«Πλὴν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει
τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;» (Λουκ. 18, 8)
Ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀσπίδα μας (Ἐφ. 6, 16), εἶναι ἡ βασικὴ προϋπόθεση καὶ ἡ μία ὁδὸς τῆς σωτηρίας μας. Διότι ὅπως λέει ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του: «καθὼς γέγραπται· ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται... δικαιοσύνη δὲ Θεοῦ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἰς πάντας καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς πιστεύοντας·... λέγομεν γὰρ ὅτι ἐλογίσθη τῷ ᾿Αβραὰμ ἡ πίστις εἰς δικαιοσύνην». Ἡ θεμελιακὴ σημασία της φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος ρωτοῦσε τοὺς ἀνθρώπους πρὶν τοὺς θεραπεύσει ἂν πιστεύουν. Ἀκολούθως ἡ πίστη εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς συνειδητῆς ὑπακοῆς, συμπόρευσης καὶ συνεργείας τοῦ ἀνθρώπου στὸ σωτηριολογικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίζει τὸν Τριαδικὸ Θεὸ ὡς μόνον Θεό, τὶς ἐντολές Του ὡς ἀπαράβατες προϋποθέσεις σωτηρίας, Τὸν ἐπικαλεῖται καὶ Τὸν ἀκολουθεῖ ἀνεξαρτήτως κόστους ἢ ἐπιπτώσεων.
Μὲ τὴν πίστη ἀνακαλύπτει ὁ ἄνθρωπος τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ὑπάρξεώς του καὶ διακρίνει τὸν πραγματικὸ σκοπό της· μὲ τὴν πίστη ἀποφεύγει ὁ ἄνθρωπος τὶς πλᾶνες καὶ τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματά τους. Λέγοντας πίστη δὲν ἐννοοῦμε τὴν ἀποδοχὴ κάποιων θρησκευτικῶν καὶ ἠθικῶν ἀληθειῶν ἀλλὰ τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Τριαδικὸ Θεό, στὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὴ σάρκωση, τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση του Κυρίου. Οἱ Ἅγιοι, τοὺς ὁποίους τιμοῦμε καὶ καλούμαστε νὰ μιμηθοῦμε, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό, ὄχι μόνο πιστεύοντας σ’ Αὐτὸν ἀλλὰ καὶ τηρώντας τὶς ἐντολές Του καὶ θυσιάζοντας μὲ χαρὰ ἀκόμα καὶ τὴ ζωή τους: «Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιππ. 1, 21). Πίστη καὶ τήρηση τῶν Ἐντολῶν, εἶναι ἀλληλοπεριχωρούμενα πράγματα. Ἡ τήρηση τῶν Ἐντολῶν αὐξάνει τὴν πίστη καὶ ἡ πίστη εἶναι βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῆς θελήσεως, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ τηρήσει τὶς θεῖες Ἐντολὲς καὶ μέσῳ τῶν Ἐντολῶν νὰ ἔχει, κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο, μέσα του τὸν Θεῖο Λόγο «ταῖς Ἐντολαῖς σωματούμενον». Ἄνευ τῆς τήρησης τῶν Ἐντολῶν Του ἡ πίστη μας εἶναι νεκρή (Ἰακ. 2, 20). Λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «ἡ πίστη τελειοῦται, ὅταν τηροῦμε μὲ εὐσέβεια τοὺς νόμους τοῦ Χριστοῦ καὶ πράττουμε τὶς Ἐντολὲς Αὐτοῦ ποὺ μᾶς ἀνακαίνισε» (Ἔκθεσις ἀκριβής, 4,1).
Καὶ ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (Ὑπόμνημα εἰς τὰς Ἐπιστολάς) γράφει: «Μέγα μὲν ἡ πίστις… ἀλλ’ οὐκ ἀρκεῖ καθ’ ἑαυτήν…, ἀλλὰ δεῖ καὶ πολιτείας ὀρθῆς… Ὥστε διὰ τοῦτο καὶ ὁ Παῦλος… παραινεῖ λέγων· Σπουδάσωμεν εἰσελθεῖν εἰς τὴν κατάπαυσιν ἐκείνην· σπουδάσωμεν, φησίν, ὡς οὐκ ἀρκούσης τῆς πίστεως, ἀλλ’ ὀφείλοντος προτεθῆναι καὶ τοῦ βίου, καὶ πολλὴν τὴν σπουδὴν γίνεσθαι. Δεῖ γὰρ ὄντως καὶ πολλῆς σπουδῆς ὥστε εἰσελθεῖν εἰς τὸν οὐρανόν».
Ὁ προφητάναξ Δαυίδ μᾶς δίδαξε, ὅτι ἡ πίστη εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς κάνει νὰ ὁμολογοῦμε τὸν Χριστὸ «ἐπίστευσα διὸ ἐλάλησα» (115, 10) καὶ ἡ τήρηση τῶν Ἐντολῶν Του μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὴν ντροπὴ ἀπέναντι στὸν Θεὸ «τότε οὐ μὴ αἰσχυνθῶ ἐν τῷ με ἐπιβλέπειν ἐπὶ πάσας τὰς Ἐντολάς σου» (118, 8).
Γιὰ τὸν ὀρθόδοξο πιστὸ οἱ Ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν δικανικὸ χαρακτῆρα, ὅπως στὸν Παπισμό, ἀλλὰ λειτουργοῦν ὡς ἀσφαλιστικὲς δικλεῖδες, ποὺ κρατοῦν τὸν ἄνθρωπο μακρυὰ ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη. Ὁ Θεὸς ἔδωσε τὶς Ἐντολές Του ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ ὁ ἄνθρωπος τὶς τηρεῖ ἀπὸ ἀγάπη καὶ πίστη στὸν Θεό. Φυλάττοντας ὁ ἄνθρωπος τὶς Ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ λόγῳ πίστεως, φυλάει τὸν ἑαυτό του. «φύλαττε τὰς Ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, μᾶλλον δὲ σεαυτὸν διὰ τῶν Ἐντολῶν φύλαττε» (Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Ἠθικά, 2, 7, 277).
Ἀκόμα, πιστεύοντας στὸν ἐνανθρωπίσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάττοντας τὶς ἐντολές του, γινόμαστε ὑπερασπιστὲς τῆς Ἀλήθειας. Τότε μόνο ἡ ζωή μας ἀληθεύει ἐν Χριστῷ. Ὁ ἀείμνηστος Ἰ. Κορναράκης ἔγραψε σὲ μία ἐπιστολή του: «Τὸ βασικὸ πρόβλημα τῆς ὑπάρξέως μας εἶναι σὲ ποιό μέτρο ἀληθεύει ἡ ζωή μας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ὁ Χριστός, ἡ κατ' ἐξοχήν ἀνυπέρβατη ἀλήθεια, μᾶς ὑποχρεώνει, ἐφ' ὅσον θέλουμε «ὀπίσω αὐτῆς περιπατεῖν», νὰ ἀληθεύουμε ἐν παντί. Ὅταν δὲν τὸ κάνουμε, «παίζουμε ἐν οὐ παικτοῖς», στὸ τραπέζι τῶν εὐαγγελικῶν ἀληθειῶν».
Ὡς ἐκ τούτου ἡ τήρηση αὐτὴ τῶν Ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτομάτως τῆς πίστεως σημαίνει γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἕναν συνεχὴ πόλεμο, μία ἀδιάκοπη μάχη μὲ τὰ πάθη του καὶ μὲ τὸν Διάβολο, ποὺ θέλει νὰ μᾶς σπρώξει, μὲ ἢ χωρὶς τὴν θέλησή μας, στὴν μὴ τήρηση –καὶ ἀκόμα χειρότερα– στὴν κατάργηση τῶν ἐντολῶν αὐτῶν: «Διότι δὲν πράττω αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἐσωτερικῶς θέλω, ἀλλὰ κάνω ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μισῶ... Τώρα δὲ δὲν πράττω ἐγὼ τὸ κακόν, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία κατοικεῖ μέσα μου καὶ μὲ ἐξουσιάζει. Διότι δὲν πράττω τὸ ἀγαθόν, τὸ ὁποῖον ἐσωτερικῶς μὲ ὅλην μου τὴν θέλησιν ἐπιθυμῶ, ἀλλὰ τὸ κακόν, ποὺ δὲν θέλω, αὐτό πράττω» (Ρωμ. 7, 15- 19).
Σ’ αὐτὸν τὸν πόλεμο μᾶς σώζει μόνο ἡ ταπείνωση, ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀδυναμίας μας καὶ ἡ πίστη στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος πιστεύοντας ὁμολογεῖ τότε τὴν ἀδυναμία του «ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» γιὰ νὰ σωθεῖ διὰ τῆς πίστεως. Ἀντιθέτως ἂν δὲν κατέχουμε τὰ παραπάνω καὶ πιστεύουμε περισσότερο στὶς δυνατότητές μας ἀπ’ ὅ,τι στὸν Θεό, τότε ἡ πίστη μας νοσεῖ (Ἰσσὰκ ὁ Σύρος, Λόγος 12, 16), καταλήγει σὲ ἀπιστία καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀναίρεση τῶν Ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν κατάργησή τους.
Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὁ ἄνθρωπος δὲν βρίσκεται πιὰ στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας ἀλλὰ στὸν κατήφορο τῆς ἀπωλείας. Βυθίζεται ὅπως ὁ Πέτρος στὴν θάλασσα τῆς ἀπιστίας του (Ματθ. 14, 28) καὶ ἀντὶ νὰ συνεργεῖ, ἀντιμάχεται τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Πολλὲς εἶναι οἱ αἰτίες ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀποφεύγουν, παρερμηνεύουν, διαστρέφουν τὶς θεῖες Ἐντολὲς καί, βέβαια, τὴν παραδοθεῖσα Πίστη, καὶ δημιουργοῦν -σὲ ἀντικατάσταση αὐτῶν τῶν Ἐντολῶν- ἄλλες διαφοροποιημένες ἢ καὶ ἀντίθετες ἀπ’ ἐκεῖνες ποὺ ἔδωσε ὁ Θεός. Δηλαδὴ δημιουργοῦν τὶς αἱρέσεις. Βασικὲς αἰτίες εἶναι ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ τὰ πάθη, δηλαδὴ ἡ παραθεώρηση, ἡ ἄρνηση τῶν Ἐντολῶν. Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος συνειδησιακά γνωρίζει τὴν πτώση του καὶ ποιόν ἀρνεῖται, δημιουργεῖ μὲ τὴν αἵρεση, μία «νέα πίστη», προσαρμοσμένη στὶς ἐπιθυμίες του, ἑλκυστικὴ στὴν ἐπιφάνεια μὰ σάπια στὴν οὐσία της, διαστρεβλωμένη, ψευδή, καταστροφικὴ γιὰ τὸν ἴδιο καὶ τοὺς συνανθρώπους του.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τῶν οἰκουμενιστῶν (ποὺ δυστυχῶς, κοινωνοῦντες μαζί τους, τὴν προσεταιρίζονται, ἢ τὴν προσλαμβάνουν, τὴν ἀποδέχονται καὶ οἱ ὀρθόδοξοι ποιμένες καὶ πιστοί). Μία πίστη ποὺ δὲν ὁδηγεῖ στὴν Ζωὴ ἀλλὰ στὸν πνευματικὸ θάνατο. Οἱ Οἰκουμενιστὲς εἶναι σὰν τὸν ἐπίσκοπο τῶν Σάρδεων (Ἀποκ. 3, 1) σωματικὰ μὲν ζωντανοί, ἀλλὰ πνευματικὰ νεκροί. Νοσοῦντες τῇ πίστει (δηλ. ἀπιστοῦντες ἀπέναντι στὸν Θεό), δημιούργησαν μία νέα πίστη, τὸν Οἰκουμενισμό. Οἱ Οἰκουμενιστὲς διαστρέφοντας τὴν πίστη, ὁμοιάζουν μὲ αὐτούς, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «καθὼς δὲν ἔκριναν καλὸν καὶ δὲν θέλησαν νὰ κατέχουν τὴν ἀληθῆ καὶ σοφῆ γνώση περὶ τοῦ Θεοῦ, παρεχώρησεν ὁ Θεὸς νὰ παραδοθοῦν καὶ ὑποδουλωθοῦν εἰς νοῦν ἀνίκανον νὰ διακρίνη τὸ ὀρθόν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διαπράττουν αὐτὰ τὰ ἀπρεπῆ καὶ ἐπαίσχυντα. Καὶ ἔτσι γέμισαν καὶ διεποτίσθησαν, κατὰ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα, ἀπὸ κάθε ἀδικίαν, πορνείαν, πονηρίαν, πλεονεξίαν, κακίαν· ἐγέμισαν ἀπὸ φθόνον, φόνον, φιλόνικη διάθεση, δολιότητα καὶ κάθε κακοήθειαν. Ἔγιναν κρυφοὶ κατήγοροι σιγοψιθυρίζοντες μεταξύ των εἰς βάρος τῶν ἄλλων, θρασεῖς συκοφάντες τῶν ἀπόντων, γεμάτοι μῖσος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὑβριστές, φαντασμένοι καὶ κομπαστές, ἐπιδειξιομανεῖς, ἐπινοητὲς κακῶν εἰς βάρος τῶν ἄλλων, ἀσεβεῖς καὶ ἀνυπάκοοι ἀπέναντι τῶν γονέων· ἄνθρωποι χωρὶς σύνεση, ποὺ χωρὶς ντροπὴ καταπατοῦν τὸν λόγον τους καὶ τὶς συμφωνίες ποὺ ἔχουν κάνει, ἄστοργοι ἀπέναντι τῶν οἰκείων τους, ἀδιάλλακτοι καὶ μνησίκακοι, σκληροὶ καὶ ἀνάλγητοι στὴν ξένη δυστυχία. Αὐτοί, μολονότι γνώρισαν καλὰ τὸ θέλημα καὶ τὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ, ὅτι δηλαδὴ ὅσοι διαπράττουν τέτοια πονηρὰ ἔργα εἶναι ἄξιοι θανάτου (σημ. ψυχικοῦ), ὄχι μόνον πράττουν αὐτά, ἀλλὰ ἀπὸ ψυχικὴ πώρωση καὶ κακότητα ἐπιδοκιμάζουν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ καὶ ἐκείνους ποὺ τὰ πράττουν» (Ρωμ. 1, 28-32).
Δημιούργησαν ἕνα «νέο σύμβολο τῆς πίστεως» (https://paterikiparadosi.blogspot.de/2017/07/blog-post_71.html) καταργώντας τὸ ἕνα Σύμβολο τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Δημιούργησαν «νέους Κανόνες», καταργώντας τοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὀνομάζοντάς τους «τείχη τοῦ αἴσχους» (http://aktines.blogspot.de/2016/12/blog-post_851.html).
Δημιούργησαν «νέου τύπου Ἁγίους», ὅπως ὁ Φραγκίσκος τῆς Ἀσίζης (http://www.amen.gr/article/oi-agioi-modestos-kai-fragkiskos-prostates-twn-zwwn), καταργώντας τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας ὡς «ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχέκακου ὄφεως» (http://www.impantokratoros.gr/5B7D31CF.el.aspx).
Δημιούργησαν μία «νέα Ἐκκλησιολογία» (Π.Σ.Ε.) καταργώντας τὴν Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.
Δημιούργησαν μία «νέα θεολογία» (μεταπατερική, βαπτισματική, περὶ διηρημένης Ἐκκλησίας, περὶ πρωτείου, ἐπισκοποκρατία κλπ.), καταργώντας τὴν ὀρθόδοξη θεολογία τῶν Πατέρων.
Δημιούργησαν μία «νέα εὐσέβεια» (γεροντισμός, ἐκκοσμίκευση, νεοσχολαστικισμός, ὀνοματοκρυπτισμός, κλπ.) καταργώντας τὸ ὀρθόδοξο ἦθος.
Δημιούργησαν ἕναν «νέο Ἐπίσκοπο-Δεσπότη», καταργώντας τὸν Ἐπίσκοπο-Ποιμένα.
Δημιούργησαν ἕνα «νέο συνοδικὸ σύστημα» τῆς ψήφου μόνο τῶν προκαθημένων, τῶν αἱρετικῶν παρατηρητῶν, τῶν μπράβων, τῶν συναυλιῶν, τῶν ἐκλεκτῶν ἐδεσμάτων (Κολυμπάρι), καταργώντας τὸν ὁμολογιακὸ χαρακτῆρα τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων.
Δημιούργησαν τὶς συζητήσεις τῶν συνεδρίων, τῶν σαλονιῶν καὶ τοῦ ἐκλεκτισμοῦ καταργώντας τὸ κήρυγμα, τὴν κατήχηση καὶ τὸν σεβασμὸ ἀκόμα καὶ στὸν μικρότερο τοῦ ποιμνίου.
Ἐμεῖς καλούμαστε νὰ διαλέξουμε: θὰ τοὺς ἀκολουθήσουμε ἢ θὰ ἀκολουθήσουμε μιμούμενοι τὸν Παῦλο, ποὺ μᾶς προειδοποίησε καὶ μᾶς δίδαξε: «ἔσται γὰρ καιρὸς ὅτε τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας οὐκ ἀνέξονται, ἀλλὰ κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τὰς ἰδίας ἑαυτοῖς ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους κνηθόμενοι τὴν ἀκοήν, καὶ ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας τὴν ἀκοὴν ἀποστρέψουσιν, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους ἐκτραπήσονται. σὺ δὲ νῆφε ἐν πᾶσι, κακοπάθησον, ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον...»; Ἂν ἀκολουθήσουμε τὸν Παῦλο, ἴσως κάποτε νὰ μπορέσουμε νὰ ποῦμε καυχώμενοι ἐν Κυρίῳ «τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα» (Β Τιμ. 4, 3-7).
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου