Κυριακή Δ΄ Ματθαίου: Λόγος εις τον εκατόνταρχον (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)
Η Ευαγγελική Περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Τω καιρώ εκείνω, εισελθόντι τω Ιησού εις Καπερναούμ, προσήλθεν αυτώ εκατόνταρχος, παρακαλών αυτόν και λέγων: «Κύριε, ο παίς μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος.» Και λέγει αυτώ ο Ιησούς: «εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν.» Και αποκριθείς ο εκατόνταρχος έφη: «Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης. Αλλά μόνον ειπέ λόγω, και ιαθήσεται ο παίς μου. Και γάρ εγώ άνθρωπός ειμι υπό εξουσίαν, έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι, και πορεύεται” και άλλω, έρχου, και έρχεται” και τω δούλω μου, ποίησον τούτο, και ποιεί.» Ακούσας δέ ο Ιησούς εθαύμασε και είπε τοις ακολουθούσιν: «αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον! Λέγω δέ υμίν, ότι πολλοί απο ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών, οι δέ υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον. Εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.» Και είπεν ο Ιησούς τω εκατοντάρχω: «ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι.» Και ιάθη ο παίς αυτού εν τη ώρα εκείνη.
Απόδοση:
Την εποχή εκείνη, καθώς μπήκε ο Ιησούς στην Καπερναούμ, τον
πλησίασε ένας εκατόνταρχος, που τον παρακάλεσε λέγοντας: «Κύριε, ο
δούλος μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι, παράλυτος, και υποφέρει φοβερά».
Και ο Ιησούς του λέει: «Εγώ θα έρθω και θα τον θεραπεύσω». Ο
εκατόνταρχος του αποκρίθηκε: «Κύριε, δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο
σπίτι μου· πες όμως μόνο ένα λόγο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου. Κι
εγώ είμαι άνθρωπος κάτω από εξουσία κι έχω στρατιώτες στη διοίκησή μου· λέω στον ένα “πήγαινε” και πηγαίνει, και στον άλλο “έλα” και έρχεται,
και στο δούλο μου “κάνε αυτό” και το κάνει». Όταν τον άκουσε ο Ιησούς,
θαύμασε κι είπε σ’ όσους τον ακολουθούσαν: «Σας βεβαιώνω πως τόση πίστη
ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δε βρήκα. Και σας λέω πως θα ‘ρθουν πολλοί
από ανατολή και δύση και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ
και τον Ιακώβ στο τραπέζι της βασιλείας των ουρανών, ενώ οι κληρονόμοι
της βασιλείας θα πεταχτούν έξω στο σκοτάδι· εκεί θα κλαίνε, και θα
τρίζουν τα δόντια τους». Ύστερα είπε στον εκατόνταρχο ο Ιησούς:
«Πήγαινε, κι ας γίνει αυτό που πίστεψες». Και γιατρεύτηκε ο δούλος
εκείνη την ώρα.
(Επιμέλεια κειμένων: Ιωάννης Τρίτος)
(Επιμέλεια κειμένων: Ιωάννης Τρίτος)
Ομιλία ΚΣΤ του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εις τον εκατόνταρχον
Σε όλο το Ευαγγέλιον του Χριστού βλέπει κανείς πόσον
αφωσιωμένος ήταν σ’ αυτόν ο λαός. Διότι και όταν ωμιλούσε, τον ήκουαν
σιωπηλοί, χωρίς να παρεμβαίνουν ούτε να διακόπτουν την συνέχεια του
λόγου του, ούτε προσπαθούσαν να εύρουν αφορμή για να τον κατηγορήσουν
όπως οι Φαρισαίοι· και μετά την διδασκαλία τον ακολουθούσαν πάλι με
θαυμασμό. Συ όμως πρόσεξε, παρακαλώ, την σύνεσι του Κυρίου, πώς
οικονομεί ποικιλοτρόπως την ωφέλεια των παρόντων, μεταβαίνοντας από τα
θαύματα στους λόγους και πάλιν ερχόμενος από τους λόγους τής διδασκαλίας
στα θαύματα. Διότι και πριν ανεβή στο όρος εθεράπευσε πολλούς,
προετοιμάζοντας το έδαφος για όσα θα έλεγε και μετά από την ολοκλήρωσι
της μακράς αυτής επί του όρους διδασκαλίας, πάλιν έρχεται σε θαύματα,
επιβεβαιώνοντας τους λόγους με τα έργα του. Και επειδή εδίδασκεν «ως
έχων εξουσίαν», για να μη νομισθή ο τρόπος τής διδασκαλίας του
κομπασμός και αυθάδεια, κάνει το ίδιο και με τα έργα: θεραπεύει «ως
εξουσίαν έχων», για να μη θορυβούνται βλέποντάς τον να διδάσκη με αυτόν
τον τρόπον, αφού με τον ίδιο τρόπον έκαμε και τα θαύματα.
Όταν λοιπόν κατέβη από το όρος, τότε προσήλθεν ο λεπρός, ενώ αυτός ο
εκατόνταρχος μετά από λίγο, μόλις εισήλθε στην Καπερναούμ. Για ποιόν
λόγον όμως ούτε αυτός, ούτε εκείνος ανέβησαν στο όρος; Όχι από ραθυμία,
διότι και των δύο η πίστις ήταν θερμή, αλλά για να μη διακόψουν την
διδασκαλία. Όταν δε προσήλθε, λέγει: «ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος».
Μερικοί, λοιπόν, λέγουν ότι απολογούμενος ανέφερε την αιτία για την
οποία δεν τον έφερε μαζί του. Διότι δεν ήταν δυνατόν, λέγει, να τον
μεταφέρη σηκωτόν, ενώ ήταν παράλυτος και υπέφερε ευρισκόμενος στις
τελευταίες αναπνοές του. Για το ότι ήταν ετοιμοθάνατος, λέγει ο Λουκάς,
«έμελλε τελευτάν». Εγώ όμως βλέπω ότι αυτό είναι απόδειξις της μεγάλης του πίστεως,
η οποία ήταν πολύ μεγαλυτέρα από εκείνων που κατέβασαν τον άλλο
παραλυτικόν από την στέγη. Διότι, γνωρίζοντας σαφώς ότι και μόνη η
προσταγή του αρκεί για να εγερθή ο κατάκοιτος, εθεώρησε περιττό να τον
μεταφέρη εκεί.
Τί έκαμε λοιπόν ο Ιησούς; Αυτό που σε καμμία προηγουμένη περίπτωσι δεν είχε κάμει.
Ενώ δηλαδή παντού ακολουθούσε την προαίρεσι αυτών που τον ικέτευαν, εδώ
σπεύδει, και δεν υπόσχεται μόνο να τον θεραπεύση, αλλά και να μεταβή
στην οικία. Και το πράττει αυτό για να μάθωμε την αρετήν τού εκατοντάρχου.
Διότι, εάν δεν είχε δώσει, αυτήν την υπόσχεσι, αλλά έλεγε πήγαινε, ο
δούλος σου θα θεραπευθή, τίποτε από αυτά δεν θα εγνωρίζαμε.