Μόλις ηκούσαμε τον υιό της βροντής, τον Ιωάννην, ή μάλλον το Άγιον Πνεύμα που από αλιέα και χειροτέχνη τον έκαμε συγγραφέα και κήρυκα θείων όντως και υψηλών υποθέσεων, να μας εκθέτη το θαύμα της σωματικής και πνευματικής αναβλέψεως του εκ γενετής τυφλού. Στο προηγούμενο κεφάλαιον ανέλυσε την πολλή και εκτεταμένη διάλεξι του Κυρίου, με την οποία καθωδηγούσε τον απειθή και δύστροπον εβραϊκό λαό στην θεογνωσία του Πατρός και του Υιού, απομακρύνοντας τον νου τους από την έννοια της μοναρχίας· τους ήνοιγε την πόρτα για να περάσουν από την νομική παράδοσι στην χάριν, οδηγώντας τους ομαλώς από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη, όπως κάποτε από την έρημο προς την πλούσια και εύφορον γη.
Αλλά αν και εφανέρωνε ποικιλοτρόπως και την ιδική του προΰπαρξι, ότι δηλαδή υπάρχει προαιωνίως και ευρίσκεται πάντοτε σε συνάφεια με τον Πατέρα, και εφώναζε με σαφήνεια στα ώτα των κωφών: «Πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμι», εκείνοι δεν αντελήφθησαν την δύναμι του λόγου, ούτε εκείνο, το οποίον δεν παρεδέχθησαν, το ήλεγξαν με κάποιαν επιστημονικήν αντίρρησι⋅
αλλά αντί των λόγων έπιασαν τους λίθους και ενώ ευρίσκοντο