Ἀδαμαντίου Τσακίρογλου
Ἀγαπητὲ ἐν Χριστῷ π. Σεραφείμ,
ὅπως ἔγραψα καὶ στὰ κείμενα μου σᾶς εἶμαι εὐγνώμων ποὺ ἀπαντήσατε
στὰ ἐρωτήματα ποὺ σᾶς ἔθεσα. Σὲ θέματα τῆς Πίστεως πρέπει πάντα νὰ γίνεται
διάλογος ὄχι μόνο ἰδιωτικος, ἀλλὰ καὶ δημόσιος. Οἱ ἐπιστολὲς τῶν Ἁγίων, τὸν
καιρὸ ποὺ δὲν ὑπῆρχε Ἴντερνετ δὲν ἦταν μόνο ἰδιωτικὲς ἀλλὰ ἀπευθύνονταν σὲ ὁλόκληρες
κοινότητες μὲ ὀνομαστικὲς ἀναφορές, ὥστε ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ γνωρίζουν τὰ
θέματα καὶ τὶς ἐξελίξεις ἐπ’ αὐτῶν. Πόσῳ μᾶλλον ὅταν αὐτὸς ὁ διάλογος γίνεται μὲ
ἦθος καὶ τρόπο χριστιανικὸ ποὺ ἐλέγχει, ἀλλὰ δὲν προσβάλλει. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο
θεωρῶ ὑποχρέωση καὶ καθῆκον μου νὰ δευτερολογήσω μιᾶς καὶ τὸ διακύβευμα καὶ τῶν
δύο πλευρῶν εἶναι ἡ ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας. Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ ἀρχίσω ἀπὸ τὰ
γενικὰ καὶ νὰ περάσω στὰ ἐπιμέρους.
Γενικά:
Γράφετε: «Κατ’ ἀρχὰς
ὀφείλω νὰ γνωστοποιήσω, ὅτι ἀποφεύγω νὰ τοποθετοῦμαι ἀντιθετικῶς στὸ διαδίκτυο,
καὶ μόνον διότι ἐν ἀντιθέτῳ περιπτώσει δὲν θὰ πρέπει νὰ κάνω τίποτε ἄλλο».
Μά, πάτερ, τί νομίζετε, ὅτι ἰσχύει γιὰ ἐμᾶς; Ὅτι ἡ ζωή μας ἦταν τόσο ἄδεια, ὥστε
ἀνακηρύξαμε σὲ πλήρη ἀπασχόλησή μας τὴν συγγραφὴ στὸ διαδίκτυο; Ἐργαζόμαστε, ἔχουμε
οἰκογένειες, ὑποχρεώσεις καὶ θυσιάζουμε τὸν λιγοστὸ χρόνο μας καὶ τὸν ὕπνο μας γιὰ
νὰ γράφουμε, ἐπειδὴ ἀκριβῶς κινδυνεύει ἡ πίστη μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος καὶ
κανεὶς ἄλλος. Θὰ θέλαμε καὶ ἐμεῖς νὰ κάνουμε κι ἄλλα, ἀλλὰ στὴν ζωή μας πρέπει
νὰ βάζουμε προτεραιότητες. Ἐλπίζω, ὅτι καὶ ἐσεῖς τὸ ἴδιο θέλετε νὰ πεῖτε, ἀλλὰ
μὲ ἄλλο τρόπο.
Γενικὰ σ’ ὅλο σας τὸ κείμενο καὶ μέσῳ τῆς ἀναφορᾶς σας ἀκόμα καὶ στὸν κ.
Ρίζο, ἐνῶ τὸ κείμενο ἀπευθύνεται σ’ ἐμένα, ἀλλὰ κι ἀκόμα ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ
σεβαστοῦ π. Νικολάου Μανώλη, διακρίνεται μία δυσαρέσκεια, γιατὶ σᾶς ἀσκεῖται
ἔλεγχος. Ὁ δὲ ἔλεγχος αὐτὸς χαρακτηρίζεται καὶ ἀπὸ ἄτομα τοῦ περιβάλλοντος σας
ὡς ἀνεπίτρεπτος, ἀσεβής, διασπαστικός κλπ. γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρω ἄλλους
χαρακτηρισμούς. Γράφετε: «Στάση
μας ἐκκλησιολογικὴ σὲ συγκεκριμένα ζητήματα θὰ κατατεθεῖ τὸ κατὰ δύναμιν, Θεοῦ
θέλοντος, σὲ ἄλλη συνάφεια, μὲ διάθεση ὑποβολῆς ἱστορικῶν καὶ λοιπῶν στοιχείων
καὶ ὄχι μὲ ἀντιρρητικὸ σκοπό».
Λέτε, πάτερ, ὅτι ὁ ἀντιρρητικὸς λόγος δὲν ἀνήκει στὴν ἐκκλησιολογικὴ πράξη.
Ἡ ἀντιρρητικὴ
προκτικὴ δὲν χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες;
Δὲν γράφτηκαν τόσες καὶ τόσες ἐπιστολὲς μὲ ἀντιρρητικὸ
χαρακτήρα; Ὁ ἀντίλογος ποὺ ἐφαρμόζεται ἐδῶ καὶ χρόνια ἐνάντια στοὺς
Οἰκουμενιστὲς δὲν ἔχει ἀντιρρητικὸ χαρακτήρα; Αὐτοὶ ὅμως ὡς αἱρετικοί, ὅπως καὶ
κάποιοι σύγχρονοι μεταπατερικοὶ θεολόγοι τὸν ἀπεχθάνονται. Ἐσεῖς γιατί; Ὅταν
πηγάζει ἀπὸ τὴν προσπάθεια ὑπερασπίσεως τῆς Πίστεως καὶ εἶναι καλοπροαίρετη,
γιατί νὰ τὸν ἀποσκορακίσουμε; Καὶ μὴν
πεῖτε, παρακαλῶ, ὅπως κάνουν ἄλλοι, ποιός εἶσαι ἐσὺ ποῦ μιλᾶς, διότι τότε
ἀντιμάχεστε τὸν ἅγ. Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, ὁ ὁποῖος ἔδωσε στὸν καθένα τὸ
δικαίωμα νὰ μιλάει, ὅταν πρόκειται γιὰ τὴν πίστη:
«Εἶναι ἐντολὴ Κυρίου νὰ μὴν σιωποῦμε, ὅταν ἡ πίστη κινδυνεύει ἀπὸ αἱρέσεις.
Διότι λέγει "νὰ ὁμιλεῖς καὶ νὰ μὴν σιωπᾶς" καὶ "ἐὰν ὑποστέλληται (ὑποχωρήσει),
οὐκ εὐδοκεῖ, σ’ αὐτόν ἡ ψυχή μου" (Εβρ.10,38), καὶ "ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσι οἱ
λίθοι κεκράξονται" (Λουκ.19,40). Ὥστε ὅταν ὁ λόγος εἶναι περὶ πίστεως, δὲν μποροῦμε
νὰ ποῦμε: Ἐγὼ ποιός εἶμαι; Ἱερεύς; Οὐδέποτε. Ἄρχων; Οὔτε καὶ αὐτό.
Στρατιώτης; Ἀπὸ ποῦ; Γεωργός; Ἀλλὰ οὔτε καὶ αὐτό. Πτωχὸς προμηθευόμενος μόνο
τὴν ἐφήμερη τροφή. Δὲν μοῦ πέφτει λόγος οὔτε φροντίδα γιὰ τὸ προκείμενο
ζήτημα. Ἀλίμονο οἱ λίθοι θὰ κραυγάσουν καὶ ἐσὺ θὰ μείνεις σιωπηλὸς καὶ
ἀμέριμνος;» (PG 99,1321A-C).