Ἐπὶ τῇ συμπληρώσει διετίας…
Τὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων σὲ
ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸ φρόνημα τῆς «Συνόδου τῆς Κρήτης»
Πάτρα 15.6.2018
Ἐφημέριος Ἱ.
Ν. Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν
Ὁ Συνοδικὸς θεσμὸς ἀποτελεῖ τὸν θεοπαράδοτο καὶ
ἁγιοπνευματικὸ τρόπο διοικήσεως ὅλων τῶν ὑποθέσεων τῆς Ἐκκλησίας μας. Δὲν εἶναι
τυχαῖο ὅτι ἀκόμα καὶ στὴν ἀποστολικὴ περίοδο, κατὰ τὴν ὁποία ὑπῆρχε ἡ ὕψιστη
αὐθεντία μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἡ Ἀποστολικὴ αὐθεντία, ὁ συνοδικὸς θεσμὸς
λειτουργοῦσε παράλληλα μὲ αὐτή.
Κορύφωση τῆς συνοδικῆς λειτουργίας
τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος (Πράξ. 15, 2-29). Ὅμως ἡ
Ἀποστολικὴ Σύνοδος δὲν εἶναι ἡ μοναδικὴ συνοδικὴ λειτουργία στὴν πρώτη
Ἐκκλησία: Ἡ ἴδια ἡ Πεντηκοστὴ ἐξεικονίζεται ὡς Σύνοδος, ἐνῶ ἀμέσως μετὰ τὴν
Πεντηκοστὴ ἡ ἐκλογὴ τοῦ Ματθία, λίγο ἀργότερα τῶν ἑπτὰ Διακόνων καὶ ὅλες οἱ
ἱεραποστολικὲς ἐξορμήσεις γίνονταν πάντοτε μὲ συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς πρώτης
Ἐκκλησίας καὶ ὄχι μὲ ἀπόφαση ἑνὸς Ἀποστόλου ἢ μόνο τῶν Ἀποστόλων.
Μελετώντας τὸν θεοπαράδοτο καὶ
ἁγιοπνευματικὸ συνοδικὸ θεσμὸ στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καθίσταται σαφὲς ὅτι
αὐτὸς δὲν ἀφορᾶ ἁπλῶς στὴ διοίκηση -μὲ τὴ στενὴ ἔννοια τοῦ ὅρου- τῆς Ἐκκλησίας
ἀλλὰ ἀγγίζει τὸν πυρήνα τῆς ἴδιας της τῆς ὑπάρξεως. Καὶ αὐτὸ ἐπειδὴ πρώτιστο
ἔργο καὶ ἀποστολὴ του εἶναι ἡ ἐν Ἀληθείᾳ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὸ
λόγο αὐτὸ καὶ ἡ τυχὸν περιφρόνηση ἢ κακοποίηση τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ σὲ μία
τοπικὴ Ἐκκλησία, πολὺ σύντομα ὁδηγεῖ καὶ σὲ ἀλλοίωση τῆς πίστεως καὶ ὁριστικὴ
ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ περίπτωση τοῦ Πατριαρχείου τῆς
περιωνύμου παλαιᾶς Ρώμης ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀλήθεια τοῦ ἰσχυρισμοῦ μας. Αὐτὴ ἡ
τραγικὴ ἱστορικὴ πραγματικότητα μᾶς ἀναγκάζει νὰ ἀσχολούμαστε σοβαρὰ στὸ μέτρο
τῶν μικρῶν δυνατοτήτων μας μὲ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, δύο χρόνια τώρα μετὰ τὴ
σύγκλισή της.
Ἂν ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος θεωρεῖται ἡ
γενέθλια Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἀπαρχὴ κάθε Ὀρθοδόξου Συνόδου, κορύφωση
τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ ἔχουμε στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι
ἀποτελοῦν τὶς κατ’ ἐξοχὴν ἔκτακτες δωρεὲς τοῦ Ἁγ. Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ, τὶς ὁποῖες ἔχει προσφέρει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ βοηθήσει τὴν Ἐκκλησία Του νὰ
βγεῖ ἀπὸ ἐξαιρετικὰ δύσκολες καταστάσεις. Ἔτσι, οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἔχουν
καταγραφεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ παράδοση ὡς ἡ τελειότερη καὶ
ὑψηλότερη ἔκφραση καὶ φανέρωση τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ κάθε Σύνοδος
ποὺ θέλει νὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ὀφείλει νὰ ἔχει ὡς πρότυπο, στὸ ὁποῖο νὰ κατατείνει, τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
Βέβαια, σήμερα μία κατὰ γράμμα
ἀντιγραφὴ τῆς πρακτικῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν εἶναι δυνατή, διότι οἱ
συνθῆκες εἶναι ριζικὰ διαφοροποιημένες ἀπὸ τὴν πρώτη χιλιετία κατὰ τὴν ὁποία
συγκροτήθηκαν ὅλες οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι (πλὴν τῆς Θ΄ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου
Παλαμᾶ). Νὰ σημειώσουμε μόνο δύο καίριας σημασίας διαφοροποιήσεις: 1. Δὲν
ὑπάρχει πλέον ἡ ἑνιαία πολιτικὴ διοίκηση ὑπὸ ἕνα Χριστιανὸ Αὐτοκράτορα, ὅπως
τότε, μὲ τὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία τοῦ Ἀνατολικοῦ Κράτους. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε τότε
νὰ ἀντιμετωπίσει μία ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ τῆς ἑνιαίας κρατικῆς-αὐτοκρατορικῆς
διοίκησης, ἐνῶ, ἀντίθετα, σήμερα οἱ ἀνὰ τὸν κόσμο Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες
ἐγκαταστημένες σὲ πολλὲς κρατικὲς ὀντότητες μὲ ἀλληλοσυγκρουόμενα γεωπολιτικὰ
συμφέροντα δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ δέχονται σοβαροὺς ἑτερόκλητους ἐπηρεασμούς, καὶ 2.
Τότε ὑπῆρχε μία κοινωνία χριστιανικὴ μὲ μεγάλο μέρος τοῦ λαοῦ νὰ παρακολουθεῖ
μὲ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον τὰ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, τὰ ὁποῖα
ἀποτελοῦσαν θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ἐνῶ σήμερα ἡ κοινωνία
πορεύεται σὲ μεταχριστιανικὲς ἀτραπούς, ἔτσι ὥστε τὰ πνευματικὰ-θεολογικὰ
ζητήματα οὔτε τὰ γνωρίζει, οὔτε κἂν ἐνδιαφέρεται.
Εἶναι, λοιπόν, προφανὲς ὅτι δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπαναληφθοῦν ἐπακριβῶς τὰ ἐπὶ μέρους στοιχεῖα τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων. Ὀφείλουμε ὅμως νὰ στοιχούμεθα καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ φρόνημά τους,
τὸ ὁποῖο βρίσκεται πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὶς μεταβαλλόμενες πολιτικές, κοινωνικές,
ἀκόμα καὶ ἐκκλησιαστικὲς ἱστορικὲς συνθῆκες. Τὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων ἀποτελεῖ τὴν πολύτιμη καὶ ἀξεπέραστη παρακαταθήκη τους στὴν Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ καὶ ταυτόχρονα παραμένει ὁ ἐσώτατος πυρήνας κάθε σοβαρῆς συνοδικῆς
πράξης τῆς Ἐκκλησίας μας.
Κάθε Σύνοδος ποὺ διεκδικεῖ τὴν
ὀνομασία «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» καὶ ἀπαιτεῖ νὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς τέτοια ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, προφανῶς θὰ
προσαρμοστεῖ ὡς πρὸς τὰ ἐξωτερικά της στοιχεῖα στὴ σύγχρονη
ἐκκλησιαστικὴ καὶ εὐρύτερη πολιτικὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ στὴν οὐσία της δὲν
μπορεῖ παρὰ νὰ ἀκολουθεῖ ἐπακριβῶς τὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. [σ.σ.: Τί ἀκριβῶς ἐννοεῖται ἐδῶ; Ἔπρεπε νὰ διευκρινισθεῖ ποιά εἶναι
αὐτὰ τὰ «ἐξωτερικά της στοιχεῖα». Πάντως
ὁ συγγραφέας δὲν ἐννοεῖ τὸν ἀποκλεισμὸ τοῦ μεγαλύτερου μέρους τῶν ἐπισκόπων καὶ
τὴν δυνατότητα ψήφου ἐκ μόνο τῶν 10…]. Σὲ
ἀντίθετη περίπτωση ἡ κατάληξή της εἶναι δεδομένη: τέλεια ἀπαξίωσή της ἀπὸ τὸ
Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅσες προσπάθειες καὶ ἂν καταβάλλουν οἱ τά πρῶτα φέροντες.
Τὰ παραδείγματα τῶν ληστρικῶν καὶ ἄλλων ψευτοσυνόδων (Ἐφέσου 449, Ἱερείας 754,
Λυῶνος 1274, Φλωρεντίας 1439), παρὰ τὴν ἰσχυρὴ ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτικὴ
ὑποστήριξη μὲ τὴν ὁποία ἔγινε προσπάθεια νὰ ἐπιβληθοῦν, ἀπαξιώθηκαν τελείως ἀπὸ
τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση μαζὶ μὲ τοὺς ἐμπνευστὲς καὶ πρωτεργάτες τους…
Ἂς προσπαθήσουμε νὰ “μετρήσουμε” τὴ
Σύνοδο τῆς Κρήτης χρησιμοποιώντας ὡς κανόνα τὸ φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων. Ἡ ἀναγκαιότητα χρησιμοποιήσεως τοῦ φρονήματος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων
ὡς θεμελιώδους κριτηρίου γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου
ἀναγνωρίζεται ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπερασπιστὲς τῆς Κρήτης[1]. Ἔχουν, λοιπόν, τὸ
ἴδιο φρόνημα ἢ μήπως εἶναι διαμετρικὰ ἀντίθετο; Θὰ περιοριστοῦμε στὴν ἐξέταση
μόνο πέντε καίριων σημείων:
A. Ἡ συνοδικὴ
αὐτοσυνειδησία
Ὅλες οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι εἶχαν
τὴν αὐτοσυνειδησία –δηλ. πίστευαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους– ὅτι ἦσαν ὄντως «Ἁγίες καὶ
Μεγάλες», δηλαδὴ Οἰκουμενικές. Ἀκριβέστερα: οἱ Πατέρες ποὺ συγκροτοῦσαν τὶς
Συνόδους, αὐτοὶ εἶχαν τὴ συνείδηση ὅτι συμμετεῖχαν σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ
ἐνεργοῦσαν καὶ ἀποφάσιζαν βάσει αὐτῆς τῆς αὐτοσυνειδησίας τους[2].
Τί συμβαίνει ὅμως μὲ τὴν Κρήτη; Ἐγείρεται σοβαρότατο πρόβλημα μὲ
τὴν αὐτοσυνειδησία της! Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ στὸν Κανονισμὸ Λειτουργίας καὶ στὴν
«Ἐγκύκλιό» της διακηρύσσει ὅτι εἶναι «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς μιᾶς,
ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», ἐν τούτοις ἐν τοῖς πράγμασι
τίθεται ὑπὸ ἀμφισβήτηση ἡ διακήρυξη αὐτή. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολικὸ νὰ λέγαμε ὅτι
παρὰ τὶς μεγαλόστομες διακηρύξεις, ἀκόμα καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ μέλη τῆς
Συνόδου δὲν φαίνεται νὰ πίστευαν ὅτι συνῆλθαν σὲ Σύνοδο καὶ μάλιστα
ἁγιοπνευματική, «Ἁγία καὶ Μεγάλη»! Μᾶλλον αὐτοσυνειδησία διορθοδόξου συνεδρίου
ἢ συνάντησης γνωριμίας καὶ ἀνταλλαγῆς ἀπόψεων ὑπῆρχε στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης. [σ.σ.: Ἀπόδειξη τοῦ γεγονότος αὐτοῦ ἀποτελεῖ ἡ ὁμιλία τοῦ Μεσσηνίας Χρυσοστόμου στὴν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, «...ὁ σκοπὸς
τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, προσδιορίζει καὶ τὸν χαρακτῆρα
Αὐτῆς τῆς Συνόδου οὐχὶ ὡς Οἰκουμενικῆς, ἀλλ᾽ ὡς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς
Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Ἡ
ἴδια “αὐτοσυνειδησία” φαίνεται καὶ ἀπὸ
τὶς δηλώσεις τοῦ κ. Βαρθολομαίου: «διευκρίνησις περὶ τῆς φύσεως τῆς
συγκαλουμένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Κατὰ τὴν ἐπιλογὴν τῆς ὀνομασίας τῆς
Συνόδου ταύτης ὑπὸ τῆς Α´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως ἀπεφεύχθη συνειδητῶς ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτῆς
ὡς Οἰκουμενικῆς Συνόδου». Γιὰ τοὺς λόγους ἐδῶ].