Περὶ τῆς παρρησίας τοῦ ἁγίου Ἀμφιλοχίου
πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο
Οἱ Ὀρθόδοξοι, μὲ τὴν ἄνοδο στὸν θρόνο τῆς Κων/πόλεως
τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου, ὁ ὁποῖος μετεστράφη σὲ Ὀρθόδοξο μὲ θαυμαστὸ τρόπο
«καὶ τὰ ἐν Νικαίᾳ δόξαντα ὑπερφυῶς ἔστεργε» (P.G. 146,
764ΑΒ), βρῆκαν
στὸ πρόσωπό του ἕνα σύμμαχο, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἐπιστραφοῦν στοὺς Ὀρθοδόξους
οἱ Ναοὶ ποὺ κατεῖχαν οἱ αἱρετικοί. Οἱ Ἀρειανοὶ ὅμως καὶ ὁ Εὐνόμιος, δὲν ἔπαυσαν
νὰ ψάχνουν τρόπους, ὥστε νὰ ἐπηρεάσουν μὲ τοὺς ἀνθρώπους τους τὸν αὐτοκράτορα, ὅπως
εἶχαν κάνει στὸ παρελθὸν μὲ τὸν ἀρειανόφρονα αὐτοκράτορα Κωνστάντιο.
Καὶ ἐνῶ ἔτσι εἶχε ἡ κατάσταση καὶ οἱ Ἀρειανοὶ ἐνέτειναν
τὶς προσπάθειές τους, ἡ φήμη δὲ τοῦ αἱρετικοῦ Εὐνομίου ἐξαπλώνετο, ὁ ἐπίσκοπος Ἀμφιλόχιος
(ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας) ἐπισκέφτηκε τὸν αὐτοκράτορα
καὶ τὸν ἱκέτευσε νὰ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὶς πόλεις τὶς ἐκκλησιαστικὲς ὁμάδες τῶν Ἀρειανῶν
(«τοὺς τῶν Ἀρειανῶν συλλόγους τῶν πόλεων ἐξελαύνεσθαι») (P.G. 146, 772Α). Ὁ αὐτοκράτορας ὅμως, θεώρησε σκληρὸ τὸ αἴτημα τοῦ ἐπισκόπου καὶ δὲν τὸ
πραγματοποίησε. Καὶ ὁ σοφὸς Ἀμφιλόχιος, ὁ «περὶ τὰ θεῖα νοῦν ἔχων» (καὶ γνωρίζοντας τὸ μεγάλο κακὸ ποὺ ἐπιφέρουν οἱ αἱρετικοὶ ὄχι μόνο στὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ στὴν κοινωνία), τότε μὲν
δὲν ἐπέμενε καὶ σιώπησε, συνέλαβε ὅμως στὸ μυαλό του ἕνα δεύτερο σχέδιο, ὥστε μὲ ἄλλο τρόπο νὰ ἐπιτύχει τὸ σκοπό του.
Μετὰ ἀπὸ λίγο, λοιπόν, ὅταν ὁ Ἀμφιλόχιος μαζὶ μὲ ἄλλους Ἐπισκόπους
ἐπισκέφτηκε τὸ παλάτι, τὸν μὲν αὐτοκράτορα (ὅπως συνηθιζόταν) «ἠσπάσατο εὐσεβῶς
καὶ ἠπίως μάλα», στὸ βασιλόπουλο, ὅμως, Ἀρκάδιο, δὲν ἀπέδωσε τὴν προσήκουσα
τιμή. Ἀλλὰ περνώντας ἀπὸ μπροστά του, σὰν νὰ ἀπευθυνόταν σὲ μικρὸ παιδί, καὶ
κουνώντας τὸ χέρι μπροστά του, «γειάσου –τοῦ εἶπε– κι ἐσύ,
παιδί».
Κι ὁ βασιλιᾶς ποὺ προσβλήθηκε ἀπὸ τὸν τρόπο αὐτὸ τοῦ
Ἐπισκόπου, παρενέβη, καὶ τὸν παρατήρησε, καὶ τοῦ ἔλεγε πῶς ἁρμόζει νὰ φέρεται σ’ ἕνα
βασιλόπουλο.
Καὶ ὁ ἐπίσκοπος Ἀμφιλόχιος ἀποκρίθηκε πὼς εἶναι ἀρκετὸ γιὰ ἕνα παιδί, κι μόνο τὸ ὅτι τοῦ ἔδωσε σημασία καὶ τοῦ φέρθηκε μ' αὐτὸ τὸν τρόπο.
Τότε ὁ Θεοδόσιος μὲ ὀργὴ καὶ ἀγανάκτηση, ἐπειδὴ θεώρησε ὅτι ὑβρίστηκε τὸ βασιλόπουλο, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ «πετάξουν» ἔξω ἀπὸ τὸ παλάτι τὸν Ἀμφιλόχιο.
Καὶ ὁ Ἀμφιλόχιος, ἂν καὶ τὸν ἔσπρωχναν γιὰ νὰ τὸν
βγάλουν ἔξω, στράφηκε πρὸς τὸν βασιλιᾶ καὶ τοῦ ἀποκάλυψε τὸν λόγο γιὰ τὸν
ὁποῖον -ἀπὸ σκοποῦ- φέρθηκε ἔτσι στὸ βασιλόπουλο.
«Βλέπεις, βασιλιᾶ, ὅτι ἐσὺ δὲν ἀντέχεις καὶ θεώρησες προσβολὴ
γιὰ τὸν γιό σου τὴν συμπεριφορά μου αὐτή, καὶ στενοχωρεῖσαι πικρῶς κι ἀγανακτεῖς γι’ αὐτὰ ποὺ εἶπα. Κατὰ τὸν
ἴδιο τρόπο πρέπει νὰ σκεφθεὶς ὅτι στενοχωρεῖται καὶ ὁ οὐράνιος βασιλιᾶς καὶ
Πατέρας Θεὸς γιὰ τὴν προσβολὴ τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν πρὸς τὸν Υἱό Του, ἀφοῦ αὐτοί, δὲν ἀποδίδουν τὴν ἴδια-ἴση τιμὴ στὸν Ἰησοῦ Χριστό, μὲ ἐκείνη ποὺ ἀποδίδουν
στὸν Πατέρα Του, ἀλλὰ τολμοῦν νὰ λένε ὅτι εἶναι ἄνισος καὶ πολὺ κατώτερος ἀπὸ τὸν
Πατέρα!
Μετὰ ἀπ’ αὐτὰ ὁ βασιλιᾶς ἀντελήφθη τὸν λόγο γιὰ τὸν
ὁποῖο ὁ Ἐπίσκοπος φέρθηκε καὶ μίλησε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο στὸν γιό του καὶ τὸν θαύμασε,
κι ἀμέσως διέταξε νὰ φέρουν μέσα τὸν κακῶς ἐκβαλλόμενο Ἀμφιλόχιο. Καὶ ἀφοῦ
ἔπεσε στὰ πόδια του, ζητοῦσε συγγνώμη.
Καὶ στὴ συνέχεια ἐκδίωκε, ὅσους δὲν ἐδέχοντο τὴν ὀρθόδοξη
πίστη ποὺ θεσμοθετήθηκε στὴν σύνοδο τῆς Νικαίας. Κι ἔτσι, ἀφοῦ ἐκδιώχτηκαν οἱ Ἀρειανοὶ
καὶ οἱ Εὐνομιανοί, «οἱ τῆς ὁμοουσίου πίστεως τῶν ἐκκλησιῶν κατεκράτησαν» (P.G. 146, 772ΒD).
[Νικηφόρου Καλλίστου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία]