα ποὺ διαπράττουν
χαρακτηρίζοντας το ὡς μία ἁπλὴ δημιουργία ἐντάσεων. Γράφει ὁ Ναυπάκτου
παρουσιάζοντας τὶς αἱρετικὲς θέσεις τῶν διαφόρων Οἰκουμενιστῶν (σελ. 92-94):
«Ὁ
Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης... γράφει: “...ἐντὸς τοῦ βαπτίσματος κι ἂν ὑπάρχει
μία διαίρεση, ἕνα σχίσμα, ἀκόμη μπορεῖς
νὰ μιλᾶς γιὰ Ἐκκλησία... “
Ὁ Διοκλείας
Κάλλιστος Γουέαρ (Ware) ἀναφέρεται στὸ ὅτι “ὄχι μόνον ὑπάρχει βάπτισμα στοὺς ἑτερόδοξους, ἀλλὰ καὶ θεία Εὐχαριστία...
“
Ἐπίσης, ὁ
Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ἱλαρίων (σσ. ναί, ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, τὸ δεξὶ
χέρι τοῦ Κυρίλλου, αὐτός ποὺ ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ θεωροῦν ὑπερασπιστὴ
τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἄξιο μνημόνευσης. Σημειωτέον αὐτὰ τὰ εἶπε πρὶν τὸ Κολυμπάρι,
γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύει, ὅτι οἱ Ρῶσοι ἀπεῖχαν ἀπὸ τὴν Ψευτοσύνοδο κάθε ἄλλο παρὰ
γιὰ λόγους πίστεως), τοῦ Πατριαρχείου
Μόσχας κάνει λόγο γιὰ ἀναγνώριση ὅλων τῶν
Μυστηρίων μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Ρωμαιοκαθολικοῦ κόσμου. Λέγει “...καὶ
αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζουμε de facto τὰ Μυστήρια τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας“».
Δὲν ἀποτελεῖ διγλωσσία καὶ ἀτιμία
πρὸς τοὺς Ἁγίους καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νὰ παραθέτει τέτοιες αἱρετικὲς
θέσεις, καὶ παρόλα αὐτὰ νὰ συνεχίζει νὰ μνημονεύει, νὰ κοινωνεῖ καὶ νὰ
προστατεύει τοὺς ἀναφερόμενους κακόδοξους ψευδοϊεράρχες καὶ μετά, θέλοντας νὰ
δείξει τὸ «πατερικό» του πρόσωπο, νὰ παραθέτει (σελ. 143) τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγ.
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ ἰδίως τὸ τοῖς πάσι γνωστό τοῦ Ἁγίου: «Καὶ γὰρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας
εἰσί καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί, καὶ
τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἂν καὶ σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καὶ ἀρχιποιμένας
ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλοῦντες καὶ ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι».
Τὸ ἄκρον ἄωτον ὅμως τοῦ κυνισμοῦ,
τῆς διγλωσσίας, τῆς ἀναλγησίας καὶ τῆς διπροσωπίας ἀποτελοῦν τὰ ἀκόλουθα:
Ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος
Βλάχος καταθέτει στὶς σελίδες 150 ἕως 154 τὴν μεγάλη ἀπάτη κατὰ τῆς Πίστεως ποὺ
συντελέστηκε τὸ 1965 μὲ τὴν ὑποτιθέμενη ἄρση ἀναθεμάτων καὶ τὴν ὁποία οἱ ἀρχιερεῖς
γνωρίζουν ἐδῶ καὶ καιρό:
«Τὸ ἐκπληκτικὸ
τῆς ὑπόθεσης εἶναι ὅτι ἐνῶ τὸ ἑλληνικὸ κείμενο κάνει λόγο γιὰ ἄρση τοῦ ἀναθέματος
ποὺ ἔγινε τὸ 1054 μ.Χ., τὸ πρωτότυπο γαλλικὸ κείμενο καὶ τὸ ἀγγλικὸ κάνουν λόγο
γιὰ ἄρση ἀκοινωνησίας. Συγκεκριμένα. Τὸ ἑλληνικὸ κείμενο γράφει: «4) Ὅθεν ὁ
πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ\ καὶ ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α’ μετὰ τῆς;περὶ αὐτὸν
Συνόδου... β) ἀποδοκιμάζουσιν... τὰ ἐπακολουθήσαντα
ἀναθέματα...
Τὸ γαλλικὸ (πρωτότυπο) κείμενο γράφει:
«C‘ est porqouoi le pape Paul VI et le patriarche Athenagoras Ier en son synode… b) regreter également et enlever de la memoire et du milieu de l‘ Eglise les sentences d‘ excommunication…
Τὸ ἀγγλικὸ κείμενο γράφει: «Pope Paul VI and Patriarch Athenagoras I whith his
synod, in common agreement… b) They likewise regret and remove both from memory
and from the midst of the Church the
sentences of excommunication…
Φαίνεται σαφέστατα, ὅτι τὸ μὲν ἑλληνικὸ κείμενο κάνει
λόγο γιὰ ἄρση ἀναθεμάτων, τὰ δὲ ἄλλα κείμενα, γαλλικὸ καὶ ἀγγλικό, κάνουν λόγο
γιὰ ἄρση ἀκοινωνησίας».
Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς σημαντικὲς
ἀποκαλύψεις ὁ πολὺς Ναυπάκτου ρωτάει θέτοντας σοβαροφανῶς ἕνα παιδαριῶδες ἐρώτημα
ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξέρει πάρα πολὺ καλὰ ὅτι δὲν θὰ πάρει καμία ἀπάντηση (σελ. 155):
«Ἑπομένως,
πρέπει νὰ διευκρινισθεῖ σαφέστατα
(;;;) τό τί ἔγινε τὸ 1965: ἄρση ἀκοινωνησίας ἢ ἄρση ἀναθεμάτων. Ἄν ἔγινε ἄρση
τῶν ἀναθεμάτων... τότε ὑφίσταται ἡ ἀκοινωνησία... Ἂν ἔγινε ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας...
τότε γιατὶ γίνεται ὁ θεολογικὸς διάλογος προκειμένου νὰ ἀρθῆ ἡ ἀκοινωνησία;...
Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἰσχυρίζονται σὲ διάφορες συζητήσεις ποὺ
ἔχω κάνει μαζί τους ὅτι ἔγινε ἡ ἄρση ἀκοινωνησίας τὸ 1965, γι’ αὐτὸ
προέρχονται στοὺς Ὀρθοδόξους Ναοὺς γιὰ νὰ κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος
τοῦ Χριστοῦ.»
Καὶ μετὰ πάλι (σελ. 159): «Πάντως, οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ γνωρίζουν ὅτι ἤρθη ἡ ἀκοινωνησία μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν
καὶ γίνεται διάλογος γιὰ νὰ βρεθοῦν λύσεις σὲ μερικὲς διαφορὲς ποὺ εἶναι
λεπτομεριακές... Καὶ ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους Κληρικοὺς ποὺ γνωρίζουν αὐτὴν τὴν ἱστορία,
ἄλλοι τοὺς κοινωνοῦν, γιατὶ ἔτσι ἔχουν συμφωνήσει, καὶ ἄλλοι ποὺ ἀρνοῦνται νὰ
τοὺς κοινωνήσουν βρίσκονται σὲ ἀμηχανία...»
Καὶ τί συμπεραίνει ὁ ἐπαγγελματίας
ποιμενάρχης Ἱερόθεος μετὰ τὶς τόσες ἀποκαλύψεις καὶ ἀφήνει ἄφωνο τὸν κάθε ἀναγνώστη
μὲ τὸ «λογικό» του συμπέρασμα (σελ. 165):
«Τὸ
συμπερασμα εἶναι ὅτι πρέπει νὰ
γίνωνται οἱ θεολογικοὶ διάλογοι μεταξὺ «Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν», καθὼς
ἐπίσης εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνωνται οἱ συναντήσεις, τουλάχιστον σὲ ἐπίπεδο κορυφῆς, γιατὶ
δὲν μποροῦμε νὰ ζοῦμε σὲ ἕναν κόσμο ἀπομονωτισμοῦ. Ὅμως οἱ διάλογοι καὶ οἱ
συναντήσεις πρέπει νὰ γίνωνται σὲ καθαρὰ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια,
γιὰ νὰ μὴν ὑπομονεύονται οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας...»
Αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ὕμνοῦν οἱ ἀντιοικουμενιστὲς
ὡς λαμπρὸν φωστῆρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας;
Αὐτὸ εἶναι τὸ «αἴσθημα
εὐθύνης ἔναντι τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως»;
Αὐτὸ εἶναι τὸ postulatum ὅτι «Δέν
πρέπει νά γίνωνται ἐκπτώσεις ἀπό τήν ἀποκεκαλυμμένη πίστη, ὅπως τήν παρέλαβαν οἱ
ἅγιοι Ἀπόστολοι ἀπό τόν Χριστό, τήν διατύπωσαν σέ ὅρους οἱ ἅγιοι Πατέρες καί
τήν διεφύλαξε ἡ Ἐκκλησία»; Δὲν διάβασε ποτέ του τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο,
τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη ποὺ λέγουν ὅτι ἀπαγορεύονται οἱ διάλογοι, ὅταν
γίνονται ἐπὶ ἴσοις ὅροις καὶ ΟΧΙ πρὸς νουθεσίαν καὶ μετάνοια τῶν αἱρετικῶν;
Μήπως μπορεῖ νὰ μᾶς δείξει ἕνα ἴχνος μετανοίας τῶν αἱρετικῶν;
Πῶς μπορεῖ νὰ μιλάει καὶ νὰ
κατηγορεῖ ἄλλους γιὰ διγλωσσία ὁ πρύτανης τῆς διγλωσσίας; Τὸ 2014 γράφει
τέτοιες ἀποκαλύψεις καὶ τὸ 2016 καὶ 2017 γράφει ὅτι δὲν γνώριζε τὶς
λεπτομέρειες τῶν διαλόγων! Πρῶτα γράφει ὅτι σαφέστατα ὑπάρχει ἄρση ἀκοινωνησίας
καὶ μετὰ γράφει ὅτι πρέπει νὰ δηλωθεῖ σαφέστατα ἂν ὑπάρχει ἄρση ἀκοινωνησίας!
Πρῶτα γράφει ὅτι οἱ διάλογοι γίνονται γιὰ νὰ λυθοῦν μόνο κάποιες διαδικαστικὲς
λεπτομέρειες καὶ μετὰ γράφει ὅτι πρέπει νὰ συνεχιστοῦν οἱ διάλογοι γιὰ νὰ μὴν ἀπομονωθοῦμε!
Πρῶτα γράφει ὅτι ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι Κληρικοὶ ποὺ κοινωνοῦν Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ
μετὰ ποιεῖν τὴν ἀποδημοῦσα νήσσαν μὴ ἀναφέροντας κἂν τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ
κατηγορεῖ ἐμμέσως πλὴν σαφῶς ὅσους ἀντιδροῦν ὡς σχισματικούς! (στὸ τελικό του
συμπέρασμα) καὶ ὡς φανατικούς (σελ. 164)!
Ὅλα αὐτὰ ὅμως εἶναι σκόπιμα.
Γίνονται γιὰ νὰ προκαλέσουν σύγχυση στὸ ποίμνιο, γιὰ νὰ ἀπορροφήσουν ἀντιδράσεις
καὶ γιὰ νὰ σταματήσουν τὴν διακοπὴ μνημονεύσεως τῶν ψευδοεπισκόπων (καὶ τὴν
δική του) καὶ γιὰ νὰ ἀθωώσουν τὸν κύριο μεταξὺ τῶν ἄλλων ὑπαίτιο γιὰ τὴν ἑδραίωση
τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ: Τὸν «εὐσεβῆ, πατερικό καὶ παραδοσιακό»
μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱερόθεο Βλάχο.
Caveat lector (ἂς προσέχει ὁ ἀναγνώστης)
Τέλος τοῦ πρώτου μέρους
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου