«...Καίπερ ποιμένα μὴ ἔχοντες, ὅμως τὰ
ποιμένων ἔδρων»!
Ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (13ος-14ος αἰ.) διακρίθηκε ὡς ἱστορικός,
ἐξηγητὴς τῶν Γραφῶν, ποιητὴς ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων κ.λπ.
Ἀπὸ τὴν «Ἐκκλησιαστικὴ
Ἱστορία» του παίρνουμε πολύτιμες πληροφορίες -ἐκτὸς τῶν ἄλλων- καὶ γιὰ τὴν στάση τῶν πιστῶν ἀπέναντι στὶς αἱρέσεις. Παρουσιάσαμε
καὶ ἄλλοτε κάποια κείμενα γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Σήμερα παρουσιάζουμε τὴν στάση τῶν
πιστῶν τῶν Σαμοσάτων, στὸ
μεσοδιάστημα μεταξὺ Α΄ καὶ Β΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅταν μὲ παρεμβάσεις τῶν αἱρετικῶν
αὐτοκρατόρων ἢ τῶν εὐνοουμένων ἀπ’ αὐτοὺς Ἀρειανοφρόνων Ἐπισκόπων, ἐδιώκοντο οἱ
Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι καὶ στὴν θέση τους ἐγκαθίσταντο Ἀρειανόφρονες, οἱ ὁποῖοι δὲν
εἶχαν καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο. Στὴν περίπτωση αὐτὴ οἱ πιστοὶ ἐφάρμοζαν τὴν ἁγιοπατερικὴ
στάση τῆς Διακοπῆς Κοινωνίας ἢ Ἀποτειχίσεως, πολὺ πρὶν αὐτὸ κατοχυρωθεῖ ἀπὸ τὸν
ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ΑΒ Συνόδου.
Ὅπως, λοιπόν (μᾶς διηγεῖται ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος) ἡ συμμορία τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου εἶχε ἐκδιώξει
ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες τοὺς Ὀρθοδόξους Ποιμένες, τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ στὰ Σαμόσατα· ἔδιωξε
τὸν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο Εὐστάθιο καὶ ἀντ’ αὐτοῦ ἐγκατέστησε τὸν Εὐνόμιο. Καὶ τότε
οἱ Ὀρθόδοξοι ὅλοι, ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, σταμάτησαν νὰ ἐκκλησιάζονται! Καὶ ὁ Ἐπίσκοπος
ἔμεινε μόνος στὸ Ἐπισκοπεῖο, καὶ
κανεὶς δὲν τὸ ἐπισκεπτόταν, οὔτε τοῦ μιλοῦσε!
«Ὡς γὰρ οἱ τῆς Ἀρείου συμμορίας ὅλας τὰς ἐκκλησίας τῶν ποιμένων
γυμνώσαντες, καὶ ἐπὶ Σαμόσατα ἕτερον ἀντ’ Εὐσταθίου, Εὐνόμιον ὄνομα ἀντεισήγαγον·
οὐδεὶς τῶν ἁπάντων, οὐ πένης, οὐ πλούσιος, οὐ νέος, οὐ πρεσβύτης, ἁπλῶς οὐδεὶς
φάναι εἰς τὴν ἐκκλησίαν εἰσῄει, ὥσπερ ἦν ἔθος· μόνος δ’ ἐκεῖνος τῷ ἐπισκοπείῳ
διῆγεν, οὐδενὸς αὐτὸν οὐθ’ ὁρῶντος, οὔτε τὸ παράπαν λόγον μεταδιδόντος. Καίτοι
φασὶν αὐτὸν ἄλλως ἐπιεικῆ τε ὄντα καὶ μέτριον· καὶ τοῦτο παρίστησιν».
Καὶ ἐπειδὴ πῆγε σὲ δημόσιο λουτρὸ καὶ οἱ ὑπηρέτες ἔκλεισαν
τὶς πόρτες, ἔμαθε ὅτι ἔξω ὑπῆρχε ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων καὶ πρόσταξε τοὺς ὑπηρέτες
νὰ ἀνοίξουν τὶς πόρτες, ὥστε ὅποιος θέλει νὰ χρησιμοποιήσει τὸ λουτρό. Καὶ ἐπειδὴ
κάποιοι μπῆκαν μέσα τοὺς προέτρεπε νὰ μποῦν κι αὐτοὶ στὰ λουτρά. Ἀφοῦ ὅμως οἱ εἰσελθόντες
παρέμεναν ἐν σιγῇ χωρὶς νὰ μπαίνουν στὰ λουτρά, θεώρησε τὴν στάση αὐτὴ ὡς στάση
σεβασμοῦ στὸ πρόσωπό του, γρήγορα ἔφυγε ἀπὸ τὸ λουτρό.
«Ἐπειδὴ γὰρ εἰς δημόσιον ἦκε λουτρόν, τῶν οἰκετῶν ἐγκλεισαμένων τὰς
θύρας, πλῆθος πρὸ τῶν θυρῶν ἐστάναι μαθών, τοῖς οἰκέταις αὖθις ἀναπετάσαι τὰς
θύρας τοῦ βαλανίου ἐνεκελεύετο, καὶ ἀδεὼς τοῦ λουτροῦ κοινωνεῖν τῷ βουλομένῳ ἐπέτρεπε.
Τὸ ἴσον δὲ καὶ ἐν τοῖς θόλοις ἔνδον ἐποίει. Ἐπεὶ δ’ εἰσῄεσάν τινες καὶ κύκλῳ εἰστήκεσαν,
συμμετέχειν τῶν θερμῶν ὑδάτων προὐτρέπετο. Ὡς δ’ ἱστάμενοι καὶ ἔτι σιγὴν ἤσκουν,
τιμὴν τὴν στᾶσιν ὑπολαβών, θᾶττον καταλιπὼν τὸ θερμόν, ἀπηλλάττετο».
Αὐτοὶ ὅμως (ὅταν ἔφυγε) ἐπειδὴ θεώρησαν ὅτι ἂν χρησιμοποιοῦσαν
τὸ ἴδιο νερὸ γιὰ τὸ λουτρό τους, ἦταν σὰ νὰ συμμετεῖχαν στὸ μολυσμὸ τῆς
αἱρέσεως, ἔχυσαν τὸ νερὸ στοὺς ὑπονόμους καὶ πῆραν τὸ λουτρό τους, ἀφοῦ γέμισαν
τὰ λουτρὰ μὲ ἄλλο νερό!
«Οἱ δὲ συμμετασχεῖν τὸ ὕδωρ τοῦ τῆς αἱρέσεως ἄγους νομίσαντες, ἐκεῖνο
μὲν τοῖς ὑπονόμοις ἐξέχεον· ἕτερον δὲ κεράσαντες, ἀπελούοντο».
Ὅταν αὐτὸ τὸ ἔμαθε ὁ Εὐνόμιος, ἀμέσως ἐγκατέλειψε τὴν
πόλη καὶ ἐπέστρεψε «σπίτι» του! Διότι θεώρησε ἄσκοπο καὶ ἀνόητο νὰ παραμένει σὲ
μιὰ πόλη, ποὺ ὅλοι εἶναι ἐναντίον του!
«Ὁ δὴ μαθὼν ὁ Εὐνόμιος, εὐθὺς τὴν πόλιν λιπών, οἴκαδε ἴετο· λίαν γὰρ
ἀνόητον ᾤετο πόλει δυσμενῶς ἐχούσῃ κοινῶς παραμένειν αἱρεῖσθαι. Καὶ οὕτω μὲν ἐκεῖνος
ἐκὼν ἀπεχώρει Σαμοσάτων» (Νικηφόρος
Κάλλιστος, P.G. 146, 633BD).
«...Καίπερ ποιμένα μὴ ἔχοντες, ὅμως τὰ ποιμένων ἔδρων»!
Ὅταν ἀπεχώρησε ὁ Εὐνόμιος ἀπὸ
τὰ Σαμόσατα οἱ Ἀρειανοὶ τοποθέτησαν ἄλλον Ἐπίσκοπον, «Λούκιον ὄνομα, λύκον ὄντως
καὶ οὐ ποιμένα. Τά γε μὴν πρόβατα, καίπερ
ποιμένα μὴ ἔχοντες, ὅμως τὰ ποιμένων ἔδρων, ἄσυλον διατηροῦντες τὸ δόγμα τῆς
πίστεως» (ὅπ. παρ., P.G. 146, 633D636ΑΒ).
Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι οἱ πιστοί, διαπιστώνοντας ὅτι ὁ
ποιμένας ποὺ τοὺς διόρισαν ἦταν ψευδοποιμένας, λύκος ἀντὶ ποιμήν, δὲν περίμεναν
τὴν ἀπόφαση κάποιας Συνόδου, ἀλλὰ ἔπραξαν αὐτοὶ ἐκεῖνα ποὺ ἔπρεπε νὰ πράξει ὁ
ποιμένας· κι ἔτσι μὴ κοινωνοῦντες μὲ τὸν ψευδοποιμένα Ἀρειανόφρονα ἐπίσκοπο Λούκιο,
διατήρησαν ἀκέραιο τὸ δόγμα τῆς Πίστεως, ὅπως θὰ δοῦμε.
Καὶ πρὸς αὐτόν -οἱ πιστοὶ τῶν Σαμοσάτων- φέρθηκαν μὲ
παρόμοιο τρόπο, ὅπως καὶ πρὸς τὸν Εὐνόμιον, ὅπως φάνηκε ἀπὸ ἕνα συμβάν.
Κάποια μέρα, δηλαδή, καὶ ἐνῶ τὰ παιδιὰ ἔπαιζαν πετώντας
μιὰ σφαῖρα τὰ μὲν πρὸς τὰ δέ, περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Λούκιος. Καὶ συνέβη
ἡ σφαῖρα νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ χέρια ἑνὸς παιδιοῦ καὶ νὰ περάσει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια
τῆς ἡμιόνου στὴν ὁποία καθόταν ὁ ἐπίσκοπος Λούκιος. Καὶ τὰ παιδιὰ «ἀνωλόλυξαν»,
φώναξαν ἔντρομα, γιατί περνώντας κάτω ἀπὸ τὸ ζῶο τοῦ αἱρετικοῦ, πίστεψαν ὅτι μολύνθηκε!
(Καὶ πῶς θὰ παίξουν μετά).
Αὐτός, μὴ κατανοώντας τὴν συμπεριφορὰ τῶν παιδιῶν, εἶπε
σὲ ἕνα ἀκόλουθό του νὰ παραμείνει στὸ χῶρο καὶ νὰ μάθει γιατὶ φέρθηκαν ἔτσι τὰ
παιδιά. Καὶ (εἶδε ὁ ἀκόλουθος) ὅτι τὰ παιδιὰ ἄναψαν φωτιὰ καὶ ἔρριξαν τὴν σφαῖρα
πάνω της, θέλοντας νὰ τὴν ἀπολυμάνουν-«καθαρίσουν» ἀπὸ τὸ μολυσμὸ (ποὺ πῆρε
περνώντας κάτω ἀπὸ τὴν ἡμίονο τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου).
Καὶ ἐπιλέγει ὁ Θεοδώρητος (ἀπὸ τὸν ὁποῖον δανείστηκε
τὸ περιστατικὸ ὁ Νικηφόρος): Εἶναι βέβαια παιδικὴ ἡ ἀντίδραση, ἀλλὰ δείχνει πόση
ἀποστροφὴ εἶχαν οἱ κάτοικοι Σαμοσάτων, πρὸς τοὺς Ἀρειανόφρονες, ποὺ διέστρεφαν
τὸ Δόγμα τῆς Πίστεως:
«Καὶ μειρακιῶδες μὲν ἴσως τοῦτο· ὅμως ἱκανόν ἐστι δεῖξαι ὅσον ἡ
πόλις αὕτη ἔντροφον εἶχε τὸ μῖσος πρὸς τοὺς τὸ δόγμα τῆς πίστεως ᾑρημένους
παραχαράττειν» (ὅπ.
παρ., P.G. 146, 636ΑΒ).
Π.Σ.