Παρέμβασις τρίτη (τελευταία) εἰς
τὴν εἰσήγησιν τοῦ π. Σεραφεὶμ Ζήση τῆς Ἡμερίδος εἰς τὴν Θεσ/νίκη μὲ θέμα:
Τοῦ
ἱερομονάχου Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
Εἰς τὴν παρέμβασι αὐτὴ εἰς τὴν
εἰσήγησι τοῦ π. Σεραφεὶμ Ζήση θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ διάφορα θέματα, τὰ ὁποῖα θίγει,
καὶ εἶναι ὄντως πολὺ σημαντικά, τὰ ὁποῖα ὅμως κατὰ τὴν γνώμη μας ἀντιμετωπίζονται
μὲ τὸν πλέον ἀκατάλληλο καὶ ἀνορθόδοξο τρόπο καὶ φυσικὰ πέρα τῆς ἀκαδημαϊκῆς ἀναφορᾶς,
οὐδεμία λύσι δίδεται εἰς αὐτά.
Στὴν ἀρχὴ τῆς εἰσηγήσεώς του ὁ π. Σεραφεὶμ κάνει μιὰ
περιγραφὴ τῆς καταστάσεως στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο λόγῳ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ὁμιλεῖ γιὰ τὰ θολὰ ὕδατα τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας εἰς τὰ ὁποῖα ἔχουν βαπτιστεῖ
καὶ θὰ ταφοῦν οἱ καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων Ἐπισκόπων, ἱεροκηρύκων, θεολόγων κ.λπ., καὶ
ὅτι αὐτὰ καὶ μόνον «ἀρκοῦν γιὰ νὰ δείξουν
τὸν ἀνθρωπίνως ἀδιέξοδο τάρταρο τοῦ συγχρόνου ἑλλαδικοῦ Οἰκουμενισμοῦ».
Πέραν τοῦ ὅτι ἐμεῖς δὲν περιμένουμε κανένα καλὸ ἀπὸ
τὴν ἀκαδημαϊκὴ θεολογία, διότι τὰ πρότυπά της καὶ ἡ γραμμή της εἶναι ἀκραιφνῶς
δυτικά, καὶ διότι μέχρι τώρα ὄχι μόνο δὲν ἔλυσε κανένα σοβαρὸ πρόβλημα, ἀλλὰ μᾶλλον
ἐδημιούργησε διὰ τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ἀμφισβητήσεως τῶν πάντων, καὶ βέβαια,
διότι ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία δὲν μαθαίνεται στὰ πανεπιστήμια, ἀλλὰ στὰ μοναστήρια
καὶ στὴν ἔρημο τῶν παθῶν, πέραν λέγω αὐτῶν, τὰ ὁποῖα ὡς ἐν παρόδῳ ἀνέφερα, αὐτὴ
ἡ περιγραφὴ τὴν ὁποία κάνει ὁ π. Σεραφείμ, δημιουργεῖ τὴν ἀναγκαιότητα της Ἀποτειχίσεως
καὶ ἀποκλείει οἱαδήποτε μορφὴ δυνητικότητας.
Διότι ἂν ὑπάρχη αὐτὴ ἡ κατάστασις
(καὶ ὄντως ὑπάρχει) καὶ συγχρόνως ἐμεῖς δίνουμε τὴν δυνατότητα νὰ παραμένη
κάποιος εἰς αὐτήν, χωρὶς ἐπιπτώσεις μολυσμοῦ, συμμετοχῆς καὶ συνοδοιπορίας μὲ αὐτήν,
τότε ἀκολουθοῦμε ἄλλη θεολογία ἀπὸ αὐτὴν τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὸ κάθε μέλος τοῦ
σώματος τὸ ἐκάμαμε ἀνεξάρτητο καὶ αὐτόνομο, σὰν ἐπιμέρους σῶμα, τὸ ὁποῖον
μάλιστα δύναται νὰ ζῆ αὐτοτελῶς μέσα στὸν τάρταρο (Τάρταρος=τὸ βαθύτερον μέρος
τοῦ ἅδου ἢ τῆς κολάσεως) χωρὶς ἐπιπτώσεις καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας.
Νομίζω εἰς τὸ σημεῖο αὐτό, ὅτι οἱαδήποτε δυνητικὴ ἑρμηνεία πέραν τῆς Ὀρθοδόξου,
ἡ ὁποία ὁμιλεῖ γιὰ ἄμεση ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν αἵρεσι καὶ τοὺς αἱρετικούς, ὁδηγεῖ
ὄχι μόνο σὲ ἀδιέξοδο, ἀλλὰ καὶ σὲ ἕναν παραλογισμό, καὶ ἴσως καὶ αὐτὸ νὰ εἶναι ἕνα
προϊὸν τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας «στὰ θολὰ ὕδατα τῆς ὁποίας ἔχουμε βαπτιστεῖ»,
ὅπως ὁμολογεῖ στὴν εἰσήγησή του ὁ π. Σεραφείμ.
Δεδομένου λοιπὸν τοῦ ταρτάρου τῆς συγχρόνου αἱρέσεως
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπικεντρωθοῦμε στὸν Ὀρθόδοξο τρόπο ἐξόδου ἀπὸ τὸν
τάρταρο, στὶς ἐπιπτώσεις τὶς ὁποῖες δημιουργεῖ ἡ παραμονὴ ἑκάστου εἰς αὐτὸν καὶ
βέβαια, στὸν ἐσχατολογικὸ χαρακτῆρα ὅλων αὐτῶν τῶν γεγονότων, διότι ὁ ὅσιος
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὅταν ἔβλεπε τὴν αἵρεσι νὰ ἐπικρατῆ καὶ νὰ ἐπεκτείνεται, ὀνόμαζε
αὐτὴν τὴν κατάστασι «προεισόδια τοῦ Ἀντιχρίστου». Εἶναι σημαντικὸ στὸ σημεῖο αὐτὸ
νὰ ἰδοῦμε τὴν σκέψιν τῶν Ἁγίων καὶ νὰ διαπιστώσουμε, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, τὴν ἰδική
μας ἀκαδημαϊκὴ νοοτροπία, ἡ ὁποία ἐξαντλεῖται σὲ ἡμερίδες καὶ εἰσηγήσεις, σὲ ὁμολογίες
καὶ χαρτοπόλεμο καὶ ἀφήνουμε κατὰ τὰ ἄλλα τοὺς ἀνθρώπους στὰ τάρταρα καὶ στὸ
στόμα τοῦ λύκου, δίνοντάς τους αὐτὴ τὴν διέξοδο μὲ αὐτοσχέδιες δυνητικὲς ἑρμηνεῖες
καὶ μὲ ὁμολογιακὲς πομφόλυγες (σαπουνόφουσκες).
Θὰ ἀναφέρωμε πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ δύο μόνο τμήματα ἀπὸ
ἐπιστολὲς τοῦ Ὁσίου, ἕνα ἀπὸ κάθε αἵρεσι τῆς ἐποχῆς του, διὰ νὰ διαπιστώσουμε τὴν
σκέψι τῶν Ἁγίων καὶ τὴν ἰδική μας ἀπερισκεψία.