Πρωτοπρ. Θεόδωρου Ζήση
Δυσμενεῖς
ἐξελίξεις κατὰ τὴν προετοιμασίαν
τῆς
Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου
ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΗ Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Εἰσαγωγικὸ
σχόλιο τῆς “Π.Π.”:
Στὸ ἄρθρο τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση ποὺ
δημοσιεύεται στὸ περιοδικὸ «Θεοδρομία» (κυκλοφορήθηκε πρόσφατα), λέγονται
μεγάλες ἀλήθειες γιὰ τὴν Πανορθόδοξη Σύνοδο ποὺ δεκαετίες ἑτοιμάζεται
καὶ δὲν γνωρίζουμε ἂν ὁ Κύριος, τελικά, θὰ ἐπιτρέψει νὰ πραγματοποιηθεῖ.
Ξεκίνησε ως Οικουμενική και
την κατάντησαν περιφερειακή και χειρότερη από Τοπική, ἀφοῦ καὶ οἱ Τοπικὲς Ὀρθόδοξες
Σύνοδοι δὲν παρέλειπαν νὰ ἀσχοληθοῦν πρωτίστως μὲ τὴν τυχὸν ἐμφανισθεῖσα καὶ κηρυττομένη στοὺς
καιρούς τους αἵρεση. Ἀντίθετα, ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδο τοῦ 2016 δὲν θὰ ἀσχοληθεῖ
οὔτε μὲ τὴν ἀναγνώριση τῶν 8η καὶ 9ης Οἰκουμενικῶν Συνόδων,
οὔτε ἀσφαλῶς μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, παρὰ μόνο (ἂν φτάσεουν κι ἐκεῖ) γιὰ νὰ τὸν
δικαιώσει! Στὴν οὐσία πρόκειται γιὰ τὴν σύγκληση μιᾶς αἱρετικῆς Οἰκουμενιστικῆς
Συνόδου, ἡ ὁποία θὰ κινεῖται γύρω ἀπὸ τὴν προβληματολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς.
Στὸ ἐνδιαφέρον αὐτὸ ἄρθρο
τοῦ π. Θεοδώρου, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, παρέχονται «ἐνδεικτικαί μαρτυρίαι περὶ τοῦ ὅτι ἡ
μέλλουσα Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἐθεωρεῖτο ὡς οἰκουμενική», ἕως
ὅτου ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ὡς Νούτσιος του Πάπα τῆς Ἀνατολῆς
ἐνεργῶν, ἀνακοίνωσε ἐπισήμως, ἐπιστημοφανῶς καὶ «βαρυγδούπως» τοὺς “λόγους”(!),
γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν μπορεῖ ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος τοῦ 2016 νὰ εἶναι
Οἰκουμενική!
Τὸ δυστύχημα εἶναι, πὼς ἐνῶ
εἶναι σωστὰ και διαφωτιστικὰ ὅσα περιλαμβάνονται στὸ ἄρθρο, παραμένουν λόγια
χαρτοπολεμικά! Καμία ἀντίδραση στὰ ἴχνη τῶν Ἁγίων Πατέρων! Καμιὰ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν
αἱρετικὸ Πατριάρχη! Ἀκόμα καὶ προχθὲς στὸν ἑορτασμὸ τοῦ ἁγίου Παϊσίου, παρευρέθησαν
ἐκεῖ οἱ στενοὶ συνεργάτες τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση! (ἐδῶ).
Ἔτσι, ἐνῶ οἱ Οἰκουμενιστὲς
ἄλλαξαν τὸ χαρακτῆρα τῆς Συνόδου, Οἱ ὑπόλοιποι Ἐπίσκοποι καὶ “ἀντι-Οἰκουμενιστὲς”
Ποιμένες συνεχίζουν νὰ κοινωνοῦν μαζί τους, σὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτα! Ἐνῶ, ὡς ἐκ
τῶν πραγμάτων, καὶ ἡ σύνθεση τῆς Συνόδου δὲν εἶναι Ὀρθόδοξη, ἀφοῦ ὅσοι
Ἐπίσκοποι θὰ κληθοῦν νὰ τὴν ἀπαρτήσουν θὰ ἀνήκουν στὸν στενὸ τῆς φατρίας τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ Φαναρίου
καὶ τοῦ ἐνοίκου του, οἱ ἄλλοι Ὀρθόδοξοι Ποιμένες, ἀφήνουν τὰ πράγματα νὰ ἐξελίσσονται,
χωρὶς νὰ τολμοῦν νὰ προβάλλουν τὴν ἀπαίτηση: Εἴμαστε Ἐπίσκοποι, ἔχουμε τὴν ἴδια
εὐθύνη μὲ σᾶς, θέλουμε νὰ εἴμαστε κι ἐμεῖς παρόντες στὴν Σύνοδο, ὥστε μὲ τὸν
λόγο καὶ τὴν ψῆφο μας νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὴν «φίλη Ὀρθοδοξία» ποὺ ὑπάρχουν ὑποψίες(;),
ἐνδείξεις(;) ὅτι κάποιοι θὰ τὴν ἀλλοιώσουν!
ΟΧΙ, λένε, ἐμεῖς τώρα, θὰ
διαμαρτυρηθοῦμε μόνο, καὶ ὅταν τολμήσουν νὰ προχωρήσουν σὲ ὅσα διαδίδονται, τότε θὰ διακόψουμε
τὸ Μνημόσυνό τους!
Ἀλλοίμονο! Κάνουν πὼς δὲν
ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἤδη ἔχει γίνει (ἐξ αἰτίας τῆς συμπόρευσης μὲ τὴν αἵρεση πολλῶν,
τῆς ἀπραξίας καὶ τῆς ἔνοχης σιωπῆς τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν
Ποιμένων) ΣΧΙΣΜΑ
στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ ἑνότητα τῆς Πίστεως καὶ ἡ «ἐν ὁμονοίᾳ» Ὁμολογία ἔχει
διαρραγεῖ! Συνυπάρχουν πιστοὶ καὶ Ποιμένες διαφόρων τάσεων, ἰδεολογιῶν, κακοδοξιῶν,
ποὺ δὲν ἔχουν τὴν ἴδια ἐκκλησιολογικὴ Πίστη! Κάθε Ἐπίσκοπος διδάσκει καὶ κάνει ὅ,τι
θέλει, καὶ καμιὰ Σύνοδος δὲν τὸν ἐλέγχει!...
Καὶ γιὰ νὰ μὴ μακρύνουμε τὸν
λόγο: Συνυπάρχουν οἱ Ἐπίσκοποι ποὺ ἀποδέχονται στὴν πράξη (κάποιοι καὶ στὴν θεωρία)
τὴν κακόδοξη Ἐκκλησιολογία περὶ τῶν ἀδελφῶν
Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν πολλῶν Βαπτισμάτων·
ΟΛΟΙ οἱ Πατριάρχες καὶ οἱ Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι βιώνουν καὶ μεταδίδουν
αὐτὸ τὸν μολυσμό· τὸ μολυσματικὸ Πνεῦμα
τῶν ὁρίων τῆς Νέας Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς
νέας αἱρεσης (ἅπαντες
οἱ Ἅγιοι δέχονται ὅτι ἡ αἵρεση μολύνει, κι ὅσο παραμένει μολύνει «ἔτι καὶ ἔτι»)
διαχέεται ἀνεμπόδιστα παντοῦ (ἀκόμα καὶ στὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Παϊσίου!!!) κι
ὅμως, παραμένουν αὐτοί, παρακινοῦν καὶ τὸ ποίμνιο, νὰ παραμένει σὲ κοινωνία μὲ
τοὺς μολυσματικούς! Ἂν δὲν ἀπομακρύνονται τώρα, ποὺ ὁ μολυσμὸς εἶναι
μικρότερος, μὲ ποιὰ λογικὴ θὰ ἀντιδράσουν μετά, ποὺ ὁ μολυσμὸς θὰ εἶναι μεγαλύτερος;
Ποὺ ὁ Οἰκουμενιστικὸς ἰός, θὰ ἔχει προσβάλλει τοὺς πάντες; Ἁπλὰ ἐρωτήματα!
Καὶ τέλος· ὑπάρχει κάποιος
Ἱ. Κανόνας, κάποιος Ἅγιος, κάποιο κείμενο τῶν Πατέρων καὶ Προφητῶν, κάποια ρήση
τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, ποὺ νὰ λέει:
νὰ κοινωνεῖτε μὲ τοὺς αἱρετικούς, νὰ μὴν ἀπομακρύνεσθε ἀπ’ αὐτούς· νὰ τοὺς λέτε τὸ «χαίρετε» ἀνεπιφύλακτα· ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ αὐτοὶ περάσουν ἀπὸ Σύνοδο τὶς κακοδοξίες τους καὶ νομιμοποιήσουν διὰ Συνόδου τὴν αἵρεσή τους, ΜΟΝΟ τότε θὰ ἀπομακρύνεσθε ἀπὸ τοὺς κακοδοξοῦντες, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀμφισβητοῦν τὸ λόγο Μου περὶ Μίας Ἐκκλησίας, καὶ ἑνὸς βαπτίσματος, κι ὄχι ὅταν ἁπλῶς κηρύττουν λόγοις καὶ ἔργοις τὴν αἵρεση;
Πρωτοπρ. Θεόδωρου Ζήση
ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΗ Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Τοῦ
πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδώρου Ζήση,
Ὁμοτίμου
Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ
1.Ἡ οἰκουμενικότης τῆς
Συνόδου
Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἀπὸ τὴν δεκαετία
τοῦ 1960 ἀναζωπυρώθηκε τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιὰ τὴν σύγκληση
καὶ προετοιμασία τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ
ὁποία κατενοεῖτο πάντοτε ὡς Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, μέλλουσα νὰ πληρώσει τὸ μεγάλο
συνοδικὸ κενὸ δεκατριῶν (13) αἰώνων, ἐὰν ὡς τελευταία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο
θεωρήσουμε τὴν Ζ´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 787, ἢ νὰ ἀναγνωρίσει ὡς Η´ καὶ
Θ´ Οἰκουμενικὲς Συνόδους τὴν συγκληθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Φωτίου σύνοδο (879-880),
μὲ τὴν συμμετοχὴ μάλιστα καὶ ἐκπροσώπων τοῦ πάπα, ὡς καὶ τὴν ἡσυχαστικὴ σύνοδο
τοῦ 1351 στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἐπεκύρωσε τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου
Γρηγορίου Παλαμᾶ.
Ὡς συνέχεια
αὐτῶν τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ἐθεωρεῖτο ἡ προετοιμαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη
Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, σὺν τοῖς ἄλλοις, θὰ ἐθεράπευε καὶ δύο
σημειούμενες καὶ ἐπισημαινόμενες ἐλλείψεις σὲ ἐκκλησιολογικὸ καὶ ποιμαντικὸ
ἐπίπεδο κατὰ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τὴν ἀπόσχιση τοῦ
Παπισμοῦ. Πολλοὶ διηρωτῶντο πῶς ἡ αἱρετικὴ καὶ σχισματικὴ Ρώμη νομιμοποιεῖται
νὰ συγκαλεῖ καὶ νὰ ἀριθμεῖ μετὰ τὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δικές της συνόδους ὡς
οἰκουμενικές, μὲ τελευταία τὴν γνωστὴ σύνοδο τῶν καιρῶν μας Β´ Βατικάνειο
(1962-1965), ἐνῶ διστάζει ἢ δὲν φροντίζει νὰ συγκαλέσει Οἰκουμενικὴ σύνοδο ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθὴς διάδοχος καὶ συνέχεια τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς
καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας; Γιατί αὐτὸ τὸ ἀποκλειστικά δικό της προνόμιο ἀφήνει νὰ τὸ
σφετερίζεται ἐπὶ αἰῶνες ἡ Ρώμη, ἐνῶ αὐτὴ ἐμφανίζεται ὡς μὴ
διεκδικοῦσα καθολικότητα καὶ οἰκουμενικότητα;
Ἐπὶ πλέον πέρα τῆς ἐκκλησιολογικῆς
αὐτῆς παραμέτρου ἡ οἰκουμενικὴ συνοδικὴ
ἀπραξία τὴν ἐνεφάνιζε ὡς στατικὴ καὶ ἀνενέργητη ἐκκλησία, ὡς μουσειακό ἀπολίθωμα, ποὺ ἐπαναπαύεται
στὶς δάφνες τοῦ παρελθόντος καὶ δὲν ἔχει ποιμαντικὴ ἀγωνία γιὰ τὴν ἐπίλυση
προβλημάτων δογματικῶν, ἠθικῶν, λειτουργικῶν, νομοκανονικῶν καὶ ἄλλων. Ἀπὸ τὶς
παλαιὲς οἰκουμενικὲς συνόδους μέχρι σήμερα, εἴτε θεωρήσει κανεὶς τὴν Ζ´ (787) ὡς
τελευταία εἴτε ἀναγνωρίσει καὶ τὶς δύο θεωρούμενες ὡς οἰκουμενικές, τὴν Η´
(879-880) καὶ τὴν Θ´ (1351), ἐπὶ τόσους αἰῶνες δὲν προέκυψαν θεολογικὰ ἢ
ποιμαντικὰ προβλήματα ποὺ ἐχρειάζοντο ἀντιμετώπιση ὄχι ἐπὶ τοπικοῦ ἀλλὰ ἐπὶ
πανορθοδόξου, οἰκουμενικοῦ ἐπιπέδου;
Γιὰ νὰ θεραπευθοῦν αὐτὲς οἱ
ἐλλείψεις καὶ νὰ ἐπιλυθοῦν προβλήματα πανορθοδόξου χαρακτῆρος, μὲ πρωτοβουλία
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἄρχισαν διεργασίες ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος,
οἱ ὁποῖες μετὰ τὶς πρῶτες δυσκολίες κατέληξαν σὲ προσυνοδικὲς συναντήσεις, μὲ
στόχο τὴν σύγκληση Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἡ ὁποία κατενοεῖτο πάντως ὡς
Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Δὲν ὀνομαζόταν Οἰκουμενικὴ ἡ Σύνοδος, διότι ὅλοι γνωρίζουν
ὅτι ἡ οἰκουμενικότητα μιᾶς συνόδου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πῶς τὴν ὀνομάζουν καὶ
τὴν θεωροῦν αὐτοὶ ποὺ τὴν συγκαλοῦν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἐὰν ἀναγνωρισθεῖ μετὰ τὴν
ὁλοκλήρωση τῶν ἐργασιῶν της ἀπὸ τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὡς
οἰκουμενική. Ὑπάρχουν σύνοδοι ποὺ συνεκλήθησαν ὡς οἰκουμενικὲς καὶ ἀπορρίφθηκαν
ὡς αἱρετικές, ὅπως ἡ εἰκονομαχικὴ σύνοδος τῆς Ἱερείας (754) καὶ ἡ τῆς Φερράρας –
Φλωρεντίας (1438-1439). Πῶς λοιπὸν μιὰ ἑτοιμαζόμενη σύνοδο νὰ τὴν ὀνομάσουν
οἰκουμενικὴ ἐκ τῶν προτέρων, νὰ τῆς ἀποδώσουν δηλαδὴ ἕνα χαρακτήρα, ὁ ὁποῖος
μόνον μετὰ τὴν ὁλοκλήρωσή της ἀναγνωρίζεται; Γι᾽ αὐτὸ καὶ προσφυῶς τὴν ὠνόμασαν
«Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο», πιστεύοντας ὅμως ὅτι εἶναι οἰκουμενικὴ καὶ ἐλπίζοντας
ὅτι θὰ ἀναγνωρισθεῖ ἐκ τῶν ὑστέρων ὡς οἰκουμενική, ἂν συγκεντρώσει τὰ
ἀπαιτούμενα κριτήρια ποὺ εἶναι ἁπλᾶ καὶ ξεκάθαρα· νὰ διακρίνεται γιὰ τὴν
ὀρθότητα τῶν δογμάτων καὶ νὰ συμφωνεῖ μὲ τὴν διδασκαλία τῶν προηγουμένων συν
όδων, τοπικῶν καὶ οἰκουμενικῶν καὶ τὴν Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων. Εἶναι
ἀξιωματικὴ καὶ ἀπρόσβλητη ἡ ἐκτίμηση τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, κατὰ τὴν
ὁποία «ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανών,
ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν»1 .
Μεταξὺ τῶν πρώτων προσυνοδικῶν
διεργασιῶν περιλαμβάνεται τὸ Πανορθόδοξο Συνέδριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ
1923, ποὺ συνεκλήθη μὲ πρωτοβουλία τοῦ ἀτυχῶς τότε ἐπὶ διετίαν παραμείναντος
στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο μασώνου Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη,