Οἱ σύγχρονοι μετα-πατερικοὶ θεολόγοι (αὐθεντικοὶ ἤ πιθηκίζοντες), ἐὰν δὲν ἐκτελοῦν διατεταγμένη
ὑπηρεσία τῆς ἡγεσίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀνέχονται τὴν ἐπέκταση αὐτῆς τῆς παναιρέσεως ἀπὸ συμφέρον ἢ ἐκ χαρακτῆρος.
Παράλληλα ἀρνοῦνται τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ Οἰκουμενιστῆ σὲ πρόσωπα ποὺ ἔχουν διατυπώσει–διδάξει
πτυχὲς τῆς Οἰκουμενιστικῆς αἱρέσεως, ποὺ καυχῶνται γι’ αὐτὲς καὶ ἐπιμένουν κακόδοξα στὴν πλάνη τους, ἐπαναδιατυπώνοντας
δολιότατα -πρὸς ἀπάτη τῶν ἁπλουστέρων- τὶς κακοδοξίες τους.
Τέλος, ἐνῶ ἡ αἵρεση βοᾶ, περιμένουν νὰ καταδικάσει τὸν Οἰκουμενισμὸ Σύνοδος
γιὰ νὰ ἀντιδράσουν, α) εἴτε μὲ τὸ νὰ κατονομάσουν
τοὺς αἱρετικούς, β) εἴτε μὲ τὸ νὰ ἀναιρέσουν τὶς κακόδοξες
θέσεις τῶν αἱρετικῶν, γ) εἴτε –τὸ
σημαντικότερο– μὲ τὸ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπ’ αὐτούς, κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων!
Αὐτὸ ὅμως προδίδει τὴν σύγχυση ἀπὸ τὴν ὁποία διακατέχονται, συνιστᾶ παραλογισμό. Τέτοια περί- πτωση
δὲν ΥΠΑΡΧΕΙ
στὴν συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων, στὴν δική μας Παράδοση:
Ὅπως δὲν περίμεναν οἱ Ὀρθόδοξοι (ἱερωμένοι,
μοναχοί, λαϊκοὶ πιστοί) τοὺς αἱρετικοὺς Πατριάρχες Νεστόριο, Βέκκο, Πύρρο, τὸν Καλέκα κ.ἄ., νὰ καταδικάσουν
τὴν αἵρεση ποὺ οἱ ἴδιοι δίδασκαν, ἄλλο τόσο εἶναι δυνατὸν νὰ περιμένουμε
σήμερα νὰ συγκαλέσουν
Σύνοδο οἱ Παναιρετικοὶ Οἰκουμενιστές
(Πατριάρχες Βαρθολομαῖος, Εἰρηναῖος, Θεόδωρος, μὲ τοὺς Περγάμου Ἰωάννη (Ζηζιούλα), Μεσσηνίας Χρυσόστομο, Δημητριάδος Ἰγνάτιο κ.ἄ.), διὰ τῆς ὁποίας θὰ καταδικάσουν τὸν ἑαυτό τους!
Τὸ παρακάτω ἀπόσπασμα τοῦ καθηγητῆ δογματικῆς Δ.
Τσελεγγίδη, ἀποτελεῖ ἀκτινογραφία τῆς διαταραγμένης δογματικῆς συνειδήσεως τῶν σύγχρονων Οἰκουμενιστῶν μετα-πατερικῶν θεολόγων.
«Πατερικὴ Παράδοση»
Τοῦ Δημητρίου Τσελεγγίδη
Καθηγητής Α.Π.Θ
...Τό καταστρεπτικότερο ἔργο
στή δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας τό ἔκανε καί ἐξακολουθεῖ
νά τό κάνει ὁ Οἰκουμενισμός. Ὁ Οἰκουμενισμός
ἀποτελεῖ σήμερα τόν δυσώδη φορέα τοῦ διαχριστιανικοῦ
καί διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ
καί κατά συνέπεια τόν
πιό ἐπίσημο φορέα τῆς ἐπικινδυνότερης
πολυ-αιρέσεως ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐπειδή
συμβάλλει ἀποφασιστικά στήν ἄμβλυνση τοῦ ὀρθοδόξου
κριτηρίου καί τῆς ὀρθοδόξου
αὐτοσυνειδησίας.
Συγκεκριμένα,
διά τῶν ἐκπροσώπων του, τοπικῶς
καί διεθνῶς, ἐπιχειρεῖ
διαρκῶς καί βαθμιαίως ὅλο
καί μεγαλύτερες «ἐκπτώσεις»
στήν ἐκκλησιολογική-δογματική συνείδηση τῶν ἀνυποψίαστων πνευματικῶς ὀρθοδόξων
πιστῶν. Καί αὐτό τό ἐπιτυγχάνει
εἰδικότερα μέ τή σχετικοποίηση ἤ
καί τήν ἀκύρωση στήν πράξη τοῦ
κύρους τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων
Πατέρων, καί μάλιστα συλλογικῶν ἀποφάσεών
τους, στό πλαίσιο
τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων. Βλέπε λ.χ. τήν κατάφορη καί κατ’ ἐξακολούθηση, ἐδῶ
καί χρόνια, παραβίαση τοῦ Β΄ Κανόνα τῆς
Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἀπαγορεύει
ρητῶς συμπροσευχή μέ ἀκοινώνητους
καί ἑτερόδοξους,
μέ τή σαφῆ ἀπειλή
τῆς καθαιρέσεως τῶν
κληρικῶν
καί τοῦ ἀφορισμοῦ τῶν
λαϊκῶν, πού τόν παραβιάζουν.
Στό παραπάνω εὐρύτερα
ἐκκοσμικευμένο θεολογικό κλῖμα,
καί εἰδικότερα καί κατεξοχήν στό καθαυτό πνεῦμα
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
πού περιγράψαμε, ἐντάσσεται
ὀργανικά καί τό ἐμφανιζόμενο
τόν τελευταῖο καιρό κίνημα τῶν ἐπίδοξων «μετα-πατερικῶν»
θεολόγων. Ἀσφαλῶς,
τό κίνημα αὐτό ἔχει
σαφῶς καί προτεσταντικές ἐπιδράσεις, οἱ ὁποῖες
εἶναι ἐμφανέστερες,