Οἱ ἀγῶνες καί ἡ ἀποτείχισίς του
Ἱερομόναχου Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
Μιὰ ἄκρως ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση
ἀποτελεῖ ἡ παρακάτω μελέτη τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστές,
ποὺ παρουσιάζουν τὸν Ἅγιο Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό (τοῦ ὁποίου σήμερα τελοῦμε τὴν μνήμη) νὰ ἀποδέχεται ἀδιάκριτα
τὸν Πάπα ὡς ἁγιότατο, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνονται ὅτι μὲ αὐτὴ τὴν ἀνιστόρητη θέση δείχνουν
μεγάλη ἀσέβεια στὸν ἄτλαντα αὐτὸν τῆς Ὀρθοδοξίας.
Δυστυχῶς οἱ τάχα «προοδευτικοὶ» Οἰκουμενιστές,
μιμούμενοι τοὺς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἀπομονώνουν φράσεις τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ
στηρίξουν τὶς παναιρετικές τους θέσεις καὶ συμπροσευχές· μὲ αὐτὸ τὸν ἀνέντιμο
τρόπο βγάζουν ἐκκλησιολογικὰ συμπεράσματα ἄκρως ἀντίθετα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική μας
Παράδοση καὶ φυσικὰ ἀνύπαρκτα γιὰ τὴν σκέψη καὶ τὴν ὅλη βιοτὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου,
ὁ ὁποῖος συμβούλευε μετ’ ὀξύτητος τὴν ἀπομάκρυνση ἐκ τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν.
Ταυτόχρονα, ἡ μελέτη αὐτὴ εἶναι κατατοπιστικὴ
καὶ γιὰ τοὺς ἀντι-Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι παραμένουν σὲ κοινωνία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές,
τοὺς ὁποίους οἱ ἴδιοι ὀνομάζουν αἱρετικοὺς καὶ μάλιστα Παναιρετικούς.
Καὶ μιὰ ἐκτίμηση: Ἂν οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς
εἶχαν ἀκολουθήσει τὸν ἅγιο Μᾶρκο, σήμερα αὐτὴ ἡ καρικατούρα Συνόδου, ποὺ
βλάσφημα τὴν ὀνόμασαν οἱ αἱρετικοὶ διοργανωτές της ὡς «Ἁγία», δὲν θὰ
πραγματοποιεῖτο, τουλάχιστον στὶς μέρες μας.
Π.Σ.
Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός:
Οἱ ἀγῶνες καί ἡ ἀποτείχισίς του
Ἱερομόναχου Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
Ὅπως εἶναι
γνωστό ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὅπως ὅλοι οἱ μετά τό σχίσμα Πατέρες, ἀγωνίσθηκε
ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκμεταλλευόμενος τήν παντελῆ ἐξασθένησι τοῦ
Βυζαντίου, ἠθέλησε κατά τό λόγιο νά ξυλεύση πρίν ἀκόμη πέση ἡ δρῦς καί νά ὑποτάξη
τήν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία θά τοῦ ἐδίδετο ἐκ τῶν προτέρων ὡς ἀντάλλαγμα,
προκειμένου νά βοηθήση, ὅπως ἔλεγε, στρατιωτικά και οἰκονομικά τήν καταρρέουσα
αὐτοκρατορία. Εἶναι γεγονός ὅτι ἄν δέν ὑπῆρχε κατ’ εὐδοκία Θεοῦ σ’ αὐτήν τήν
κρίσιμη γιά τήν Ὀρθοδοξία περίοδο ὁ ἅγ. Μᾶρκος, θά εἶχε ὅλη ἡ Ἀνατολή φραγκέψει
καί ἡ ἀληθινή πίστις θά εἶχε ἐξαλειφθῆ ἀπό τή γῆ.
Τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὁ ἅγ. Μᾶρκος δέν ἀγωνίσθηκε
μόνο κατά τή Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας-Φερράρας, πρᾶγμα πού εἶναι σέ πολλούς
γνωστό, ἀλλά ἀγωνίσθηκε καί μετά τήν ὑπογραφή τῆς συμφωνίας καί τήν ἐπάνοδο
στην Κωνστατινούπολι. Αὐτοί μάλιστα οἱ τελευταῖοι ἀγῶνες του, οἱ ὁποῖοι σέ
πολλούς εἶναι ἄγνωστοι, ἔχουν ἴσως μεγαλύτερη σημασία, διότι θά ἠδυνάμεθα νά εἴπωμε
ὅτι οἱ κατά τήν Σύνοδο ἀγῶνες του δέν ἐτελεσφόρησαν, ἐφ’ ὅσον ὑπεγράφη τελικῶς ἡ
ἕνωσις τῶν «Ἐκκλησιῶν», ἐνῶ οἱ μετά τήν Σύνοδο εἶχαν πλήρη ἐπιτυχία, ἐπειδή ἔγιναν
αἰτία νά ἐπανέλθωμε εἰς τήν Ὀρθοδοξία καί νά καταδικασθῆ συνοδικά ἡ Σύνοδος τῆς
Φλωρεντίας καί μαζί ὁ Παπισμός.
Τό πρῶτο καί βασικό τό ὁποῖον ἔκανε ὁ ἅγιος
μετά την ἐπάνοδον εἰς τήν Κωνστατινούπολι, ἦτο ὅτι διέκοψε την ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία
μέ ὅλους ὅσους ὑπέγραψαν τήν ἕνωσι στήν Φλωρεντία καί ὅσους τούς ἀκολουθοῦσαν. Ἡ
ἀποτείχισις αὐτή τοῦ ἁγίου διήρκησε μέχρι τοῦ θανάτου του. Ὁ ἅγιος ἀπεβίωσε τήν
23/6/1444 ἤ κατ’ ἄλλους 1445 (Θ.Η.Ε. τόμ. 8: 761), ἡ δέ Σύνοδος τῆς Φλωρεντίας ἐπερατώθη
τό 1439. Τά πέντε λοιπόν αὐτά ἤ ἕξι χρόνια, μετά τήν παπική Σύνοδο, ἦτο ὁ ἅγιος
ἀποτειχισμένος ἀπό ὅλους ὅσους ὑπέγραψαν καί ὅσους τούς ἀκολουθοῦσαν. Ἐπί πλέον
δέ ἔγινε, τά τελευταῖα αὐτά χρόνια τῆς ζωῆς του, ὁ ἀρχηγός τῶν ἀνθενωτικῶν μέ
τούς ἀγῶνες του και διέσωσε τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν λατινική ὑποταγή.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι τήν ἐποχή ἐκείνη
τοῦ ἁγίου ἦταν πολύ πιό εὐαίσθητοι στά θέματα τῆς πίστεως ἀπό τούς Ὀρθοδόξους τῆς
ἐποχῆς μας. Διά τοῦτο, ὡς ἀπό ἐνστίκτου θά λέγαμε, ἀπετειχίζοντο ἀπό τούς ἑνωτικούς
καί λατινόφρονες Ἐπισκόπους καί κληρικούς. Ὁ ἅγ. Μᾶρκος σέ ἐπιστολή του ἀπό τήν
Λῆμνο ὅπου ἦτο ἐξόριστος, πρός τόν ἱερομόναχο Θεοφάνη εἰς τόν Εὔριπον περιγράφει
αὐτήν τήν ἀποτείχισι: «Διαπεράσας οὖν εἰς την Καλλίπολιν καί
διερχόμενος διά τῆς Λήμνου ἐκρατήθην ἐνταῦθα καί περιωρίσθην παρά τοῦ βασιλέως.
Ἀλλ’ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ καί ἡ τῆς ἀληθείας δύναμις οὐ δέδεται, τρέχει δε μᾶλλον
καί εὐοδοῦται · καί οἱ πλείονες τῶν ἀδελφῶν τῇ ἐμῇ ἐξορίᾳ θαρροῦντες βάλλουσι
τοῖς ἐλέγχοις τούς ἀλιτηρίους καί παραβάτας τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῶν πατρικῶν
θεσμῶν, καί ἐλαύνουσι πανταχόθεν αὐτούς ὡς καθάρματα, μήτε
συλλειτουργεῖν αὐτοῖς ἀνεχόμενοι, μήτε μνημονεύειν ὅλων αὐτῶν ὡς Χριστιανῶν» (Σπ. Π. Λάμπρου, Παλαιολόγεια καί Πελοποννησιακά, τόμ. Α΄,
σελ. 21).
Βλέπομε ἐδῶ ὅτι ἡ ἐξορία τοῦ ἁγίου ἔγινε
αἰτία ἐξεγέρσεως καί ἀποτειχίσεως πολλῶν κληρικῶν, ἀπό τους λατινόφρονες Ἐπισκόπους.
Ἡ ἀποτείχισις εἶχε πάντοτε ὡς γνώρισμα τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας
και τῆς μνημονεύσεως «μήτε
συλλειτουργεῖν αὐτοῖς ἀνεχόμενοι, μήτε
μνημονεύειν ὅλων αὐτῶν ὡς Χριστιανῶν».
Ἐν συνεχείᾳ στήν ἴδια ἐπιστολή ὁ ἅγιος
καθοδηγεῖ τον ἱερομόναχο Θεοφάνη πῶς νά ἀντιμετωπίση τόν νεοχειροτονηθέντα
λατινόφρονα Ἐπίσκοπο Ἀθηνῶν στόν ὁποῖο προφανῶς ὑπήγετο ὁ Θεοφάνης: «Μανθάνω
δέ, ὅτι ἐχειροτονήθη παρά τῶν λατινοφρόνων μητροπολίτης Ἀθηνῶν κοπελύδριον τι
τοῦ Μονεμβασίας, ὅπερ αὐτόθι διάγον συλλειτουργεῖ τοῖς Λατίνοις ἀδιακρίτως καί
χειροτονεῖ παρανόμως ὅσους ἄν εὕρῃ καί οἵους. Ἀξιῶ οὖν τήν ἁγιωσύνην σου, ἵνα,
τόν ὑπέρ τοῦ θεοῦ ζῆλον ἀναλαβών ὡς ἄνθρωπος τοῦ θεοῦ καί τῆς ἀληθείας φίλος
καί τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου γνήσιος μαθητής, παραινέσῃς τοῖς τοῦ θεοῦ ἱερεῦσιν
ἐκφεύγειν ἅπασι τρόποις τήν κοινωνίαν αὐτοῦ, καί μήτε συλλειτουργεῖν αὐτῷ μήτε
μνηνονεύειν ὅλως αὐτοῦ, μήτε ἀρχιερέα τοῦτον, ἀλλά λύκον καί μισθωτόν ἡγεῖσθαι,
μήτε λειτουργεῖν ὅλως ἐν ταῖς λατινικαῖς ἐκκλησίαις, ἵνα μή ἔλθῃ καί ἐφ’ ὑμᾶς ἡ
ἐπελθοῦσα ὀργή τοῦ θεοῦ τῇ Κωνσταντινουπόλει διά τάς ἐκεῖ γινομένας παρανομίας» (ὅπ. ἀν., σελ. 21-22).
Ἡ προτροπή τοῦ ἁγίου εἶναι πλήρης ἀποτείχισις
ἀπό τόν λατινόφρονα Ἐπίσκοπο «ἐκφεύγειν
ἅπασι τρόποις την κοινωνία αὐτοῦ, καί μήτε συλλειτουργεῖν αὐτῷ μήτε μνηνονεύειν
ὅλως αὐτοῦ, μήτε ἀρχιερέα τοῦτον, ἀλλά λύκον καί μισθωτόν ἡγεῖσθαι». Ἡ ἔκφρασις τοῦ ἁγίου ἐν συνεχείᾳ «μήτε
λειτουργεῖν ὅλως ἐν ταῖς λατινικαῖς ἐκκλησίαις» ἴσως νά ἐννοῆ νά μή λειτουργοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι
στίς ἐκκλησίες τῶν λατινοφρόνων καί ἑνωτικῶν, ἤ σέ αὐτές πού εἶχαν καταλάβει
διά τῆς βίας οἱ Λατίνοι.
Στήν ἴδια ἐπίσης ἐπιστολή περιγράφει ὁ ἅγιος
πῶς συμπεριφέροντο οἱ μοναχοί στόν λατινόφρονα Ἐπίσκοπο Μονεμβασίας: «Ὁ γοῦν καλόγηρος τοῦ ὑμετέρου μισθωτοῦ καί οὐχί ποιμένος, ὁ ἄνους
Μονεμβασίας λαβών παρά τοῦ βασιλέως τό τοῦ Προδρόμου ἡγουμενεῖον, οὔτε
μνημονεύεται παρά τῶν καλογήρων αὐτοῦ, οὔτε θυμιᾶται ὅλως ὡς Χριστιανός, ἀλλ’ ἔχουσιν
αὐτόν εἰς τά πράγματα μόνον ὥσπερ τινά κούσουλον» (ὅπ. ἀν., σελ. 22). Τόν Λατινόφρονα Ἐπίσκοπο
λοιπόν αὐτόν δέν τόν ἀντιμετώπιζον κἄν ὡς χριστιανόν οἱ μοναχοί τῆς περιφερείας
του. Ἡ λέξις «καλόγηρος» πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος ἴσως σημαίνει εἰρωνικά τόν γέροντα, τόν
καθοδηγητή · καί ἡ λέξις «κούσουλον» εἶναι ἴσως ἰδιωματισμός τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου καί ἑρμηνεύεται ἀπό
τά συμφραζόμενα ὡς κάτι παραπεταμένο καί ἀπομονωμένο.
Εἰς τό τέλος τῆς ἐπιστολῆς ὁ ἅγιος δίδει
πάλι ὁδηγίες σχετικές μέ τήν μνημόνευσι τῶν Λατινοφρόνων: «Φεύγετε οὖν καί ὑμεῖς, ἀδελφοί,
τήν πρός τούς ἀκοινωνήτους κοινωνίαν καί τό μνημόσυνον τῶν ἀμνημονεύτων. Ἴδε ἐγώ Μᾶρκος ὁ ἁμαρτωλός λέγω ὑμῖν, ὅτι ὁ μνημονεύων τοῦ πάπα
ὡς ὀρθοδόξου ἀρχιερέως ἔνοχός ἐστι πάντα τόν λατινισμόν ἐκπληρῶσαι μέχρι καί αὐτῆς
τῆς κουρᾶς τῶν γενείων, καί ὁ λατινοφρονῶν μετά τῶν
Λατίνων κριθήσεται καί ὡς παραβάτης τῆς πίστεως λογισθήσεται» (ὅπ. ἀν., σελ. 22). Ἡ ἀποτείχισις διά τόν ἅγιο
ἦτο ἡ ἀσφαλής ὁδός ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διδάσκει ὅτι αὐτός πού κάνει
συγκατάβασιν εἰς τά τῆς πίστεως θά κριθῆ ὅπως ὁ αἱρετικός «καί ὁ λατινοφρονῶν μετά τῶν
Λατίνων κριθήσεται καί ὡς παραβάτης τῆς πίστεως λογισθήσεται».
Τά ἴδια περίπου γράφει ὁ ἅγιος διά τά
θέματα τῆς πίστεως, μαζί μέ ἄλλες συμβουλές πρός τόν ἡγούμενο τῆς μονῆς Βατοπεδίου:
«Οὐδείς κυριεύει τῆς πίστεως, οὐ
βασιλεύς, οὐκ ἀρχιερεύς, οὐ ψευδής σύνοδος, οὐκ ἄλλος οὐδείς, ὅτι μή θεός μόνον
ὁ ταύτην ἡμῖν παραδούς δι’ ἑαυτοῦ καί τῶν αὐτοῦ μαθητῶν» (ὅπ. ἀν. Πρός τόν
καθηγούμενον τῆς ἐν Ἁγίῳ ὄρει μονῆς Βατοπεδίου, σελ. 25). Διά τά θέματα τῆς πίστεως ἀναφέρει δέν κάνομε ὑπακοή
οὔτε στόν Ἀρχιερέα, οὔτε στή Σύνοδο, ἀλλά στόν Χριστό καί τούς Ἀποστόλους. Στην
ἴδια δέ ἐπιστολή ἀναφέρει πρός τόν ἡγούμενο: «Φεύγετε
οὖν, ἀδελφοί, τούς τῆς λατινικῆς καινοτομίας εἰσηγητάς καί βεβαιωτάς καί τῇ ἀγάπῃ πρός ἀλλήλους συνδεδεμένοι ἕν σῶμα καί ἕν πνεῦμα,
σύμψυχοι, τό ἕν φρονοῦντες, συνάγεσθε πρός τήν μίαν ἡμῶν
κεφαλήν, τόν Χριστόν...» (ὅπ. ἀν. σελ. 26). Ἐδῶ διδάσκεται ἀπό τόν ἅγιο ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν
εἶναι Ἐπισκοποκεντρική ἀλλά Χριστοκεντρική «συνάγεσθε πρός τήν μίαν ἡμῶν
κεφαλήν, τόν Χριστόν». Ἡ σύναξις λοιπόν τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας γίνεται γύρω ἀπό τόν
Χριστόν. Ὁ Ἐπίσκοπος ὀφείλει νά εἶναι ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πρωτίστως εἰς
τά θέματα τῆς πίστεως, εἰδάλλως δέν εἶναι Ἐπίσκοπος. Οἱ εἰσηγητές καί βεβαιωτές
τῆς λατινικῆς καινοτομίας, πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος, εἶναι οἱ λατινόφρονες «Ὀρθόδοξοι», οἱ ὁποῖοι χάριν ὑποσχέσεων
ψευδῶν καί ἀπατηλῶν ὑπετάγησαν εἰς τόν Πάπα.
Ἀπό ὅλους αὐτούς λοιπόν, μετά τήν ἐπάνοδο
στήν Κωνστατινούπολι, ὁ ἅγιος ἀπετειχίσθη. Αὐτό τό ἀναφέρει πολύ καθαρά σέ
διακήρυξί του ἡ ὁποία φέρει τόν τίτλο: «Ἔκθεσις
τοῦ ἁγιωτάτου μητροπολίτου Ἐφέσου, τίνι τρόπῳ ἐδέξατο το τῆς ἀρχιερωσύνης ἀξίωμα
καί δήλωσις τῆς Συνόδου τῆς ἐν Φλωρεντίᾳ γενομένης». Εἰς τό τέλος αὐτῆς τῆς ἐκθέσεως ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς:
«Ἐντεῦθεν οἱ μέν τά ἑαυτῶν ἔπραξαν καί
πρός τήν συνθήκην τοῦ ὅρου καί τά λοιπά τῆς ἑνώσεως ἔβλεψαν· ἐγώ δε χωρισθείς αὐτῶν ἔκτοτε
καί ἐμαυτῷ σχολάσας, ἵνα τοῖς ἁγίοις μου πατράσι καί διδασκάλοις διατελῶ
συνημμένος, πᾶσι καταφανῆ ποιῶ τήν ἑμαυτοῦ γνώμην διά τῆσδε μου τῆς γραφῆς, ὡς ἄν
ἐξῇ δοκιμάζειν τῷ βουλομένῳ, πότερον ὑγιέσι δόγμασι χαίρων, ἤ διεστραμμένοις
τισί τήν γεγενημένην ἕνωσιν οὐ παρεδεξάμην» (Τά
εὑρισκόμενα ἅπαντα, τόμ. Α΄, σελ. 384).
Ἐδῶ μπορεῖ νά διακρίνη κανείς τό ἀξιομίμητο
θυσιαστικό καί ἡρωϊκό φρόνημα τοῦ ἁγίου, πού προβάλλεται φοβερό στά μάτια τῶν
συγχρόνων πιστῶν. Προέβη στην ἀποτείχισι διά νά μείνη ἑνωμένος μέ τούς ἁγίους «ἐγώ δε χωρισθείς αὐτῶν ἔκτοτε
καί ἐμαυτῷ σχολάσας, ἵνα τοῖς ἁγίοις μου πατράσι καί διδασκάλοις διατελῶ
συνημμένος». Τοῦτο
σημαίνει, ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά εἶσαι μέ τους ἁγίους καί συγχρόνως νά ἐπικοινωνῆς
ἐκκλησιαστικά με τούς αἱρετικούς.
Ἀπό τό ἀκροτελεύτιο αὐτό τμῆμα τῆς ἐκθέσεως
φαίνεται ὅτι ἡ ὅλη ἔκθεσις καί διακήρυξις ἦτο συγχρόνως καί μία δήλωσις ἀποτειχίσεως
«πᾶσι καταφανῆ ποιῶ τήν ἑμαυτοῦ γνώμη
διά τῆσδε μου τῆς γραφῆς».
Δηλαδή ὁ ἅγιος ἐδήλωνε δημοσίως καί ἀπεριφράστως
τήν ἀποτείχισί του πρός πᾶσαν κατεύθυνσι. Καί βεβαίως ὅλα αὐτά ἐγίνοντο, τότε
πού ὅλα ἐστοίχιζαν, ἐνῶ σήμερα ἀρκούμεθα μόνον στήν διά λόγων καί ἐγγράφων
διαμαρτυρία καί καταγγελία τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία δέν μᾶς
κοστίζει εἰς τό ἐλάχιστο.
Τήν ἴδια περίπου ἔννοια ἔχει καί ἡ ἐγκύκλιος
τοῦ ἁγίου πού ἐπιγράφεται