Τοῦ Ἱερομονάχου Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
«Π.Π.»:
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἀνέκδοτο βιβλίο τοῦ π. Εὐθυμίου
Τρικαμηνᾶ, “Στουδιτικὸν Ταμεῖον”
(συμπληρωμένο-ἐπικαιροποιημένο).
Ἀναφέρεται
στὴν δυνητικὴ ἑρμηνεία τοῦ ΙΕ΄
Κανόνα τῆς ΑΒ Συνόδου ὡς πρὸς τὴν διακοπὴ
τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου
καὶ τὴν διακοπὴ τῆς κοινωνίας, τὸ
πότε ἐφαρμόζεται ἡ Ἀκρίβεια καὶ πότε
ἡ Οἰκονομία, πότε ἐπιτρέπεται νὰ συλλειτουργοῦν οἱ ἱερωμένοι μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς
Ἐπισκόπους καὶ πότε ὄχι, καὶ λοιπὰ ἐνδιαφέροντα θέματα.
1) Οὐδεμία ὑπόνοια ἀφήνεται ἀπὸ τὴν
διδασκαλία τοῦ Ὁσίου περὶ τῆς λεγομένης δυνητικῆς
ἑρμηνείας τοῦ 15ου Κανόνος τῆς
Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ὡς πρὸς τὴν διακοπὴ
τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου. Ἀπεναντίας ὁ Ὅσιος θεωρεῖ ἐπιβεβλημένη τὴν ὑποχρέωσι
τῆς διακοπῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν, ἐφ’ ὅσον ἀναφέρει ὅτι ὑπάρχουν βαρύτατες ποινὲς ἀπὸ τοὺς ἁγίους
Πατέρες σὲ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι κάνουν συγκατάβασι
γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο καὶ δὲν διακόπτουν τὴν μνημόνευσι τῶν αἱρετικῶν. Ἐπὶ τοῦ
θέματος τούτου ὑπάρχει θαυμασία διδασκαλία τοῦ Ὁσίου, τὴν ὁποία προσαρτήσαμε στὸ
θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, καὶ ἀναφέρει τὰ ἑξῆς:
«Ἡ δέ τρίτη ἐπιβολή τοῦ λόγου, ὅτι εἰσί
τινες μοναχοί ὡς τό δοκεῖν τῆς ὀρθῆς πίστεως ἀντεχόμενοι, καί πολλούς διωγμούς ὑπέρ
ἀληθείας ὑπομεμενηκότες, συναναστρεφόμενοι δέ ὅμως, καί συνεσθίοντες τοῖς αἱρετικοῖς,
καί συγκαταβαίνοντες, καί ἀδιάφορον τό πρᾶγμα οἰόμενοι, ὡς παρά τινι Πατρί
νενομοθετημένοι, τρία ταῦτα φυλάξασθαι·
μή εὐλογεῖσθαι ὑπό τῶν αἱρετιζόντων· μή συμψάλλειν αὐτοῖς προαρχομένοις·
καί τό ἀπέχεσθαι τῆς κοινωνίας τοῦ ἄρτου αὐτῶν. Παρά τά διατεταγμένα τοῖς ἁγίοις
Πατράσι τό λεγόμενον. Οὔτε γάρ συναναστρέφεσθαι,
οὔτε συνεσθίειν, οὔτε συμψάλλειν, οὔθ'
ὅλως ἔχειν τινά κοινωνίαν πρός αὐτούς καταδέχονται· ἀλλά καί τό οὐαί ἐπιφθέγγονται
τοῖς μέχρι βρώματος, καί πόματος, καί σχέσεως κοινωνοῦσιν αὐτοῖς. Ὥστε ἐκκήρυκτος
καί ἀλλοτριοδιδάσκαλος ὁ ἐκεῖνα λέγων, ὅστις ἄν εἴη ἐν ἀνθρώποις».
2. Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἀπομονώνουμε ἕνα
κομμάτι ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου καὶ μὲ βάσι αὐτὸ καὶ μόνο νὰ
βγάζουμε συμπεράσματα γιὰ τὴν γραμμὴ καὶ τὴν στάσι τοῦ Ὁσίου ἀπέναντι στὴν αἵρεσι.
3) Τὸ θέμα τῆς Ὀρθοδοξότητος τοῦ Ἐπισκόπου
δὲν ἐξετάζεται μόνο, σύμφωνα μὲ τὸν Ὅσιο, ἀπὸ τὸ ποῖον αὐτὸς μνημονεύει καὶ ἂν
καταδικάζη κάποια αἵρεσι κ.λπ. Ἐξετάζεται κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Ὁσίου γενικὰ
καὶ εἰδικά, σὲ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς πίστεως καὶ ἰδίως, ἂν αὐτὸς συλλειτουργῆ μὲ
αἱρετικούς, ἂν μεταδίδη τὰ μυστήρια σὲ αὐτούς, καὶ ἂν ἔχη οἱανδήποτε ἐκκλησιολογικὴ
κοινωνία μὲ αὐτούς. Σήμερα π.χ. θὰ λέγαμε, ἂν ὁ Ἐπίσκοπος τὸν ὁποῖο λέμε Ὀρθόδοξο,
ἐπειδὴ ἴσως καταδικάζει τὴν Σύνοδο τοῦ Κολυμβαρίου, ἂν αὐτὸς ἀνήκει στὸ
λεγόμενο Π.Σ.Ε., ἂν συλλειτουργεῖ μὲ Οἰκουμενιστές, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν ἀναθεματίζη,
ὄχι μόνο τὴν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τοὺς Οἰκουμενιστὲς γενικὰ καὶ εἰδικά.
Ἡ Ὀρθοδοξότητα κάποιου, σύμφωνα μὲ τὸν Ὅσιο
κρίνεται μέχρι τοῦ σημείου, ἂν θὰ συμφάγη κάποιος μὲ δεδηλωμένους αἱρετικούς. Ἂν
στὴν ἐποχή του ὁ Ὅσιος ἔλεγε ὅτι εἶναι σπάνιο νὰ εὕρης ἱερέα, ὁ ὁποῖος εἶναι
τελείως καθαρὸς ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς («τοιοῦτον δὲ πρεσβύτερον, σπάνιον εὑρεῖν
νῦν μὴ μιγνύμενον καὶ συγκοινωνοῦντα αἱρετικοῖς»), πόσο μᾶλλον αὐτὸ θὰ ἰσχύη
σήμερα καὶ μάλιστα ὄχι γιὰ τοὺς ἱερεῖς, ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ἐπισκόπους;
4) Δὲν φαίνεται πουθενὰ στὴν διδασκαλία
καὶ τὴ ζωὴ τοῦ Ὁσίου, νὰ ἐπιζητοῦσε καὶ νὰ ἐπεδίωκε νὰ εὕρη Ἐπισκόπους Ὀρθοδόξους
ἐν καιρῷ αἱρέσεως, διότι δῆθεν χωρὶς αὐτούς (ἐν καιρῷ πάντοτε αἱρέσεως ὁμιλοῦμε),
δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία. Ἀπεναντίας ἐδίδασκε ὅτι ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἡ Ἐκκλησία ὑφίσταται
ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχουν τρεῖς μόνο ὀρθόδοξοι:
«Μὴ θῶμεν σκάνδαλον τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ
Θεοῦ, ἥτις ἐστὶ καὶ ἐν τρισὶν ὀρθοδόξοις ὁριζομένη κατὰ τοὺς ἁγίους· ἵνα μὴ τῇ ἀποφάσει
τοῦ Κυρίου καταδικασθῶμεν».
5) Ὁ Ὅσιος ἐδίδασκε ὅτι ἐν καιρῷ αἱρέσεως
δὲν διακόπτομε μόνο τὴν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλὰ διακόπτομε καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ
αὐτὸν καὶ μὲ ὅσους ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικὰ μὲ αὐτόν. Οἱανδήποτε μάλιστα ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς τὴν θεωροῦσε πνευματικὴ μοιχεία:
«Καί γε δεῖ τοὺς τὰ σώματα ἀνέπαφα ἔχοντας,
καὶ κατὰ τὴν πίστιν παρθενεύειν. Μοιχεία γάρ ἐστιν, ὦ πανσύνετοι, καὶ τὸ τῆς
κοινωνίας μετέχειν· ἧς ὑμᾶς ὁ Κύριος μέχρι τέλους διατηρήσειεν ἡμᾶς ἀψεύστους».
Χρησιμοποιώντας μάλιστα ὁ Ὅσιος τὴν
διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάνου τοῦ Χρυσοστόμου ἐδίδασκε τὰ ἑξῆς:
«Οὐδ' ἄν τά ὅλα χρήματα τοῦ κόσμου
παρέξει τις καί κοινωνῶν εἴη τῇ αἱρέσει, φίλος Θεοῦ καθίσταται, ἀλλ' ἐχθρός. Καί τί λέγω κοινωνίας; Κἄν ἐν βρώματι, καί πόματι,
καί φιλίᾳ συγκάτεισι τοῖς αἱρετικοῖς ὑπεύθυνος. Τοῦ Χρυσοστόμου ἡ ἀπόφασις· ἐπεί
καί παντός ἁγίου».
Εἰς τὸν Πατριάρχην Ἱεροσολύμων γράφοντας
ὁ Ὅσιος καὶ ἀναφερόμενος εἰς αὐτὴν τὴν κατὰ τὸ δὴ λεγόμενον μεσοβέζικην κατάστασι ἔλεγε τὰ ἑξῆς: «Οἱ μέν (αἱρετικοὶ Εἰκονομάχοι)
τέλεον
περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν, οἱ δέ, εἰ καὶ τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν, ὅμως
τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται».
Τέλος ὁ Ὅσιος καὶ ἀπὸ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ὑπέστησαν
μαρτύρια χάριν τῆς ὁμολογίας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀπαιτοῦσε νὰ μὴν ἔχουν
καμμία ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, μέχρι σημείου δόσεως καὶ
λήψεως. Σὲ ἐπιστολή του λοιπόν, στὸν μοναχὸ Ἰάκωβο ἀναφέρει γιὰ κάποιον ὁμολογητή,
ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ εἶχε ὑποστῆ τὶς συνέπειες τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως, ὅμως δὲν
εἶχε διακόψει τὸ δοῦναι καὶ λαβεῖν μὲ τοὺς αἱρετικούς:
«Ἐγώ δέ οὐκ οἴομαι, φίλτατε, ὅπερ ἐσήμανας πρόσωπον οὕτω καί λέγειν
καί πράττειν. Καί πῶς γάρ ὁ ἐν βαθμῷ ἱεραρχίας ἀνηγμένος χαμαιζήλως ἄγοιτο; πῶς
δέ καί ὁ ἠθληκώς δι' ὁμολογίας συνυποφέρεται τοῖς ἀζηλώτοις καί ἀνιέροις; Φῆς γάρ
λέγειν αὐτόν, ὅτι τό καθέζεσθαι εἰς ἐπισκοπεῖον, ἐν ᾧπερ ἠσέβησεν ὁ κατέχων, τό
κωλύον οὐδέν· καί τό παρά συγκαταβατῶν ἀνεπισκόπων
σιτίζεσθαι, οὐδέν μάχεται τῷ κανόνι τῆς εὐσεβείας. Καί πῶς τοῦτο οὐ μάχεται τῇ ἀληθείᾳ;
τοῦ ἁγίου Δαυΐδ ψάλλοντος· Ἔλαιον ἁμαρτωλοῦ
μή λιπανάτω τήν κεφαλήν μου. Τοῦ τε ἁγίου
Ἀθανασίου προστάσσοντος, μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρός τούς αἱρετικούς, ἀλλά
μήν μηδέ πρός τούς κοινωνοῦντας μετά τῶν ἀσεβῶν. Πῶς δέ οὐ κοινωνία, εἴπερ δεῖ
καθέζεσθαι ἐν τόπῳ τοιούτῳ, κἀκ τῶν τοιούτων σιτίζεσθαι; οὐκ ἔχει φύσιν κἄν μή ἐκεῖσε
κάθηταί τις, ἐκεῖθεν δέ τρέφοιτο, αὐτή ἡ δόσις καί λῆψις κοινωνίαν ἐργάζοιτο·
φησί γάρ ὁ Ἀπόστολος. Οἴδατε καί ὑμεῖς
Φιλιππήσιοι ὅτι ἐξῆλθον ἀπό Μακεδονίας, οὐδεμία μοι Ἐκκλησία ἐκοινώνησε χάριν δόσεώς
τε καί λήψεως, εἰ μή ὑμεῖς μόνον· ὅτι καί ἐν Θεσσαλονίκῃ ἅπαξ καί δίς εἰς τήν χρείαν μοι ἐπέμψατε. Εἰ οὖν τό ἅπαξ, καί δίς λαβεῖν, κοινωνίαν ἀπέφηνε
τό φῶς τοῦ κόσμου· τό ἀεί λαμβάνειν τίς ἄν
εὖ φρονῶν οὐ φεύξοιτο ὡς ἀντίθετον φωτός;» (P.G. 99, 1392D).
Ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὀλίγα, τὰ ὁποῖα ἀναφέραμε,
κατανοεῖ κανείς, σὰν ἐκ τοῦ ὄνυχος τὸν λέοντα, πόσο ἀπόλυτος ἦτο ὁ Ὅσιος εἰς τὸ
θέμα τῆς διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μαζὶ μὲ τὴν διακοπὴ τῆς
μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου. Θὰ ἠδυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι αὐτὰ τὰ δύο
(διακοπὴ μνημονεύσεως καὶ διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας) εἶναι ἀλληλένδετα σὲ
σημεῖο, ἂν τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο δὲν τηρῆται, νὰ καταργῆ κατ’ οὐσίαν καὶ τὸ ἄλλο.
Ἐν κατακλεῖδι ἀναφέρομε ὅτι μέσα σὲ ὅλη
αὐτὴ τὴν συνάρτησι πρέπει νὰ ἰδοῦμε καὶ τὸ πῶς καὶ διατί ὁ Ὅσιος ἐπιτρέπει τὴν
κατ’ οἰκονομίαν μνημόνευσι Ὀρθοδόξου
Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ἀπὸ φόβο μνημονεύει τὸν αἱρετικὸ μητροπολίτη του.