Στυλιανός Παπαδόπουλος (μοναχός Γεράσιμος)
…Σὰ
νὰ μὴ φτάνανε οἱ σκληροὶ ἀρειανοὶ τὰ τελευταῖα χρόνια ἐμφανιστήκανε
στὴν πρωτεύουσα καὶ οἱ πνευματομάχοι. Καταφέρανε γρήγορα ν’ ἀποκτήσουνε
ὀπαδοὺς πολλούς. Οἱ ἐπικεφαλῆς ἤτανε μοναχοί. Καὶ μοναχοὶ ἀπὸ τοὺς
αὐστηρούς. Δηλαδὴ ἀσκητικοί, ἐγκρατεῖς καὶ ἀκτήμονες. Δὲν εἶχαν ἀκόμη
ὀργανωμένα κοινοβιακὰ μοναστήρια. Ζούσανε ὅμως σὲ ὁμάδες καὶ ἤτανε
ὑπόδειγμα στοὺς πολλοὺς χριστιανούς. Κι αὐτὸ φοβότανε περισσότερο ὁ
Γρηγόριος. Ὁ κόσμος τοὺς πρόσεχε γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ζωή τους καὶ συγχρόνως
τοὺς ἐμπιστευότανε σὲ ὅ,τι δίδασκαν.
Ἀλλὰ δίδασκαν ὄχι ὀρθόδοξα. Ἡ θεολογία,
βέβαια, τοῦ Ἀθανασίου καὶ τῶν Καππαδοκῶν τοὺς εἴχανε πείσει νὰ ὁμολογοῦν
τὸν Υἱὸ (Χριστὸ) τέλειο Θεὸ καὶ ὁμοούσιο πρὸς τὸν πατέρα. Δὲν θέλανε
ὅμως νὰ ὁμολογήσουν τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Κακόδοξοι, λοιπόν,
καὶ τοῦτοι. Καὶ τοὺς ὀνομάσανε Πνευματομάχους. Ὄχι ὅμως τόσο κακόδοξοι,
ὅσο οἱ ἀκραῖοι ἀρειανοί. Φέρονταν πιὸ ἤπια πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους. Πολλοὶ
ἀπὸ αὐτοὺς μάλιστα πηγαίνανε κι ἀκούγανε τὸ Γρηγόριο στὴν Ἀναστασία.
Δὲν ἤτανε λίγοι καὶ οἱ ὀρθόδοξοι ποὺ σκέφτονταν:
− Εἶναι δυνατό, τέτοιοι ἄνθρωποι, τόσο
σεμνοὶ καὶ ἀσκητικοὶ νὰ τιμωρηθοῦνε ἀπὸ τὸ Θεό; Ἡ δυσκολία τοῦ Γρηγορίου
δὲν ἤτανε μικρή. Πῶς νὰ ἐξηγήσει πειστικά, ὅτι ἀληθινὴ εὐσέβεια καὶ
ἄσκηση θέλει καὶ ὀρθὴ πίστη. Γνήσια καὶ ἀποτελεσματικὴ ἄσκηση γίνεται
ἀπὸ τὸν χριστιανό, ποὺ ἔχει καὶ ὀρθὴ πίστη. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα τότε μόνο
χαριτώνει τὸν ἀσκητή, τότε μόνο δίνει τὸν στέφανο τῆς θείας δόξας.
Δὲν ἦταν ἀκόμη καιρὸς γιὰ τοὺς
Κωνσταντινουπολίτες ν’ ἀκούσουνε βαθιὰ θεολογία περὶ ἁγίου Πνεύματος.
Ἔτσι τὴ στιγμὴ αὐτὴ νόμιζε ὁ Γρηγόριος. Ἤθελε πρῶτα νὰ καταλάβουνε
καλύτερα τὴν ἑνότητα τῆς ἁγίας Τριάδας, νὰ συνηθίσουνε τὴν παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας. Ἔπειτα νὰ τοὺς μιλήσει μὲ ἀκρίβεια γιὰ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Κι
ἐφάρμοσε τὸ πρόγραμμα αὐτό, ἀλλὰ μόνο μερικά.
Ἔφτασε ἡ Πεντηκοστή τοῦ 379. Ἔπεφτε στὶς
9 Ἰουνίου τὴ χρονιὰ ἐκείνη. Γέμισε ἀσφυκτικὰ ὁ ναὸς τῆς Ἀναστασίας.
Λαμπρὴ γιορτή. Προχωροῦσε ἡ Θεία Λειτουργία καὶ ὁ Γρηγόριος ἔνιωθε ὅλο
καὶ πιὸ ἀλλιώτικα. Εἶχε κατακλυστεῖ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος καὶ ζοῦσε
μὲ αὐτὴ καὶ γι’ αὐτό.
Ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κηρύγματος. Στάθηκε στὴν
Ὡραία πύλη. Εἶχε σχεδιάσει νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ τὴν σημασία τοῦ ἀριθμοῦ
ἑπτά. Νὰ ἑρμηνεύσει τὰ σχετικὰ βιβλικὰ κείμενα καὶ τὰ ἱστορικά τῆς
Πεντηκοστῆς. Καὶ τὸ ‘κανε φυσικά. Μὰ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει, κύλησε ὁ
λόγος του γρήγορα στὸ ἅγιο Πνεῦμα.
Ἤτανε καὶ ἡ ἐποχὴ ποὺ εἶχε κληθεῖ στὴν
Ἀντιόχεια σύνοδος, κυρίως γιὰ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Κορυφαῖο πρόσωπό της ὁ
Μελέτιος Ἀντιοχείας. Ὀρθόδοξος ἄνδρας, γενναῖος ὁμολογητής. Ἐκεῖ,
λοιπόν, ὁμολογήθηκε ὀρθὰ ἡ πίστη στὴν θεότητα καὶ τὴν ὁμοουσιότητα τοῦ
Πνεύματος καὶ καταδικάσθηκαν οἱ πνευματομάχοι. Ὁ Γρηγόριος παραταῦτα δὲν
μπόρεσε νὰ εἶναι αὐστηρὸς καὶ σκληρὸς μὲ τοὺς πνευματομάχους. Ἔβλεπε
μερικοὺς μπροστά του, ὅταν στάθηκε στὴν Ὡραία πύλη.
Γι’ αὐτό, ἀφήνοντας πολλὰ ἀπ’ ὅσα εἶχε
σχεδιάσει, μίλησε πατρικά, μὲ ἄπειρη ἀγάπη. Ἤλπιζε ὅτι θὰ μετανοήσουν.
Μίλησε ἡ χάρη ποὺ εἶχε μέσα του ὡς θεόπτης. Δὲν μπόρεσε νὰ τὴν κρύψει.
Μίλησε καὶ ποιητικά. Ὑπέκυψε στὸ ταλέντο του. Τόσο, ποὺ κομμάτια τοῦ
λόγου τούτου, χρησιμοποιηθήκανε κατὰ λέξη ἀπὸ ὑμνογράφους τῆς Ἐκκλησίας
μας.
− Ὅ,τι σᾶς λέω, ἀδελφοί μου, εἶναι ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ἐκεῖνο μὲ ὁδηγεῖ αὐτὸ μ’ ἐμπνέει νὰ μιλάω ἔτσι ὅπως μιλάω.
Ἂν δὲν τὸν ξέρανε οἱ ἐκκλησιαζόμενοι τὸ
Γρηγόριο θὰ τὸν παρεξηγούσανε. Θὰ τὸν κατηγορούσανε ἀκόμη καὶ γιὰ
βλασφημία. Βρεθήκανε ὅμως καὶ οἱ κακόβουλοι, ποὺ μέσα τους ἀνακατώθηκαν:
− Ἀκοῦς ἐκεῖ, ἔμπνευση ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα· ὅ,τι μᾶς λέει ἀποκάλυψη τοῦ Πνεύματος!
Ὅσο τὸν κοίταζαν ὅμως καταπρόσωπο, κάτι
τοὺς ἠρεμοῦσε. Ἡσυχάσανε καὶ οἱ κακόβουλοι. Ἡ ὁμιλία συνεχίστηκε. Τοὺς
εἶπε ὁ Γρηγόριος γιὰ τὴν πανίερη «ἐπιδημία», τὴν παρουσία δηλαδὴ τοῦ
ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία. Ἤτανε ἀνάγκη γιὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἔρθει τὸ
Πνεῦμα, ὅταν τελείωσε τὸ ἔργο του στὴ γῆ ὁ Χριστός. Ἀπὸ τότε πιά, θὰ
ἐργάζεται στὴ γῆ, στὴν Ἐκκλησία δηλαδή, τὸ Πνεῦμα. Ὄχι πὼς πρὶν δὲν
ἐνεργοῦσε, δὲν ἦταν παρὸν σὲ ὅ,τι ἔκανε ὁ Θεὸς Πατέρας καὶ ὁ Υἱός.
Παντοῦ καὶ πάντα ἤτανε. Καὶ στοὺς προφῆτες καὶ στοὺς ἀποστόλους. Τὸ ἴδιο
Πνεῦμα ἐνεργοῦσε. Μὰ τώρα τὸ ἔργο του ἔχει ἄλλη μορφὴ καὶ ἄλλη ἔκταση.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ δυσκολεύτηκε ὁ
Γρηγόριος. Δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς ἐξηγήσει μὲ ἀκρίβεια τὴ διαφορὰ καὶ
βρῆκε λέξεις πρόχειρες, ὄχι πολὺ πετυχημένες. Τοὺς εἶπε ὅτι μέχρι τὴν
Πεντηκοστὴ τὸ Πνεῦμα δροῦσε καὶ ἦταν παρὸν «ἐνεργεία», μὲ τὴν ἐνέργειά
του. Ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ ὅμως καὶ μετὰ ἐνεργεῖ «τελεώτερον» καὶ
«οὐσιωδῶς». Ἤθελε νὰ πεῖ ὅτι τώρα, στὴν Ἐκκλησία, τὸ θεῖο πρόσωπο ποὺ
ἔχει τὴν κύρια δράση εἶναι τὸ Πνεῦμα. Αὐτὸ τώρα δρᾶ κυρίως, ὅπως στὰ
χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης δροῦσε κυρίως ὁ Υἱὸς καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη
δροῦσε κυρίως ὁ Πατέρας. Τότε, στὰ διαθηκικὰ χρόνια, ὁ Υἱὸς
συναναστρεφότανε μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς δίδασκε. Τώρα, τὸ Πνεῦμα
«συγγίνεται καὶ συμπολιτεύεται» μ’ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Μόνο ποὺ γιὰ νὰ
γίνει αὐτὸ στὸν καθένα πραγματικότητα, πρέπει νὰ ‘χει πραγματικὴ σχέση
μὲ τὸ Πνεῦμα. Νὰ πιστεύει ὀρθὰ ὅτι τὸ Πνεῦμα ἔχει τὴν ἴδια φύση μὲ τὸν
Πατέρα καὶ τὸν Υἱό.
Τὸ μάτι τοῦ Γρηγορίου ἔπεσε στοὺς πνευματομάχους καὶ πρόσθεσε:
− Ἂν μερικοὶ φοβοῦνται νὰ
χρησιμοποιήσουνε τὴ λέξη φύση γιὰ τὸ Πνεῦμα, ἂς ὁμολογήσουνε γενικὰ ὅτι
μία εἶναι ἡ θεότητα τοῦ πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος. Δὲν
ἐπιμένουμε πολὺ στὶς λέξεις. Ἀρκεῖ, ἀδελφοί, νὰ ὁμολογεῖτε τὸ ἴδιο
πράγμα, τὴν ἴδια δηλαδὴ ἀλήθεια, ὅτι τὸ Πνεῦμα εἶναι κυρίως καὶ
πραγματικὰ Θεός. Κάμετε αὐτὸ καὶ τότε ἡ ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς θὰ γίνει
μέσα σας πανηγύρι περίλαμπρο, θὰ νιώσετε ἄφατη χαρά!
Ἀκούγανε μὲ προσοχὴ οἱ παρόντες
πνευματομάχοι. Ἄκουγε μὲ θαυμασμὸ καὶ ὁ παράξενος «φιλόσοφος», ὁ
Μάξιμος. Ἀρκετοὶ ἀπὸ αὐτοὺς τώρα καὶ ἄλλοι τὸ ἑπόμενο ἔτος, τὸ 380,
ἑνωθήκανε στὴν Ἐκκλησία, ὅταν ἀκούσανε καὶ τὸν πέμπτο θεολογικὸ Λόγο τοῦ
Γρηγορίου Περὶ ἁγίου Πνεύματος.
Ἀπό τό βιβλίο: Ὁ Πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας