Τρίτη 10 Ιουλίου 2018

Περιπτώσεις Οικονομίας στους αγώνες για την Ορθοδοξία


 Εἰσήγηση π. Σεραφεὶμ Ζήση στὴν Ἡμερίδα Θεσσαλονίκης 16 Ἰουνίου 2018

    Περιμέναμε τὴν δημοσίευση τῆς εἰσηγήσεως τοῦ π. Σεραφεὶμ Ζήση, γιὰ νὰ δοῦμε τὶς πηγές του καὶ τὴν βιβλιογραφία του, νὰ δοῦμε ποῦ στηρίζει, σὲ ποιά πατερικὰ κείμενα, κάποιες «περίεργες» ἑρμηνεῖες ἢ συμπεράσματα σχετικὰ μὲ τὴν Οἰκονομία. Παραδόξως, καὶ ἐνῶ τὰ κείμενα τῶν ἄλλων εἰσηγήσεων δημοσιεύτηκαν, αὐτὴ τοῦ π. Σεραφεὶμ δὲν δημοσιεύτηκε ἀκόμη.
    Ὡς ἐκ τούτου ἀπομαγνητοφωνήσαμε τὴν εἰσήγησή του καὶ τὴν παρουσιάζουμε· τὶς ἑπόμενες ἡμέρες δέ, θὰ δημοσιεύσουμε κριτικὴ ἐπ’ αὐτῆς, διότι ὑπάρχουν σημεῖα ποὺ παρεκκλίνουν τῆς ἁγιοπατερικῆς μας Παραδόσεως.
   Σήμερα, μαζὶ μὲ τὴν δημοσίευση τῆς εἰσηγήσεώς του, δημοσιεύουμε καὶ τὸν τίτλο τῶν τριῶν ἄρθρων τοῦ κ. Τσακίρογλου, ποὺ ἀναφέρονται σὲ ἕνα τμῆμα τῆς εἰσηγήσεως τοῦ π. Σεραφείμ, ὥστε νὰ μπορεῖ κάποιος νὰ συγκρίνει τὶς θέσεις του σὲ σχέση μὲ τὴν ἱστορική-ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια.


Περιπτώσεις  Οἰκονομίας
στοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία (ἐδῶ)

     Πολυσέβαστοι πατέρες καὶ ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί
   Τὸ θέμα μας εἶναι «Περιπτώσεις Οἰκονομίας στοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία». Καθὼς ἔχει ἤδη διαζωγραφηθεῖ ἐπαρκῶς ἀπὸ τὶς προηγούμενες εἰσηγήσεις, κυρίως δὲ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ γεγονότα, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ πατρίδα μας βυθίζεται στὸ τέλμα ὄχι μόνο τῆς ἐθνικῆς, πολιτικῆς, οἰκονομικῆς καὶ πνευματικῆς ἐξαθλιώσεως, ἀλλὰ τώρα πλέον καὶ σὲ ἐκεῖνο τῆς αἱρέσεως. Καὶ μόνον οἱ σύγχρονες τάσεις τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, στὰ θολὰ ὕδατα τῆς ὁποίας ἔχουμε βαπτιστεῖ καὶ ὁπωσδήποτε θὰ ταφοῦν οἱ καρδιὲς καὶ οἱ σκέψεις τῶν μελλοντικῶν Ἑλλήνων Ἐπισκόπων, ἱεροκηρύκων, πνευματικῶν καὶ θεολόγων, ἀρκοῦν γιὰ νὰ δείξουν τὸν ἀνθρωπίνως ἀδιέξοδο τάρταρο τοῦ συγχρόνου ἑλλαδικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ποιός λοιπόν, εἶναι ὁ λόγος τῆς ἀναφορᾶς ἐδῶ, σὲ περιπτώσεις κάποιας Οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεως δηλαδή, στοὺς δογματικοὺς ἀγῶνες, τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ οἱ περιπτώσεις αὐτὲς τὶς Οἰκονομίας χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς γιὰ νὰ πολεμήσουν τὴν ἀποτείχιση; ὅπως ἔγινε λ.χ. ἀπὸ τὴν μητρόπολη Θεσσαλονίκης στὰ ἔγγραφα καταδίκης τοῦ πατρὸς Νικολάου (Μανώλη) καὶ τοῦ πατρὸς Θεοδώρου (Ζήση);
   Ὡς Οἰκονομία ὁρίζεται κατὰ τὸν Μ. Φώτιο ἡ ὑποστολὴ ἢ ἡ παύση γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα τῶν ἀκριβεστέρων νόμων ἢ ἡ εἰσαγωγὴ τῶν χαλαρῶν, ἀναλόγως τῆς ἀδυναμίας ἐκείνων στοὺς ὁποίους ἐφαρμόζονται, καθὼς ὁ νομοθέτης οἰκονομεῖ τὸ πρόσταγμα. Ἀποσκοπεῖ, λοιπόν, ἡ παρουσίασή μας αὐτή, μήπως, στὸ νὰ καθησυχάσει τοὺς ἀδελφούς, ὅτι ἡ κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση εἶναι πρᾶγμα πνευματικῶς ἀδιάφορο; Ὅτι δὲν πειράζει ἂν ἐκκλησιάζονται οἱ πιστοὶ ἐκεῖ ποὺ μνημονεύονται ἐπίσκοποι ἢ κληρικοὶ ὑπογράψαντες, ὑποστηρίζοντες ἢ ἀνεχόμενοι σιωπηλῶς τὴν αἱρετικὴ Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου; Ὅτι ἡ Οἰκονομία στὰ δογματικὰ θέματα ἀφορᾶ καὶ στὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ δόγματος καὶ ὅτι εἶναι ἐξ ἴσου ἐφαρμόσιμη καὶ εὔκολη μὲ τὴν οἰκονομία στὰ ὑπόλοιπα θέματα τῆς ἐν Χριστω ζωῆς; Ὄχι. Οὐδαμῶς.
   Ἡ ἀναφορά μας αὐτὴ γίνεται ἐδῶ γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο. Οἱ ἐξελίξεις τῶν τελευταίων ἐτῶν ἔχουν φέρει στὸ φῶς ἐκκλησιολογικὲς τάσεις ἐντὸς τοῦ χώρου τῆς ἀντιδράσεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἱ ὁποῖες τάσεις φαίνονται νὰ ὁδηγοῦν σὲ ἄλλα ἄκρα. Στὴν θεωρία τοῦ αὐτομάτου μολυσμοῦ τῶν μυστηρίων, ὅσων Ὀρθοδόξων ἐμμέσως ἢ ἀμέσως μνημονεύουν αἱρετίζοντες ἐπισκόπους. Στὴν ἐξίσωση τοῦ μὴ ὀνομαστικῶς μὲ τὸν ὀνομαστικῶς καταδικασθέντα αἱρετικό. Στὴν ἐξομοίωση τῶν πρωτοστατῶν τῆς αἱρέσεως, μὲ ἐκείνους ποὺ γιὰ λόγους ἀνωτέρας βίας ἔχουν κάποια ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ αὐτούς, καί, κατὰ συνέπεια, στὴν ἐκκλησιολογικὴ πλάνη ὅτι παγκοσμίως δὲν ὑπάρχουν πλέον Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι οὔτε ἕνας, ἀφοῦ ὅλοι ἔχουν ἐμμέσως ἐκκλησιαστικὲς σχέσεις μὲ αἱρετίζοντες ἐπισκόπους καί, συνεπῶς, ἔχει χαθεῖ ἡ ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ νομοτελειακῶς, ἀπὸ πλευρᾶς ὅσων ἔχουν ἀποτειχιστεῖ μὲ τέτοιο φρόνημα, θὰ ὁδηγήσει στὸ ἄμεσο μέλλον στὴν ἐκζήτηση ἐπισκόπων μέσα ἀπὸ τοὺς χώρους κάποιου σχίσματος. Ἐδῶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ θυμηθεῖ κανεὶς ὅτι πολλὲς φορὲς στὸ ἐκκλησιαστικὸ παρελθόν, ἡ ἀντιμετώπιση μιᾶς αἱρέσεως ὁδήγησε στὸν σχηματισμὸ τῆς διαμετρικῶς ἀντίθετης. Ὁ Νεστοριανισμὸς ἔδωσε ἀφορμὴ στὸν ἀντίθετό του Μονοφυσιτισμό, κι ὁ Ἀρειανισμὸς τῶν Ἱσπανῶν στὴν ἐμφάνιση τοῦ φραγκικοῦ Filioque. Ἀκόμη σὲ ἐπίπεδο μὴ θεολογικό, ἡ ἀπαίτηση μιᾶς ἄκαμπτης ἀκρίβειας καὶ ἡ θεωρία περὶ μολυσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν Οἰκονομία σὲ θέματα πρακτικὰ καὶ ἠθικά, ὁδήγησε στὰ σχίσματα τῶν Νοβατιανῶν καὶ τῶν Δονατιστῶν, δείχνοντάς μας ὅτι ὑπάρχει πάντοτε καὶ τὸ ἄλλο ἄκρο τῆς ὑπερβολῆς νὰ μᾶς ἐκπειράζει. Αὐτὸν τὸν ἐκ δεξιῶν πόλεμο προσπαθοῦμε ταπεινῶς ἐδῶ νὰ ἐπισημάνουμε στὸ πεδίο τῆς ἐκκλησιολογίας, ἀναφερόμενοι σὲ δύο ἢ τρία, μεταξὺ ἄλλων, περιστατικὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας.
Πρῶτον. Περὶ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας.
   Ἐρχόμενοι συγκεκριμένα στὴν περίπτωση ποὺ σχετίζεται μὲ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας παρατηροῦμε τὰ ἑξῆς. Ἡ διαδικασία τῆς καταδίκης τοῦ αἱρετικοῦ Ἀρχιεπισκόπου-Πατριάρχου (τότε δὲν ὀνομάζοντο Πατριάρχες) Κων/πόλεως Νεστορίου ἀπὸ τὴν Γ΄ ἐν Ἐφέσῳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, προκλήθηκε ἀπὸ τὴν ἄμεση καὶ μαζικὴ ἀποτείχιση τοῦ λαοῦ, τοῦ κλήρου καὶ τῶν μοναχῶν τῆς Βασιλευούσης, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν ὅλη τότε ἐπιστολογραφία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, ὅπως λ.χ. ἀπὸ τὴν ἐνημερωτικὴ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Πάπα Ρώμης ἅγιο Κελεστῖνο. Ἡ ἀποτείχιση καὶ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Νεστόριο ἐφαρμόστηκε ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Δωρόθεος, ἐπίσκοπος τοῦ Νεστορίου καὶ συλλειτουργός του στὴν συγκεκριμένη Θ. Λειτουργία, ἀναθεμάτισε παρουσίᾳ τοῦ Νεστορίου, ὅσους ὁμολογοῦσαν ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι Θεοτόκος. Καὶ βέβαια, ὅσοι τότε προέβησαν σὲ ἄμεση ἀποτείχιση δὲν εἶχαν τὴν συνείδηση ὅτι ἦσαν Ἅγιοι, ὅπως θὰ μᾶς ἀναπτύξει στὴν εἰσήγησή του ὁ π. Φώτιος.
    Ἐν πρώτοις παρατηρεῖται στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ὅτι τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ὁ ἅγιος Κύριλλος συμβατικῶς καὶ ὄχι μὲ εὐχαρίστηση, διατηροῦσε προσωρινὴ τυπικὴ κοινωνία πρὸς τὸν αἱρετίζοντα Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο, πρὸ δηλαδὴ τῆς καταδίκης του ἀπὸ τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, θεωροῦσε ταυτόχρονα ἀξιέπαινους καὶ κοινωνικούς, εὑρισκομένους δηλαδὴ σὲ κοινωνία μαζί του καὶ μὲ τὴν Σύνοδο τῆς Ἀλεξανδρείας, ὅσους εἶχαν ἤδη ἀποτειχιστεῖ ἀπὸ τὸν Νεστόριο. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ καταδεικνύεται ἀπὸ τὴν τρίτη ἐπιστολή του πρὸς τὸν αἱρετικό, ὅπου ἀποκαλεῖ μὲν τὸν αἱρετίζοντα Ἀρχιεπίσκοπο «εὐλαβέστατο» καὶ «θεοφιλέστατο συλλειτουργό», ἀλλὰ παραλλήλως προειδοποιεῖ καὶ διαπιστώνει: «Καὶ μὲ τὸ τρίτο αὐτὸ γράμμα σὲ παρακαλοῦμε ἐπισήμως, συμβουλεύοντάς σε νὰ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τὰ τόσο ἀπαίσια καὶ διεστραμμένα δόγματα ποὺ φρονεῖς καὶ διδάσκεις. Κι ἂν δὲν τὸ κάνει αὐτὸ ἡ εὐλάβειά σου κατὰ τὴν καθορισμένη προθεσμία στὴν ἐπιστολὴ τοῦ προαναφερθέντος ὁσιοτάτου καὶ θεοσεβεστάτου ἀδελφοῦ καὶ συλλειτουργοῦ μας, τοῦ ἐπισκόπου τῆς πόλεως τῶν Ρωμαίων, τοῦ Κελεστίνου, νὰ ἔχεις τὴν ἐπίγνωση ὅτι δὲν ἔχεις κανένα δικαίωμα, οὔτε θέση κοντὰ σὲ μᾶς ἢ κάποιο λόγο στοὺς ἱερεῖς καὶ ἐπισκόπους τοῦ Θεοῦ. Μὲ ὅλους δέ, ὅσοι χάριν τῆς Πίστεως, ἔχουν ἀπὸ σένα ἀφορισθεῖ ἢ καθαιρεθεῖ, λαϊκοὺς καὶ κληρικούς, ἐμεῖς εἴμαστε σὲ κοινωνία. Διότι δὲν εἶναι δίκαιο νὰ ἀδικοῦνται ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις σου, ὅσοι μετὰ γνώσεως φρονοῦν ὀρθῶς, διότι καλῶς ἔπραξαν καὶ σοῦ ἀντιμίλησαν.
   Ἔτσι μιλοῦσαν, ἀγαπητοί μου, οἱ Ἅγιοι ἐπίσκοποι σὲ αἱρετικοὺς Πατριάρχες.
    Ἀκόμα πιὸ ἐνδεικτική, ὅμως, εἶναι μετὰ ταῦτα ἡ στάση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας, ὅπου κατ’ οἰκονομίαν ἐπετράπη νὰ μνημονεύετι ὁ ἀποθανὼν αἱρετίζων ἐπίσκοπος Μοψουεστίας Θεόδωρος. Πιὸ συγκεκριμένα.
    Μετὰ τὴν καταδίκη τοῦ Νεστορίου οἱ ὀπαδοί του, ἐκμεταλλεύτηκαν τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος κατ’ οἰκονομίαν δὲν εἶχε κατονομάσει ὡς αἱρετικὸ τὸ Θεόδωρο, ἐπίσκοπο Μοψουεστίας, διδάσκαλο τοῦ Νεστορίου, λόγῳ τῆς ἐκτιμήσεως ποὺ ἀπήλαυε, τὰ συγγράμματα τοῦ ὁποίου ὅμως, ἦσαν χειρότερα ἀπὸ ἐκεῖνα τοῦ ἀναθεματισθέντος μαθητοῦ του Νεστορίου. Οἱ Ὀρθόδοξοι τοῦ κλίματος τῆς Ἀντιοχείας ἀντέδρασαν ἐντόνως. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας Ἰωάννης παρεκάλεσε τὸν ἅγιο Κύριλλο νὰ μὴ συναινέσει σὲ μιὰ περαιτέρω ὀνομαστικὴ καταδίκη καὶ τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, διότι θὰ γινόταν τεράστια ἀναταραχὴ στὴν Ἀντιόχεια. Ὁ ἅγιος Κύριλλος συνήνεσε σὲ μιὰ τέτοια Οἰκονομία, τὸ σκεπτικὸ τῆς ὁποίας ἐξηγεῖ στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἅγιο Πρόκλο Κων/πόλεως, πείθοντας κι ἐκεῖνον νὰ συναινέσει σὲ αὐτήν. Ὡς προϋποθέσεις, βεβαίως, τῆς Οἰκονομίας αὐτῆς συνέτρεχαν ἀφ’ ἑνὸς τὸ ὅτι ἤδη στὸ πρόσωπο τοῦ Νεστορίου εἶχαν καταδικαστεῖ οἱ ἀπόψεις καὶ τοῦ Θεοδώρου, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὸ ὅτι ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας δὲν ἦταν πλέον ζωντανός, ὥστε νὰ συνδράμει στὴν ὑπεράσπιση τοῦ αἱρετικου Νεστοριανισμοῦ. Στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Πρόκλο ὁ Κύριλλος, ἀφοῦ ὠνομάσει «ἄριστον χρῆμα καὶ σοφὸν» τὴν πρότερη Οἰκονομία τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου νὰ μὴ καταδικάσει ὀνομαστικὰ καὶ ἀναθεματίσει τὸν Θεόδωρο ὡς αἱρετικό, προσθέτει: «Ἂν ὅμως, καθὼς γράφει ὁ Κύριός μου, ὁ ὁσιώτατος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Ἰωάννης, θὰ προτιμοῦσαν οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Μοψουεστίας μᾶλλον νὰ καοῦν, παρὰ νὰ κάνουν κάτι τέτοιο, νὰ ἀναθεματίσουν τὸν Θεόδωρο καὶ τὰ συγγράμματά του, τότε γιατὶ νὰ ξαναφουντώνουμε φλόγα ποὺ ξεθύμανε καὶ ἄκαιρα νὰ ἀνασκαλεύουμε ταραχὲς ποὺ ἔπαψαν μὲ τὸν κίνδυνο νὰ ἀποδειχθοῦν τὰ ἔσχατα χείρονα τῶν πρώτων;».
    Τὸ πόσο σοβαρὴ ὑπῆρξε αὐτὴ ἡ Οἰκονομία, μολονότι ὁ Μοψουεστίας ἦταν ἤδη ἀποθανὼν καὶ δὲν εἶχε καταδικαστεῖ ὀνομαστικῶς, φαίνεται ὅταν συγκριθεῖ ἡ στάση αὐτὴ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας μὲ τὴν στάση τοῦ ἰδίου, ὡς πρὸς τὴν μνημόνευση τοῦ ἐπίσης κεκοιμημένου ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὰ δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας Κων/πόλεως. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀρχικὰ ἦταν ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν ἐναντίον τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου προπαγάνδα τοῦ θείου του Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος εἶχε πρωτοστατήσει λίγα ἔτη νωρίτερα στὴν δίωξη τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ ἅγιος Κύριλλος τὸ 417 πείστηκε ἀπὸ τὸν Κων/πόλεως Ἀττικό, ὁ ὁποῖος εἶχε πιεσθεῖ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο, νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν ἐγγραφὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χρυσοστόμου στὰ μνημονόχαρτα, βάσει τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Ἀττικοῦ ὅτι, ἡ μνημόνευση ἑνὸς κεκοιμημένου προσώπου, ἔστω κι ἂν προξένησε σχίσμα, δὲν συνιστᾶ ἀτόπημα. Ὅμως ὁ Κύριλλος ἀντέδρασε σφόδρα, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἄρχισε νὰ μνημονεύεται ὄχι ὡς λαϊκός, ὡς καθηρημένος δηλαδή, ἀλλὰ ὡς ἐπίσκοπος Κων/πόλεως καὶ δὲν ἤθελε κἂν νὰ ὑπολογίσει τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπῆρχαν ἀκόμα ὀπαδοὶ τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ἀποτειχισμένοι ἀπὸ τοὺς λοιποὺς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἀνέμεναν τὴν μνημόνευση τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ νὰ ἑνωθοῦν. Ὑπῆρξε, λοιπόν, ὁ ἅγιος Κύριλλος κατ’ οἰκονομίαν πιὸ ἀνεκτικὸς πρὸς ἕναν ἀποθανόντα καὶ μὴ ὀνομαστικῶς καταδικασθέντα ἀληθῆ αἱρετικό, τὸ Θεόδωρο Μοψουεστίας, ἀπ’ ὅσο πρὸς ἕναν ἐπισήμως, ἀλλὰ ἀδίκως καθηρεθέντα προαπελθόντα Ἅγιο, τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο. Τελικὰ τὸ ὅλο θέμα λύθηκε μὲ παρέμβαση τῆς Παναγίας μας κι ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὑποχώρησε.
   Εἶναι φανερὸ σ’ αὐτὰ τὰ δύο περιστατικά, ὅτι ἡ μνημόνευση ἑνὸς αἱρετίζοντος δὲν μολύνει ὁπωσδήποτε, δηλαδὴ ἀπροϋποθέτως, ὅσους κοινωνοῦν μὲ τοὺς μνημονεύοντες.

Δεύτερο περιστατικό. Περὶ τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου.
   Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ μέγας ὁμολογητὴς καὶ πατὴρ τοῦ μοναχισμοῦ, ἕλκει ἰδιαιτέρως τὸ ἐνδιαφέρον μας ἐν προκειμένῳ, διότι λόγῳ τῆς αὐστηρότητος, ἡ ὁποία τροφοδότησε τοὺς ἱεροὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν αἱρετικῶν Εἰκονομάχων καὶ Μοιχειανῶν, ἔχει προβληθεῖ ὑπερβολικὰ ὡς θιασώτης μιᾶς ἄκαμπτης καὶ ἀνοικονόμητης Ἀκρίβειας στὶς σχέσεις μὲ τοὺς αἱρετίζοντες. Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ ὅτι αὐτοί, πρὸς τοὺς ὁποίους ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀντετέθη καὶ ἐφάρμοσε γιὰ τὸ θέμα τῆς Οἰκονομίας ἀκοινωνησία μερικῶς ἢ τελείως, δηλαδὴ οἱ Ἅγιοι Πατριάρχες Κων/πόλεως Ταράσιος καὶ Νικηφόρος, εἶναι ἐπίσης Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας κι ὄχι μολυσμένοι καὶ ἀκοινώνητοι, λόγῳ τῆς Οἰκονομίας τους. Φαίνεται δὲ ὅτι ὁ ΙΕ΄ Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου βασίζεται ἡ ἀποτείχισή μας ἐπίσης, ἀποτελεῖ μία προσπάθεια μετριασμοῦ τῆς αὐστηρᾶς στάσεως ἔναντι τῶν αἱρέσεων, ὅπως τὴν ἀντελαμβάνετο ὁ ἅγιος Θεόδωρος καὶ οἱ Στουδίτες.
    Τὸ θέμα τῆν μοιχειανικῆς αἱρέσεως, ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ ἅγιος Θεόδωρος, ἀνέκυψε κατὰ τὸ σύντομο διάστημα μεταξὺ τῶν δύο φάσεων τῆς Εἰκονομαχίας. Ὁ αὐτοκράτωρ Κων/νος ὁ Στ΄, τὸ ἔτος 795, ἐνέκλεισε ἀναγκαστικῶς τὴν βασίλισσα Μαρία σὲ μοναστήρι καὶ νυμφεύτηκε μοιχικῶς τὴν αὐλικὴ Θεοδότη, ἡ ὁποία μάλιστα ἦταν συγγενὴς τοῦ ἡγουμένου τοῦ Στουδίου ἁγίου Πλάτωνος καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ἁγίου Θεοδώρου. Ὁ πατριάρχης ἅγιος Ταράσιος ἀνέχτηκε μὲ δυσφορία προσωρινῶς καὶ σιωπηρῶς τὴν ἱερολογία τοῦ παρανόμου αὐτοῦ μοιχικοῦ γάμου, ὥστε νὰ μὴ θραύσει τὴν λεπτὴ σχέση κράτους Ἐκκλησίας μετὰ ἀπὸ 60 ἔτη Εἰκονομαχίας καὶ διωγμῶν. Ὁ διάδοχός του πατριάρχης ἅγιος Νικηφόρος, ἀναγκασμένος ἀπὸ τὸν νέο αὐτοκράτορα Νικηφόρο, ἀποκατέστησε Συνοδικῶς τὸ 806 τὸν ἱερέα μοιχοζεύκτη ἡγούμενο  Ἰωσήφ, ποὺ εἶχε εὐλογήσει τὸν παράνομο γάμο 10 χρόνια νωρίτερα κι εἶχε καθαιρεθεῖ τὸ 797 ἀπὸ τὸν Ταράσιο. Μιὰ νέα μικρὴ Σύνοδος τὸ 809 ἀποκατέστησε ἐκ νέου τὸν ἡγούμενο Ιωσήφ τὸν μοιχοζεύκτη καὶ ἀναθεμάτισε ὅσους δὲν δέχονταν τὴν σωτηριώδη αὐτὴ Οἰκονομία, οὐσιαστικὰ βέβαια -χωρὶς νὰ τοὺς ὀνοματίζει- καὶ τοὺς Στουδίτες. Αὐτὸ τὸ σημεῖο ἐσήμανε καὶ τὴν διακοπὴ τῆς κατ’ οἰκονομίαν μέχρι τότε μνημονεύσεως τοῦ πατριάρχου ἁγίου Νικηφόρου ἀπὸ τοὺς Στουδίτες καὶ τὴν ἔναρξη ἀνοικτοῦ πολέμου. Διότι ἀπὸ τὸ 806 μνημόνευαν μὲν τὸν πατριάρχη Νικηφόρο, ἀλλὰ δὲν συλλειτουργοῦσαν καὶ δὲν ἐπικοινωνοῦσαν μαζί του κατ’ ἄλλο τρόπο. Ἡ αὐστηρότητα τοῦ ὁσίου Θεοδώρου στὴν ἀκοινωνησία μὲ ὅσους μνημόνευαν τοὺς ἐπισκόπους τῆς μοιχοσυνόδου, ποὺ ἐπεκύρωσε οὐσιαστικὰ τὸν μοιχικὸ γάμο, ἢ κοινωνοῦσαν, ἢ συμφωνοῦσαν μὲ αὐτοὺς καὶ μὲ τὸν Ἰωσήφ, ἔφτανε ἡ αὐστηρότητα μέχρι καὶ τὴν ἀποφυγὴ τοῦ κοινοῦ φαγητοῦ. Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν συνάφεια, σὲ συγκεκριμένη ἐπιστολή του, τὴν ὑπ’ ἀριθμὸ 49, πρὸς τὸν πνευματικό του υἱὸ Ναυκράτιο, ἅγιο ἐπίσης τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὅσιος Θεόδωρος καθορίζει τὸν βαθμὸ καὶ τρόπο ποὺ ἐπιτρέπεται κάποια Οἰκονομία στὶς σχέσεις τῶν Στουδιτῶν μὲ Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι μνημόνευαν τοὺς ὑπευθύνους τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως ἢ κοινωνοῦσαν μὲ ἐκείνους. Στὴν συγκεκριμένη ἐπιστολὴ γράφει μεταξὺ ἄλλων ὅτι, ἂν ἕνας ἱερεὺς εἶναι Ὀρθόδοξος, ἀλλὰ μνημονεύει αἱρετικὸ ἐπίσκοπο μοιχειανό, τότε εἶναι δυνατὸν μόνον νὰ γίνει κοινή τράπεζα καὶ νὰ εὐλογήσει ἐκεῖ ὁ ἱερεὺς αὐτὸς καὶ νὰ ψάλει, ἀρκεῖ ο ἴδιος ὁ ἱερεὺς νὰ μὴ συλλειτουργεῖ ποτὲ μὲ αἱρετικούς. Ἂν ὅμως, ὄχι μόνο ὁ ἱερεύς, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐπίσκοπός του, τὸν ὁποῖον ὁ ἱερεὺς μνημονεύει εἶναι Ὀρθόδοξοι, τότε ἡ κατάσταση ἀλλάζει καὶ μποροῦμε καὶ νὰ μεταλάβουμε ἀπὸ τὸν ἱερέα αὐτὸν ἢ νὰ συλλειτουργήσουμε μὲ αὐτόν.
    Διευκρινίζεται δὲ ὅτι ἐδῶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁμιλεῖ περὶ ἑνὸς ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος, πρῶτον, δὲν ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τοῦ 809, τὴν μοιχειανή, δεύτερον, ὁμολογεῖ ὅτι αὐτὴ εἶναι ψευδοσύλλογος καὶ τρίτον, μνημονεύει τὸν προϊστάμενό του ἀρχιερέα λόγῳ φόβου μόνο. Γράφει συγκεκριμένα: Γιὰ τὶς ἄλλες ἐρωτήσεις, ἂν δηλαδὴ ὁ ἐπίσκοπος δὲν ἔχει βρεθεῖ στὴν μοιχοσύνοδο, ἀλλὰ τὴν ἀποκαλεῖ ψευδοσύλλογο, μνημονεύει ὅμως τὸν μητροπολίτη του ποὺ βρέθηκε σὲ αὐτήν, ἂν ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο ποὺ ὑπάγεται σὲ τέτοιο ἐπίσκοπο ποὺ ὀρθοδοξεῖ, ἂν πρέπει νὰ μεταλαμβάνουμε, ἀποκρίθηκα καὶ μέσῳ ἄλλων τῶν γραμμάτων πρὸς τὸν Εὐόδιο ὅτι, ναί, χάριν τῆς Οἰκονομίας, ἀρκεῖ μόνον νὰ μὴ συλλειτουργεῖ μὲ αἱρετικοὺς ὁ πρεσβύτερος. Διότι δὲν εἶναι τίποτε ὅταν μνημονεύεται ὁ ἐπίσκοπος ποὺ εἶναι Ὀρθόδοξος, ἀκόμα κι ἂν αὐτὸς ἀπὸ φόβο μνημονεύει τὸν οἰκεῖο μητροπολίτη ποὺ εἶναι αἱρετικός. Ἀπὸ ἕναν τέτοιο ἱερέα κι ἂν προσκληθεῖτε σὲ ἀγρυπνία νὰ πᾶτε, κι ἂν σᾶς παραχωρήσει ναὸ νὰ τὸν πάρετε, κι ἂν ἔλθει νὰ συλλειτουργήσει νὰ τοῦ ἐπιτραπεῖ, ἢ καὶ νὰ κάνει μνημόσυνο νεκροῦ, ἀλλὰ Ὀρθοδόξου καὶ καθόλου δὲν ἐμποδίζεται νὰ λειτουργήσει αὐτὸς ποὺ ἔλαβε τὸ ναό.
   Θέλω ἐδῶ νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας σὲ μερικὰ σημεῖα.
    Πρῶτον. Πρόκειται περὶ τῆς περιόδου μετὰ τὸ 809, ὅταν ἐστάλη αὐτὴ ἡ ἐπιστολή, μετὰ δηλαδὴ τὴν περίοδο Οἰκονομίας καὶ χάριτος τῶν Στουδιτῶν ἔναντι τοῦ πατριάρχου Νικηφόρου. Πρόκειται περὶ περιόδου ἐντάσεως τῆς διαμάχης.
   Δεύτερον. Στὴν περίοδο αὐτὴ ἀνοικτᾶ πλέον ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὀνομάζει τὴν συνοδικὴ ὑποστήριξη τοῦ μοιχικοῦ γάμου ὡς μοιχειανὴ αἵρεση. Μάλιστα τὴν αἵρεση αὐτὴ δὲν τὴν θεωρεῖ μικρότερη τῆς Εἰκονομαχίας, διότι ὀνομάζει τὴν παράβαση τοῦ Εὐαγγελίου σωτήρια Οἰκονομία κι ἀνοίγει τὸ δρόμο γιὰ τὴν ἀπρόσκοπτη καταπάτηση τῶν θείων θεσμῶν ἀπὸ τὴν ἀσυδοσία τῶν ἀναξίων ἐπισκόπων.
    Τρίτον. Τὸν ἐν λόγῳ ἐπίσκοπον αὐτόν, ὁ ὁποῖος μνημονεύει αἱρετικὸ ἐπίσκοπο-μητροπολίτη, ὁ ἅγιος Θεόδωρος τὸν ὀνομάζει Ὀρθόδοξο ἢ ὀρθοδοξοῦντα, μολονότι μνημονεύει ἀπὸ φόβο.
    Τέταρτον. Ἡ ἐν λόγῳ θέση αὐτὴ τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, φαίνεται νὰ ἀντιφάσκει πρὸς ἀντίστοιχη τοποθέτηση ἄλλων ἐπιστολῶν του. Τέτοια λ.χ. εἶναι ἡ ἐπιστολὴ 40, ὅπου ὁ ὅσιος Θεόδωρος ἐπικρίνει μοναστήρι ποὺ δέχτηκε χειροτονίες ἀπὸ ἐπίσκοπο, ἂν καὶ ἐκεῖνος ὁμολογεῖ ὅτι κακῶς ἔγινε ἡ Σύνοδος. Αὐτὸν τὸν θεωρεῖ αἱρετικὸ ὁ Ὅσιος καὶ μόνο ἐπειδὴ μνημονεύει τοὺς ἀνωτέρους του προϊσταμένους αἱρετικούς. Ποῦ ὀφείλεται ἡ διαφορὰ στὶς δύο ἐπιστολές; Ταπεινῶς προτείνω ὡς πιθανὴ ἑρμηνεία ὅτι στὴν ἐπιστολὴ 49 ὁ μνημονευόμενος Ὀρθόδοξος, κατὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο ἐπίσκοπος, ἂν καὶ μνημονεύει αἱρετίζοντα μοιχειανὸ μητροπολίτη, εἶναι ὅμως φανερὰ καὶ ὁμολογητικὰ ἐπικριτικὸς πρὸς τὴν αἵρεση καὶ τὴ Σύνοδό της καὶ ἀμέτοχος αὐτῶν, ἀλλὰ μνημονεύει, ὅπως γράφεται, ἀπὸ φόβο. Ἀντιθέτως ὁ χειροτονήσας στὴν ἐπιστολὴ 40 ἐπέκρινε μὲν τὴν αἵρεση σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο ἀφανῶς, ἀλλὰ κατὰ τὰ λοιπά, ἴσως φαινόταν ἀδιάφορος.
    Νομίζω ὅτι ἐκ τῶν ἀνωτέρω στοιχείων προκύπτει, πὼς δὲν ὑφίσταται γιὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο ἀπροϋπόθετα μολυσμός, λόγῳ τῆς μνημονεύσεως κάποιου αἱρετίζοντος, ὅταν συντρέχει εὔλογη αἰτία τῆς Οἰκονομίας καὶ ἡ κατὰ τὰ λοιπὰ παρρησία τῆς ὀρθοδόξου ὁμολογίας.

Τριτον. Περὶ τῆς κοινωνίας Ρώμης καὶ Κων/πόλεως παρὰ τὸ Filioque.
    Ἡ τελευταία χρονολογικῶς περίπτωση στὴν ὁποία θὰ ἀναφερθοῦμε, ἀφορᾶ στὴν γνωστὴ αἵρεση τοῦ Filioque (=καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ), φράση ποὺ προσέθεσαν οἱ Φράγκοι στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως στὸ ἄρθρο περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θέλοντας νὰ δείξουν τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό. Δὲν μποροῦμε βεβαίως νὰ ἀναφερθοῦμε ἐδῶ λόγῳ χρόνου στὴν ἐξέλιξη τῆς αἱρέσεως αὐτῆς, ἡ ὁποία ὁδήγησε καὶ στὴν τελικὴ ἀκοινωνησία ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς μὲ τὴν αἱρετικὴ Δύση τὸ 1054. Πάντως ἡ αἵρεση αὐτὴ φέρεται ὅτι ἐπικυρώθηκε ἀρχικῶς ἀπὸ τὴν Σύνοδο τοῦ Τολέδου στὴν Ἰσπανία τὸ 589, πρᾶγμα ὅμως ἀμφίβολο, ὁπωσδήποτε ὅμως καὶ τεκμηριωμένα ἀπὸ τὴν Φραγκικὴ Σύνοδο τοῦ Ἀκυϊσγράνου τοῦ Ἄαχεν τὸ 809 ὑπὸ τὴν πολιτικὴ πίεση τοῦ ἐμβληματικοῦ βασιλέως τῶν Φράγκων Καρλομάγνου. Μετὰ ἀπὸ τὴν προσπάθεια τῶν Γραικολατίνων, ὑπὸ τὸν Πάπα Νικόλαο, νὰ ἐπιβάλουν τὴν αἵρεση αὐτὴ στὴν νεοπαγὴ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας περὶ τὸ ἔτος 866, ἡ αἵρεση καταδικάστηκε ἀπὸ Σύνοδο τοῦ Μ. Φωτίου τὸ 867 καὶ μετὰ τὶς γνωστὲς ἐσωτερικὲς περιπέτειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μεταξὺ Φωτειανῶν καὶ Ἰγνατιανῶν. Τὸ Filioque καταδικάστηκε ἐκ νέου στὴν Η΄  Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 879.
    Στὸ χρονικὸ αὐτὸ σημεῖο ὁ Πάπας Ρώμης Ἰωάννης Η΄ ἐνεφορεῖτο ἀπὸ ὀρθόδοξα φρονήματα, ὅπως καὶ ὅλο τὸ πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης, παρὰ τὴν πίεση τῶν Φράγκων, οἱ ὁποῖοι ἦταν οἱ οὐσιαστικοὶ προωθηταὶ τῆς αἱρέσεως. Ἡ φοβερὴ καὶ ἀνεπανάληπτη ἴσως Οἰκονομία, ποὺ ἐφαρμόστηκε ἐδῶ, συνίσταται στὸ ὅτι, ἀφ’ ἑνὸς ἡ Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν καταδίκασε ὀνομαστικῶς, γιὰ πρώτη φορὰ σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, κανέναν ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτὲς τῆς αἱρέσεως αὐτῆς στὴν Δύση, ἀφ’ ἑτέρου στὸ ὅτι ὁ ὀρθόδοξος Πάπας Ρώμης Ἰωάννης Η΄, ἐνῶ βρισκόταν σὲ μυστηριακὴ κοινωνία μὲ τὸ ἐπίσης Ὀρθόδοξο πατριαρχεῖο Κων/λεως καὶ τὸν πατριάρχη Μ. Φώτιο, ὅμως κατ’ Οἰκονομίαν παρέμεινε σὲ κοινωνία μὲ τοὺς Φράγκους Ἐπισκόπους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι διατηροῦσαν τὸ Φιλιόκβε, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, φοβούμενος μήπως ἀντίθετη στάση, ὁδηγήσει σὲ βίαιη ἐπιβολὴ τῆς αἱρέσεως στὴν Δύση ἀπὸ τοὺς Φράγκου, ἀλλὰ ἐπίσης ἔχοντας τὴν πρόθεση καὶ βάσιμες ἐλπίδες νὰ ἀλλάξει τὸ αἱρετικὸ φρόνημα τῶν Φράγκων χωρὶς ἐκκλησιαστικὲς ποινὲς καὶ ἀκοινωνησία.
    Εἶναι ἐν πρώτοις χαρακτηριστικὴ ἡ σχετικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Πάπα πρὸς τὸν πατριάρχη Φώτιο μετὰ τὴν Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μὲ τὴν ὁποία ζητεῖ τὴν ἄσκηση τῆς Οἰκονομίας. Ἐκεῖ ἐπιβεβαιώνει τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του καὶ ἐπικρίνει ὅσους τὸν διαβάλλουν περὶ τοῦ ἀντιθέτου, ὁμολογεῖ δὲ ὅτι, ὅσοι εἰσήγαγαν τὴν αἵρεση τοῦ Filioque, εἶναι ὑποκείμενοι σὲ βαρεία καταδίκη καθότι μεταποιητὲς τῆς θεολογίας τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι καὶ πρόξενοι αἰωνίου θανάτου στοὺς ὀπαδούς τους καὶ ὁμόλογοι τοῦ προδότου Ἰούδα.
     Ὡς πρὸς τὴν Οἰκονομία ὅμως καταλήγει μὲ τὰ ἑξῆς πρὸς τὸν ἅγιο Φώτιο λόγια: «Νομίζουμε δὲ ὅτι οὔτε ἡ ἁγιότητά σου ἀγνοεῖ, διότι εἶναι νουνεχὴς καὶ πλήρης σοφίας, ὅτι τὸ νὰ καταπείσουμε καὶ τοὺς ὑπολοίπους ἐπισκόπους μας νὰ φρονοῦν ἔτσι, δηλαδὴ ὀρθόδοξα, μᾶς φέρνει σὲ μεγάλη δυσχέρεια. Διότι κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ μεταβάλει τόσο γρήγορα ἕνα πρᾶγμα ποὺ ἀφορᾶ στὰ θεῖα, μολονότι αὐτὸ ἔλαβε τὴν ἀρχή του σὲ σύντομο διάστημα καὶ δὲν εἶναι ἀπὸ πολλὰ χρόνια παγιωμένο. Καὶ γι’ αὐτὸ μᾶς φάνηκε ὅτι εἶναι καλό, νὰ μὴ ἀναγκασθεῖ κάποιος δικός μας μὲ τὴ βία νὰ ἐγκαταλείψει τὴν προσθήκη ποὺ πρόφθασε νὰ κάνει στὸ Σύμβολο, ἀλλὰ καλύτερα μὲ ἐπιείκια καὶ οἰκονομία προετοίμασέ τους μὲ συμβουλὲς σταδιακῶς νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τη βλασφημία».
    Ὁ ἅγιος Γεννάδιος Σχολάριος, γνήσιος μαθητὴς καὶ διάδοχος τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καὶ πρῶτος Πατριάρχης Κων/πόλεως μετὰ τὴν ἅλωση, σχολιάζοντας πεντέμιση αἰῶνες ἀργότερα τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ κατάσταση τῆς Δύσεως ἐπὶ Μ. Φωτίου καὶ Πάπα Ἰωάννου Η΄, ἐπιβεβαιώνει ἐν πρώτοις ὅτι καὶ στὴ Δύση ὑπῆρχαν Ὀρθόδοξοι ποὺ ὑπεραμύνονταν τῶν πατρώων δογμάτων ἔναντι τοῦ Filioque σὲ σημεῖο ποὺ παρ’ ὀλίγον νὰ γίνει καὶ στὴ Δύση διαίρεση. «Διῃρεῖσθαι Λατῖνοι καὶ πρὸς ἑαυτοὺς ἐκινδύνευον».
Προκύπτει συνεπῶς ὅτι δὲν ὑπῆρξε ἐκεῖ ἐξ ἀρχῆς ἀκοινωνησία ἐξ αἰτίας τῆς αἱρετικῆς προσθήκης τοῦ Filioque. Ἀφ’ ἑτέρου ὁ Σχολάριος προασπίζεται τὴν ἀμφισβητούμενη ἐκ μέρους τῶν Φράγκων γνησιότητα τῆς παραπάνω ἐπιστολῆς τοῦ ὀρθοδόξου Πάπα καὶ δικαιολογεῖ τὴν ἄσκηση τῆς Οἰκονομίας ἐκείνης, ἡ ὁποία εἶχε ὡς σκοπὸ «ὅσους ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ὁμότιμους σπαράσσονταν γι’ αὐτά, νὰ τοὺς παρηγορεῖ μὲ τὶς ἐλπίδες τῆς διορθώσεως καὶ νὰ τοὺς πείθει νὰ ἡσυχάζουν καὶ νὰ μὴ σκανδαλίζονται ἀπὸ τὶς φῆμες τῶν νεωτερισμῶν, διότι θὰ ἐκριζωθοῦν μὲ ἠρεμία καὶ μὲ μεθόδους ποιμαντικὲς καὶ πατρικές. Ἐπίσης μαρτυρεῖ -ὁ Γεννάδιος- γιὰ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ συγκεκριμένου Πάπα καὶ τὸ ἀξιέπαινο τῆς Οἰκονομίας του αὐτῆς, ἐπιβεβαιώνει τὰ καλὰ κίνητρά της καὶ καταλήγει ὅτι ὁ Πάπας Ἰωάννης ἀπέθανε μέσα στὶς παραδόσεις καὶ τὴν ἐξουσία ἐκείνη ποὺ τοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Θεός, τὴν παρέδωσε στὸ Θεὸ ἀζημείωτη καὶ ἄσπιλη, ἔγινε δὲ φανερὸ ὅτι οὔτε κατὰ νοῦ δὲν ἔβαλε ποτέ, τὴν ἀποστασία τῶν μεταγενεστέρων του.
    Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης σὲ ἄρθρο του εἰδικῶς περὶ τοῦ Filioque ἀναπτύσσει ἐκτενῶς τὰ σχετικὰ μὲ τὴν Οἰκονομία αὐτὴ τοῦ Πάπα Ἰωάννου καὶ τοῦ Μ. Φωτίου καὶ τὴν ἐπιβεβαιώνει καὶ δικαιολογεῖ. Γράφει μεταξὺ ἄλλων (Τὰ συντέμνω λόγῳ χρόνου): «…Ἡ δύναμη τῆς Ρώμης ὡστόσο δὲν εἶχε τόσο δυνατὰ στερεωθεῖ, ὥστε ἡ παπωσύνη νὰ μπορεῖ τὸ 879 νὰ χειριστεῖ ἕναν ἀνοιχτὸ δογματικὸ πόλεμο μὲ τοὺς Φράγκους. Μιὰ τέτοια ἀνοιχτὴ σύγκρουση θὰ εἶχε ὁδηγήσει στὴ μεταμόρφωση τῆς παπικῆς Ρωμανίας σὲ φραγκικὸ δουκάτο καὶ τοῦ ρωμαίϊκου πληθυσμοῦ στὴν κατάσταση τῶν Ρωμηῶν ποὺ εἶχαν κατακτηθεῖ σὲ ἄλλα μέρη τῆς Δυτικῆς Ρωμανίας ἀπὸ τοὺς Φράγκους. Τὴν ἴδια στιγμὴ οἱ Ρωμαῖοι Πάπες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Καρλομάγνου φαίνεται ὅτι εἶχαν ἐπιτύχει πραγματικὴ ἐπιρροὴ ἐπὶ τῶν Φραγκικῶν βασιλείων. Ὁ Ἰωάννης ὁ Η΄ φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε ἐξαιρετικὰ ἐπιτυχὴς ὡς πρὸς τοῦτο καὶ δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ παράκλησή του πρὸς τὸν Φώτιο νὰ τοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ χρησιμοπιήσει πειθώ (καὶ ὄχι ἀναθέματα καὶ ἀφορισμοὺς καὶ ἀκοινωνησία) γιὰ τὴν ἀφαίρεση τοῦ Filioque, βασιζόταν σὲ ἀληθῆ πιθανότητα ἐπιτυχίας».
     
      Σεβαστοὶ πατέρες καὶ ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Εἶναι νομίζω καταφανὲς ἀπὸ τὰ ὡς ἄνω ἱστορικὰ γεγονότα ὅτι ὅταν τηρήθηκε ἀπαράτρεπτη ἡ ὁμολογία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἡ ἐπίσημη καταδίκη τῆς αἱρέσεως καὶ μόνο τότε, ἢ λόγῳ ἀνωτέρας βίας ἢ γιὰ ἄλλες εὔλογες ἐκκλησιαστικὲς αἰτίες, μερικὴ ἢ καὶ πλήρης κοινωνία μὲ τοὺς διατηροῦντας αἱρετικὰ φρονήματα, ἢ ἡ πρόσκαιρη μνημόνευση αἱρετιζόντων προσώπων ζώντων καὶ νεκρῶν, βεβαίως ἐξαιροῦνται καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ὅσοι ὀνομαστικῶς ἔχουν καταδικασθεῖ ἀπὸ Σύνοδο ὡς αἱρετικοί, δὲν ἔχει θεωρηθεῖ πάντοτε ὅτι συνιστᾶ συμμετοχὴ στὴν αἵρεση ἢ ὅτι καθιστᾶ ἄκυρα ἢ μεμολυσμένα τὰ μυστήρια, ὅσων ἐξασκοῦν τὴν Οἰκονομία αὐτή, δὲν ἰσχύει δηλαδὴ κάποια δῆθεν ἀναπόφευκτη μεταδοτικὴ ἢ συγκοινωνιακὴ μόλυνση ἀπὸ τὴν αἵρεση. Εἶναι εὔλογο ὅτι τέτοιος, γενικῆς φύσεως «μολυσμός», θὰ καθιστοῦσε ἀδύνατη τὴν ἐξάσκηση Οἰκονομίας στὶς παραπάνω περιπτώσεις, διότι βασικὴ ἀρχὴ τῆς Οἰκονομίας κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, εἶναι ἡ παράλληλη ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ παρανομίας. «Οἰκονομητέον ἔνθα μὴ παρανομητέον».
    Ἐπιτρέψτε μου ὅμως, νὰ κάνω καὶ μερικὲς ἀπαραίτητες ἀντίρροπες προεκτάσεις. Ἡ Οἰκονομία αὐτή, ὅπως τὴν ἀναπτύξαμε, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ καταστεῖ κολυμβήθρα δῆθεν ἐκπλύσεως ἢ συγχωροχάρτι ἀφέσεως γιὰ τὴν ἐνδεχόμενη ψυχρότητα, χλιαρότητα ἢ ὀλιγοπιστία μας, ὡς πρὸς τὴν προάσπιση τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων. Ὅταν ἡ ὡς ἄνω περιγραφόμενη κατ’ οἰκονομίαν μνημόνευση ἢ κοινωνία δὲν γίνεται γιὰ λόγους ἀρκούντως σοβαρούς, καὶ κυρίως χάριν τῆς Ἐκκλησίας, τότε ὑπάρχει σοβαρὸς πνευματικὸς κίνδυνος, ὄχι διότι τὰ μυστήρια τῶν αἱρετιζόντων εἶναι ἄκυρα καὶ βλαπτικά, πρὶν ἀπὸ τὴν συνοδική τους καταδίκη, ἀλλὰ διότι οἱ χλιαροὶ καὶ ψυχροὶ βλάπτονται ἀπὸ τὴν ἀνάξια μετάληψή τους, ἀφοῦ ἀποτυγχάνουν νὰ συνεισφέρουν τὸ δικό τους μερίδιο στοὺς ὀρθοδόξους ἀγῶνες. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες σαφῶς προδιαγράφουν ὅτι ὀφείλουμε ἀξιωματικῶς νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ τὴν κοινωνία κληρικῶν, ὄχι μόνο αἱρετικῶν, ἀλλὰ προφανῶς διαβεβλημένων ἀκόμη καὶ κατὰ τὸ ἦθος. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτη· «τὸ γὰρ κοινωνεῖν παρὰ αἱρετικοῦ ἢ προφανοῦς διαβεβλημένου κατὰ τὸν βίον, ἀλλοτριοῖ Θεοῦ (ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν Θεό) καὶ προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ» (καὶ ἐξοικειώνει μὲ τὸν διάβολο).
   Θὰ ἔπρεπε ἡ σημερινὴ κοινωνικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ θυσία, ὅσων κληρικῶν ἔχουν ἀποτειχιστεῖ κατὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, καὶ οἱ ὁποῖοι ἀπὸ Οἰκουμενιστὲς καὶ μή, διώκονται καὶ συκοφαντοῦνται ὡς σχισματικοί, ὡς ἐκτὸς Ἐκκλησίας· θὰ ἔπρεπε, λέγω, νὰ κρούει γιὰ τὸ χριστεπώνυμο ποίμνιο τὸν κώδωνα τῆς σοβαρότητος τῆς τωρινῆς καταστάσεως. Καὶ τὸ λογικὸ ποίμνιο του Χριστοῦ ὀφείλει πάσῃ θυσίᾳ κατ’ ἀκρίβειαν νὰ ἐκκλησιάζεται ἐκεῖ ποὺ δὲν μνημονεύονται οἱ ὑπεύθυνοι ἢ συνυπεύθυνοι τῆς αἱρέσεως· κι ὅταν γιὰ λόγους ἀνυπέρβλητους αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατόν, τότε νὰ προτιμᾶ κληρικούς, οἱ ὁποῖοι τουλάχιστον καταδικάζουν τὴν αἵρεση καὶ τὴν αἱρετικὴ Σύνοδο ἐμφανῶς καὶ συνεπῶς ἀποδέχονται ὡς ἱεροκανονικὴ καὶ νόμιμη τὴν ἀποτείχιση. Αὐτὸ ἄλλωστε διελάμβανε καὶ σχετικὴ παλαιότερη ἀπόφαση τῆς Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν.
    Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν προτεραιοποίηση στὴν Οἰκονομία καὶ ὅτι (ὅπως γράφει) «ὅριο τῆς οἰκονομίας ὡς γνωρίζεις εἶναι τὸ νὰ μὴν ἀθετεῖς καθόλου κάτι ἀπὸ τὰ θεσπισθέντα, μήτε ἐπειδὴ εἶναι δυνατὸν νὰ κάνεις κάποια μικρὴ ὑποχώρηση κατὰ τὴν περίσταση καὶ εὔλογα μὲ σκοπὸ νὰ πετύχεις ἀπὸ κεῖ μὲ τελειότητα τὸ ζητούμενο, νὰ πηγαίνει, λοιπόν, τὸ πρᾶγμα πρὸς τὸ χειρότερο καὶ νὰ γίνεται ζημιὰ στὰ ἀξιολογότερα πράγματα. Ἡ κατάλυση τῆς αἱρέσεως μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μόνο μὲ διευρυμένη σύνοδο ἐπισκόπων, ἔστω καὶ ὀλιγομελῆ, ἡ ὁποία θὰ καταδικάσει ὡς αἱρετικὴ τὴ Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἐνδεικνυόμενος ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες δρόμος καθ’ ὅλη τὴν ἱστορία. Ἀλλὰ ἡ μετάβαση κληρικῶν καὶ ἰδίως ἐπισκόπων στὸν ἀγῶνα τῆς πλήρους διακοπῆς τῆς κοινωνίας πρὸς τὴν αἵρεση θὰ καταστεῖ δυνατός, χάρι στοὺς ἀληθεῖς πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἀποδεικνύουν ὅτι εἶναι πρόθυμοι νὰ στηρίξουν καθ’ ὅλα, ὅσους ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες θὰ ἀναλάβουν τὸν δυσχερῆ καὶ οὐρανοδρόμο σωτήριο αὐτὸν ἀγῶνα.
    Σᾶς εὐχαριστῶ.

____________________________________________________
Τὰ τρία ἄρθρα-κριτικὴ στὶς θέσεις τοῦ μοναχοῦ Σεραφείμ, τοῦ κ. Τσακίρογλου:

1. Ἡ «Οἰκονομία» ποὺ ἔφερε... τὸ Φιλιόκβε
"Π.Π.": Την αποδεδειγμένα αποτυχημένη «Οικονομία» των Παπών της εποχής της «πορνοκρατίας» μας προτρέπουν να ακολουθήσουμε οι πατέρες της Θεσσαλονίκης;

2. Η παραχάραξη της ιστορίας έχει ένα νέο όνομα: Οικονομία

3. Ο Πάπας Λέων Γ΄  και η «Οικονομία» του
Τέλος τῆς τριλογίας περὶ Παπισμοῦ καὶ «Οἰκονομίας»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.