«Καὶ προσήνεγκαν ἔναντι Κυρίου πῦρ ἀλλότριον ὃ οὐ
προσέταξε Κύριος αὐτοῖς»
(Λευϊτικόν 10, 1 – 3)
Πρὸς ἀντι-Οἰκουμενιστές:
η αποφυγή «πυρός αλλοτρίου»
Τοῦ Ν. ΣΑΚΑΛΑΚΗ
Υπάρχει μια διάχυτη
αντίληψη, σχεδόν μια κοινή «ορθόδοξη» γνώμη, που θεωρεί την προσήλωση στα
πνευματικά καθήκοντα ως αγιασμό, ως την μόνη που απαντάει στην οικουμενιστική
πρόκληση–παναίρεση. Αμφισβητεί ακόμη, η
αντίληψη αυτή, και την έννοια της μολύνσεως από την αίρεση. Η
εκκλησιαστική ιστορία αποδεικνύει, ότι το ορθόδοξο εκκλησιαστικό σώμα χωρίς την
Αγία Γραφή, τις άγιες Συνόδους και την Πατερική πρακτική, δεν μπορεί να φτάσει
στη συνείδηση του ευρύτερου θεολογικού–ιστορικού και εσχατολογικού προορισμού
του.
Αυτή η αντίληψη που
αναφέραμε, αφήνει
αιχμαλωτισμένες τις ορθόδοξες συνειδήσεις στον οικουμενισμό. Στη
διαλεκτική της αντίληψης αυτής απαντούν σφαιρικά–συνολικά η Αγία Γραφή και η
Παράδοση των Πατέρων, θραύοντας έτσι τον πλακούντα της πλάνης και του
συμβιβασμού με την αίρεση.
Στο Λευιτικό (Κεφ.
10, 1 - 3) διαβάζουμε: «Και λαβόντες οι δύο υιοί Ααρών Ναδάβ και Αβιούδ έκαστος
το πυρείον αυτού επέθηκαν επ’ αυτώ πυρ και επέβαλον επ’ αυτό θυμίαμα και
προσήνεγκαν έναντι Κυρίου πυρ αλλότριον, ό ου προσέταξε Κύριος αυτοίς. Και
εξήλθε πυρ παρά Κυρίου και κατέφαγεν αυτούς, και απέθανον έναντι Κυρίου. Και
είπε Μωϋσής προς Ααρών· τούτο εστιν, ό είπε Κύριος λέγων· εν τοις εγγίζουσί μοι
αγιασθήσομαι και εν πάση τη συναγωγή δοξασθήσομαι· και κατενύχθη Ααρών».
Η διάρθρωση των
χωρίων, ως αντίληψη και ερμηνεία, δεν αφορά μια ιδιοποίηση της φύσεως του
υλικού φωτός–φλόγας ως λατρευτική εκδήλωση. Άπαγε της βλασφημίας!
Η έμφαση και η
προσοχή του χωρίου (Κεφ. 10, 1), ως υπογράμμιση μιας σταθερής και βέβαιης
σχέσης με τον Αληθινό Θεό, εστιάζεται στη δομή (εννοιολογική) της προτάσεως
«Προσέταξε Κύριος αυτοίς».
Το γεγονός ότι ο
Κύριος δεν δέχθηκε την λατρευτική εκδήλωση του θυμιάματος από τους υιούς του
Ααρών, Ναδάβ και Αβιούδ, διότι χρησιμοποίησαν «πυρ αλλότριον», φωτιά δηλ. όχι
εκ του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων, που παρέμενε άσβεστη και είχε άνωθεν την
αιτίαν, αλλά κοινή φωτιά, το γεγονός αυτό από την ανθρώπινη οπτική φαίνεται μη
κατανοητό. Πολύ περισσότερο η τιμωρία των δύο ιερέων–υιών, που πέθαναν άμεσα
για την παρακοή τους.
Ο Μ. Βασίλειος
παρατηρεί: «Ει γαρ οι πυρ αλλότριον προσάγοντες τω θυσιαστηρίω τοσαύτης οργής
επειράθησαν. Πως ουκ επικίνδυνον από εχθράς τω Θεώ διαθέσεως έργον εις την
οικονομίαν των εντολών παραδέχεσθαι;» δηλ. «Διότι, εάν οι προσφέροντες ξένον πυρ
εις το θυσιαστήριον εδοκίμασαν τόσον μεγάλην οργήν, είναι επικίνδυνον να
δεχώμεθα ένα έργον που προέρχεται από εχθρικήν προς τον Θεόν διάθεσιν, με
σκοπόν την εκτέλεσιν των εντολών του Θεού» (Όροι κατά
πλάτος Β΄).
Ο οικουμενιστικός
«ερμηνευτικός» μηχανισμός, που συμπορεύεται με την ετεροδοξία θα έλεγε: «Φωτιά
η μία, φωτιά και η άλλη, τι σημασία έχει; Σ’ αυτά βρίσκεται η λατρεία του
Θεού;» Την ίδια «ερμηνευτική» σύλληψη, αιτιοκρατούμενη εν πολλοίς, εκφράζουν
πολλοί αντιοικουμενιστές
εν Χριστώ αδελφοί, που προσφέρουν αγωνιστική τακτική–προοπτική «αλλότρια» από
αυτήν που «προσέταξε ο Κύριος» στην διαχρονική Ορθόδοξη Εκκλησία δια
των αγίων Πατέρων – Συνόδων. Απωθούν την πρακτική της Εκκλησίας (Αποτειχίσεις,
Διακοπή μνημονεύσεως) και επικεντρώνουν την συσπείρωση των πιστών στην
αγιότητα, στις αρετές.
Όταν η ατομική
βούληση ή άλλοι παράγοντες εμποδίζουν τις Πατερικές–Αγιογραφικές πρακτικές που
αναφέραμε, τότε η ταπείνωση δέχεται ως αδυναμία πνευματική την μη εφαρμογή τους
(οικονομία) αλλά δεν διατυπώνει θεωρίες «αλλότριες», τις οποίες «ου προσέταξε
Κύριος αυτοίς». Χωρίς δηλ. την ακρίβεια που εφαρμόζουν οι Αγιορείτες Πατέρες
και άλλοι αποτειχισμένοι Κληρικοί, μοναχοί και Λαϊκοί, δεν θα υπάρξει καθολική
ανατροπή της παναιρέσεως του οικουμενισμού. Όλες οι άλλες τακτικές ως «πυρ
αλλότριον», δεν αποτρέπουν αλλά εκτρέφουν την αίρεση. Ιδού η μόλυνση του πνευματικού
περιβάλλοντος της Εκκλησίας.
Το 10ο
Κεφάλαιο του Λευιτικού και συγκεκριμένα τα χωρία 1 ως 3, είναι σύγκραση δύο
συμπληρωματικών θέσεων–νοημάτων, ως προβολή της Θεϊκής Αλήθειας και του Θείου
θελήματος. Διαβάζουμε (πάλι): «Και είπε Μωϋσής προς Ααρών· τούτο εστιν, ό είπε
Κύριος λέγων· εν τοις εγγίζουσί μοι αγιασθήσομαι και εν πάση τη συναγωγή
δοξοσθήσομαι· και κατενύχθη Ααρών». Υπενθυμίζει ο Μωϋσής τα λόγια του Θεού
(Εξοδ. 19, 22) «και οι ιερείς οι εγγίζοντες Κυρίω τω Θεώ αγιασθήτωσαν, μήποτε
απαλλάξει απ’ αυτών Κύριος». Πρώτη δηλ. προϋπόθεση–αναγκαιότητα του αγιασμού η
αποφυγή «πυρός αλλοτρίου». Πράξη δηλ. που διασκελίζει την οριακή περιοχή του
θανάτου για να εισέλθει ο πιστός στην περιοχή της χάριτος και του αγιασμού.
Ο αγιασμός και η
καθολική υπακοή στο Νόμο του Θεού έχουν αιτιώδη αλληλουχία–σύνδεση, όπως
βλέπουμε στην συνάφεια των χωρίων (1) και (3) του 10ου Κεφ. του
Λευιτικού.
Οι Οικουμενικές
Σύνοδοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας που διατύπωσαν τους κανόνες της κανονικής
λειτουργίας της εκκλησιαστικής ζωής (ως άλλος Μωϋσής) επέχουν θέση εντολοδόχων
του Χριστού.
Αποτελούν το «οικείο
πυρ», που φωτίζει και αγιάζει τα βήματα του Εκκλησιαστικού Σώματος. Δια μέσου
αυτών είμαστε υποχρεωμένοι να αντιπαραθέσουμε (έναντι του οικουμενισμού) τη
σταθερότητά μας στην Ορθόδοξη αλήθεια.
Όσοι ποιμένες
αγωνίζονται Πατερικά, αυτών τους κόπους θα λάβει η Ορθοδοξία και ο λαός του
Θεού στο κατάλληλο χρονικό σημείο. Όπου υπάρχει αγωνιστική παρέκκλιση από την Πατερική
γραμμή, αυτή η παρέκκλιση λειτουργεί ως «αλλότριο πυρ». Είναι θα λέγαμε «κουβέντες», «μυρωδιά φαγητού»
και όχι το φαγητό που τρέφει το Εκκλησιαστικό Σώμα–πλήρωμα.
Αν το 10ο
Κεφ. του Λευιτικού δεν αφήνει περιθώρια λαθεμένης προσέγγισης του Θεού, το
χωρίο των παροιμιών (14,12) δεν αφήνει χώρο για διαφορετικές ερμηνείες της
Θεϊκής Αλήθειας, για λανθασμένες πίστεις. Διαβάζουμε: «Εστιν οδός, ή δοκεί παρά
ανθρώποις ορθή είναι, τα δε τελευταία αυτής έρχεται εις πυθμένα άδου».
Αναμφίβολα, δια του
στόματος του Επισκόπου εκφράζεται η πίστις και κηρύσσεται η αλήθεια της
Εκκλησίας, ως πυρ οικείο και αγιαστικό. Είναι Επίσκοπος, διότι επισκοπεί την
Εκκλησίαν και φυλάττει την Αλήθειαν του Θεού.
Αβίαστα προκύπτει ο
συλλογισμός: Εάν ο Επίσκοπος προσφέρει
«πυρ αλλότριο» δηλ. αίρεση, τότε είναι ποιμήν του ποιμνίου ή σημείο ενότητος
του Λαού του Θεού; Τότε
η συνεργασία όλων, κληρικών και λαϊκών, είναι θεολογικώς ορθή; Ασφαλώς όχι! Τότε, όλα συγχέονται.
Ιδού η μόλυνση της
αιρέσεως, που επιφέρει ρήγμα στην ένωση Θείου και ανθρωπίνου.
ΝΙΚΟΣ
Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ