ΑΠΑΝΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
Ι.
ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ π. ΕΥΘΥΜΙΟ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ
Β΄ Μέρος
Στή συνέχεια θά ἀναφερθῶ καί στό κύριο
μέρος τῆς κριτικῆς σας μελέτης. Ἐδῶ ἔχω, πατέρες, νά σᾶς ἐπισημάνω ἀδελφικά ἕνα
μεγάλο ἑρμηνευτικό λάθος, τό ὁποῖο θέλω νά πιστεύω ὅτι ἐκάνατε ἠθελημένα, ἐπειδή
δηλαδή σᾶς ἐξυπηρετοῦσε στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος τήν ὁποία
καινοτομώντας θέλετε νά ἐπιβάλλετε. Διότι, ἄν τό ἐκάνατε τό ἑρμηνευτικό αὐτό
λάθος χωρίς νά τό γνωρίζετε, τότε λυπᾶμαι ὅλους ἐκείνους πού θά στηριχθοῦν ἐπάνω
σας, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι εἶστε ὑπεύθυνοι στό ἐπί τῶν αἱρέσεων γραφεῖο τῆς
Μητροπόλεως Πειραιῶς. Τό λάθος αὐτό εἶναι ἡ ἑρμηνεία πού
δίδετε στό πατερικό λόγιο «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις
Πατράσι». Γράφετε λοιπόν στήν σελίδα
3 τά ἑξῆς:
«Πολύ
σοφά ἐδῶ, οἱ ἅγιοι Πατέρες πού συνέγραψαν αὐτόν τόν κανόνα θέτουν ὡς ἀσφαλιστική
δικλεῖδα τήν κατάγνωση ἀπό Σύνοδο ἤ ἀπό Ἁγίους Πατέρες. Καί τοῦτο διότι μᾶς ὑποχρεώνει
νά βαδίσουμε “ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι”, ἀκολουθοῦντες καί ὄχι
προπορευόμενοι τῶν Ἁγίων Πατέρων καί προαρπάζοντες τήν κρίση αὐτῶν σχετικά μέ
τήν αἵρεση. Μᾶς ὑποχρεώνει μέ ἄλλα λόγια νά στηριχθοῦμε στήν διάγνωση, πού ἐκεῖνοι
ἔκαμαν, μέ τήν δύναμη καί τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς πρός τήν ἐν λόγῳ αἵρεση».
Τό ἑρμηνευτικό σας λάθος, πατέρες, ἐντοπίζεται
εἰς τό ὅτι διαστρέφετε τήν ἔννοια τοῦ πατερικοῦ αὐτοῦ λογίου καί δίδετε τήν ἑρμηνεία
ὅτι πρέπει νά ὑπάρχουν οἱ ἅγιοι Πατέρες στήν ἐποχή μας, οἱ ὁποῖοι θά
καταδικάσουν τήν αἵρεσι καί ἐμεῖς νά τούς ἀκολουθήσωμε γιά νά μήν «προαρπάσωμε τήν κρίσι αὐτῶν σχετικά μέ τήν
αἵρεσι». Ὡς ἐκ τούτου, μή ὑπαρχόντων τῶν Πατέρων αὐτῶν, ἐμεῖς παραμένουμε
μέσα στήν αἵρεσι, ἀκολουθοῦμε κατά πόδας τούς αἱρετικούς, τούς ἀναγνωρίζομε ὡς
ποιμένες εἰς τύπον Χριστοῦ κλπ.
Τό «ἑπόμενοι
τοῖς ἁγίοις Πατράσι», ὅμως, δέν ἔχει αὐτήν τήν ἔννοια, ἀλλά σημαίνει πώς πρέπει νά πράξωμε καί ἐμεῖς αὐτά τά ὁποῖα ἔπραξαν ἐκεῖνοι.
Δηλαδή οἱ Πατέρες τῆς κάθε ἐποχῆς «ἑπόμενοι
τοῖς ἁγίοις Πατράσι» κατεδίκασαν τίς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς των. Ὡς ἐκ τούτου
δέ καί ἐμεῖς «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις
Πατράσι» καταδικάζομε τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας. Ἄν δέ τήν καταδικάσωμε δέν
ἀκολουθοῦμε τά ἴχνη τῶν Ἁγίων. Δι’ αὐτό καί τό «Μέγα λεξικό τῆς Ἑλληνικῆς
γλώσσης» ἔχει στήν λέξι «ἕπομαι» καί τίς
ἔννοιες «συνακολουθῶ, ἀκολουθῶ ἐπί τά ἴχνη τινός, συμφωνῶ κλπ».
Ἐπίσης τό «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» ἔχει καί τήν ἔννοια τοῦ ἀποδέχομαι ὅσα
ἐκεῖνοι ἐθέσπισαν. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἔχει διατυπωθῆ ὁ Α’ Κανόνας τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, ὁ ὁποῖος λέγει: «ἀσπασίως τοὺς
θείους κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον
κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν ἁγίων σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος, τῶν
πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἕξ ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων, καὶ τῶν τοπικῶς
συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· Ἐξ
ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα. Καὶ
οὓς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι, καὶ ἡμεῖς ἀναθεματίζομεν· οὓς δέ τῇ
καθαιρέσει, καὶ ἡμεῖς καθαιροῦμεν· οὓς δὲ τῷ ἀφορισμῷ, καὶ ἡμεῖς ἀφορίζομεν· οὓς
δὲ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι, καὶ ἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν».
Δηλαδή ἐδῶ οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς
«ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» ἀποδέχονται
ὅσα ἐκεῖνοι ἐθέσπισαν. Ἀπό αὐτό γίνεται κατανοητό ὅτι ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας
πού ἦρε τά ἀναθέματα κατά τῶν Παπικῶν δέν ἦτο «ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις Πατράσι», ἀλλά τοῖς αἱρετικοῖς. Τό ἴδιο καί ὁ
νῦν Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον ἀνεγνώρισε ὅσα ὁ Ἀθηναγόρας ἔπραξε,
ἀλλά ἐπιπλέον ἀπεκάλεσε τούς Πατέρες αὐτούς «θύματα
τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως», οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται στήν κρίσι τοῦ Θεοῦ, δι’ αὐτό
καί ἐμεῖς πρέπει νά προσευχώμεθα γιά τήν συγχώρησί των!
Τό «ἑπόμενοι
τοῖς ἁγίοις Πατράσι» λοιπόν ἔχει τήν ἔννοια ὅτι καί ἐμεῖς βαδίζομε στά ἴχνη
των καί δέν μένομε ἀδρανεῖς, ἀκολουθώντας τούς αἱρετικούς καί συναγελαζόμενοι
μέ αὐτούς, περιμένοντας –σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία σας πατέρες– νά ἐμφανισθοῦν
κάποιοι ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι νά καταδικάσουν καί μάλιστα συνοδικῶς τήν αἵρεσι
καί ἐμεῖς νά τούς ἀκολουθήσωμε.
Aὐτό
τό ἴδιο τό βλέπομε στόν ὅρο πίστεως τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος
μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρει: «Ἑπομένη τε ταῖς
τε ἁγίαις καί οἰκουμενικαῖς πέντε Συνόδοις καί τοῖς ἁγίοις καί ἐγκρίτοις
Πατράσι καί συμφώνως ὁρίζουσα, ὁμολογεῖ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τόν ἀληθινόν
Θεόν ἡμῶν, τόν ἕνα τῆς ἁγίας, ὁμοουσίου καί ζωαρχικῆς Τριάδος, τέλειον ἐν θεότητι
καί τέλειον τόν αὐτόν ἐν ἀνθρωπότητι...».
Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρονται οἱ Πατέρες τῆς
ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς στόν ὅρο πίστεως τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς περί τῶν δύο φύσεων τοῦ
Χριστοῦ καί συνεχίζει: «Καί δύο φυσικάς
θελήσεις, ἤτοι θελήματα ἐν αὐτῷ, καί δύο φυσικάς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως,
ἀμερίστως, ἀσυγχύτως, κατά τήν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν ὡσαύτως
κηρύττομεν∙ καί δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μή γένοιτο, καθώς οἱ ἀσεβεῖς
ἔφησαν αἱρετικοί, ἀλλ’ ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπῖπτον ἤ
ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ
θελήματι» (Ἰωαν. Ρωμανίδου, πρωτοπρ., Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Β΄ Τόμος, σελ. 68, 69).
Ἐδῶ λοιπόν βλέπομε τούς Πατέρας τῆς ΣΤ’
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις
Πατράσι», νά καταδικάζουν τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς των, ἡ ὁποία ἦτο τῶν
Μονοθελητῶν καί Μονοενεργητῶν.
Ἐπίσης στήν 4η Συνεδρία τῆς
Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου οἱ Πατέρες διακηρύττουν τά ἑξῆς: «Ἡμεῖς δέ κατά πάντα τῶν αὐτῶν θεοφόρων πατέρων ἡμῶν τά δόγματα καί
πράγματα κρατοῦντες, κηρύσσομεν ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, μηδέν
προστιθέντες, μηδέν ἀφαιροῦντες τῶν ἐξ αὐτῶν παραδοθέντων ἡμῖν∙ ἀλλά τούτοις
βεβαιούμεθα, τούτοις στηριζόμεθα∙ οὕτως ὁμολογοῦμεν, οὕτως διδάσκομεν, καθώς αἱ
ἅγιαι καί οἰκουμενικαί ἕξ σύνοδοι ὥρισαν καί ἐβεβαίωσαν» (στό ἴδιο βιβλ.,
σελ. 123).
Σύμφωνα τώρα, πατέρες, μέ τήν ἑρμηνεία
πού δίδετε στό «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις
Πατράσι», διδάσκετε τελείως διαφορετικά καί προφανῶς καινοτομεῖτε∙ ὅταν οἱ ἅγιοι
Πατέρες μᾶς διδάσκουν νά ἀπομακρυνώμεθα πάραυτα ἀπό τούς αἱρετικούς, νά τούς ἀντιμετωπίζωμε
ὅπως τόν λύκο καί τό φίδι, ἐσεῖς διδάσκετε νά εἴμεθα ἑνωμένοι καί ἐνσωματωμένοι
μέ αὐτούς, νά τούς ἀντιμετωπίζωμε ὡς εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, περιμένοντας
τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Ἐδῶ, ἐπί πλέον, μέ τήν διδασκαλία σας ὁδηγεῖτε τούς
πιστούς εἰς τό νά ἀκολουθήσουν τήν εὔκολη καί πλατεῖα ὁδό, ἐφ’ ὅσον στήν πρᾶξι
βλέπομε ὅτι οἱ διωγμοί καί οἱ καθαιρέσεις ἀρχίζουν ἀπό τότε πού θά παύσης νά
τούς ἀναγνωρίζης ὡς εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, δηλαδή ὅταν ἀποτειχισθῆς ἀπό αὐτούς.
Τό σημαντικό εἶναι, ὅπως ἐτονίσαμε, ὅτι
σέ ὅλη τήν μελέτη σας ἀπουσιάζει ὁ πατερικός λόγος καί δι’ αὐτό καί στήν ἑρμηνεία
πού ἐδώσατε στό πατερικό αὐτό λόγιο, ἐστηριχθήκατε ἀποκλειστικῶς καί μόνο στόν ὀρθολογισμό∙
δι’ αὐτό τό διαστρέψατε, τό ἐντάξατε καί τό στρατολογήσατε στήν δυνητική ἑρμηνεία
τοῦ Κανόνος. Περιττόν βεβαίως νά ἀναφέρωμε ὅτι ἡ ἑρμηνεία αὐτή πού δίδετε ἐξυπηρετεῖ
τά μέγιστα τούς Οἰκουμενιστές, διότι ἐσεῖς κατ’ οὐσίαν ἀναμένετε νά καταδικασθῆ
ἡ αἵρεσις συνοδικῶς, δηλαδή νά καταδικάσουν οἱ ἴδιοι οἱ Οἰκουμενιστές τούς ἑαυτούς
των. Αὐτοί δέ ὀφείλουν νά σᾶς εὐχαριστήσουν ὑπερβαλλόντως διά τήν συμβολή σας αὐτή
στήν προσπάθεια πού καταβάλλουν ἐναγωνίως διά τήν ἕνωσι τῶν «Ἐκκλησιῶν». Ἑπομένως
ἐν κατακλεῖδι ἐπί τοῦ θέματος τούτου, δίδετε στήν πρᾶξι εἰς τό λόγιο «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» τήν ἑρμηνεία «ἑπόμενοι τοῖς αἱρετικοῖς»!
Στή συνέχεια τῆς μελέτης σας καί
προκειμένου νά μᾶς πείσετε περί τοῦ ὅτι ἡ διάγνωσις τῆς αἱρέσεως καί ἡ ἐκ
ταύτης ἐπακολουθοῦσα ἀποτείχισις δέν εἶναι ἔργο τοῦ καθενός, ἀλλά μόνο τῶν Ἁγίων,
ἀναφέρετε τά ἑξῆς:
«Μάλιστα
στή διατύπωση τοῦ Κανόνος αὐτοῦ χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη διάγνωση, πού εἶναι
παρμένη ἀπό τήν ἰατρικὴ ὁρολογία, ἀκριβῶς γιὰ νὰ δοθεῖ ἔμφαση καί νά τονιστεῖ
τό γεγονός, ὅτι δέν εἶναι ἁρμόδιο τό κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά ἐπισημάνει καὶ
νὰ διαγνώσει μὲ ἀσφάλεια τὴν αἵρεση, διότι δὲν ἔχει τὶς ἀνάλογες πνευματικὲς
προϋποθέσεις. Ὅπως ἀκριβῶς δὲν εἶναι ἱκανὸς καὶ ἁρμόδιος ὁ καθένας νὰ διαγνώσει
μὲ ἀσφάλεια μία ἀρρώστια, ἀλλὰ μόνον οἱ ἰατροὶ καὶ μάλιστα οἱ εἰδικευμένοι ἐξ αὐτῶν
ἐπιστήμονες.
»Ἐπίσης,
μὲ τὴν παραπάνω φράση “παρὰ τῶν Ἁγίων Συνόδων...” οἱ συντάκτες τοῦ Κανόνος ἐπιδιώκουν
νὰ ἐμπνεύσουν στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τὸν
σεβασμὸ πρὸς τὸν Συνοδικὸ θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας.
»Ἑπομένως,
ἡ φράση τοῦ π. Εὐθυμίου: “Ἡ ἔκφρασις αὐτὴ ἐπίσης τοῦ παρόντος Κανόνος
'κατεγνωσμένη παρὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἢ Συνόδων' δὲν σημαίνει ὅτι διὰ μία 'μή
κατεγνωσμένη' αἵρεση ὀφείλουμε ὑπακοὴ εἰς τούς ἐπισκόπους καὶ τοὺς φορεῖς τῆς αἱρέσεως...”
(σελ. 27-28) εἶναι μετέωρη καὶ ἄστοχη. Διότι, ὁ Κανόνας δὲν κάνει λόγο γιὰ μὴ
κατεγνωσμένη, ἀλλὰ γιὰ κατεγνωσμένη αἵρεση. Πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ προηγηθεῖ ἡ
διάγνωση καὶ κατάγνωση τῆς αἱρέσεως καὶ κατόπιν νὰ ἐπακολουθήσει τὸ τί δέον
γενέσθαι μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους, ἂν δηλαδὴ θὰ κάνουμε ὑπακοὴ σ' αὐτούς ἢ
ὄχι, ὅπως ἀκριβῶς σὲ μιὰ ἀρρώστια πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ προηγηθεῖ ἡ διάγνωσή
της καὶ κατόπιν νὰ ἐπακολουθήσει ἡ θεραπεία. Εἶναι ἀνόητο καὶ ἄστοχο νὰ ὁμιλοῦμε
γιὰ θεραπεία μιᾶς ἀρρώστιας, προτοῦ νὰ ἔχουμε τὴν διάγνωσή της. Αὐτή δέ ἡ
διάγνωση, ὅπως ἐλέχθη, δὲν εἶναι ἔργο τοῦ καθενός, ἀλλά μόνον τῶν Ἁγίων
Πατέρων, ὅπως τοῦτο σαφέστατα φαίνεται ἀπὸ τὴν διατύπωση τοῦ κανόνος».
Ἐδῶ πατέρες, μέ αὐτά πού ἰσχυρίζεσθε,
κατ’ ἀρχάς ἀναιρεῖτε τούς ἑαυτούς σας. Διότι ἔχετε κάνει ἤδη διάγνωσι τῆς αἱρέσεως
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τήν ὀνομάσατε μάλιστα «παναίρεσι» καί ὡς ἐκ τούτου
«προαρπάσατε τήν κρίσι τῶν ἁγίων Πατέρων» σύμφωνα μέ τά λεγόμενά σας· ὁ δέ
Μητροπολίτης σας ὑπερέβη κατά πολύ τά ἐσκαμμένα, διότι προσφάτως ἀναθεμάτισε τούς
Οἰκουμενιστάς ἐπ’ Ἐκκλησίας. Ἁπλῶς δέν ἐπροχωρήσατε στήν μετά τήν διάγνωσι ἀποτείχισι,
διότι προφανῶς αὐτή στοιχίζει.
Ἔπειτα, μέ ὅλες αὐτές τίς περί
διαγνώσεως θεωρίες σας, τήν συσχέτισί των μέ τήν ἰατρική κλπ., δείχνετε ὅτι ἐστηριχθήκατε
ἀποκλειστικῶς καί μόνον στόν ὀρθολογισμό γιά νά δώσετε τήν ἑρμηνεία, ἡ ὁποία
στηρίζει τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ
Κανόνος. Δηλαδή δέν συμβουλευτήκατε τούς ἑρμηνευτές τῶν ἱερῶν Κανόνων καί εἰδικά
τόν ἅγ. Νικόδημο τόν ἁγιορείτη, μολονότι ἰσχυρίζεσθε ὅτι βαδίζετε «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Διότι οἱ
ἑρμηνευτές, καί εἰδικά ὁ ἅγ. Νικόδημος, οὐδέν ἀναφέρουν περί διαγνώσεως τῆς αἱρέσεως.
Ὁ ἅγ. Νικόδημος εἰς τό σημεῖο αὐτό ἑρμηνεύει
τόν Κανόνα ὡς ἑξῆς: «ἐάν δέ οἱ ρηθέντες
πρόεδροι εἶναι αἱρετικοί καί τήν αἵρεσιν αὐτῶν κηρύττουσι παρρησίᾳ, καί διά τοῦτο
χωρίζονται οἱ εἰς αὐτούς ὑποκείμενοι, καί πρό τοῦ νά γένῃ ἀκόμη συνοδική κρίσις
περί τῆς αἱρέσεως ταύτης, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνον διά τόν χωρισμόν δέν
καταδικάζονται, ἀλλά καί τιμῆς τῆς πρεπούσης ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι, ἐπειδή,
ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέ τόν χωρισμόν αὐτόν, ἀλλά μᾶλλον ἠλευθέρωσαν
τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν»
(Πηδάλιον, σελ. 358).
Δυστυχῶς πατέρες, ὁ ἅγ. Νικόδημος δέν
συμφωνεῖ μαζί σας, διότι σαφῶς ἀναφέρει ὅτι, οἱ ὑποκείμενοι στούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους,
ἀποτειχίζονται «καί πρό τοῦ νά γένῃ ἀκόμη συνοδική κρίσις περί τῆς αἱρέσεως ταύτης»
ἐνῶ ἐσεῖς στήν μελέτη σας ἀναφέρετε στήν σελ. 3: «Πρέπει ἀπαραιτήτως νά προηγηθῆ ἡ διάγνωση καί κατάγνωση τῆς αἱρέσεως
καί κατόπιν θά ἐπακολουθήσει τό τί δέον γενέσθαι μέ τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους,
ἄν δηλαδή θά κάνουμε ὑπακοή σ’ αὐτούς ἤ ὄχι».
Τώρα ἐμεῖς, ποῦ θά πρέπει νά κάνωμε ὑπακοή,
στούς Ἁγίους ἤ σέ ἐσᾶς; κρίνετέ το μόνοι σας.
Τό λυπηρό, εἰς τό σημεῖο αὐτό τῆς
μελέτης σας, εἶναι ὅτι δείχνετε ἀσάφεια
καί στό δέον γενέσθαι μετά τήν διάγνωσι τῆς αἱρέσεως, ἐφ’ ὅσον
προβληματίζεσθε γιά τό «ἄν δηλαδή θά
κάνουμε ὑπακοή σ’ αὐτούς ἤ ὄχι». Πρός τί τότε ἡ διάγνωσις, ἐφ’ ὅσον δέν
γνωρίζομε τό τί θά πράξωμε μετά ἀπό αὐτήν; Ἤ, ἐφ’ ὅσον ἄλλος δύναται νά ἀποτειχισθῆ
καί ἄλλος νά παραμείνη ἐνσωματωμένος μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, μέχρι τήν
καταδίκη του ἀπό τήν Σύνοδο;
Θά σᾶς ἀναφέρω εἰς τό σημεῖο αὐτό
πατέρες, καί τήν ἑρμηνεία τοῦ Ζωναρᾶ, ἀφοῦ σᾶς παραθέσω ἕνα κείμενο τοῦ ἁγ.
Νικοδήμου εἰς τό ὁποῖο ἀποδεικνύεται ὅτι καί αὐτός στηρίχθηκε, γιά νά ἑρμηνεύση
τούς ἱερούς Κανόνες, εἰς τούς ἐγκεκριμένους ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἐξηγητές καί δὲν ἔκανε
ὅπως ἐσεῖς, πού ἐστηριχθήκατε στήν ἰδική σας λογική.
Γράφει ὁ ἅγ. Νικόδημος στήν εἰσαγωγή τοῦ
Πηδαλίου: «...ἐσπουδάσαμε νά εὕρωμε τά
βιβλία τῶν ἱερῶν Πανδέκτων, καί ἀπό ἐκεῖ, ὄχι μόνον νά μεταγράψωμεν ὁλόκληρον
καί ἀκέραιον αὐτολεξεί τό Ἑλληνικόν κείμενον τῶν θείων Κανόνων, ἀλλά καί νά
μεθερμηνεύσωμεν εἰς τήν ἁπλουστέραν ταύτην διάλεκτον τάς ἀληθεῖς καί Ἑλληνικάς ἑρμηνείας
τῶν γνησίων, καί παρά τῆς ἐκκλησίας ἐγκρινομένων ἐξηγητῶν τῶν θείων καί ἱερῶν
Κανόνων. Πρῶτον μέν, καί ὡς ἐπί τό πλεῖστον, καί σχεδόν πανταχοῦ, τοῦ τήν
πρώτην τάξιν ἔχοντος θαυμαστοῦ καί ἐπιφανοῦς Ἰωάννου τοῦ Ζωναρᾶ, καί ἑπομένως
Θεοδώρου τοῦ Βαλσαμῶνος, σπανιάκις δέ Ἀλεξίου τοῦ Ἀριστηνοῦ, πολλάκις τοῦ ἀνωνύμου
καί ἄλλων» (σελ. ιβ΄).
Δηλαδή ἡ ἑρμηνεία τήν ὁποία δίδετε στόν
Κανόνα πρέπει νά ταυτίζεται μέ τίς ἑρμηνεῖες τῶν ἐγκεκριμένων ὑπό τῆς Ἐκκλησίας
ἐξηγητῶν, εἰδάλλως δέν ἐκφράζετε τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά προσωπική σας
ἄποψι.
Ὁ Ἰωαν. Ζωναρᾶς λοιπόν ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς
τό σημεῖο αὐτό τοῦ Κανόνος: «Εἰ δ’ ὁ
πατριάρχης τυχόν, ἤ ὁ μητροπολίτης, ἤ ὁ ἐπίσκοπος αἱρετικός εἴη, καί τοιοῦτος, ὡς δημοσίᾳ κηρύττειν τήν αἵρεσιν, καί
γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, ἀντί τοῦ ἀνυποστόλως καί μετά παρρησίας, διδάσκει τά αἱρετικά
δόγματα, οἱ ἀποσχίζοντες αὐτοῦ, ὁποῖοι ἄν εἶεν, οὐ μόνον κολάσεως ἄξιοι οὐκ ἔσονται
διά τοῦτο, ἀλλά καί τιμῆς, ὡς ὀρθόδοξοι, ἀξιωθήσονται, χωρίζοντες ἑαυτούς τῆς τῶν
αἱρετικῶν κοινωνίας∙ τοῦτο γάρ δηλοῖ, τό, ἀποτειχίζοντες∙ (τό γάρ τεῖχος τῶν ἐντός
αὐτοῦ πρός τούς ἐκτός χωρισμός ἐστιν)∙ οὐ γάρ ἐπισκόπου ἀπέστησαν, ἀλλά
ψευδεπισκόπου καί ψευδοδιδασκάλου∙ οὐδέ σχίσμα κατά τῆς ἐκκλησίας ἐποίησαν, ἀλλά
μᾶλλον σχισμάτων τήν ἐκκλησίαν ἀπήλλαξαν, ὅσον τό ἐπ’ αὐτοῖς» (Σύνταγμα τῶν
θείων καί ἱερῶν Κανόνων Ράλλη–Ποτλῆ τόμ. Β΄ σελ. 694).
Βλέπομε λοιπόν ὅτι καί ὁ Ζωναρᾶς οὐδέν ἀναφέρει
ὡς πρός τό θέμα τῆς διαγνώσεως τῆς αἱρέσεως καί μάλιστα ὅλες αὐτές τίς θεωρίες
πού γράφετε, ὅτι πρέπει ἡ διάγνωσις νά γίνη ἀπό τούς Ἁγίους, συνοδικῶς κλπ.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό πρέπει, πατέρες, νά ἀναφερθῆ
ὅτι, ἴσως, δέν ἔχετε κατανοήσει τόν σκοπό
τῆς ἀποτειχίσεως καί δι’ αὐτό τόν περιπλέκετε μέ ὅλες αὐτές τίς ἀμάρτυρες, ἀπό
πατερικῆς πλευρᾶς, θεωρίες τῆς διαγνώσεως. Ὁ σκοπός λοιπόν τῆς ἀποτειχίσεως εἶναι
ἡ προσωπική ἀσφάλεια τοῦ κάθε πιστοῦ, ἐφ’ ὅσον ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι λύκος καί ὄχι
ποιμήν. Ἐπίσης ὁ σκοπός εἶναι ἡ ἐνσωμάτωσις,
διά τῆς ἀποτειχίσεως καί τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τούς αἱρετικούς, εἰς τήν Ἐκκλησία
τήν ἀληθινή τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Διότι πρωτίστως ἡ ἐνσωμάτωσις αὐτή
γίνεται διά τῆς ἀληθινῆς καί ὀρθοδόξου Πίστεως.
Δι’ αὐτόν τόν λόγο παντοῦ καί πάντοτε οἱ
Πατέρες διδάσκουν τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες,
χωρίς τίς διαδικασίες πού ἐσεῖς ἀναφέρετε, οἱ ὁποῖες μάλιστα ἰσχυρίζεσθε ὅτι
πρέπει νά γίνουν ἀπό τούς Ἁγίους καί χωρίς νά ἀφήνουν τήν παραμικρή ὑπόνοια
περί δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος. Θά ἦταν ἄλλωστε ἀστεῖο, ἀφ’ ἑνός οἱ
Πατέρες νά ἀποκαλοῦσαν λύκο καί φίδι τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο καί ἀφ’ ἑτέρου νά σοῦ
ἐπέτρεπαν νά παραμείνης κοντά του ἔστω καί γιά ἐλάχιστο χρόνο.
Ἐσεῖς τώρα μέ ὅλες αὐτές τίς πρακτικές
διαδικασίες πού διδάσκετε καί ἐπιπλέον τήν –μετά τήν διάγνωσι– ἀσάφεια γιά τό
δέον γενέσθαι, κατ’ οὐσίαν διδάσκετε τήν παραμονή καί ἐνσωμάτωσι μέ τούς αἱρετικούς
Ἐπισκόπους καί τήν διά μέσου τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου ἐνσωμάτωσι εἰς τήν Ἐκκλησία.
Τό ὅτι αὐτό, κατ’ εὐθεῖαν ἀντιστρατεύεται στήν διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν
Ἁγίων μόλις εἶναι ἀνάγκη, ὡς ὀφθαλμοφανές, νά τό ἀναφέρωμε. Αὐτός ἄλλωστε εἶναι
καί ὁ λόγος πού ὅ,τι ἀναφέρετε τό στηρίζετε ἀποκλειστικά καί μόνο στή λογική
σας καί οὐδέποτε στίς Γραφές καί στούς Ἁγίους.
Πρέπει ἐπίσης νά ἀναφερθῶ καί στήν
κριτική σας δι’ αὐτό πού γράφω στό βιβλίο πού ἐξέδωσα. Γράφετε στή σελ. 8,
κρίνοντας τή θέσι μου, τά ἑξῆς: «Ἑπομένως
ἡ φράση τοῦ π. Εὐθυμίου “Ἡ ἔκφρασις αὐτήν ἐπίσης τοῦ παρόντος Κανόνος
´κατεγνωσμένη παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων ἤ Συνόδων’ δέν σημαίνει ὅτι διά μία ‘μή
κατεγνωσμένη’ αἵρεση ὀφείλουμε ὑπακοή εἰς τούς ἐπισκόπους καί τούς φορεῖς τῆς αἱρέσεως...”
(σελ. 27-28) εἶναι μετέωρη καί ἄστοχη».
Κατ’ ἀρχάς ἐδῶ πάλι, γιά νά στηρίξετε
τήν κριτική σας δέν ἀναφέρετε τίποτε ἁγιογραφικό ἤ πατερικό. Ἔπειτα ἡ ἴδια ἡ ἑρμηνεία
τοῦ ἁγ. Νικοδήμου σᾶς διαψεύδει, διότι ὁ ἅγιος ἀναφέρει ὅτι ἀποτειχιζόμεθα ἀπό
τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο «προτοῦ νά γένῃ ἀκόμη
συνοδική κρίσις περί τῆς αἱρέσεως ταύτης». Ἀκόμη σᾶς διαψεύδει ὁ ἅγ. Ἰωάννης
ὁ Θεολόγος ὅταν στήν Β΄ Καθολική ἐπιστολή του γράφει «εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε
αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε» (Β΄ Ἰωαν. 10). Καί ἐδῶ ἡ ἐξακρίβωσις
τῆς αἱρέσεως ἀπό τόν τυχόντα εἶναι ἀρκετή διά τήν ἀποτείχισι.
Σᾶς διαψεύδουν δέ καί ὅλοι οἱ ἅγιοι
Πατέρες, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζουν τούς αἱρετικούς ὡς λύκους καί φαρμακερά φίδια,
ὄχι λόγῳ τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, ἀλλά λόγῳ τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων των. Σᾶς
διαψεύδουν τέλος καί οἱ ἴδιες οἱ ἀποφάσεις πολλῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες ἐδικαίωσαν
τούς αἱρετικούς καί κατεδίκασαν τούς Ὀρθοδόξους. Ἀλοίμονο ἄν εἰδικά στίς ἡμέρες
μας, πατέρες, περιμένετε Σύνοδο γιά νά καταδικάση τήν, ὅπως τήν ὀνομάσατε,
παναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο καταδικάζετε κατ’ οὐσίαν τούς
Ὀρθοδόξους σέ συμπόρευσι καί ἀναγνώρισι τῶν αἱρετικῶν καί τῆς αἱρέσεως,
μολονότι εἶστε ὑπεύθυνοι τοῦ γραφείου τῆς Μητροπόλεως ἐπί τῶν αἱρέσεων.
Στή σελ. 8 τῆς μελέτης σας γράφετε,
πατέρες, τά ἑξῆς: «Ἐπίσης τόν Κανόνα αὐτόν
πρέπει νά τόν ἑρμηνεύσουμε στό πνεῦμα καί στή συνάφεια τῶν δύο προηγουμένων, τοῦ
13ου καί 14ου Κανόνος καί τοῦ πρώτου μέρους τοῦ 15ου.
Ὅπως δηλαδή οἱ δύο παραπάνω κανόνες (13ος καί 14ος)
κρίνουν ἀπαραίτητη τήν συνοδική κρίση καί ἐξέταση τῶν ἠθικῶν παραπτωμάτων ἤ ἄλλων
ἀδικημάτων τοῦ Ἐπισκόπου, πρίν ἀπό τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεώς του, ἔτσι καί
πολύ περισσότερο τώρα, ὅταν δηλαδή πρόκειται γιά τό σοβαρότατο παράπτωμα τῆς ἐκπτώσεως
σέ κάποια αἱρετική διδασκαλία, θεωρεῖται ἀναγκαία ἡ συνοδική κρίσις, καί ἐξέτασις
τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, ἔστω καί ἄν δέν ἀναγράφεται ρητῶς στό δεύτερο μέρος τοῦ
15ου, ἁπλούστατα, διότι αὐτό εἶναι κάτι τό αὐτονόητο. Καί εἶναι αὐτονόητο
ὄχι μόνον, διότι τό ἀπαιτεῖ ἡ συνάφεια μέ τούς δύο προηγουμένους Κανόνες, ἀλλά καί
διότι τό ἀπαιτεῖ ἡ ὅλη Συνοδική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅπως ὅλοι
γνωρίζουμε, οἱ Ἅγιοι Πατέρες στίς Συνόδους, πού συγκροτοῦσαν, δέν περιορίζοντο
μόνον στήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως, ἀλλά προχωροῦσαν ἐπιπλέον καί στήν καταδίκη τῶν
αἱρετικῶν».
Ἐδῶ πατέρες, προκειμένου νά στηρίξετε
τίς θέσεις σας, ἀδιαφορεῖτε ὄχι μόνο γιά τήν διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων,
ἀλλά καί δι’ αὐτόν τόν ἴδιο τόν Κανόνα, τόν ὁποῖο ἑρμηνεύετε. Διότι ἐνῶ ὁ
Κανόνας ἀναφέρει ρητῶς «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς
τῆς πρός τόν καλούμενον ἐπίσκοπο κοινωνίας ἀποτειχίζοντες...», ἐσεῖς ἀπεναντίας
ἀναφέρετε: «Ὅπως δηλαδή οἱ δύο παραπάνω
κανόνες (13ος καί 14ος) κρίνουν ἀπαραίτητη τήν συνοδική κρίση καί ἐξέταση τῶν ἠθικῶν
παραπτωμάτων ἤ ἄλλων ἀδικημάτων τοῦ Ἐπισκόπου, πρίν ἀπό τήν διακοπή τῆς
μνημονεύσεώς του, ἔτσι καί πολύ περισσότερο τώρα, ὅταν δηλαδή πρόκειται γιά τό
σοβαρότατο παράπτωμα τῆς ἐκπτώσεως σέ κάποια αἱρετική διδασκαλία, θεωρεῖται ἀναγκαία
ἡ συνοδική κρίσις καί ἐξέτασις τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, ἔστω καί ἄν δέν ἀναγράφεται
ρητῶς στό δεύτερο μέρος τοῦ 15ου, ἁπλούστατα, διότι αὐτό εἶναι κάτι τό αὐτονόητο».
Ἐδῶ λοιπόν ὁ Κανόνας διδάσκει τό ἀντίθετο
ἀπό αὐτό πού ἰσχυρίζεσθε ἐσεῖς, δηλαδή ἡ ἀποτείχισις γίνεται πρό συνοδικῆς
κρίσεως τοῦ Ἐπισκόπου. Ἐσεῖς ὅμως ἀδιαφορώντας δι’ αὐτά τά ὁποῖα διδάσκει ὁ
Κανόνας καί στηριζόμενοι στούς δύο προηγούμενους, ἐξάγετε τό συμπέρασμα ὅτι ἀπαιτεῖται
ἡ συνοδική καταδίκη τοῦ Ἐπισκόπου αὐτοῦ πρίν ἀπό τήν ἀποτείχισι.
Λίγο πιό πάνω στήν μελέτη σας γράφετε
τά ἑξῆς: «Τό δεύτερο σκέλος (ἐννοεῖται
τοῦ Κανόνος) ἔχει τελείως διαφορετικό
περιεχόμενο. Ἀναφέρεται στή διακοπή μνημονεύσεως, ὄχι γιά ἠθικῆς φύσεως
παραπτώματα ἤ ἀδικήματα κληρικῶν, ἀλλά γιά λόγους πίστεως».
Πῶς λοιπόν ἐνῶ λίγο πρίν ἀναφέρετε ὅτι
«τό δεύτερο σκέλος ἔχει τελείως
διαφορετικό περιεχόμενο», τώρα τό ταυτίζετε μέ τούς δύο αὐτούς Κανόνες καί
τό πρῶτο σκέλος τοῦ παρόντος; Πῶς δηλαδή, ἐφ΄ ὅσον ἔχει τελείως διαφορετικό
περιεχόμενο, ἔχει τήν ἴδια ἀντιμετώπισι καί διαδικασία μέ τούς προηγουμένους
Κανόνες;
Καταλαβαίνω πατέρες, ὅτι αὐτή ἡ προσαρμογή
τοῦ δευτέρου μέρους τοῦ Κανόνος στούς δύο προηγουμένους σᾶς ἐξυπηρετεῖ ἀφάνταστα
στήν δυνητική ἑρμηνεία τήν ὁποία διδάσκετε, ἀλλά βλέπετε ὅτι μέ αὐτά πού ἰσχυρίζεσθε
ἔρχεσθε σέ ἀντίθεσι ὄχι μόνο μέ Γραφές,
μέ Πατέρες, μέ τόν ἴδιο τόν Κανόνα, τόν ὁποῖο ἑρμηνεύετε, ἀλλά καί μέ τά ἴδια
τά λόγια σας, τά ὁποῖα λίγο ἀνωτέρω στήν μελέτη σας ἀναφέρατε.
Τό πλέον παράδοξο εἶναι ὅτι ἰσχυρίζεσθε
ὅτι στήν περίπτωσι τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἐπισκόπου ἀπαιτεῖται «πολύ περισσότερο» ἡ συνοδική κρίσι πρίν τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως.
Τώρα, γιά τί εἴδους διακοπή μνημονεύσεως καί ἀποτείχισι πρόκειται, μετά τήν
καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, αὐτό μόνον ἐσεῖς μπορεῖτε νά τό κατανοήσετε,
δεδομένου καί τοῦ ὅτι, ὅταν καταδικάζει ἡ Σύνοδος κάποιον Ἐπίσκοπο, χειροτονεῖ
στή θέσι του ἄλλον καί δέν ἀφήνει ἀνεπίσκοπον τήν ἐκκλησιαστική ἐπαρχία. Ἀνεπίσκοπος εἶναι ἡ ἐπαρχία ὅταν ἔχει αἱρετικό
Ἐπίσκοπο, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅτι εὑρῆκε τήν Κων/πολι ἀνεπίσκοπο
μολονότι εἶχε αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Πάντως ἀπό τήν στιγμή πού προσαρμόσατε ἑρμηνευτικά
τόν ἐν λόγῳ Κανόνα «στό πνεῦμα καί στήν
συνάφεια τῶν δύο προηγουμένων, τοῦ 13ου καί 14ου Κανόνος καί τοῦ πρώτου μέρους τοῦ 15ου»
καταδεικνύετε ἀπροκάλυπτα ὅτι ταυτίζετε καί ἐξισώνετε τά θέματα τῆς πίστεως,
καί εἰδικά τῆς αἱρέσεως, μέ ὅλα τά ἄλλα παραπτώματα τοῦ Ἐπισκόπου, ὁπότε εἶναι
φυσικό ἀβίαστα νά ὁδηγηθῆτε στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, πλήν ὅμως ἀπομακρύνεσθε
ἀπό ὅλη τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι καί διδασκαλία τῶν Ἁγίων, διότι αὐτοί τά ἀντιμετώπισαν
τελείως διαφορετικά. Δι’ αὐτό καί ἐδίδαξαν τήν ἄμεσον ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς
Ἐπισκόπους, τούς ἀποκαλοῦσαν προβατόσχημους λύκους κλπ.
Στή συνέχεια στή σελ. (9) ἀναφέρεσθε
στήν εἰκονομαχία καί γράφετε τά ἑξῆς: «Εἶναι
ἄστοχη καί ἀνακριβής ἱστορικά ἡ θέση, τήν ὁποία διατυπώνει, ὅτι ἡ αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας
δέν εἶχε καταγνωστεῖ συνοδικά ἀπό τῆς ἐνάρξεώς της (726) μέχρι τήν Ζ΄ Οἰκουμενική
Σύνοδο (787), «ἡ ὁποία τήν κατέστησε κατεγνωσμένη» (σελ. 28), διότι ἀγνοεῖ ἤ
θέλει νά ἀγνοεῖ, τήν Τοπική Σύνοδο τῆς Συρίας τό 726, στήν ὁποία μάλιστα
πρωτοστάτησε ὁ μεγάλος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἑπομένως,
τά παραδείγματα, τῶν Ἁγίων δέκα Μαρτύρων καί τῆς Ἁγίας Θεοδοσίας, πού ἀναφέρει
παρακάτω (σελ. 35-36), πού προχώρησαν σέ ἀποτείχιση καί ἐμαρτύρησαν κατά τήν
πρώτη περίοδο τῆς εἰκονομαχίας ἐπί εἰκονομάχου Πατριάρχου Ἀναστασίου, ὅπως ἐπίσης
καί τῶν Ἁγίων Θεοφίλου, Λογγίνου τοῦ Στυλίτου, Ὑπατίου κλπ., πού ἀναφέρει
παρακάτω (σελ. 37), δέν ἀποτελοῦν παραδείγματα Ἁγίων, πού ἀποτειχίστηκαν ἀπό μή
καταγνωσμένη αἵρεση, διότι ἡ αἵρεση εἶχε καταγνωσθεῖ συνοδικά ἤδη ἀπό τῆς ἐμφανίσεώς
της τό 726».
Κατ’
ἀρχάς κάνετε μία σύγχυσι εἰς αὐτά πού ἀναφέρει ὁ 15ος Κανών τῆς
Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Διότι ὁ Κανόνας δέν ὁμιλεῖ γιά μία οἱαδήποτε Σύνοδο, ἡ ὁποία
θά συγκληθῆ καί θά καταδικάση κάποια αἵρεσι, ἀλλά ὁμιλεῖ γιά τίς ἐγκεκριμένες
Συνόδους,
οἱ ὁποῖες, εἴτε ἔχουν ἐπικυρωθῆ ἀπό Οἰκουμενικές, εἴτε ἔχουν ἀναγνωρισθῆ ἀπό τή
συνείδησι τοῦ λαοῦ ὡς Ὀρθόδοξες ἐξ’ αἰτίας τῶν ἀποφάσεών των. Καί οἱ Οἰκουμενικές
πάλι Σύνοδοι ἐπικυρώθηκαν ἀπό τίς μεταγενέστερες ἐξ αἰτίας τῶν ὀρθοδόξων ἀποφάσεών
των, ἡ δέ τελευταία Ζ΄ Οἰκουμενική ἐπικυρώθηκε ἀπό τίς Συνόδους ἐπί ἁγ. Φωτίου
καί εἰδικά ἀπό τή Σύνοδο τοῦ 879, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται λόγῳ τῶν ἀποφάσεών της
ὡς Η΄ Οἰκουμενική. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ὁ ἐν λόγῳ ἱερός Κανόνας θέτει τήν
ἔκφρασι «παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων
κατεγνωσμένη (τήν αἵρεσιν)». Ἡ ἔκφρασις «τῶν ἁγίων» προφανῶς ἀναφέρεται καί
εἰς τούς Πατέρας.
Ὅταν
λοιπόν γίνη μία Σύνοδος τοπική, ποιός θά μᾶς κάνη τήν διάγνωσι γιά τό ἄν εἶναι ἁγία
ἤ ληστρική; Μήπως ὁ κάθε πιστός ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μέ τά λεγόμενά σας, δέν
δύναται νά διαγνώση οὔτε κἄν τήν αἵρεσι; Διότι ἄν δέν δύναται νά διαγνώση τήν αἵρεσι,
πῶς θά διαγνώση τήν Σύνοδο ἡ ὁποία θά καταδικάση τήν αἵρεσι;
Μήπως, πατέρες, τά θέματα τά ἀντιλαμβάνεσθε
σέ κάθε περίπτωσι, ὅπως σᾶς ἐξυπηρετοῦν, καί μάλιστα, ὅπως ἐξυπηρετοῦν τήν
δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος; Διότι ἄν ἰσχύουν αὐτά πού ἀναφέρετε, τότε καί ἡ
αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι κατεγνωσμένη διότι ἔχει καταδικασθῆ ἀπό τή
Σύνοδο τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς. Διότι κατά τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἡ ὀρθόδοξος
Σύνοδος κρίνεται ἀπό τίς ἀποφάσεις της. Ἄρα λοιπόν αὐτή εἶναι ἡ ὀρθόδοξος
Σύνοδος ἡ ὁποία κατεδίκασε τήν αἵρεσι καί ὄχι ἡ δική σας (ἐννοῶ αὐτήν στήν ὁποία
ἀνήκετε ἐσεῖς καί ὁ δεσπότης σας) ἡ ὁποία τήν ὑποθάλπει. Ἐσεῖς ὅμως, παραδόξως
καί διαφωνώντας μέ τά ἴδια τά γραφόμενά σας, θεωρεῖτε τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
ἀκατάγνωστη ἀπό Σύνοδο καί μάλιστα ἀναμένετε νά καταδικασθῆ ἀπό τούς ἴδιους
τούς Οἰκουμενιστές.
Πρέπει ἀκόμη νά ἀναφερθῆ ὅτι τά
πρακτικά τῶν Συνόδων (τόμος Γ’ σελ. 206) ἀναφέρουν τήν περίοδο αὐτή, δηλαδή ἀπό
τήν ἀρχή τῆς εἰκονομαχίας μέχρι τήν Ζ’ Οἰκουμενική, ὅτι ἔγιναν τέσσερις τοπικαί
Σύνοδοι, δύο ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰκόνων καί δύο ὑπέρ τῆς εἰκονομαχίας. Ποιός τώρα
θά κάνη τήν διάγνωσι γιά τό ποιά Σύνοδος εἶναι Ὀρθόδοξος καί ποιά αἱρετική;
Διότι, σύμφωνα μέ τή δική σας λογική, ἐφ΄ ὅσον ἔγινε Σύνοδος καί μάλιστα στήν ἴδια
τήν Κων/πολι, εἰς τήν ὁποία ἀνεφάνη ἡ αἵρεσις καί ἐπί πλέον πολυπληθής (348 Ἐπίσκοποι),
πού οὔτε καί οἱ Οἰκουμενικές, κάποιες φορές, συγκέντρωσαν τόσους Ἐπισκόπους, ἡ ὁποία
κατεδίκασε ὡς αἵρεσι τήν ὕπαρξι τῶν εἰκόνων, ἡ προσκύνησις τῶν εἰκόνων ἦτο πλέον κατεγνωσμένη αἵρεσις
καί ἔπρεπε νά ἀποτειχισθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι
ἀπό τούς εἰκονοφίλους Ἐπισκόπους. Ὅσοι δέ ἐγνώριζον τίς ἀποφάσεις τῶν
Συνόδων τῆς Συρίας καί τῆς Ρώμης, ἔπρεπε καί αὐτοί νά θεωρήσουν τήν εἰκονομαχία
ὡς κατεγνωσμένη αἵρεσι καί νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό τούς εἰκονομάχους. Δηλαδή ὁ
καθένας, ὅπως ἔκρινε καί σύμφωνα μέ τήν διάγνωσί του περί τῆς Συνόδου θά ἐτοποθετεῖτο.
Δέν ἐσκέπτοντο ὅμως κατ’ αὐτόν τόν
τρόπο οἱ Ὀρθόδοξοι, οὔτε ποτέ οἱ Ἅγιοι τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς περιόδου ἀναφέρθηκαν
σέ κάποια ἀπόφασι Συνόδου, προκειμένου νά κατοχυρώσουν τή θέσι των. Οὔτε ἀκόμη
καί οἱ Ἅγιοι τῆς περιόδου μετά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική ἐστηρίχθηκαν στίς ἀποφάσεις
της, ἀλλά ἐπολεμοῦσαν τήν αἵρεσι ἀντιπαραθέτοντας τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι περί τῶν
ἁγίων εἰκόνων καί, μάλιστα, ἐπεκαλοῦντο χωρία ἀπό τούς ἐγκεκριμένους παλαιούς ἁγίους
ὅπως τόν Μ. Βασίλειο, τόν Χρυσόστομο κλπ. Καί τοῦτο διότι ἡ Σύνοδος αὐτή τῆς
Νικαίας δέν εἶχε ἐπικυρωθῆ ὡς Οἰκουμενική.
Ἀπόδειξις τούτου εἶναι ὅτι ἡ εἰκονομαχική
Σύνοδος τοῦ 815 κατεδίκασε τήν Σύνοδο αὐτή τῆς Νικαίας καί φυσικά δέν θά ἦτο
δυνατόν, ὄχι νά πράξουν, ἄλλα οὔτε νά διανοηθοῦν νά καταδικάσουν μία Οἰκουμενική
Σύνοδο. Ἀλλά καί στά πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς βλέπουμε ὅτι οἱ Πατέρες δέν ἐπικαλοῦνται
τίς Συνόδους πού ἀναφέρετε ἐσεῖς, πατέρες, γιά νά κατοχυρώσουν τό ὀρθόδοξο
δόγμα, ἀλλά βλέπουμε νά ἐπικαλοῦνται πάμπολλες μαρτυρίες ἀπό τούς ἐγκεκριμένους
παλαιούς Ἁγίους, ἀπό τίς Γραφές, ἀπό θαύματα κλπ. Ἀκόμη δέ καί αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι
πού προσῆλθον στή Σύνοδο αὐτή, μετανοοῦντες ἐπειδή ἐπλανήθησαν περί τήν πίστι
καί ἐτάχθησαν ὑπέρ τῶν εἰκονομάχων, δέν ἐπικαλέσθηκαν πρός δικαιολογία τήν
Σύνοδο τῆς Ἱέρειας τοῦ 754, ἀλλά ἐθεώρησαν τήν πλάνη ὡς προσωπική των ὑπόθεσι
καί ὄχι ὡς παραπλάνησι ἐξ αἰτίας τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου αὐτῆς.
Ἀπό ὅλα αὐτά βλέπομε ὅτι οἱ Πατέρες τῆς
περιόδου αὐτῆς ἐπολέμουν τήν εἰκονομαχία ὡς αἵρεσι, ἀδιαφορώντας γιά τίς ἀποφάσεις
τῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες πολλές φορές ἦσαν ὑπέρ τῆς αἱρέσεως. Διότι ἁπλούστατα, ἄν
ἐπεκαλοῦντο τίς ἀποφάσεις κάποιας Συνόδου, θά ἀντεκρούοντο ἀπό τούς εἰκονομάχους,
οἱ ὁποῖοι μέ τή σειρά τους θά ἐπεκαλοῦντο τίς ἀποφάσεις κάποιας ἄλλης Συνόδου
καί μάλιστα πολυπληθεστέρας. Αὐτό τό βλέπομε καί σήμερα νά γίνεται ἀπό τούς αἱρετικούς.
Δηλαδή πολλές φορές ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀναφέρει ὅτι οἱ συμπροσευχές, οἱ
διάλογοι, οἱ ἀποφάσεις πού ὑπογράφουν, ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων κλπ. εἶναι ἀποφάσεις Συνόδων καί μάλιστα Πανορθοδόξων.
Οἱ Ὀρθόδοξοι λοιπόν βιώνουν τό ὀρθόδοξο
δόγμα καί τό ὑπερασπίζονται καί δέν στηρίζονται στίς ἀποφάσεις προσφάτων καί μή
ἐγκεκριμένων Συνόδων, ἀλλά αὐτό τό κάνουν οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι, ἀπεναντίας,
στηρίζονται στίς ἀποφάσεις τῶν προσφάτων Συνόδων καί ὄχι τῶν ἐγκεκριμένων ἤ, ὅπως
λέγει ὁ Κανόνας, τῶν «ἁγίων Συνόδων ἤ
Πατέρων». Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο
οἱ Πατέρες τῆς περιόδου αὐτῆς τῆς εἰκονομαχίας, οὔτε ἐστηρίχθησαν, οὔτε ἀνέφεραν
ποτέ αὐτές τίς Συνόδους πού, ἐσεῖς σήμερα, πατέρες, ψάχνοντας τήν ἱστορία εὑρήκατε. Διότι ἄν ἐστηρίζοντο
στίς Συνόδους, ἴσως σήμερα οἱ ναοί μας θά ἦσαν χωρίς εἰκόνες. Ὅπως καί ἐσεῖς
περιμένετε Σύνοδο γιά νά καταδικάση τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε νά ἰδῆτε
τί θά πράξετε κατόπιν. Προφανῶς θέλετε νά βαδίσετε ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς καί ὄχι, ὅπως
οἱ Ἅγιοι, πού ἐθυσιάστηκαν χάριν τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως.
(Συνεχίζεται)
Α΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/02/blog-post_22.html