Ὁ κ. Νούσης τίποτα δὲν ἔχει
διδαχθεῖ ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ Παπισμοῦ· τίποτα δὲν ἔχει διδαχθεῖ καὶ ἀπὸ τὴν
διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων. Τὴν Οὐνιτικὴ πρακτικὴ τῶν Παπικῶν, οἱ ὁποῖοι δέχονται
νὰ θυσιάσουν ἀκόμα καὶ τὸ filioque γιὰ τὴν Παγκυριαρχία τους στὸ
θρησκευτικὸ χῶρο, τὴν ἐντάσσει «στην πραγματική
διάθεση αμφοτέρων των διαλεγομένων για μια ρεαλιστική και εν Κυρίω κοινωνία και
επανένωση της διηρημένης χριστιανοσύνης»! Ὅσους δὲ ἐπικαλοῦνται τὶς
θέσεις τῶν Ἁγίων, τοὺς ἐντάσσει «στον χώρο της
αντιρρητικής θεολογίας και παραφιλολογίας (καί) στην καχύποπτη και στείρα απολογητική
νοοτροπία του παρελθόντος»!
Παραθέτουμε τὶς οὐρανοβάμονες
θέσεις τοῦ κ. Νούση, ποὺ λειτουργοῦν ὑπὲρ τῆς Πανθρησκείας, γιὰ τὴν ὁποία
ἐργάζεται ὁ Πάπας, ὁ Πατριάρχης καὶ ἡ Νέα Τάξη πραγμάτων, ὄχι γιατὶ περιμένουμε
νὰ τὸν πείσουμε, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὲς οἱ θέσεις ὅλο καὶ περισσότερο διακινοῦνται
ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστικοὺς κύκλους καὶ ὅσους νομίζουν ὅτι μὲ νηφαλιότητα ἀσκοῦν ἀμερόληπτη
κριτική.
Στὴ συνέχεια παρουσιάζουμε κάποιες
θέσεις συγχρόνων θεολόγων καὶ ἱερωμένων, ἀπὸ τὶς ὁποῖες γίνεται κατανοητὸ ὅτι δὲν
εἶναι μόνο τὸ filioque (ἂν καὶ ἦταν μία ἀπὸ τὶς πρῶτες αἰτίες),
οὔτε μόνο τὸ πλῆθος τῶν ἄλλων αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ, ποὺ κάνει ἀδύνατη τὴν
ἐπιστροφὴ τῶν Παπικῶν στὴν Μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ κυρίως, ἐκεῖνο ποὺ δὲν βλέπει ὁ
κ. Νούσης, εἶναι ὅτι λείπει ἡ μετάνοια καὶ ἡ εἰλικρίνεια ἀπὸ τὴν μεριὰ τοῦ Βατικανοῦ· ἀπὸ τὴν μεριὰ δὲ τοῦ Φαναρίου ἐφαρμόζεται μιὰ βλάσφημη
πορεία πρὸς «Ἕνωση», ποὺ ἀντιστρατεύεται τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ
τὴν διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων, Ἁγίων καὶ Μαρτύρων.
Καὶ μόνο ἡ ἐπιμονὴ νὰ ὁμιλοῦν
γιὰ «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες» καὶ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» (ὅπως ἀποδέχεται ὁ αἱρετίζων
Πατριάρχης Βαρθολομαῖος), ἀντὶ γιὰ τὴν ἐν μετανοίᾳ
ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία, ἀποδεικνύει ὅτι ἀποκλείεται νὰ
ὁδηγηθοῦν σὲ καλὸ ἀποτέλεσμα οἱ πορευόμενοι σὲ
δρόμους ἀντίθετους ἀπὸ ἐκείνους ποὺ οἱ Ἅγιοι
Πατέρες ἐχάραξαν μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
1. Ἀπόσπασμα
ἀπὸ τὸ ἄρθρο τοῦ κ. Νούση:
«Αν ρίξουμε μια ματιά στη σύγχρονη
θρησκευτική πραγματικότητα, θα δούμε οπωσδήποτε σημαντικά βήματα τα οποία κατά
το παρελθόν μάλλον θα ήταν αδιανόητα... Θα ήθελα να σημειώσω περισσότερο
κάποιες «δογματικές υποχωρήσεις» από την πλευρά των ρωμαιοκαθολικών, οι οποίες,
αν δεν δοθεί η δέουσα προσοχή, θα υπάρξει κίνδυνος να εκπέσουν στον χώρο του
έθους και να τις αντιπαρέρχονται αμφότεροι οι συζητητές σαν κάτι το επουσιώδες:
το πρώτο είναι το Filioque και το δεύτερο ο τρόπος μυστηριακής κοινωνίας των
πιστών.
Δεν
πρόκειται όσον αφορά τα ανωτέρω για ουνιτική πρακτική, κάτι βέβαια που θα μπορούσε ευλόγως να τεθεί εν προκειμένω ως
ένσταση. Αν αναλογιστούμε εδώ την ύψιστης εκκλησιολογικής σημαντικής
παράμετρο ότι η εν Ελλάδι αυτή πρακτική (της αφαίρεσης του φιλιόκβε και της
μετάληψης εξ οίνου και άρτου) τυγχάνει της «ευλογίας» και γίνεται εν γνώσει της
Ρωμαϊκής Καθέδρας και συνυπολογίσουμε τις εισηγήσεις σύγχρονων ρωμαιοκαθολικών
θεολόγων για επίσημη αφαίρεση του Filioque σε παγκόσμιο επίπεδο, δούμε δε
ταυτόχρονα και την επέκταση της πρακτικής τής εξ αμφοτέρων των ευχαριστιακών
ειδών (οίνου και άρτου) κοινωνίας των Καθολικών πιστών σε οικουμενικό επίπεδο,
τότε θα διαισθανθούμε πόσο έχουν αλλάξει οι καιροί και τους νέους ορίζοντες που ανοίγονται
στη διομολογιακή προσέγγιση. Οι «προκλητικές» αυτές φιλενωτικές ενέργειες –
προτάσεις των Λατίνων δεν πρέπει να βαλτώσουν στον χώρο της αντιρρητικής
θεολογίας και παραφιλολογίας ούτε στην καχύποπτη και στείρα
απολογητική νοοτροπία του παρελθόντος. Θα πρέπει να ληφθούν σαν αφορμές και ευκαιρίες αληθινής
κοινωνίας και υπέρβασης και των «δευτερευόντων» προσκομμάτων, είτε δογματικών
είτε λειτουργικών.
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός εντοπίζει στο
Filioque την αιτία του σχίσματος: «τὴν μὲν οὖν αἰτίαν τοῦ σχίσματος ἐκεῖνοι δεδώκασι, τὴν
προσθήκην ἐξενεγκόντες ἀναφανδόν, ἥν ὑπ’ ὀδόντα
πρότερον ἔλεγον· ἡμεῖς δὲ αὐτῶν ἐσχίσθημεν
πρότεροι, μᾶλλον δὲ ἐσχίσαμεν αὐτοὺς καὶ ἀπεκόψαμεν τοῦ κοινοῦ τῆς Ἐκκλησίας σώματος» (από την επιστολή «τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς»).
Ορίστε,
λοιπόν! Εκείνοι έδωσαν την αιτία τότε, εκείνοι φαίνεται τώρα να
την αίρουν από μόνοι τους. Αν το
καλοσκεφτούμε και εφόσον ήδη η Λατινική Εκκλησία το έχει σχεδόν επίσημα
αφαιρέσει από τη δογματική της διδασκαλία, ειλικρινά απορεί ένας αντικειμενικός
ή εξωτερικός απαθής παρατηρητής των τεκταινομένων τι είναι αυτό το τόσο
σημαντικό ακόμη που πραγματικά χωρίζει θεολογικά Ορθοδόξους και Καθολικούς ή
και απλά βραδύνει τις διαδικασίες μιας επίσημης ένωσης. Από τα λόγια του Αγίου
προκύπτει απλά, καθαρά και ξάστερα ότι η άρση της αιτίας επιφέρει φυσικά,
λογικά και αυτόματα την ένωση. Μήπως, λοιπόν, τα πράγματα δεν είναι τόσο
αυτονόητα και εύκολα, όσο εκ πρώτης όψεως φαίνονται και προωθούνται τελευταία
τοιουτοτρόπως;».
(Κωνσταντίνου Νούση, Διάλογος Ὀρθοδόξων καὶ Καθολικῶν:
βήματα ἕνωσης ἢ κίνδυνος ἔκπτωσης στὸ σύνηθες;).
2. Θέσεις ἱερωμένων
καὶ θεολόγων ποὺ ἀποδεικνύουν:
ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς «ἀπαθὴς
παρατηρητὴς τῶν τεκταινομένων» ἐκεῖνος ποὺ δὲν βλέπει τὴν δολιότητα
καὶ ὑποκρισία τῶν δύο πλευρῶν, Βατικανοῦ καὶ Φαναρίου, ἀλλὰ καὶ ποῦ ὁδηγεῖ τὴν
Ἐκκλησία μας ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος· ποὺ βλέπει μόνον τὸ filioque καὶ ἀγνοεῖ τὶς πλέον τῶν
εἴκοσι αἱρετικῶν δοξασιῶν ποὺ ἔχουν οἱ Παπικοί, ἀλλὰ καὶ τὶς ἄπειρες τῶν Προτεσταντῶν.
Ἤδη ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς παρομοιάζει (καὶ ἡ διαρρεύσασα ἱστορία
ἔχει ἐπιβεβαιώσει) τὴν πτώση τῶν Παπικῶν μὲ αὐτὴ τοῦ ἐλέφαντα, ὁ ὁποῖος, ἂν
πέσει, δὲν μπορεῖ μετὰ νὰ σηκωθεῖ λόγῳ τοῦ πάχους του καὶ χρειάζεται βοήθεια. Ὁ
δὲ παπισμός, ἔπεσε εἰς τὴν αἵρεση ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό καὶ τὴν ὑπερηφάνεια τῶν Παπῶν
(«ἐπηρμένην ὀφρὺν τῶν Δυτικῶν», κατά τήν ἔκφραση τοῦ Μ. Βασιλείου) καὶ δὲν
δέχεται βοήθεια γιὰ νὰ σηκωθεῖ, ἀλλὰ μεθοδεύει αἰῶνες τώρα, τὴν ὑποδούλωση
τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὸ Βατικανό.
Οἱ αἱρέσεις τοῦ Πάπα, τὶς ὁποῖες ἀπαριθμεῖ ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης εἶναι
πλέον τῶν εἴκοσι. Γράφει σχετικά, ἀναφέροντας κάποιες:
«Δυστυχώς το φως που έδωσε η πατριαρχική θεία λειτουργία στο Φανάρι με
την λειτουργική συμμετοχή του πάπα δεν ήταν το αληθινό Φως, η αληθινή πίστις,
αλλά το σκότος και η πλάνη των αιρέσεων του filioque, του πρωτείου, των αζύμων,
του καθαρτηρίου πυρός, της κτιστής Χάριτος, της κακοποιήσεως
όλων των μυστηρίων, της κοσμικής εκκλησίας του Βατικανού που υπέκυψε στους
πειρασμούς του Διαβόλου, για να αποκτήσει πλούτη και εξουσία, να γίνει
κοσμικό κράτος και ουσιαστικά να παύσει να έχει σχέση με τον Χριστό και τον
Χριστιανισμό κατά τον Ντοστογιέφσκυ».
(π. Θεοδώρου Ζήση, Μακρὰν τῆς ὁδοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡ συνάντησις
Βαρθολομαίου καὶ πάπα Ρώμης Βενεδίκτου).
Δυστυχῶς, ἡ Ὀρθόδοξη πλευρὰ συνεχῶς ὑποχωρεῖ καὶ ἀποδέχεται αἱρετικὲς θέσεις τῶν
Παπικῶν καὶ τῶν Προτεσταντῶν. Πῶς εἶναι δυνατὸν αὐτοὶ ποὺ ἀρνοῦνται τὶς
δογματικὲς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ὁδηγήσουν τοὺς αἱρετικοὺς σὲ σωτήριους
δρόμους;
Ἤδη ἀπὸ τὸ 1980-90, πρὶν ἀκολουθήσουν οἱ ἄλλες ταπεινώσεις καὶ προδοσίες
στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε καὶ τὸ Πουσάν, τὰ συλλείτουργα καὶ τὸ ὄργιο τῶν σύγχρονων συμπροσευχῶν,
ὁ ἀείμνηστος ἤδη π. Γεώργιος Καψάνης ἔγραφε:
«Ὁ ΡΚαθολικισμὸς ἀναγνωρίζεται ὡς ἰσότιμος Ἐκκλησία μὲ τὴν καθ’ ἡμᾶς Μία,
Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία...
Μετὰ τὴν ψευδο-σύνοδο Φερράρας... εἶναι ἡ δεύτερη φορὰ ποὺ Ὀρθόδοξοι
ἀμνηστεύουν τὶς σοβαρὲς αἱρέσεις» τοῦ παπισμοῦ. «Καὶ ὁ μὲν παπισμὸς
ἐπέτυχε ...ὅ,τι μὲ τὸν Διάλογο “ἀγάπης καὶ ἀλήθειας”
ἐστόχευε, ἡ δὲ Ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία …ἐξῆλθε ἀπὸ τὸν διάλογο
τετρωμένη» (Καψάνη Γ., Ὀρθοδοξία καὶ
Οὐμανισμός, Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, 1995, σ. 7-8).
«Ἡ ἀνεκτικὴ στάσις τῶν Ὀρθοδόξων ἔναντι τοῦ παπισμοῦ δὲν δικαιολογεῖται γιὰ σοβαροὺς λόγους: α) Διότι τὸ Βατικανὸ ὄχι
μόνο δὲν ἀρνεῖται ἢ τουλάχιστον ἀποσιωπᾶ τὰ αἱρετικά του δόγματα, ἀλλὰ τὰ ἀνανεώνει καὶ διακηρύττει…,
β) Διότι τὸ Βατικανὸ ἐργάζεται κατὰ τῶν ὀρθοδόξων λαῶν μὲ τὴν οὐνία καὶ τὶς
πολιτικοοικονομικές του ἐπεμβάσεις…, δ) Διότι πολλοὶ δυτικοὶ χριστιανοὶ
ἀπογοητευμένοι ἀπὸ τὴν ἔκπτωση τοῦ ΡΚαθολικισμοῦ ἀναζητοῦν τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ
τελικῶς δὲν τὴν εὑρίσκουν, διότι οἱ διαλεγόμενοι... λέγουν: “Μείνατε ὅπου
εἶστε. Εἴμαστε τὸ ἴδιο. Ἡ ἕνωσις ἐπίκειται”. Ἔτσι κλείνεται ἡ θύρα
τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν σὲ πολλὲς ψυχὲς ποὺ ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ
σωτηρία τους» (Καψάνη Γ., Ὀρθοδοξία καὶ Οὐμανισμός, Ὀρθοδοξία καὶ
Παπισμός, 1995, σ. 8).
Καὶ ἐπειδὴ πλέον ὅλα σχετικοποιοῦνται καὶ τὸ ὀρθόδοξο αἰσθητήριο ἔχει
ἀλλοιωθεῖ τρομερά, νὰ ὑπενθυμίσουμε τὶς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας στὸ πρόσφατο
παρελθόν, κι ὄχι στὰ χρόνια τοῦ Μεσαίωνα, για τὶς συμπροσευχές: «Μᾶς ἐρωτοῦν –γράφει τὸ ἐπίσημο περιοδικὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος “Ἐκκλησία” (τὸ 1956)– «ἐὰν κανονικῶς ἐπιτρέπονται συλλειτουργίαι καὶ συμπροσευχὴ»
μετὰ ἑτεροδόξων «ὡς τοῦτο φέρεται ἐπισυμβαῖνον ἐν Ἀμερικῇ. Ἀπαντῶμεν
καθηκόντως, ὅτι τοῦτο καὶ ἄηθες εἶναι καὶ ἀντικανονικόν, ...καὶ
συντελούμενον ἀσκεῖ ὀλεθρίαν ἐπίδρασιν…’’».
Ἀλλὰ ὄχι μόνο τὸ περιοδικὸ Ἐκκλησία, μὰ κι ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὅταν τὸ 1999
διαμαρτύρονταν ἀκόμα θεοφιλῶς οἱ Ἁγιορεῖτες γιὰ τὶς πανάθλιες συμπροσευχές του, γιὰ νὰ
τοὺς καθησυχάσει, ἔστειλε ἐπιστολὴ πρὸς αὐτοὺς καὶ ψευδόμενος αἰσχρά -ὁ
«εἰλικρινὰ ἐνδιαφερόμενος» γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τοὺς ἑτερόδοξους
Πατριάρχης(!)- δήλωνε ὅτι ἀποκηρύττει τὶς συμπροσευχές, τάχα. Ἔγραφε ὁ κ. Βαρθολομαῖος:
«Περί των συμπροσευχών μετά των ετεροδόξων υπενθυμίζομεν υμίν ότι ήδη από
του έτους 1952 το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δια της από 31.1.1952 Εγκυκλίου
αυτού εδήλου ότι φρονεί ότι …δέον ίνα οι Ορθόδοξοι Κληρικοι Αντιπρόσωποι ώσιν
όσω το δυνατόν εφεκτικοί εν ταις λατρευτικαις μετά των ετεροδόξων συνάξεσιν,
ως αντικειμέναις προς τους Ιερούς κανόνας και αμβλυνούσαις την ομολογιακήν
ευθιξίαν των Ορθοδόξων, επιδιώκοντες ίνα τελώσιν, ει δυνατόν, καθαρώς
ορθοδόξους ακολουθίας και τελετάς"… Συνεπώς, είναι άδικον να αποδίδωνται
ευθύναι εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον διά, τυχόν, παραβιάσεις της συστάσεως αυτού αυτής υπό διαφόρων κληρικών και δη κατά το
πλείστον ανηκόντων εις άλλας Εκκλησίας… Σημειωτέον ότι… κατά την
Διορθόδοξον Συνάντησιν της Θεσσαλονίκης της 29/4-2/5/ 1998 απεφασίσθη, κατόπιν
πρωτοβουλίας της αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καίτοι καί τινες
άλλοι ηθέλησαν να οικειοποιηθούν την πατρότητα της προτάσεως, όπως οι ορθόδοξοι
Σύνεδροι, οι μέλλοντες να συμμετάσχουν εις την εν Χαράρε Η' Γενικήν Συνέλευσιν
του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, μη συμμετάσχουν εις οικουμενικάς
λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας και άλλας θρησκευτικάς τελετάς
διαρκούσης της Συνελεύσεως, τούτο δε αποτελεί εκδήλωσιν της ισχύος της σταθεράς
γραμμής της ως άνω Εγκυκλίου του 1952, η οποία ουδέποτε ανεκλήθη, έστω και αν,
άνευ συναινέσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, παρεβιάσθη ενίοτε, η ηρμηνεύθη
άλλοτε συσταλτικώς ως αφορώσα μόνον εις την μη συμμετοχήν εις την εν στενή έννοια
λατρείαν (θείαν Λειτουργίαν)».
Ξεχνοῦν, λοιπόν, οἱ οἰκουμενίζοντες θεολόγοι, ὅτι ἐργώδης
προσπάθεια τοῦ Πάπα δὲν εἶναι ἄλλη, ἀπὸ τὸ νὰ ἀπορροφήσει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ τὴ συνεργασία τῶν ἐξωνημένων ἡγετῶν της.
Ἔγραφε τὸ περιοδ. «Ὅσιος Γρηγόριος» τὸ 2001, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ π. Γεωργίου
Καψάνη: «Ἐπιτρέπεται
νὰ θεωρήσουμε ὅτι ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Πάπα
γίνεται χωρὶς δόλο καὶ χωρὶς ἀπώτερους κινδύνους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας; Ὀρθῶς παρετηρήθη ὅτι ἡ παπικὴ
διπλωματία κάνει κάποια ἐνέργεια σήμερα, γιὰ νὰ ἀποδώση καρποὺς μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ
καὶ διακόσια χρόνια…
Δὲν εἶναι ἄγνωστο
ὅτι ἡ Δύσις ἐπιθυμεῖ νὰ ἀναδείξη τὸν Πάπα ὡς τὸν θρησκευτικὸ ἡγέτη ὅλης τῆς
χριστιανοσύνης καὶ τῆς ἑνωμένης Εὐρώπης. Νομίζουμε ὅτι καὶ ὁ διάλογος ἀγάπης
ποὺ ἄρχισε πρὶν ἀπὸ μερικὲς δεκαετίες, ἐνῶ δὲν σημείωσε καμμιὰ πρόοδο στὸ θεολογικὸ
πεδίο, ἄνοιξε τὸν δρόμο γιὰ τὴν διείσδυση τοῦ πάπα στὶς Ὀρθόδοξες χῶρες καὶ τὴν
προβολή του ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ μάλιστα τῶν πολιτικῶν ὡς
παγχριστιανικοῦ καὶ πανθρησκειακοῦ ἡγέτου. Ὡς ἐκ τούτου, θὰ ἦταν ἄστοχο νὰ μὴ συσχετισθῆ ἡ ἔλευσις τοῦ Πάπα στὴν Ἑλλάδα μὲ τὶς ἱστορικὰ
βεβαιωμένες ἐπιδιώξεις τοῦ Βατικανοῦ στὴν Ἀνατολή» («Ὅσιος Γρηγόριος»,
περίοδος Β΄, 2001, ἀρ. 26, σ. 97-98).
Καὶ σὲ προγενέστερο τεῦχος: «Σύμφωνα μὲ ὅλες τὶς
ἐνδείξεις (τὸ Βατικανό) ...προετοιμάζει μιὰ “ἕνωση” οὐνιτικοῦ τύπου. Στὴν ἀρχὴ
θὰ συμφωνηθῆ νὰ διατηρήση κάθε ἐκκλησία τὶς ἰδικές της παραδόσεις (τὸ πρωτεῖο καὶ
τὸ ἀλάθητο νὰ ἰσχύει γιὰ τὴ δύσι), οἱ δὲ ἄλλες δογματικὲς διαφορὲς νὰ θεωρηθοῦν ὡς
θεολογούμενα ζητήματα. Σιγά-σιγὰ ὅμως τὸ Βατικανὸ θὰ ἀποκτᾶ τὴν αὐξανόμενη
ἐπιβολὴ τῆς Ρωμαϊκῆς κυριαρχίας στὴν Ἀνατολή, μέχρι τελείας ἐπικρατήσεώς της»
(Περιοδ. «Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ», 1981, ἀρ. 6).
Στὸ ἴδιο συμπέρασμα ἔχει καταλήξει καὶ ὁ καθηγητὴς Δογματικῆς Μ. Φαράντος: «Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ μοντέλο ‘‘ἑνώσεως’’ τῶν
Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν: τὸ Οὐνιτικόν. Ἡ
Ὀρθοδοξία θὰ παραμείνει ἀλώβητη καὶ ὡς ἔχει, ὅπως οἱ Οὐνιτικὲς Ἐκκλησίες,
ἀλλὰ θὰ προσαρμοσθεῖ στὰ δυτικὰ δεδομένα, δηλ. θὰ οἰκειοποιηθεῖ τὸ
‘‘χριστιανικὸ’’ φρόνημα τῶν
‘‘πολιτισμένων’’ δυτ. Ἐκκλησιῶν… ποὺ συνοδοιποροῦν στὴν νοοτροπία καὶ
στὴν πολιτικὴ τῆς δυνάμεως καὶ τῆς βίας τῶν Δυτικο-Ευρωπαίων». Καί: «Ὅλοι οἱ "διάλογοι" μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν γίνονται
ἐπὶ μιᾶς καὶ μόνης βάσεως: στὸ πόσα εἶναι διατεθειμένοι νὰ "ἐκχωρήσουν" οἱ ὀρθόδοξοι στοὺς δυτικοὺς ἐκ τῶν
κυριαρχικῶν των δικαιωμάτων» (Φαράντου Μ., Ἀντί-φωνα,
σ. 27, 28).
Καὶ ὁ π. Γ. Μεταλληνός: Ὁ διάλογος «νοεῖται ὡς "ἀμοιβαία ἀναγνώριση" καὶ ὄχι συνάντηση στὴν ἀλήθεια... Αὐτὸ ὅμως συνιστᾶ "οὐνιτισμόν"» (Μεταλληνοῦ
Γ., Οἱ Διάλογοι χωρὶς Προσωπεῖον).
Καὶ ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης: «Συνοπτικὰ παρατηροῦμε ὅτι ἀπὸ τὴν πεῖρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ζωῆς καὶ ἱστορίας ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ αἵρεση καὶ ἡ πλάνη ἔχουν σύμφυτα τὸν
ἐγωϊσμὸ καὶ τὴν ὑπερηφάνεια· εἶναι οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τους. Οἱ αἱρετικοὶ δὲν ταπεινώνονται, δὲν
μετανοοῦν...» (Ζήση Θ., ἐφ. “Ὀρθ. Τύπος”, 27-4-2001, φ. 1409).
Ἐπίσης ἔγραφε ὁ Κ. Μουρατίδης τὴ δεκαετία τοῦ
1980: «Ὁ παρὼν θεολογικὸς διάλογος δὲν φαίνεται νὰ
ὁδηγεῖ στὴν ποθητὴ ἑνότητα, ἀλλὰ στὴν "ἕνωση" τῶν "ἐκκλησιῶν". Οἱ προβλέψεις ὅσων ἔλεγαν ὅτι ἡ Ρώμη δὲν ἔχει
διάθεση γιὰ διάλογο “ἐν τῇ ἀληθείᾳ”,
ἀλλὰ μᾶς παραπλανᾶ καὶ στοχεύει σὲ ἕνωση ὑπὸ τὸν Πάπα, ἐπαληθεύονται.
Ἀντίθετα, ὅσοι ἀπὸ ἐνθουσιασμό, κακὸ ὑπολογισμὸ ἢ ἄλλα κίνητρα μᾶς ἔσυραν στὸ
διάλογο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἡ ἐκκλησία
βγαίνει τραυματισμένη, καὶ μᾶς
διαβεβαίωναν γιὰ τὶς καλὲς προθέσεις τῶν παπικῶν, ἀστόχησαν».
Ὁ Μουρατίδης ἐπίσης ἔγραφε, ὅτι ὅσοι
συμμετέχουν στὸ διάλογο πρέπει νὰ γνωρίζουν ὅτι διὰ τῆς συμμετοχῆς των
«καλοῦνται νὰ συγκαλύψουν... τὴν πλεκτάνην τοῦ Βατικανοῦ πρὸς ἐξαπάτησιν...τοῦ
Λαοῦ διὰ τὸν δῆθεν θεολογικὸν διάλογον… Κατὰ τὸ Παπικὸν σχέδιον… οἱ Ὀρθόδοξοι βλέποντες
αὐτὸν τὸν συνεχῆ συγχρωτισμὸν Ὀρθοδοξίας καὶ Παπισμοῦ, τὴν συμπροσευχήν… θὰ
περιέλθουν σὺν τῷ χρόνῳ καὶ βαθμιαίως εἰς πλήρη σύγχυσιν» (Μουρατίδη
Κ., Ἡ ἀλήθεια διὰ τὸν «Θεολογικὸν» διάλογον, “Κοινωνία”, 1980, τ. 2ο, σελ. 145-146).
Θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθεῖ κάποιος –μετὰ ἀπ’ αὐτὰ τὰ
ἐνδεικτικά– ὅπως ὅσοι σιγοντάρουν τοὺς Οικουμενιστὲς ἰσχυρίζονται, ὅτι βλέπουμε
τὰ πράγματα μὲ καχυποψία;
Ὄχι, δὲν βλέπουμε συνωμοσίες. Ἁπλὰ
ἀντιμετωπίζουμε τὰ πάντα, κάτω ἀπὸ το πρῖσμα τοῦ Εὐαγγελίου: «Μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ
δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι»; Γιατὶ «πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον»; (1Ιω.
4,1). Ἔβλεπε συνωμότες ὁ μαθητὴς τῆς
ἀγάπης, ὅταν ἔγγραφε αὐτά; Χωρὶς συνωμοτικὴ ψυχολογία ἐξετάζουμε τὰ πάντα μὲ τὸ
βλέμμα τῶν Ἁγίων μας, οἱ ὁποῖοι –ὡς οἱ κατ’ ἐξοχὴν “βλέποντες”– μᾶς ὑποβοηθοῦν νὰ βλέπουμε, καθόσον τοὺς
ἀκολουθοῦμε, τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου.
Ἔτσι καταλαβαίνουμε καλύτερα, γιατὶ πολλοὶ
Πατέρες, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ Rose Seraphim κ.ἄ., χαρακτηρίζουν τὸν
Οἰκουμενισμό (Βατικάνειο, Προτεσταντικὸ καὶ Ὀρθόδοξο) ὡς Παναίρεση. «Tὸ χαρακτηριστικὸ πιστεύω τῆς αἵρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
εἶναι αὐτό: ὅτι ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ· ὅτι ἡ χάρη τοῦ θεοῦ εἶναι παροῦσα καὶ σὲ ἄλλες “χριστιανικὲς”
ὁμολογίες..., ἀκόμα καὶ στὶς μὴ χριστιανικὲς θρησκεῖες· ὅτι ἡ στενὴ ὁδὸς πρὸς
τὴ σωτηρία σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία... τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι μόνο “ἕνας
δρόμος ἀνάμεσα σὲ πολλοὺς”...».
Θὰ θυμήσω πάλι τὸ ἐρώτημα τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου:
Ἐκεῖνος, ποὺ «ὄχι μόνον δὲν παραιτεῖται ἀπὸ τὸν
"αἱρετικὸν ἄνθρωπον", ἀλλὰ δίδει εἰς τοῦτον καὶ Αὐτὸν τὸν Κύριον ἐν
τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ, οὗτος εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀποστολικὴν ...πίστιν;»
(Πόποβιτς Ἰουστίνου, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
καὶ Οἰκουμενισμός, σελ. 230).
Καὶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ὁρίζει ὡς
«Μισανθρωπίαν» καὶ «ἀγάπης θείας χωρισμὸν» τὸ νὰ ἐκλαμβάνουμε καὶ νὰ ἀποκαλοῦμε τὴν πλάνη ὡς Ἐκκλησία, ἁπλούστατα, γιατὶ ἔτσι τὴν ἰσχυροποιοῦμε.
Γράφει: “Οὐ θέλων δὲ τοὺς αἱρετικοὺς θλίβεσθαι, οὐδὲ χαίρων τῇ
κακώσει αὐτῶν γράφω ταῦτα, μὴ γένοιτο, ἀλλὰ τῇ ἐπιστροφῇ μᾶλλον χαίρων καὶ
συναγαλλόμενος… Πρὸς μόνον τὸ καθοτιοῦν αἱρετικοῖς συνάρασθαι εἰς σύστασιν τῆς
φρενοβλαβοῦς αὐτῶν δόξης, σκληροὺς παντελῶς εἶναι ὑμᾶς καὶ ἀμειλήκτους βούλομαί
τε καὶ εὔχομαι. Μισανθρωπίαν γὰρ
ὁρίζομαι ἔγωγε καὶ ἀγάπης θείας χωρισμὸν
τὸ τῇ πλάνῃ πειρᾶσθαι διδόναι ἰσχὺν
εἰς περισσοτέραν τῶν αὐτῇ προκατειλημμένων φθοράν”» (Πόποβιτς Ἰουστίνου,
ὅπ. παρ., σελ. 228).
Καὶ σὲ σχέση μὲ τὸ
κείμενο αὐτὸ ἔγραφε ὁ π. Σπυρ. Μπιλάλης: «Ἡ ἀνοχὴ καὶ
ἀμνηστία τῆς αἱρέσεως εἶναι κακέκτυπον ἀγάπης καὶ συγκεκαλυμμένον μῖσος… Εἰς
τὸν Οἰκουμενισμὸν …τὸν ἀμνηστεύοντα τὸν παναιρετικὸν παπισμόν, κρύπτεται ἡ
βαρυτέρα μορφὴ τῆς μισανθρωπίας», ὅπως τοῦτο χαρακτηριστικὰ φαίνεται ἀπὸ τὴν
(παραπάνω διακήρυξη) τοῦ ἁγ. Μάξιμου (Μπιλάλη Σπ., Ἡ αἵρεσις τοῦ Filioque, σ. 476-477).
Εἶναι πασιφανές,
λοιπόν, ὅτι δὲν ὑπάρχει διάθεση μετανοίας ἀπὸ τοὺς Παπικούς, δυστυχῶς δέ,
οὔτε ἀπὸ τοὺς «ὀρθόδοξους» Οἰκουμενιστὲς τοῦ Φαναρίου καὶ ὅσους συμπορεύονται. Ἔγραφε
–ὡς Καθηγούμενου τῆς Ἱ. Μ. Ἰβήρων– ὁ π. Βασίλειος Γοντικάκης: «Ἕνας ΡΚαθολικὸς μπορεῖ νὰ βαπτισθεῖ καὶ νὰ γίνει ὀρθόδοξος
...τὸ Βατικανό, δὲν βαπτίζεται (=δὲν
μετανοεῖ)... Αὐτὸ φανερώνεται ξεκάθαρα σήμερα, μὲ τὶς ἀλλαγὲς στὶς ἀνατολικὲς
χῶρες καὶ μὲ τὴν πρoώθηση μὲ μεσαιωνικὸ τρόπο τῆς οὐνίας ἐκ μέρους τοῦ
Βατικανοῦ. Ὁπότε φάνηκε τί εἶναι οἱ θεολογικοὶ διάλογοι τῆς ἀγάπης οἱ ὁποῖοι
διεξάγονται ἐκ μέρους τοῦ Βατικανοῦ»! (Γοντικάκη Βασ., , στὸ συλλογ.
τόμο: Ἀναζητώντας τὴν Ταυτότητά μας, 1997, σ. 101-102).
Ἴσως ὑπάρξει ὁ ἀντίλογος: Ἀποκλείεται ἡ μετάνοια;
Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ μετάνοια εἶναι ἔμπρακτη. Καὶ συνίσταται
(στὴν περίπτωση ποὺ ἐξετάζουμε) στὴν ἀποκήρυξη τῶν αἱρέσεων καὶ τὴν ἐπιστροφὴ
στὴν Μία Ἐκκλησία. Ὄχι στοὺς συμβιβασμούς· ὄχι στὰ καραγκιοζιλίκια τῶν
συμπροσευχῶν· ὄχι στὶς πολυποίκιλες φιέστες· ὄχι στὴν ἐξαπάτηση τοῦ ὀρθόδοξου Λαοῦ
καὶ στὶς δόλιες τακτικές.
Σημάτης Παναγιώτης
Ὁλόκληρο τὸ κείμενο
τοῦ κ. Νούση:
Διάλογος Ορθοδόξων και Καθολικών: βήματα ένωσης ή κίνδυνος έκπτωσης στο
σύνηθες;
του θεολόγου-φιλολόγου
Κωνσταντίνου Νούση
8 Ιουνίου 2014, 09:10
Ζούμε τις τελευταίες μέρες
έναν οργασμό διαχριστιανικών επαφών ανάμεσα σε Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς.
Μια έντονη κινητικότητα στην οποία κάποιοι ίστανται με θεμιτή ή όχι αισιοδοξία
και φιλενωτική διάθεση, άλλοι με σκεπτικισμό και επιφυλακτικότητα, έτεροι δε με
ανησυχία, απολογητική επιθετικότητα
και μία εν γένει αρνητικότητα, η οποία συνήθως αγγίζει τα όρια του φονταμενταλισμού. Το ζητούμενο, ωστόσο, δεν εντοπίζεται σε καμιά εκ των παραπάνω τάσεων, όσο στην πραγματική διάθεση αμφοτέρων των διαλεγομένων για μια ρεαλιστική και εν Κυρίω κοινωνία και επανένωση της διηρημένης χριστιανοσύνης.
και μία εν γένει αρνητικότητα, η οποία συνήθως αγγίζει τα όρια του φονταμενταλισμού. Το ζητούμενο, ωστόσο, δεν εντοπίζεται σε καμιά εκ των παραπάνω τάσεων, όσο στην πραγματική διάθεση αμφοτέρων των διαλεγομένων για μια ρεαλιστική και εν Κυρίω κοινωνία και επανένωση της διηρημένης χριστιανοσύνης.
Αν θα μπορούσαμε να δούμε
εκπροσωπούμενες τις δύο ενάντιες τάσεις μέσα από επισκοπικές φωνές, θα βρίσκαμε
αφενός στην αποσταλείσα στον Πάπα Ρώμης «επιστολιμαία διατριβή» κατά του
καθολικισμού υπό των επισκόπων Κονίτσης και Πειραιώς τη «σκληρή και αυστηρή»
γραμμή και αφετέρου στην πρόσφατη εγκύκλιο του Μεσογαίας τη διαλλακτικότερη και
συνθετική τάση, η οποία ωστόσο αναλυόμενη δεν απέχει της εκπεμπόμενης ουσίας
από την πρώτη επιστολή. Εν ολίγοις η στάση της ορθόδοξης συνείδησης έναντι των
ρωμαιοκαθολικών, όπως αντικατοπτρίζεται στις εν λόγω επισκοπικές επίσημες
ανακοινώσεις, είναι εν γένει αμυντική και πόρρω απέχουσα της οιασδήποτε
υπεραισιόδοξης φιλενωτικής προοπτικής.
Και όλο τούτο, διότι
πρόκειται για δυο διαφορετικούς κόσμους, για έτερες νοοτροπίες, για ξέχωρες και
απομακρυσμένες στο διάβα των αιώνων ιστορικοπολιτισμικές
και θρησκευτικές παραδόσεις. Το θέμα, όμως, δεν είναι τα ανθρώπινα παράγωγα των θρησκευτικών αυτών μεγεθών, αλλά η πεμπτουσία του χριστιανισμού, του οποίου διατείνονται πως είναι φορείς τόσο πνευματικοί, όσο και ιστορικοί οι προκείμενες κοινότητες πιστών. Και η βαθύτερη τούτη ουσία δεν μπορεί παρά να είναι η εν Χριστώ αγαπητική κοινωνία, πάνω στην πέτρα της Τριαδικής πίστεως και στο βίωμα της Χάρης της Πεντηκοστής.
και θρησκευτικές παραδόσεις. Το θέμα, όμως, δεν είναι τα ανθρώπινα παράγωγα των θρησκευτικών αυτών μεγεθών, αλλά η πεμπτουσία του χριστιανισμού, του οποίου διατείνονται πως είναι φορείς τόσο πνευματικοί, όσο και ιστορικοί οι προκείμενες κοινότητες πιστών. Και η βαθύτερη τούτη ουσία δεν μπορεί παρά να είναι η εν Χριστώ αγαπητική κοινωνία, πάνω στην πέτρα της Τριαδικής πίστεως και στο βίωμα της Χάρης της Πεντηκοστής.
Το άλλο πρόβλημα που
ανακύπτει είναι κατά πόσο η ένωση αυτή πρέπει να γίνεται «στα χαρτιά»,
τουτέστιν μέσα από διαλόγους και φόρουμ εξειδικευμένων θεολόγων και κληρικών
συνδαιτυμόνων ή μέσα από μια προσέγγιση εν τοις πράγμασι, όπως εμμέσως πλην
σαφώς υπογράμμισε τελευταία ο ρωμαίος Ποντίφηκας. Επίσης, ένα συναφές θέμα
είναι η προσπάθεια αφομοίωσης ή συμβίωσης δύο διαφορετικών κόσμων, το οποίο
είναι κάτι εξαιρετικά δυσχερές, αν αναλογιστούμε τη μακραίωνη τοπική,
πολιτισμική και νοοτροπική πλέον απόσταση ανάμεσα στις δύο πλευρές που
απομακρύνθηκαν για πλείστους όσους λόγους, εξάπαντος όχι μόνο θρησκευτικούς.
Αν ρίξουμε μια ματιά στη
σύγχρονη θρησκευτική πραγματικότητα, θα δούμε οπωσδήποτε σημαντικά βήματα τα
οποία κατά το παρελθόν μάλλον θα ήταν αδιανόητα. Δεν αναφέρομαι τόσο στην άρση
των Αναθεμάτων κατά τον περασμένο αιώνα ούτε στις αυτονόητες πια επαφές των
Ορθοδόξων Προκαθημένων μετά του Λατίνου ομολόγου τους. Αυτά όλα μπορεί να
αποδειχτούν με την πάροδο του χρόνου «λίγα» στην πραγματική προσέγγιση των
Εκκλησιών. Θα ήθελα να σημειώσω περισσότερο κάποιες «δογματικές υποχωρήσεις»
από την πλευρά των ρωμαιοκαθολικών, οι οποίες, αν δεν δοθεί η δέουσα προσοχή,
θα υπάρξει κίνδυνος να εκπέσουν στον χώρο του έθους και να τις αντιπαρέρχονται
αμφότεροι οι συζητητές σαν κάτι το επουσιώδες: το πρώτο είναι το Filioque και
το δεύτερο ο τρόπος μυστηριακής κοινωνίας των πιστών.
Δεν πρόκειται όσον αφορά τα
ανωτέρω για ουνιτική πρακτική, κάτι βέβαια που θα μπορούσε ευλόγως να τεθεί εν
προκειμένω ως ένσταση. Αν αναλογιστούμε εδώ την ύψιστης εκκλησιολογικής
σημαντικής παράμετρο ότι η εν Ελλάδι αυτή πρακτική (της αφαίρεσης του
φιλιόκβε και της μετάληψης εξ οίνου και άρτου) τυγχάνει της «ευλογίας» και γίνεται
εν γνώσει της Ρωμαϊκής Καθέδρας και συνυπολογίσουμε τις εισηγήσεις σύγχρονων
ρωμαιοκαθολικών θεολόγων για επίσημη αφαίρεση του Filioque σε παγκόσμιο
επίπεδο, δούμε δε ταυτόχρονα και την επέκταση της πρακτικής τής εξ αμφοτέρων
των ευχαριστιακών ειδών (οίνου και άρτου) κοινωνίας των Καθολικών πιστών σε
οικουμενικό επίπεδο, τότε θα διαισθανθούμε πόσο έχουν αλλάξει οι καιροί και
τους νέους ορίζοντες που ανοίγονται στη διομολογιακή προσέγγιση. Οι
«προκλητικές» αυτές φιλενωτικές ενέργειες – προτάσεις των Λατίνων δεν πρέπει να
βαλτώσουν στον χώρο της αντιρρητικής θεολογίας και παραφιλολογίας ούτε στην
καχύποπτη και στείρα απολογητική νοοτροπία του παρελθόντος. Θα πρέπει να
ληφθούν σαν αφορμές και ευκαιρίες αληθινής κοινωνίας και υπέρβασης και των
«δευτερευόντων» προσκομμάτων, είτε δογματικών είτε λειτουργικών.
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός
εντοπίζει στο Filioque την αιτία του σχίσματος: «τὴν μὲν οὖν αἰτίαν τοῦ σχίσματος ἐκεῖνοι δεδώκασι, τὴν προσθήκην ἐξενεγκόντες ἀναφανδόν, ἥν ὑπ’ ὀδόντα πρότερον ἔλεγον· ἡμεῖς δὲ αὐτῶν ἐσχίσθημεν πρότεροι, μᾶλλον δὲ ἐσχίσαμεν αὐτοὺς καὶ ἀπεκόψαμεν τοῦ κοινοῦ τῆς Ἐκκλησίας σώματος» (από την
επιστολή «τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς»). Ορίστε, λοιπόν!
Εκείνοι έδωσαν την αιτία τότε, εκείνοι φαίνεται τώρα να την αίρουν από
μόνοι τους. Αν το καλοσκεφτούμε και εφόσον ήδη η Λατινική Εκκλησία το έχει σχεδόν
επίσημα αφαιρέσει από τη δογματική της διδασκαλία, ειλικρινά απορεί ένας
αντικειμενικός ή εξωτερικός απαθής παρατηρητής των τεκταινομένων τι είναι αυτό
το τόσο σημαντικό ακόμη που πραγματικά χωρίζει θεολογικά Ορθοδόξους και
Καθολικούς ή και απλά βραδύνει τις διαδικασίες μιας επίσημης ένωσης. Από τα
λόγια του Αγίου προκύπτει απλά, καθαρά και ξάστερα ότι η άρση της αιτίας
επιφέρει φυσικά, λογικά και αυτόματα την ένωση. Μήπως, λοιπόν, τα
πράγματα δεν είναι τόσο αυτονόητα και εύκολα, όσο εκ πρώτης όψεως φαίνονται και
προωθούνται τελευταία τοιουτοτρόπως;
Οι Ορθόδοξοι επιθυμούν την
ένωση με τους εκ Δυσμών αδερφούς τους και προσεύχονται για τον Πάπα «ὅπως ἀναλάβη ὡς Ὀρθόδοξος πάπας κατά τά πρεσβεῖα τιμῆς τῆς Πενταρχίας καί δυνάμει τῶν Θείων καίἉγίων καίἹερῶν Κανόνων τήν τιμητικήν προεδρίαν τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὡς ‘primus inter pares’» (εκ
της επιστολής των Πειραιώς και Κονίτσης). Οι κινήσεις αμφοτέρων από δω και πέρα
πρέπει να γίνονται κατά τη γνώμη του γράφοντος στην πράξη περισσότερο παρά στα
λόγια. Όπως θα έχει γίνει κατανοητό από τα παραπάνω, οι λέξεις μπορούν να
εκπέσουν στον χώρο της συνήθειας, του ευχολογίου, της ψιλής τους εκπόρευσης
άνευ πνευματικού ερείσματος και αντικρίσματος. Αυτό πρέπει να αποφευχθεί πάση
θυσία. Υπάρχουν πεδία στα οποία η πράξη και η καλή θέληση έχουν χώρο άφθονης
δράσης και υλοποίησης, όπως για παράδειγμα είναι το καυτό πρόβλημα της Ουνίας.
Σε τέτοια επίπεδα θα δοκιμαστεί η αντοχή των λόγων και των προθέσεων αμφοτέρων
των πλευρών.
Είναι γεγονός ότι, αν κάτι
είναι γνήσιο και επιθυμητό ανάμεσα στους ανθρώπους, καθίσταται τελικά
αναπόφευκτο να πραγματωθεί. Στη περίπτωση της προσέγγισης Καθολικών και
Ορθοδόξων τα πράγματα είναι ακόμη πιο εύκολα, αν λάβουμε υπόψη και τη συνδρομή
της Χάρης του Θεού. Σε κάθε άλλη περίπτωση και δη στο προσεχές μέλλον, αν
δηλαδή οι επαφές εκπέσουν σε ατέρμονες, άκαρπες, ατελέσφορες και ψιλές
συζητήσεις, δεν θα μπορούν εξάπαντος οι δυο πλευρές να επικαλούνται άλλο λόγους
διακριτικής και σταδιακής προσέγγισης, καθώς θα πέφτουν τα προσωπεία, όπου
υπάρχουν, και θα δίνεται εύλογη λαβή στους αντιφρονούντες να μιλάνε - πράγμα
που κάνουν εξάπαντος διαχρονικά – για παιχνίδια εξουσίας και μόνο. Και τούτο
είναι ανεπίτρεπτο για εν Χριστώ αδερφούς, των οποίων μέλημα (πρέπει να) είναι
μονάχα η άμιλλα στην ταπείνωση και την αγάπη.
Οι μέρες είναι λίαν πονηρές
και τα πράγματα συγκεχυμένα. Τούτη η αλλοπρόσαλλη πνευματική παγκόσμια
ατμόσφαιρα θα επιτείνεται μέρα με τη μέρα παρά θα θεραπεύεται. Τα κριτήρια
έχουν αλλοιωθεί μέσα στο χάος αυτού που καλούμε συμβατικώς μετανεωτερικότητα.
Οι προφητικές και άλλες φωνές που έρχονται από τα στόματα των Oρθοδόξων Αγίων
δεν είναι τόσο ελπιδοφόρες. Ο τελευταίος στάρετς της Όπτινα Νεκτάριος φέρεται
να προφήτευσε πως «δεν θα γίνει ένωση των Εκκλησιών προ της Δευτέρας
Παρουσίας». Από την άλλη ο σύγχρονός μας όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης έλεγε
πως «όσο πλησιάζει κάποιος την αλήθεια, έρχεται στην Ορθοδοξία. Και μια μέρα όλοι
θα γίνουν Ορθόδοξοι». Η προσέγγιση της «σιβυλλικής» τούτης φράσης του δεν είναι
εύκολη. Ίσως εννοεί πως θα γίνουν άπαντες μια Εκκλησία στο τέλος, στα Έσχατα,
στην κοινή ανάσταση. Η νυν Εκκλησία, ωστόσο, δεν θα πάψει ποτέ να εύχεται, να
αγωνιά και να μάχεται για το ποθούμενο: την εν Χριστώ ένωση του παντός. Η όποια
αισιοδοξία της απορρέει εξάπαντος από το ιστορικό και μυστηριακό δεδομένο της
έκχυσης του Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή, που γιορτάζουμε τις μέρες τούτες. Η
προσευχή όλων πρέπει να συνεχίζεται με ένταση: «ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν»…