(Λουκ. 6,46)
Γράφει ὁ Βασίλης Δαμουλάκης
«Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς
τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ.
18,3).
Αν τα τρία
στάδια της πνευματικής πορείας του Χριστιανού είναι η Κάθαρση, ο Φωτισμός και η
Θέωση-θεωρία της δόξης Του Θεού τότε, με την πάντοτε εξαρτώμενη από τον Θεό βοήθεια:
Η μεγίστη αρετή για την Κάθαρση είναι η
Υπακοή[i]
Πως είναι δυνατόν να θεραπευτούμε από μία
ασθένεια αν δεν υπακούσουμε ολοκληρωτικά στον ιατρό, σκοτώνοντας κυριολεκτικά το
θέλημά μας;
Υπακοή σημαίνει ενταφιασμός της ιδικής μας θελήσεως και ανάστασις της
ταπεινώσεως. Δεν αντιλέγει ο νεκρός ούτε ξεχωρίζει τα καλά από εκείνα πού του
φαίνονται ως πονηρά. Διότι ο Γέροντάς του, πού του εθανάτωσε με τρόπο θεάρεστο
την ψυχή, αυτός θα δώση λόγο για όλα. Υπακοή σημαίνει να αποθέσωμε την ιδική
μας διάκρισι στην πλούσια διάκρισι του Γέροντος (Κλίμαξ
περί υπακοής 4).
Η μεγίστη αρετή για τον
Φωτισμό είναι η Διάκριση[ii]
Πως είναι δυνατόν να ανοίξουν οι οφθαλμοί
της ψυχής αν δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια το θέλημα Του Θεού; Πως είναι δυνατόν
να συμβεί αυτό αν πρώτα δεν έχουμε θεραπευτεί;
«Τούτο
αναγνωρίζεται ως διάκρισις και τούτο είναι: η αλάνθαστη γνώσις και αντίληψις
του θείου θελήματος σε κάθε καιρό και τόπο και περίπτωσι, η οποία συνήθως υπάρχει
στους καθαρούς κατά την καρδιά και το σώμα και το στόμα. Διάκρισις σημαίνει συνείδησις
αμόλυντη και καθαρότης των αισθήσεων» (Κλίμαξ
περί διακρίσεως Α΄ μέρος 1).
Η
μεγίστη αρετή για την Θέωση είναι η Αγάπη[iii]
Αν ο
άνθρωπος δεν φτάσει στην Θέωση είναι αδύνατο να κατανοήσει τι σημαίνει Αγάπη,
διότι δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί με άλλον
τρόπο η θεωρία Της Δόξης Του.
Ενώ έχουμε το κλειδί της θεολογίας που είναι η
Αγάπη, είμαστε ανήμποροι να θεολογήσουμε καθώς η αγάπη μας είναι «κοσμική»,
«ατσαλάκωτη», «υπό όρους».
«Ο Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ
ἐν τῷ
Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ» (Ιω Α΄ 16).
«νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα·
μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» (Α Κορ. 13,13).
Γι’
αυτόν τον λόγο ο Κύριος χωρίς να μας Αποκαλύπτεται άμεσα θίγοντας το Αυτεξούσιο,
μας αποκαλύπτει μέσα από τους Αγίους αλλά και τους αδελφούς μας, ώστε να
φτάσουμε στην Αγάπη –επιθυμώντας αυτήν όσο τίποτα άλλο– δι΄ εκείνων, ώστε να
συνδεόμαστε σε ένα Σώμα. Μέσα από αυτή την Αγάπη που βρίσκεται στην Μία Εκκλησία
και τα μέλη της, έχοντας
κεφαλή αυτή την ίδια Αγάπη Τον Δεσπότη
Κύριο Ιησού Χριστό, οδηγούμαστε στο Χάρισμα
της Θεολογίας[iv].
«Η αύξησις του
φόβου είναι αρχή της αγάπης. Και το τέλος της αγνείας είναι προϋπόθεσις της
θεολογίας. Εκείνος που ένωσε τελείως τις αισθήσεις του με τον Θεόν,
μυσταγωγείται στην θεολογία από τον ίδιο τον Θεόν. Εάν όμως οι αισθήσεις δεν
έχουν ενωθή με τον Θεόν, είναι δύσκολο και επικίνδυνο να θεολογή κανείς»
(Κλίμαξ
Λόγος 30,12).
«Εκείνος που αγαπά τον Κύριον,
έχει προηγουμένως αγαπήσει τον αδελφό του. Το δεύτερο οπωσδήποτε είναι
απόδειξις του πρώτου. Εκείνος που αγαπά τον πλησίον του, ποτέ δεν θα ανεχθή ανθρώπους
πού καταλαλούν. Θα φύγη δε μακρυά από αυτούς σαν από φωτιά. Εκείνος πού λέγει
ότι αγαπά τον Κύριον και συγχρόνως οργίζεται κατά του αδελφού του, ομοιάζει με
εκείνον πού τρέχει στον ύπνο του» (Κλίμαξ Λόγος 30,15).
Η Αγάπη για την οποία ομιλούμε είναι εκείνη
που μας δίδαξε ο Κύριος με την Ενανθρώπησή Του (δικαιοσύνη), τα Άγια Πάθη Του(θυσία)
και την Νίκη κατά του θανάτου με την Ανάστασή
Του (εμπιστοσύνη).
Είναι η Αγάπη που συντελείται από την Θυσία, το
Δίκαιο[v] και την Εμπιστοσύνη.
Είναι
η Αγάπη που Συγχώρεσε τους σταυρωτές Του.