[Ἡ μετάφραση καὶ
τὰ σχόλια μὲ πλάγια καὶ ἐντὸς
εἰσαγωγικῶν, εἶναι τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ
Νικοδήμου Μπιλάλη,τοῦ ὁποίου στὶς 17 Ἰουλίου
Τελέστηκε τὸ τεσσαρακονθήμερον μνημόσυνον].
Ὁ Μ. Βασίλειος μὲ τὴν ἐπιστολή
του αὐτή, ἀπαντᾶ στοὺς πρεσβυτέρους τῆς Νικοπόλεως, ποὺ ἦτο Μητρόπολις τῆς
Μικρᾶς Ἀρμενίας. Ἡ ἐπιστολή –ποὺ ἐγράφη σὲ καιρὸ
αἱρέσεως– περιέχει κάποιες ἀλήθειες, ποὺ εἶναι χρήσιμες στὸν καιρὸ τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς), τῆς ἐσχάτης αἱρέσεως τῆς ἱστορίας (π.
Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος), τῆς «πιὸ μεγάλης
αἱρέσεως, ποὺ ἔχει μέσα της ὅλες τὶς
αἱρέσεις» (μητροπ. Γόρτυνος Ἱερεμίας).
Τὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετώπιζαν
τότε οἱ πιστοὶ τῆς Νικοπόλεως ἦταν ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος Φρόντων «ἐγκατέλειψε τὴν Ὀρθοδοξίαν, γενόμενος ὄργανον τῶν Ἀρειανῶν, χάριν τοῦ “δυστήνου δοξαρίου”» (“Δύστηνον δοξάριον”=ἀθλία καὶ ποταπὴ δόξα. Ἡ φράσις ἔχει γίνει παροιμιώδης καὶ
λέγεται περὶ τῆς ἀρχιερατικῆς ράβδου, ἤτοι τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος).
Οἱ Νικοπολίτες, ὅμως, δὲν τὸν
ἀποδέχτηκαν ὡς Ἐπίσκοπο, καὶ γι’ αὐτή τους τὴ στάση ὁ Μ. Βασίλειος τοὺς ἐπαινεῖ·
τοὺς διαβεβαιώνει ταυτόχρονα ὅτι ὁ Φρόντων «διὰ
τῆς παρούσης διαγωγῆς του παρέσχε σαφεστάτην ἀπόδειξιν τῆς ὅλης ζωῆς του, ὅτι
δηλαδὴ οὐδέποτε ἔζη μὲ τὴν ἐλπίδα εἰς τὰς περὶ τοῦ μέλλοντός μας ὑποσχέσεις τοῦ
Κυρίου.Τοὐναντίον, ὅ,τιδήποτε καὶ ἂν ἔπραττεν ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα ἔργα, ἀκόμη καὶ
τοὺς λόγους περὶ τῆς πίστεως καὶ τὴν ἐπίδειξιν εὐλαβείας, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει
διὰ νὰ ἐξαπατᾶ ὅσους τὸν συνανεστρέφοντο».
Στὴν συνέχεια ὁ Μ. Βασίλειος
προτρέπει νὰ μὴ καταθλίβονται ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, διότι ἂν ἔφυγε ὁ Φρόντων καὶ
ἕνας δυὸ μαζί του «αὐτοὶ εἶναι
ἀξιοθρήνητοι λόγῳ τῆς πτώσεώς των, ἐνῶ τὸ ἰδικόν σας (ἐκκλησιαστικὸ) σῶμα
παραμένει ὁλόκληρον μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ. Διότι πράγματι καὶ τὸ μέλος (ὁ Φρόντων) τὸ
ὁποῖον κατέστη ἄχρηστον ἀπεκόπη (ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησίας, ἔστω κι ἂν δὲν εἶχε καθαιρεθεῖ ἀκόμα ἀπὸ κάποια Σύνοδο) καὶ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο παραμένει (οἱ ὑπόλοιποι πιστοί) δὲν ἐκολοβώθη».
Καὶ
σχολιάζει ἐδῶ ὁ ἀείμνηστος γέρων Νικόδημος: «Χαρακτηριστικὴ
ἡ ἄποψις τοῦ Μ. Β. διὰ τὸ βαθύτατον ἐκκλησιολογικόν της νόημα. Ἡ ἔκπτωσις–ἀποκοπὴ
μέλους ἢ μελῶν ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας δὲν “σχίζει” τὸ σῶμα αὐτῆς, τὸ ὁποῖον παραμένει ὁλόκληρον καὶ “ἀκολόβωτον”. Ἡ
Ἐκκλησία παραμένει Μία καἰ ἀκεραία–ἀδιαίρετος, ἐφ’ ὅσον μόνον παραμένει
“στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας” (Α΄ Τιμ. 3, 15), ἀντιθέτως πρὸς τὰ ἐκπεσόντα εἰς αἵρεσιν μέλη, τὰ ὁποῖα
καθίστανται “νεκρά”.
Ἐντεῦθεν φαίνεται πόσον ἕωλος καὶ ψευδὴς εἶναι ἡ
“οἰκουμενιστικὴ” “κε(αι)νοφωνία”
περὶ τῆς λεγομένης “θεωρίας τῶν κλάδων”,
ὅτι δηλαδὴ αἱ σύγχρονοι αἱρέσεις τῆς Δύσεως (Παπισμὸς καὶ αἱ ἐξ αὐτοῦ ἀποσπασθεῖσαι προτεσταντικαὶ
παραφυάδες) ἀποτελοῦν “ζῶντας κλάδους” τῆς Μίας Ἁγίας Ἐκκλησίας, πρὸς “ἐπανίδρυσιν” τῆς ὁποίας ἐργάζεται ὁ Οἰκουμενισμός!».
Καὶ συνεχίζει ὁ Μ. Βασίλειος:
«Ἐὰν
ἐξ ἄλλου σᾶς λυπῇ τὸ ὅτι ἐξεδιώχθητε
ἀπὸ τοὺς τοίχους (τῶν ναῶν), ὅμως “θὰ ἐκκλησιάζεσθε (ἤδη) κάτω ἀπὸ
τὴν σκέπην τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ” καὶ ὁ φύλαξ Ἄγγελος(*) τῆς Ἐκκλησίας σας (τὸν μὲν Ναὸν ἐγκατέλειψε, ἐσᾶς δὲ) σᾶς ἔχει ἀκολουθήσει(**).
Ἑπομένως
εἰς κενοὺς οἴκους συναθροίζονται καθημερινῶς καὶ ἐξ αἰτίας τῆς διασπορᾶς τοῦ
λαοῦ ἑτοιμάζουν διὰ τοὺς ἑαυτούς των βαρεῖαν καταδίκην. Ἐὰν πάλιν ἡ περίστασις
ἀπαιτεῖ καὶ κάποιαν ταλαιπωρίαν, ἔχω πεποίθησιν εἰς τὸν Κύριον ὅτι αὕτη δὲν θὰ
καταλήξῃ εἰς τὸ κενόν. Συνεπῶς ὅσον περισσοτέρους πειρασμοὺς θὰ ἀντιμετωπίσετε,
τόσον πλουσιότερον μισθὸν θὰ ἀναμένετε ἀπὸ τὸν Δίκαιον Κριτήν. Μήτε λοιπὸν νὰ
δυσφορῆτε ἐξ αἰτίας τῶν παρόντων γεγονότων μήτε νὰ ἀπελπίζεσθε».
*
* *
Καὶ σήμερα ὑπάρχει αἵρεση καὶ αἱρετικοί.
Εἶναι ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ οἱ Οἰκουμενιστές, ποὺ ἅγιοι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ ἡ
συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκαλεῖ μεγάλη, ἐσχάτη Παναίρεση, ποὺ συγκεντρώνει ἐν ἑαυτῇ ὅλες τὶς ἄλλες αἱρέσεις
(αἱρετικὲς δοξασίες, δηλαδή, καταδικασμένες
ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους).
Καὶ ὅπως τότε, κάποιοι Ἐπίσκοποι
(ὅπως ἐδῶ ὁ Φρόντων) ἐγίνοντο ὄργανα τῶν Ἀρειανῶν, ἔτσι καὶ σήμερα κάποιοι Ὀρθόδοξοι
Πατριάρχες καὶ Ἐπίσκοποι γίνονται ὄργανα καὶ τῶν Παπικῶν, καὶ τῶν Προτεσταντῶν καὶ τῶν Οἰκουμενιστῶν!
Τότε, ὅμως, κάποιοι ἀκολουθοῦσαν
τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ διέκοπταν τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς
(ποὺ δὲν εἶχαν ἀκόμα καθαιρεθεῖ ἀπὸ Σύνοδο).
Σήμερα ὅμως, ὅποιος ἐφαρμόζει
τὴν Πατερικὴ Παράδοση λοιδωρεῖται καὶ διώκεται ἀκόμα καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ
διδάσκουν ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς συγκεντρώνει
ἐν ἑαυτῷ ὅλες τὶς ἄλλες αἱρέσεις.
Ἂς ἐλπίσουμε ὅτι τὰ
Οἰκουμενιστικὰ καμώματα ποὺ ξεδιάντροπα πλέον καὶ χυδαία παρελαύνουν στὶς
τηλεοράσεις, τὰ ἱστολόγια, τὰ περιοδικὰ καὶ τὰ βιβλία θὰ ξυπνήσουν τοὺς
κοιμωμένους.
__________________
(*) Χαρακτηριστικὴ ἡ διδασκαλία περί "φύλακος Ἀγγέλλου" τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας. Πλὴν τῶν "φυλάκων Ἀγγέλων" τῶν ἐθνῶν (βλ. Δανιὴλ 10, 12-13, 20-21), ἔχομεν καὶ "φύλακα Ἄγγελον" εἰς ἑκάστην Τοπικὴν Ἐκκλησίαν (καὶ παροικίαν-ἐνορίαν. Πρβλ. Μ. Β., Κατὰ Εὐνομίου, Λόγ. Γ΄, P.G. 29, 656) (στὸ ἴδιο, σελ. 47).
(**) Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο, καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρόμοια θέση διετύπωσε. Ὅταν εἶχε καταδικαστεῖ ὁ ἅγιος ἀπὸ τὴ σύνοδο στὴ Δρῦ ζήτησε ἀπὸ τὸν λαὸ ποὺ παρευρίσκονταν στὸ ναὸ νὰ προσευχηθοῦν λίγο πρὶν ἀναχωρήσει γιὰ τὴν ἐξορία:
(**) Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο, καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρόμοια θέση διετύπωσε. Ὅταν εἶχε καταδικαστεῖ ὁ ἅγιος ἀπὸ τὴ σύνοδο στὴ Δρῦ ζήτησε ἀπὸ τὸν λαὸ ποὺ παρευρίσκονταν στὸ ναὸ νὰ προσευχηθοῦν λίγο πρὶν ἀναχωρήσει γιὰ τὴν ἐξορία:
«Ἐλᾶτε, εἶπε, κι ἀφοῦ
προσευχηθοῦμε ἂς συνταχθοῦμε μὲ τὸν ἄγγελο τῆς Ἐκκλησίας».
Νὰ συνταχθοῦμε μὲ τὸν ἄγγελο
τῆς ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μᾶς βεβαιώνει μὲ τὴ γνωστή του σαφήνεια, ὅτι
παίρνει τὰ “πράγματά” του κι ὁ ἄγγελος καὶ φεύγει κι αὐτὸς μαζί μας ὅταν οἱ ἐκκλησιαστικὲς
προδιαγραφὲς ἀλλοιώνονται.
Καθὼς κι ὁ βιογράφος του
Παλλάδιος στὴ συνέχεια ἀναφέρει:
«Συνεξῆλθε
μαζί του [μὲ τὸν ἅγιο] καὶ ὁ ἄγγελος τῆς ἐκκλησίας, ἐπειδὴ δὲν ὑπέφερε τὴν
ἐρημία της, γιὰ τὴν ὁποία εἶχαν ἐργαστεῖ οἱ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες τῶν πονηρῶν
πνευμάτων, οἱ ὁποῖες κατάντησαν τὴν ἐκκλησία ἁμαρτωλὸ θέατρο».
Ἀλλὰ
καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης παρόμοια θέση διετύπωσε, ὅταν ρωτήθηκε, ἂν
μποροῦν νὰ μπαίνουν γιὰ νὰ προσευχηθοῦν σὲ ναοὺς στοὺς ὁποίους λειτουργοῦσαν οἱ
αἱρετικοί. Ὁ ἅγιος, ἀφοῦ μνημόνευσε τὰ λόγια του Μ. Βασιλείου ποὺ ἀναφέραμε πιὸ
πάνω, ἀπάντησε ἀποκλείοντας τέτοιο ἐνδεχόμενο καὶ πρόσθεσε ὅτι οἱ ναοὶ αὐτοὶ
ἔχουν ἐρημωθεῖ. Ἀπὸ τότε, λέει, ποὺ μπῆκε ἡ αἵρεση ἔφυγε (“πέταξε” λέει ἐπὶ
λέξει) ὁ ἄγγελος καὶ ἔγινε κοινὸ σπίτι ὁ ναός.
Οἱ πληροφορίες αὐτὲς
ἀπὸ τὴν ἱστοσελίδα: http://megalomartys.wordpress.com
Ὁλόκληρη ἡ
ἐπιστολὴ 238 (ΣΛΗ΄) τοῦ Μ. Βασιλείου:
«ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΑΙΣ
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΙΣ
Ἐδεξάμην τὰ γράμματα τῆς
εὐλαβείας ὑμῶν, καὶ οὐδὲν ἔσχον καινότερον τῶν ἐγνωσμένων ἤδη παρ' αὐτῶν διδαχθῆναι.
Καὶ γὰρ ἔφθασεν ἡ φήμη εἰς πᾶσαν τὴν περιοικίδα, τοῦ παρ' ὑμῖν καταπεσόντος τὴν
αἰσχύνην περιαγγέλλουσα, ὃς ἐπιθυμίᾳ δόξης κενῆς τὴν αἰσχίστην ἑαυτῷ συνήγαγεν
ἀτιμίαν καὶ εὑρέθη τῶν μὲν ἐπὶ τῇ πίστει μισθῶν διὰ τὴν φιλαυτίαν ἐκπεσών, αὐτὸ
δὲ τὸ δύστηνον δοξάριον, οὗ ἐπιθυμήσας ἐπράθη τῇ ἀσεβείᾳ, οὐκ ἔχων διὰ τὸ
δίκαιον μῖσος τῶν φοβουμένων τὸν Κύριον. Ἀλλὰ ἐκεῖνος μὲν τοῦ παντὸς ἑαυτοῦ
βίου ἐναργέστατον ἐξήνεγκε δεῖγμα ἐκ τῆς νῦν προαιρέσεως, ὅτι οὐδέποτε ἔζη ἐπ'
ἐλπίδι τῶν ἀποκειμένων ἡμῖν ἐπαγγελιῶν παρὰ τοῦ Κυρίου· ἀλλὰ εἴ τι αὐτῷ
ἐπραγματεύετο τῶν ἀνθρωπίνων καὶ ῥήματα πίστεως καὶ πλάσμα εὐλαβείας, πάντα
πρὸς τὴν τῶν ἐντυγχανόντων ἀπάτην ἐπετηδεύετο. Ὑμᾶς δὲ τί καταπονεῖ τὸ συμβάν;
Τί χείρους ἑαυτῶν γεγόνατε παρὰ τοῦτο; Ἔλειψεν εἷς ἐκ τοῦ πληρώματος ὑμῶν· εἰ
δὲ καὶ συναπῆλθέ που ἄλλος εἷς ἢ δεύτερος, ἐλεεινοὶ τοῦ πτώματος οὗτοι, ὑμῶν δὲ
τὸ σῶμα ὁλόκληρόν ἐστι τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι. Καὶ γὰρ καὶ τὸ ἀχρειωθὲν ἀπερρύη καὶ
οὐκ ἐκολοβώθη τὸ μένον. Εἰ δὲ ἀνιᾷ ὑμᾶς ὅτι τῶν τοίχων ἐξεβλήθητε, ἀλλ' ἐν
σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεσθε καὶ ὁ ἄγγελος ὁ τῆς Ἐκκλησίας ἔφορος
συναπῆλθεν ὑμῖν. Ὥστε κενοῖς τοῖς οἴκοις ἐγκατακλίνονται καθ' ἑκάστην ἡμέραν,
ἐκ τῆς διασπορᾶς τοῦ λαοῦ βαρὺ ἑαυτοῖς τὸ κρίμα κατασκευάζοντες. Εἰ δέ τις καὶ
κόπος ἐστὶν ἐν τῷ πράγματι, πέπεισμαι τῷ Κυρίῳ μὴ εἰς κενὸν ὑμῖν ἀποβήσεσθαι
τοῦτο. Ὥστε ὅσῳ ἂν ἐν πλείοσι πειρατηρίοις γένησθε, τοσούτῳ πολυτελέστερον τὸν
παρὰ τοῦ δικαίου Κριτοῦ μισθὸν ἀναμένετε. Μήτε οὖν δυσφορεῖτε τοῖς παροῦσι μήτε
ἀποκάμνετε τῇ ἐλπίδι. Ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον ὅσον, ἥξει πρὸς ὑμᾶς ὁ
ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν καὶ οὐ χρονιεῖ».