«ΕΜΙΣΗΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΠΟΝΗΡΕΥΟΜΕΝΩΝ...»
Της Χριστοΰφαντου
Πηγή: «Τελεβάντος»
Ὁ Προφήτης Δαυΐδ ἐμίσησε τήν πονηρευομένην ἐκκλησίαν, δηλαδή τήν σύναξιν
καί συναγωγήν τῶν ἀνθρώπων πού μηχανεύονται, σχεδιάζουν, δρομολογοῦν ἔργα πονηρά καί ἐνεργοῦν ἄκρως ἀντίθετα ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
«Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καί "μετά
ἀσεβῶν οὐ μή καθίσω» (Ψαλμός κε´, 5).
Λαμβάνοντες τήν φράσιν αὐτήν μεταφέρομε τόν πόνον μας δι᾽ ὅσα συμβαίνουν εἰς μερίδα τοῦ κλήρου, τῆς πολιτείας καί τοῦ λαοῦ:
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού συνεργάζεται
καί συνδειπνεῖ μέ τόν Καίσαρα καί παρουσιάζεται εἰς τόν κόσμον ὡς "ἰχθύος ἀφωνοτέρα καί βατράχου ἀπραγοτέρα."
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού «ρίπτει ὕδωρ εἰς τόν οἶνον» της μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκχυδαΐζονται τά ὅσια καί τά ἱερά.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν Παπίζουσαν,
θεολογίαν Λατινίζουσαν καί ποιμαντικήν Βατικανίζουσαν. (Κι ἐσύ, Χριστοΰφαντε, κοινωνεῖς μὲ αὐτὴν
τὴν Ἐκκλησίαν· ὁ ἐπίσκοπός σας ὑποδέχτηκε μὲ ἀνοικτὲς ἀγκάλες τὸν ἀρχηγό τῆς πονηρευομένης (ὅπως ἐσὺ τὴν περιγράφεις) αὐτῆς Ἐκκλησίας, τὸν Βαρθολομαῖο. Ἀλλ’ ὁ Δαυΐδ τὴν ἐμίσησε καὶ μετ’ αὐτῆς οὐκ ἐκάθισε).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία δέν ἀποκηρύσσει, πατερικῷ τῷ τρόπῳ, τόν ἐπάρατον Οἰκουμενισμόν καί εὐκαίρως-ἀκαίρως κηρύσσει δῆθεν «Οἰκολογικήν Θεολογίαν». (Ἐσύ, ὅμως, Χριστοΰφαντε, κοινωνεῖς μὲ τοὺς παναιρετικοὺς
Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας· ἀλλ’ ὁ Δαυΐδ τὴν ἐμίσησε καὶ μετ’
αὐτῆς οὐκ ἐκάθισε).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού τούς λύκους ὁρᾷ, ἀλλά δέν προφυλάσσει, μέ
κήρυγμα ἀφυπνιστικόν καί ποιμαντικόν, τό ποίμνιόν της ἀπό "στρατεύματα κατοχῆς", τήν ἐθνοκτονίαν, τόν ἀφελληνισμόν, τήν ἀποδόμησιν τῆς παιδείας, τῶν παραδόσεων, τῆς ἱστορίας, τῆς γλώσσης, ἀπό τήν οἰκογενειοκτονίαν, τήν
κοινωνικήν ἐξαθλίωσιν, νόμους ἀντιρατσιστικούς, πού σχεδιάζονται ἕνεκεν δῆθεν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἐξαιρουμένων ὅμως τῶν ἑλληνορθοδόξων δικαιωμάτων
(γιατί ἄραγε;)… (Ἐμίσησες,
ἀλλὰ ἀποδέχεσαι, Χριστοΰφαντε, ὅλους αὐτοὺς τοὺς ποιμένες, καὶ κοινωνεῖς μαζί
τους! Ὁ Δαυΐδ ὅμως, ἄλλα μᾶς διδάσκει. Ἀφοῦ δὲν τὰ τηρεῖς, γιατί τὸν ἐπικαλεῖσαι;).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού δέν ἀντιδρᾷ εἰς τήν ἀνέγερσιν τζαμιῶν καί ἀνέχεται ἀδιαμαρτύρητα νά διδάσκεται
τό ἀντίχριστον
Ἰσλάμ εἰς τά Ὀρθόδοξα θεολογικά
σπουδαστήρια.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού δέν
διακηρύσσει πώς τά «πάθη τῆς ἀτιμίας» καί τά πονηρά ἔργα τῆς σαρκός, ἡ ὁμοφυλοφιλία, ἡ συμβίωσις τῶν ὁμοφύλων καί τά ἐπακόλουθα αὐτῶν εἶναι οἱ ἐπαχθέστερες τῶν ἁμαρτιῶν, πού ἐπιφέρουν τήν «ὀργήν τοῦ Θεοῦ ἐπί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας».
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού, ἐνῷ εἰς θέματα πίστεως καταντᾷ τήν οἰκονομίαν παρανομίαν μέ τό νά
καταργῇ πρακτικά ἐντελῶς τούς Κανόνας, π.χ. ἀμνηστεύοντας τά κωλύματα ἱερωσύνης, κλπ., εἰς θέματα ὅμως ἐξουσίας καί δικαιοδοσίας
ψάχνει καί τήν τελευταίαν ὑποπαράγραφον τοῦ τελευταίου "ὑποκανόνος" διά νά ὑπερασπισθῇ τά «δικαιώματά» της.
(Ἐσύ, ὅμως, Χριστοΰφαντε,
ἀντὶ νὰ μισήσεις αὐτοὺς ποὺ κατεξουσιάζουν τοὺς πιστούς, ἔχεις κηρύξει (μετὰ τῶν
συμμάχων σου) πόλεμο σὲ ἐκείνους ποὺ διώκουν, καθαιροῦν καὶ ἀφορίζουν οἱ Ἐπίσκοποι αὐτῆς τῆς
πονηρευομένης Ἐκκλησίας· κι ἕνας ἀπὸ τοὺς διῶκτες εἶναι καὶ ὁ Ἐπίσκοπός σου).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού κάνει
περικοπές, ἀλλαγές, ἀλλοιώσεις… εἰς τάς λειτουργικάς διατάξεις, εἰς τάς καθιερωμένας ἀκολουθίας, εἰς τά Τυπικά, κλπ.,
(μεταφράσεις τῶν Λειτουργικῶν κειμένων, κλπ.) θέλοντας δῆθεν νά βοηθήσῃ καί νά οἰκονομήσῃ τούς πιστούς μέ ἀποτέλεσμα, ἀντί νά βοηθῇ καί νά ἐκκλησιαστικοποιῇ τούς πιστούς, νά τούς ἀποκόπτῃ ἀπό τήν Ἐκκλησιαστικήν Ἀκρίβειαν.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἀμνηστεύει ἁμαρτίας, ὅπως εἰς θέματα ἀποφυγῆς τεκνογονίας, προγαμιαίων
σχέσεων, κλπ.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού οἱ ποιμένες της εἶναι μόνον «θρόνων διάδοχοι»
καί οὐχί
ταυτοχρόνως καί «τρόπων μέτοχοι». (Ὁμολογεῖς, δηλαδή, Χριστοΰφαντε, ὅτι αὐτοὶ εἶναι ψευδεπίσκοποι,
κι ὅμως, μετ’ ὀργῆς ἀποκρούεις τὴν Ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπ’ αὐτούς,
τρομάζεις στὴ σκέψη τῆς Διακοπῆς τοῦ Μνημοσύνου τους· ἀλλ’ ὁ Δαυΐδ «ἐμίσησε»
καὶ μετ’ αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας οὐκ ἐκάθισε).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν ὡρισμένων κληρικῶν, τῶν ὁποίων ἡ συμπεριφορά εἶναι παγιωμένη εἰς «δύο μέτρα καί δύο σταθμά»
καί οἱ ὁποῖοι προσκολλῶνται μέν εἰς τό «γράμμα τοῦ νόμου», ὅταν δέ αὐτό ἀντιβαίνῃ εἰς τά «καλά καί συμφέροντα», ἀνακαλύπτουν μέ συγκίνησιν τό
«πνεῦμα τοῦ νόμου».
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἐπιτρέπει νά καλλιεργῆται τό ἀγκάθι τοῦ ἀρρωστημένου "Γεροντισμοῦ" καί νά αὐξάνῃ τό τριβόλι τῆς πνευματικῆς ἐξαρτήσεως ἀπό ὡρισμένους αὐτοτιτλοφορουμένους "διορατικούς
Γεροντάδες", μέ παρενέργειες προσωπολατρίας. (Γιὰ κοίταξε, Χριστοΰφαντε, δίπλα σου. Μήπως
τὸ ἴδιο γίνεται μὲ τὸ Γέροντά σου;).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ὅπου μερίδα δυστυχῶς τοῦ ἀγγελικοῦ τάγματος τῶν μοναχῶν μετετράπη εἰς νεοεποχητικόν ὄχημα καί δούρειον ἵππον τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως καί ἄλλων «εὐεργετῶν», πού ἔχουν μεταλλάξει τάς
μοναχικάς ὑποσχέσεις εἰς σχέσεις διεθνοῦς καί ἐγχωρίου μάρκετινγκ. Μάλιστα,
καθ᾽ ἥν στιγμήν ἐν ψυχρῷ θίγεται καί προσβάλλεται τό
Ὀρθόδοξον
Δόγμα, ἀποδομεῖται ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, προωθεῖται ἡ ἐκκοσμίκευσις τῆς Ἐκκλησίας, κλπ., αὐτοί ἀντί νά στηλιτεύουν μέ σθένος
καί ἀνυποχώρητον
καί ἀδιαπραγμάτευτον
λόγον τά κακῶς κείμενα, ἐβουβάθησαν, διότι ἀπέκτησαν τήν «νοεράν ἔνοχον σιωπήν»…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν μερίδος λαϊκῶν, οἱ ὁποῖοι "ἐκχριστιανίζονται" μόνον τάς Κυριακάς, ἐνῷ τόν ὑπόλοιπον χρόνον φέρωνται ὡς εἰδωλολάτρες, ἔχοντες ὁμάδα αἵματος Α⁺ "Φαρισαϊσμοῦ" καί φαινομενικήν
συμπεριφοράν «Καλοῦ Σαμαρείτου» εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Τελῶνες, ἔσωθεν εἰς τάς Λειτουργικάς συνάξεις
καί Φαρισαῖοι ἔξωθεν εἰς τούς κοσμικούς κύκλους. Κατά τά ἄλλα, διαλαλοῦν δημόσια, ὅτι δῆθεν τούς ἐνοχλεῖ ἡ σιωπή τῆς Ἐκκλησίας διά τά
τεκταινόμενα…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἐπιτρέπει τήν προσβολήν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καθώς καί
τά ἐγκλήματα
μέσῳ τῶν ἀμβλώσεων, τῆς ἐξωσωματικῆς γονιμοποιήσεως, τῆς εὐθανασίας, κλπ., μέ τό ἐπικάλυμμα καί τήν
«βοήθειαν» τῆς κατευθυνομένης Βιοηθικῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία καθορίζει τά πλαίσια τῶν ἐφαρμογῶν τῆς Ἰατρικῆς.
«Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού
ἀποδέχεται,
ἐν ὀνόματι δῆθεν τῆς ζωῆς, τόν λεγόμενον «ἐγκεφαλικόν θάνατον» ὡς ἰσόκυρον τοῦ βιολογικοῦ θανάτου καί τήν πρακτικήν τῶν μεταμοσχεύσεων ζωτικῶν ὀργάνων ἀπό «ἐγκεφαλικά νεκρούς», δηλαδή ἀπό ζῶντες. (Ναί, ἀλλὰ ἐμίσησες καὶ κάποιους (ἀπ’ αὐτοὺς
τοὺς λίγους) ποὺ πολεμοῦν τὰ περὶ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου; Ὄχι βέβαια. Ἀντίθετα κοινωνεῖς μὲ
αὐτοὺς τοὺς Ἐπισκόπους ποὺ διδάσκουν μὲ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα τὶς δολοφονίες
ἀθώων καὶ τὴν σύγχρονη "Ἱερὰν" Σύνοδο ποὺ μὲ Ἐγκύκλιο σιγοντάρει τὶς δολοφονίες!).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού, ἐν ὀνόματι δῆθεν τοῦ αὐτεξουσίου, ἀνέχεται τόν πολιτικόν γάμον
καί σιωπᾷ εἰς τήν ἀθεολόγητον ἀποτέφρωσιν τῶν νεκρῶν.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ὡρισμένοι, ἀκόμη καί θεολόγοι,
προβάλλουν ἰδικήν των αἱρετικήν ἀνθρωπολογίαν (Ἐξελικτική Δημιουργία), πού
θεωρεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος προέρχεται ἀπό τόν πίθηκον, καί κάποιοι
μάλιστα θέλουν νά τήν κατοχυρώσουν παρερμηνεύοντας καί διαστρέφοντας τούς Πατέρας.
«Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού
ὑποτροπιάζει
εἰς κάθε
ὑπάρχουσαν
κοινωνικήν ἀσθένειαν καί μολύνεται ἀπό κάθε ἰόν τῆς Νέας Ἐποχῆς.
«Ἐμίσησα» τήν «ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού δέν κηρύσσει Χριστόν
καί τοῦτον Ἐσταυρωμένον καί Ἀναστάντα.
«Ἐμίσησα»... Οὐαί τοῖς πονηρευομένοις…
(Δὲν τοὺς ἐμίσησες, Χριστοΰφαντε, ἀντίθετα τοὺς ἀγαπᾶς, ἀφοῦ
κοινωνεῖς μαζί τους. Νά, τί θὰ ἔπρεπε νὰ κάνεις, ἂν εἶχες μισήσει (τὴν βλασφημία
τους, ἀσφαλῶς, κι ὄχι τοὺς ἴδιους) καὶ ἤθελες νὰ «συμμιαίνεσαι αὐτοῖς» διὰ τῆς
κοινωνίας. Τὸ διδάσκουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι, κι ἐδῶ ὁ ἅγιος Ἐφραίμ: «Μηδέποτε
συμφιλιάσῃς μετὰ αἱρετικῶν. Μὴ συμφάγῃς, μὴ συμπίῃς, μὴ συνοδοιπορήσῃς. Μὴ εἰσέλθῃς εἰς οἶκον αὐτῶν, μηδὲ εἰς
ἐκκλησίαν· πάντα γὰρ ὅσα εἰσίν, ἀκάθαρτα εἰσίν, καθὼς λέγει ὁ
Παῦλος, ὅτι τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν
ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Ἀσφαλίζου οὖν τὴν ψυχήν σου, ἀγαπητέ. Μὴ συμφιλιάζῃς
αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς
εἶπεν ὁ Κύριος, οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ
μέλλοντι· δηλονότι οὐδὲ οἱ συμμιαινόμενοι αὐτοῖς· ἕκαστος γὰρ
θερίσει ὃ ἔσπειρε». Ἐφραὶμ τοῦ
Σύρου, Περὶ μετανοίας καὶ κατανύξεως, l. 29-36).
Κριτήρια γνησιότητος καί αὐθεντικόν δεῖγμα καρδίας ἀγαπώσης τόν Χριστόν καί τήν Ἐκκλησίαν Του, μεταξύ τῶν ἄλλων, εἶναι τό «ἄμισον μῖσος», τό ὁποῖον εἶναι ὑπέρτερον πάσης «ἀγάπης», ὁ πόνος καί ἡ ἀποστροφή πού θά πρέπῃ νά αἰσθάνεται ὁ κάθε Ὀρθόδοξος πιστός πρός τήν
ποικίλην ἁμαρτίαν, πλάνην καί αἵρεσιν.
Εἴθε ὅλοι μας νά μισήσωμε κάθε «ἐκκλησίαν πονηρευομένων», δηλαδή νά μήν συναναστραφοῦμε καί συνεργασθοῦμε ποτέ μέ τούς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους αὐτοῦ τοῦ "συναφιοῦ", νά μή γίνωμε μέλη τῆς «κλίκας» εἰς τήν ὁποίαν ἐπιπολάζει ἡ ἁμαρτία. Τοὐτέστιν, νά μισήσωμε τήν ἁμαρτίαν, ὄχι τόν ἄνθρωπον καί νά ἀγαπήσωμε ὅ,τι μᾶς διδάσκει ἡ «Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία».