ΙΕ΄ Μέρος
(Συνέχεια γιὰ τὴν Ἀποτείχιση
τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἐπὶ Βέκκου, τοῦ Ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου)
Στή
συνέχεια θά ἀναφερθῶ στό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης «Ἡ ἀποτείχισις τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων ἐπί
Πατριάρχου Ἰωάννου τοῦ Βέκκου». Στό σημεῖο αὐτό τῆς κριτικῆς μελέτης σας
προσπαθεῖτε νά δικαιολογήσετε καί νά ταυτίσετε, τήν τότε δημιουργηθεῖσα –μετά τό
σχίσμα– κατάστασι τῶν Ἑνωτικῶν καί Ἀνθενωτικῶν, μέ τήν σημερινή τῶν Οἰκουμενιστῶν
καί Ἀντιοικουμενιστῶν. Μάλιστα αὐτό τό ἀναφέρετε καθαρά στή σελ. 41 ὡς ἑξῆς: «Ἐντεῦθεν προέκυψε μία ἀένναη καί ἀκατάπαυστη
πάλη καί ἀνταγωνισμός μεταξύ τῶν δύο μερίδων, ἡ ὁποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Μόνο πού τούς τότε Λατινόφρονες ἔχουν ἀντικαταστήσει οἱ σημερινοί Οἰκουμενιστές».
Μέ
τήν θεωρία σας αὐτή, νομίζετε ὅτι εὔκολα θά δυνηθῆτε νά τοποθετήσετε καί νά
ταυτίσετε τούς σημερινούς ἀντιοικουμενιστές μέ τούς τότε Ὀρθοδόξους ἤ Ἀνθενωτικούς,
καί τούς τότε Ἑνωτικούς ἤ Λατινόφρονες μέ τούς σημερινούς Οἰκουμενιστές. Ὁ
σκοπός τῆς ταυτίσεως τῶν δύο αὐτῶν καταστάσεων εἶναι προφανής, ὅτι δηλαδή αὐτό
πού ἔπραττον τότε οἱ Ἀνθενωτικοί πράττουν καί τώρα οἱ ἀντιοικουμενιστές, μέ τό
νά ἐπικοινωνοῦν δηλαδή ἐκκλησιαστικά μέ τούς Οἰκουμενιστές. Τό ἀναφέρετε
μάλιστα κατωτέρω ὡς ἑξῆς: «Ἐκεῖνο πού
πρέπει νά τονιστῆ μετά ἀπό τήν σύντομη αὐτή εἰσαγωγή, εἶναι ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι
δέν διέκοπταν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες, (παρ' ὅλο πού αὐτοί
δέν εἶχαν ἀκραιφνῶς Ὀρθόδοξο φρόνημα), παρά μόνον ὅταν αὐτοί προχωροῦσαν, μετά ἀπό
διαλόγους καί συνοδικές διαδικασίες, σέ ἐπίσημη ἕνωση μέ τούς Παπικούς».
Ἡ
σύγκρισις ὅμως πατέρες, καί ταύτησις τῶν δύο αὐτῶν καταστάσεων εἶναι ἀνεπίτρεπτη
καί μάλιστα σέ ἀνθρώπους γνῶστες τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί θεολογικῶν πραγμάτων
καί ἀγωνιζομένους ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Αὐτά, βλέπομε νά τά πράττουν οἱ Οἰκουμενιστές
καί οἱ Παπικοί, προκειμένου νά δικαιολογήσουν τήν στάσι των καί νά ἀποκοιμίσουν,
ὅσους ἔχουν πνευματικές καί δογματικές ἀνησυχίες καί ἐνδιαφέροντα. Αὐτοί
λοιπόν, δέχονται ὅτι τό «Filioque»
ἐπιστεύετο στή Δύσι ἀπό τόν ΣΤ’ αἰῶνα, ὅτι ὑπῆρχε καί πρίν τό σχίσμα τό πρωτεῖο
ἐξουσίας τῆς Ρώμης, ὅτι ὑπῆρχαν καί τότε μετά τό σχίσμα στήν Ἀνατολή
Λατινόφρονες καί Ἑνωτικοί καί οἱ Ὀρθόδοξοι εἶχαν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί
των κλπ. Ἄρα λοιπόν πάλι, πατέρες, ὑποστηρίζετε αὐτά πού ὑποστηρίζουν οἱ Οἰκουμενιστές,
οἱ ὁποῖοι, ὡς αἱρετικοί, ἔχουν τούς λόγους των νά παίρνουν αὐτές τίς θέσεις.
Ἡ
οὐσιώδης διαφορά αὐτῶν τῶν δύο καταστάσεων, τῶν σημερινῶν δηλαδή Οἰκουμενιστῶν
καί τῶν τότε Ἑνωτικῶν ἤ Λατινοφρόνων εἶναι ὅτι τότε οἱ Ἑνωτικοί καί
Λατινόφρονες ἦσαν κυρίως οἱ πολιτικοί ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νά ἐπηρεάσουν
τούς ἐκκλησιαστικούς ἤ καί νά προσεταιρισθοῦν κάποιους ἀπό αὐτούς, οἱ ὁποῖοι
περιφέροντο στά ἀνάκτορα καί ἤθελαν νά τά ἔχουν καλά μέ τήν πολιτική ἐξουσία. Οἱ
ἐκκλησιαστικοί ὅμως ἄρχοντες καί ποιμένες, οἱ μοναχοί καί ἡ συντριπτική
πλειοψηφία τοῦ λαοῦ ἦσαν Ἀνθενωτικοί καί Ὀρθόδοξοι.
Σήμερα
συμβαίνει τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Οἱ ἐκκλησιαστικοί δηλαδή ἄρχοντες καί ποιμένες,
καί εἰδικά οἱ Πατριάρχες καί Ἀρχιεπίσκοποι, εἶναι οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές, οἱ
ὁποῖοι εἶναι ὄργανα καί ὑποχείρια καί τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων καί τῶν Παπικῶν
καί τῶν Μασόνων καί τῆς Ν. Ἐποχῆς, οἱ μοναχοί –καί δή οἱ Ἁγιορεῖτες–
συνοδοιποροῦν μαζί των, πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ὁ δέ λαός εἶναι ἤ πλήρως ἀδιάφορος
ἤ στήν καλύτερη περίπτωσι ἄγεται καί φέρεται ἀπό τούς πνευματικούς καί τίς ὀργανώσεις,
οἱ ὁποῖοι εἶναι ὑποτεταγμένοι στούς οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους.
Τότε
λοιπόν, πού οἱ Πατριάρχες καί οἱ