Ὁ
ἀνθρώπινος λόγος ἐνώπιόν τοῦ Μυστηρίου τῆς Θεοτόκου σιγεῖ, καθὼς γιὰ τὸ «ἀποκεκρυμμένον
μυστήριον»1
μόνον ὁ ἐν Πνεύματι τελειωθεὶς νοῦς μπορεῖ νὰ μιλήσει. Ὅποιον λόγο ὅμως καὶ ἂν
γεννήσει, ὅποια καινὰ ρήματα καὶ ἂν λαλήσει, θὰ κατορθώσει μόνον νὰ ἐπιβεβαιώσει
τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπινου λόγου ἐνώπιον τῆς τελειότητος τῆς Ὑπεραγίας
Θεοτόκου, τῆς Ἀειπάρθενης Μητέρας τοῦ Θεοῦ καὶ Μητέρας ὅλου του καινοῦ κόσμου.
Ἐὰν
ὁ Θεὸς Λόγος φανερώθηκε στὸν κόσμο ἐνδυόμενος «δούλου μορφὴν»2
καὶ ἀπεκάλυψε τὰ ἔνθεα ρήματα μέσω τοῦ τελείου λόγου Του, ἡ Θεοτόκος παραμένει
μέσα σὲ καθολικὴ σιωπὴ στὶς ἅγιες Γραφές, ἀπεκδυόμενη κάθε λόγο τοῦ μετὰ τὴν
πτώση ἀνθρώπου. Ὁ φωτισμένος λόγος τῶν ἁγίων, βέβαια, θὰ ἀποκαλύψει διαχρονικὰ ἕνα
μέρος ἀπὸ τὴν ὑπέρχρονη καὶ ὑπεράγνωστη σιωπή Της. Ὡστόσο, ἡ Θεοτόκος ἦταν, εἶναι
καὶ θὰ παραμείνει τὸ “κεκρυμμένον μυστήριον” τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ καὶ
μόνον «δι’ ἐσόπτρου καὶ ἐν αἰνίγματι»3 ὁ νοῦς μπορεῖ νὰ θεωρήσει τὴν ἀπόκρυφη ζωή
Της. Ἔτσι, τὸ μυστήριο τῆς Θεοτόκου δὲν ὑπερβαίνει
μόνον τὸν κοινὸ ἀνθρώπινο λόγο, ἀλλὰ καὶ τὸν λόγο ὁ ὁποῖος γεννᾶται μέσω τῆς
τελειωτικῆς Χάριτος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ τελειότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος τῆς
Θεοτόκου μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ μόνον ἀπὸ ὅσους ὑπῆρξαν, καὶ μὲ τὸ σῶμα καὶ τὶς αἰσθήσεις
τους, μέτοχοι στὴν τελειωτικὴ Ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ
Θεοτόκος γεννᾶ τὴν ἐνυπόστατη Ζωὴ καὶ Ἀλήθεια, τὸν ἐνυπόστατο Λόγο τοῦ Πατρός.
Καὶ γεννᾶται ὡς Θεάνθρωπος ὁ Λόγος, γεννᾶ δὲ ἐκείνη ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεία
Γέννα της τέμνει τὸν φυσικὸ νόμο καὶ χρόνο μὲ τὸν πνευματικὸ νόμο καὶ χρόνο τοῦ
μέλλοντος αἰῶνος: «ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις καινοτομεῖται καὶ χρόνος»4.
Στὸν χῶρο καὶ χρόνο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου βασιλεύει ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας, ἡ
Θεοτόκος