Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ, Ι΄.








Ι΄ Μέρος


Θά συνεχίσω σχολιάζοντας τήν ἀναφορά σας στόν ἅγ. Κύριλλο Ἀλεξανδρείας. Ἐδῶ πατέρες εἶναι ἔκδηλη ἡ διάθεσί σας νά πολεμήσετε τόν π. Εὐθύμιο. Δι’ αὐτό, ὅσα ἀναφέρουν οἱ Ἅγιοι ἤ τά γεγονότα πού διεδραματίστηκαν τήν ἐποχή ἐκείνη, ἀπό τά ὁποῖα ἐξάγουμε τά συμπεράσματα, τά ἀποδίδετε εἰς τόν π. Εὐθύμιο. Γράφετε συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Δέν διακόπτει δηλαδή ὁ Ἅγιος ἀμέσως τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του, ὅπως θά ἐνεργοῦσε ὁ π. Εὐθύμιος, ἄν ἦταν στή θέση του, ἄν λάβουμε ὑπ' ὄψιν μας τά ὅσα περί “ἐξ ἐνστικτου ἀποτειχίσεως” (σελ. 84-85) ἀναφέρει, ἤ ὅσα σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ βιβλίου του ἀναφέρει: “ὁ πραγματικά Ὀρθόδοξος ἐνεργεῖ εἰς τά θέματα τῆς πίστεως ἐμπειρικά καί δέν χρειάζεται κανόνας διά νά ὁριοθετήσει τήν γραμμή του, ἀλλά ἀπομακρύνεται ἀπό τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς πάραυτα”».
Μέ αὐτό, πατέρες, πού γράφετε ὅτι δηλαδή ὁ ἅγιος Κύριλλος «δέν διακόπτει ἀμέσως τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του (μέ τόν Νεστόριο)» τί ἀκριβῶς ἐννοεῖτε; Ὅτι περιμένει ἑκατό χρόνια, ὅπως κάνουν  σήμερα οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιοικουμενιστές μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Μήπως δηλαδή θέλετε νά συγκαλύψετε τά πράγματα καί νά θολώσετε κοινῶς τά νερά; Ἐσεῖς, ἄν θέλετε νά ἀκολουθήσετε τόν ἅγ. Κύριλλο καί τόν Κελεστῖνο Ρώμης, δῶστε στούς Οἰκουμενιστές διωρία δέκα ἡμερῶν ἤ, ἄν εἶστε εὐσπλαχνικώτεροι τῶν Πατέρων αὐτῶν, δῶστε τους διωρία εἴκοσι ἡμερῶν ἤ ἑνός μηνός. Ἐάν ὅμως, δέν ἔχετε τήν προαίρεσι νά πράξετε ὅσα ἔπραξαν οἱ Ἅγιοι, τότε πρός τί ἡ συζήτησις; Γιατί ἰσχυρίζεσθε ὅτι ὁ π. Εὐθύμιος ἀναφέρει αὐτά καί δέν ὁμολογεῖτε ὅτι ἐχαράξατε ἄλλη γραμμή ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἀπό αὐτή τῶν Πατέρων;
Αὐτήν τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς τήν διδάσκουν οἱ Ἅγιοι καί ὄχι ὁ π. Εὐθύμιος.  Τήν διδάσκει ἐν προκειμένῳ ὁ ἅγ. Κύριλλος, ὁ ὁποῖος ἐπαινεῖ τούς Κωνσταντινουπολῖτες κλῆρο καί λαό, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως, ὡς ἐξ ἐνστίκτου, ἀποτειχίστηκαν ἀπό τόν Νεστόριο, μόλις ἄρχισε νά κηρύττη τίς κακοδοξίες του, χωρίς κἄν νά τοῦ δώσουν διωρία καί, βεβαίως, χωρίς νά περιμένουν τήν ἀπόφασι Συνόδου, ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τίς ἰατρικές θεωρίες σας θά ἔπρεπε νά κάνη τήν διάγνωσι τῆς ἀσθενείας καί νά καταδικάση τήν αἵρεσι.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό πρέπει νά γίνουν κάποιες διευκρινήσεις, σύμφωνα μέ αὐτά πού ἐπί τοῦ θέματος τούτου διδάσκουν οἱ Ἅγιοι καί σύμφωνα μέ τήν τακτική καί τήν πρακτική πλευρά, τήν ὁποία ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἐτήρησαν.
Δηλαδή εἶναι λίγο διαφορετική ἡ τακτική καί ἡ πορεία πού διδάσκουν α) οἱ Ἅγιοι προκειμένου νά ἀσφαλίσουν τόν λαό ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο καί β) ἄλλη αὐτή πού ἀκολουθεῖ ὡς γραμμή ἡ Ἐκκλησία ἐπισήμως διά τῶν ποιμένων της καί δή τῶν Ἐπισκόπων, προκειμένου νά δώση κάποια εὐκαιρία διορθώσεως καί μετανοίας στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο ἤ καί μέ τήν ὑποψία μήπως, δηλαδή ἀπό ἄγνοια ἤ ἀμέλεια, ἔπεσε ἤ ἀκολούθησε τήν αἵρεσι.
 Στήν πρώτη περίπτωσι, τῆς διασφαλίσεως δηλαδή τοῦ λογικοῦ ποιμνίου, οἱ Ἅγιοι διδάσκουν τήν ἄμεσο, ὡς ἐξ ἐνστίκτου, ἀποτείχισι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, τόν ὀνομάζουν λύκο καί φαρμακερό φίδι, παραγγέλλουν νά μήν ἐξαπατηθοῦμε ἀπό τά ἐξωτερικά του χαρίσματα, ἀπό τήν ἄσκησί του ἤ καί ἀπό θαύματα πού πιθανόν νά κάνη, ἀλλά νά ἑστιάσουν τήν προσοχή των μόνο στά αἱρετικά του φρονήματα καί στήν ὀρθόδοξο πίστι, τήν ὁποία διαστρέφει. 
Στήν δεύτερη περίπτωσι δέ, στή γενικώτερη δηλαδή γραμμή τῆς Ἐκκλησίας, ὡς πρός τήν ποιμαντική ἀντιμετώπισι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, δίδονται ἀπό τούς Ἐπισκόπους κάποια μικρά χρονικά περιθώρια, μέ τήν σχετική, βεβαίως, προειδοποίησι καί ἐνημέρωσι γιά τίς αἱρετικές του ἀποκλίσεις, μέ τόν σκοπό τῆς μετανοίας καί διορθώσεως.  Αὐτό κυρίως συμβαίνει, ὅπως στήν περίπτωσι τοῦ ἁγ. Κυρίλλου μέ τόν Νεστόριο, ὅταν δέν γνωρίζομε τόν συγκεκριμένο Ἐπίσκοπο καί κυρίως τά αἴτια τά ὁποῖα τόν ὡδήγησαν στήν πλάνη.
Δέν ἔχει δέ καμμία σχέσι μέ τήν σημερινή αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, κατά τήν ὁποία οἱ Οἰκουμενιστές γνωρίζουν ἄριστα τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἀλλά τήν διαστρέφουν καί συχνά τήν χλευάζουν, τήν δέ αἱρετική πορεία των τήν χαρακτηρίζουν ὡς πρόοδο, ἔξοδο ἀπό τό περιθώριο, ἀγάπη κλπ. Πολλές φορές δέ, κατηγοροῦν τούς Ἁγίους καί τούς ἀποκαλοῦν θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως (διαβόλου) καί πάντοτε στηρίζονται στήν ἰατρική σας μέθοδο τῆς διαγνώσεως, ἐνῶ διακηρύττουν ὅτι ἡ γραμμή των καί ἡ πορεία των στηρίζονται σέ ἀποφάσεις Συνόδων καί μάλιστα  Πανορθοδόξων. Αὐτό βεβαίως τό πράττουν θεωρώντας ὅτι κατοχυρώνονται γιά τίς αἱρετικές ἀποκλίσεις των, ὅπως ἀκριβῶς καί ἐσεῖς πατέρες, νομίζετε ὅτι κατοχυρώνεσθε μέ τήν ἰατρική θεωρία τῆς διαγνώσεως τῆς αἱρέσεως, ἀναμένοντας δηλαδή τήν Σύνοδο νά κάνη διάγνωσι τῆς αἱρέσεως καί εἶστε ἥσυχοι βλέποντας  ὅτι, ὄχι μόνο αὐτή δέν γίνεται ἐπί ἑκατό χρόνια, ἀλλά οἱ Σύνοδοι τῶν Ὀρθοδόξων ἀποφασίζουν πανορθοδόξως γιά τήν συνέχισι τῆς αἱρετικῆς αὐτῆς πορείας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Βεβαίως, γιά νά μή σᾶς ἀδικήσω, διδάσκετε πέραν τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τῆς ἀναμονῆς καί τόν πόλεμο μέ τόν χαρτοπόλεμο. Ἄν τώρα, ἐσεῖς πατέρες, γνωρίζετε ὅτι εἶναι ἄλλη ἡ πορεία τῶν Ὀρθοδόξων ἐν καιρῷ αἱρέσεως, σᾶς παρακαλῶ νά μοῦ τό ὑποδείξετε μέ τά ἀνάλογα βεβαίως ἁγιογραφικά καί πατερικά χωρία. Ἐγώ σ’ αὐτά πού σᾶς ἀνέφερα δέν ἐπικαλέσθηκα τήν ἀνάλογη ἐπί τοῦ θέματος πατερική ἤ ἁγιογραφική διδασκαλία, διότι ὅλη εὑρίσκεται εἰς τό βιβλίο τό ὁποῖο σχολιάζετε. Τελικῶς αὐτό πού γράφετε, ὅτι δηλαδή ὁ ἅγ. Κύριλλος «δέν διακόπτει ἀμέσως τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο» δέν καταλαβαίνω τί νόημα μπορεῖ νά ἔχη, ἐφ’ ὅσον μετά ἀπό λίγο τήν διέκοψε. Πράξετε κι ἐσεῖς τό ἴδιο καί οὐδέν πρόβλημα.
Ἐν συνεχείᾳ γράφετε τά ἑξῆς, σχολιάζοντας αὐτό πού ἀναφέρω, ὅτι δηλαδή δέν χρειάζεται Κανόνας εἰς τόν πραγματικά ὀρθόδοξο, προκειμένου νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τούς αἱρετικούς πάραυτα: «Ἄν ὅμως “δέν χρειάζεται κανόνας διά νά ὁριοθετήσει τήν γραμμή του”, τότε γιατί ἔκανε τόν κόπο νά γράψει ἕνα ὁλόκληρο βιβλίο, γιά νά ἑρμηνεύσει τόν 15ο Κανόνα τῆς ΑΒ';».
Ἐδῶ πατέρες, θά ἠδυνάμην νά δικαιολογήσω τόν προβληματισμό σας, ἄν μέ συγκαταλέγατε κι ἐμένα μεταξύ τῶν «πράγματι Ὀρθοδόξων» καί τῶν ἐχόντων τήν ἐμπειρία καί τό χάρισμα τῆς πίστεως, ὅπως ἦτο ὁ λαός τῆς Κων/πόλεως τήν ἐποχή τοῦ Νεστορίου. Προφανῶς ὅμως δέν ἔχουν ἔτσι τά πράγματα, ἀλλά θέλετε νά μεταθέσετε τό θέμα στόν π. Εὐθύμιο, ὥστε νά ἀποφύγετε τό δέον γενέσθαι εἰς τήν παροῦσα περίπτωσι καί μάλιστα ἔχοντας ἐμπρός σας τό εὔγλωττο παράδειγμα τοῦ ἁγ. Κυρίλλου καί τοῦ λαοῦ τῆς Κων/πόλεως ὡς πρός τήν ἀντιμετώπισι τοῦ Νεστορίου. Ἐγώ λοιπόν εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ αἰῶνος μου μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως καί δέν εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ αἰῶνος τοῦ ἁγ. Κυρίλλου καί δι’ αὐτό χρειάζομαι Κανόνες καί φυσικά τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Δέν πρέπει, ὅμως, νά σᾶς διαφεύγη τό γεγονός, ὅτι τό βιβλίο αὐτό ἐγράφη, ἐπειδή ἀμφισβητεῖται πλέον στίς ἡμέρες μας ἡ πορεία καί γραμμή τῶν Ὀρθοδόξων ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί, μάλιστα, ἔχουμε ἐφεύρει καί διάφορες θεωρίες, διά νά δικαιολογήσωμε τήν ἀπραξία καί τόν ἐφησυχασμό μας, οἱ ὁποῖες ἴσως ἀρχίζουν ἀπό τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, συνεχίζονται μέ τίς θεωρίες τῆς ἄχρι καιροῦ μνημονεύσεως καί τῆς ἐν τῷ κοινῷ ποτηρίῳ διακοπῆς της, τίς θεωρίες περί δημιουργίας σχίσματος διά τῆς ἀποτειχίσεως καί ἐξόδου ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅτι δέν μολυνόμεθα, οὔτε συμμετέχουμε στήν αἵρεσι, ἐφ’ ὅσον ἔχουμε ὀρθόδοξο φρόνημα κλπ., καί καταλήγουν οἱ θεωρίες αὐτές στίς ἰατρικές θεωρίες περί διαγνώσεως τῆς αἱρέσεως ἀπό τούς εἰδικούς καί στήν συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἀπό τούς ἴδιους τούς αἱρετικούς.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, καί προκειμένου νά στηρίξωμε ἁγιογραφικά καί πατερικά τίς σκέψεις μας εἰς τό βιβλίο πού σχολιάζεται, ὅτι δηλαδή «ὁ πραγματικά Ὀρθόδοξος ἐνεργεῖ εἰς τά θέματα τῆς πίστεως ἐμπειρικά καί δέν χρειάζεται κανόνας διά νά ὁριοθετήσει τήν γραμμή του, ἀλλά ἀπομακρύνεται ἀπό τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς πάραυτα», ἐπισυνάπτω τό ἁγιογραφικό χωρίο (Α΄ Τιμοθ. 1, 9-10) τό ὁποῖο ἀναφέρει τά ἑξῆς: «εἰδὼς τοῦτο, ὅτι δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καὶ βεβήλοις, πατρολῴαις καὶ μητρολῴαις, ἀνδροφόνοις, πόρνοις, ἀρσενοκοίταις, ἀνδραποδισταῖς, ψεύσταις, ἐπιόρκοις, καὶ εἴ τι ἕτερον τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται». Ἀκοῦστε, πατέρες, καί τήν θαυμασία ἑρμηνεία τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί ἐξάγετε τά συμπεράσματά σας, ἄν δηλαδή χρειάζονται Κανόνες προκειμένου νά ἀπομακρυνθῆ κάποιος ἀπό τούς αἱρετικούς. Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος ἑρμηνεύοντας εἰς τό σημεῖο αὐτό τόν ἀπ. Παῦλο:
«Ὁ νόμος, φησίν, ὀργὴν κατεργάζεται. Τοῦτο πρὸς τοὺς ποιοῦντας τὸ κακόν. Τί δὲ πρὸς τὸν τιμῆς ἄξιον; Διὰ νόμου, φησίν, ἐπίγνωσις ἁμαρτίας. Τί δέ πρὸς τὸν δίκαιον; Δικαίῳ, φησί, νόμος οὐ κεῖται. Διὰ τί; Ὅτι κολάσεώς ἐστιν ἐκτός, καὶ ὅτι οὐ περιμένει τὰ πρακτέα παρ' ἐκείνου μαθεῖν, ἔχων ἔνδον ὑπαγορεύουσαν τὴν τοῦ Πνεύματος χάριν. Νόμος γὰρ ἐδόθη, ἵνα τῷ φόβῳ κολάζωνται καὶ τῇ ἀπειλῇ. Οὐ δεῖ τοίνυν χαλινοῦ ἐπὶ τὸν εὐήνιον ἵππον, οὐδὲ παιδαγωγίας ἐπὶ τὸν οὐ δεόμενον παιδαγωγοῦ» (P.G. 62,511).
Τώρα πατέρες, πιστεύω νά καταλαβαίνετε γιατί οἱ Κωνσταντινουπολῖτες, κλῆρος καί λαός δέν ἐχρειάζοντο Κανόνες προκειμένου ν’ ἀποτειχισθοῦν ἀπό τόν Νεστόριο. Ἄν πάλι δέν μπορεῖτε ἀκόμη νά τό κατανοήσετε, σκεφθῆτε τούς αὐτόκλητους μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἐπαρουσιάζοντο καί ἐπαρρησιάζοντο εἰς τούς δημίους χωρίς νά διώκονται ἤ οἱ δήμιοι νὰ τοὺς ἔχουν συλλάβει. Αὐτοί εἶχαν ἀσφαλῶς ξεφύγει ἀπό τά ὅρια καί τούς ὅρους τῶν Κανόνων καί τῶν νόμων καί εἶχαν φθάσει εἰς τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή στήν ἀληθινή ἐλευθερία. Διότι ποιός νόμος καί ποιός Κανόνας ἀναφέρει ἤ ἔστω ὑπαινίσσεται, τήν αὐτόκλητο προσφυγή εἰς αὐτούς πού θέλουν νά σέ βασανίσουν καί νά σέ φονεύσουν;
Ἐν συνεχείᾳ καί προφανῶς θέλοντας νά ἐφαρμόσετε καί στόν ἅγ. Κύριλλο τίς ἰατρικές θεωρίες περί διαγνώσεως τῆς ἀσθενείας κλπ. ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Ὁ Ἅγιος ἀντιμετωπίζει τόν Νεστόριο σάν ἄρρωστο μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί σάν σοφός ἰατρός κάνει ὅ,τι εἶναι δυνατόν γιά τήν θεραπεία του. Ὅταν, ὅμως, διαπίστωσε, μετά τίς δύο πρῶτες ἐπιστολές, ὅτι δέν θεραπεύεται, ἀναγκάζεται στήν τρίτη, νά τόν ἀπειλήσει ὅτι, ἄν δέν παύσει τίς αἱρετικές του διδασκαλίες, θά διακόψει κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του».
Ἐδῶ πατέρες, πάλι κάνετε σοβαρά λάθη, διότι προφανῶς ἀντιμετωπίζετε τόν ἅγ. Κύριλλο κατ’ αὐτόν τόν τρόπο πού τόν ἔχομε ἐμεῖς σήμερα, δηλαδή ὡς οἰκουμενικό διδάσκαλο, ἅγιο κλπ. Δι’ αὐτό τόν ὀνομάζετε σοφό ἰατρό, ὁ ὁποῖος κάνει ὅ,τι εἶναι δυνατόν γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀρρώστου. Ὁ ἅγιος ὅμως, ἠδύνατο νά εἶναι σοφός ἰατρός μόνον στό ἐμπιστευθέν ἀπό τόν Θεό ποίμνιό του, εἰς αὐτούς δηλαδή πού εὑρίσκοντο στήν εὐθύνη του. Εἰς ὅλους τούς ἄλλους, καί εἰδικά στούς Ἐπισκόπους τούς ἐκτός τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ἐπαρχίας, ἠδύνατο καί ἔπρεπε νά εἶναι ἕνας καλός ἀδελφός, κατά τό ἁγιογραφικό «ἀδελφός ὑπό ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρά καί ὑψηλή» (Παροιμ. 18,19) ἤ ὁ πραγματικά πλησίον, σύμφωνα μέ τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου. Δέν εἶχε δηλαδή οἰκουμενική δικαιοδοσία, ὅπως ἐσεῖς τόν παρουσιάζετε καί μάλιστα νά τιμωρῆ Πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν στήν αἵρεσι. Τό μόνο πού ἠδύνατο νά πράξη ἦτο νά συμβουλεύση διά τῶν ἐπιστολῶν, ὡς καλός δηλαδή ἀδελφός, καί, βεβαίως, ἐπειδή ἦτο θέμα πίστεως, νά διακόψη τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν αἱρετικό Πατριάρχη.
Ἡ διακοπή ὅμως τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἐπειδή ἦτο μεταξύ τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, δέν ἠδύνατο νά γίνη μεμονωμένα, δηλαδή σέ προσωπικό ἐπίπεδο, ἀλλά συνοδικῶς ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ἀλεξανδρείας θά διέκοπτε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τό Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως, ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Κελεστίνος στήν Ρώμη, ὁ ὁποῖος καί αὐτός συνοδικῶς ἀπεφάσισε τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τήν Κων/πολι. Δηλαδή, ὅταν ὑπάρχει διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξύ τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, εἶναι εὐνόητο ὅτι πρέπει νά γίνη συνοδικῶς.
Τό σημαντικό εἰς τήν προκειμένη περίπτωσι εἶναι ὅτι, ἐνῶ διακόπτουν τά δύο Πατριαρχεῖα τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τό Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως, διατηροῦν αὐτήν μέ τούς ἀποτειχισμένους ἀπό τόν αἱρετικό Πατριάρχη Νεστόριο, κληρικούς καί λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ὡς ὑποκείμενοι εἰς αὐτόν, εἶχαν διακόψει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία διά θέματα πίστεως καί μάλιστα εὐθύς ἐξ ἀρχῆς μέ τήν κήρυξι τῆς αἱρέσεως. Δηλαδή ἐδῶ, βλέπομε καθαρά ὅτι, γιά νά ὑπάρχη ἐκκλησιαστική κοινωνία, πρέπει ὁπωσδήποτε νά ὑπάρχη ταυτότητα πίστεως.
Τό ἔτι θαυμαστώτερο εἶναι ὅτι τά δύο Πατριαρχεῖα δέν ἀναγνωρίζουν καί τίς ποινές πού ἐπέβαλε ὁ Νεστόριος στούς ἀποτειχισμένους ἀπό αὐτόν. Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ ἅγ. Κύριλλος στήν ἐπιστολή του, ἀλλά παρομοίως τό ἀναφέρει καί ὁ Κελεστίνος ὡς ἑξῆς: «εἴ τις δέ ἤ ἀπό Νεστορίου, ἤ ἀπό τῶν ἄλλων τῶν αὐτῷ ἐξακολουθησάντων, ἀφ’ οὗ τά τοιαῦτα ἤρξατο λαλεῖν, ἤ ἀκοινώνητος ἐγένετο, ἐγυμνώθη τῆς τοῦ ἱερέως ἀξίας, ἤ τῆς τοῦ κληρικοῦ, τοῦτον ἐν τῇ ἡμετέρᾳ κοινωνίᾳ καί μεμενηκέναι, καί μένειν  εἰς τό ἑξῆς ὡμολόγηται. Καί οὐδέ λέγομεν αὐτόν ἀποκεκινῆσθαι∙ ἐπειδήπερ οὐδέ ἠδύνατό τινα ἡ τούτου ἀπόφασις ἀποκινεῖν, ὅστις ἑαυτόν παρέσχεν ἤδη ἀποκινητέον» (Πρακτικά τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων τόμ. Α΄, σελ. 545).
Ἐδῶ κατά ἕνα θαυμάσιο τρόπο ὁ Κελεστίνος, γράφοντας πρός τόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰωάννη περί τοῦ Νεστορίου, δέν ἀναγνωρίζει τίς ποινές πού ἐπέβαλε γιά τά θέματα τῆς πίστεως. Ἡ δικαιολογία πού ἐπικαλεῖται εἶναι ὅτι «ἐπειδήπερ οὐδέ ἠδύνατο τινα ἡ τούτου ἀπόφασις ἀποκινεῖν, ὅστις ἑαυτόν παρέσχεν ἤδη ἀποκινητέον».  Δηλαδή αὐτός διά τῆς αἱρέσεως εἶχε ἤδη  ἐκπέσει ἀπό τήν ἱερωσύνη καί δέν ἠδύνατο νά μετακινῆ (νά καθαιρῆ) τούς ἄλλους. Καί αὐτά γράφονται ἀπό τόν Κελεστίνο, πρίν καθαιρεθῆ ὁ Νεστόριος ἀπό Σύνοδο.
Τό ἴδιο γράφει ὁ Κελεστίνος σέ ἐπιστολή του καί πρός τόν κλῆρο καί τόν λαό τῆς Κων/πόλεως: «...ἵνα μηδέ πρόσκαιρος δοκῇ τούτου ἰσχύειν ἡ ἀπόφασις, τοῦ ἤδη καθ’ ἑαυτοῦ τήν θείαν ἀπόφασιν προσκαλεσαμένου, φανερῶς ἡ αὐθεντία τοῦ ἡμετέρου θρόνου ὡρίσατο, μηδένα ἤ ἐπίσκοπον, ἤ κληρικόν, ἤ κατά τι ἐπάγγελμα χριστιανόν, τῶν παρά Νεστορίου, ἤ τῶν τούτου ὁμοίων, ἀφ’ οὗ τοιαῦτα κηρύττειν ἤρξαντο, ἤ τοῦ ἰδίου τόπου, ἤ τῆς κοινωνίας ἀποκινηθέντων, δοκεῖν ἤ ἀποκεκινῆσθαι, ἤ ἀποκοινώνητον γεγενῆσθαι∙ ἀλλ’ οὗτοι πάντες ἐν τῇ ἡμετέρᾳ κοινωνίᾳ καί ἐγένοντο, καί ἄχρι τοῦ παρόντος εἰσίν∙ ὅτι οὐδένα ἤ καθελεῖν, ἤ ἀποκινῆσαι ἠδύνατο, ὅς ἐν τῷ κηρύττειν τοιαῦτα, ἀσφαλῶς οὐχ εἱστήκει» (Πρακτικά Συνόδων τόμος Α’ σελ. 450).
Καί ἐδῶ παρομοίως ὁ Κελεστίνος ἀναφέρει ὅτι ὁ Νεστόριος δέν ἠδύνατο νά μετακινήση ἐκ τῆς ἱερωσύνης τούς ἄλλους, ἐφ’ ὅσον ὁ ἴδιος διά τῆς αἱρέσεως δέν ἐστέκετο στήν ὀρθόδοξο πίστι. Ἐδῶ, γιά νά τό κατανοήσωμε καλύτερα αὐτό, πρέπει ὡς ἀντίθεσι νά ἀντιπαραβάλλωμε τήν περίπτωσι τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου μέ τούς λεγομένους Μακρούς ἀδελφούς.  Αὐτοί, ἐπειδή ἀδίκως καί ἐμπαθῶς καθαιρέθηκαν καί ἀφορίστηκαν ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο, προσέφυγαν εἰς τόν Χρυσόστομο. Ὁ Χρυσόστομος ὅμως, ἐπειδή δέν ἐτίθετο στήν συγκεκριμένη περίπτωσι θέμα πίστεως, ὅπως ἀναφέρουν οἱ βιογράφοι, δέν ἐπικοινώνησε ἐκκλησιαστικά μαζί των, πέραν τῆς ἄλλης βοηθείας καί ὑποστηρίξεως πού τούς παρεῖχε, ἀλλά ὑποσχέθηκε νά παρέμβη ὡς μεσολαβητής πρός τόν Θεόφιλο, ὥστε αὐτός νά λύση τόν ἄδικο δεσμό.
Οἱ δύο λοιπόν Πατριάρχες, Κύριλλος καί Κελεστίνος, ἔφθασαν εἰς τά ἐπιτρεπόμενα ὑπό τῶν Κανόνων ὅρια, δηλαδή νά διακόψουν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο καί νά μήν ἀναγνωρίσουν τίς ποινές πού ἐπέβαλε στούς ἀποτειχισμένους ἀπό αὐτόν. Εἶναι λοιπόν λάθος αὐτά πού ἀναφέρετε, ὅτι δηλαδή: «Τό ὅτι προηγήθηκαν οἱ δύο αὐτές Σύνοδοι καί κατόπιν ἐπακολούθησε ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Νεστορίου, φαίνεται καί ἀπό τήν ἐπιστολή, πού ἔστειλε ὁ Ἅγιος πρός τόν κλῆρο καί τόν λαό τῆς Κωνσταντινουπόλεως» (σελ. 29) καί ἐπίσης στή σελ. (30): «Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὅταν ἐγράφη τό Συνοδικό γράμμα, ἡ Σύνοδος εἶχε μέν καταδικάσει καί τόν Νεστόριο καί τίς αἱρετικές του διδασκαλίες, ὡστόσο δέν ἔκρινε σκόπιμο νά διακόψει ἀμέσως τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του. Αὐτό θά γινόταν μόνο μετά τήν λήξη τῆς προθεσμίας καί μέ βάση τίς δύο αὐτές Τοπικές Συνόδους».
Οἱ τοπικές Σύνοδοι οὔτε κατεδίκασαν τόν Νεστόριο, οὔτε τόν ἀναθεμάτισαν, διότι δέν εἶχαν τέτοιο δικαίωμα. Ἁπλῶς κατεδίκασαν καί ἀνεθεμάτισαν τίς αἱρετικές του διδασκαλίες. Αὐτό φαίνεται καθαρά ἀπό τούς δώδεκα ἀναθεματισμούς τοῦ ἁγ. Κυρίλλου οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στό τέλος τῆς τρίτης ἐπιστολῆς του.  Δι’ αὐτό κάθε ἀναθεματισμός ἀρχίζει μέ τό «εἴ τις οὐχ ὁμολογεῖ» ἤ «εἴ τις τολμᾶ λέγειν» ἤ «εἴ τις φησίν» κλπ. Οὐδαμοῦ δηλαδή στούς ἀναθεματισμούς ἀναφέρεται τό ὄνομα τοῦ Νεστορίου.
Ἀπό ὅλα αὐτά λοιπόν συμπεραίνομε ὅτι ἡ ἀποτείχισις τῶν Κωνσταντινοπολιτῶν, κλήρου καί λαοῦ, ἔγινε πρό συνοδικῆς κρίσεως τοῦ Νεστορίου καί πρό συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως καθώς καί ἡ ἀποτείχισις τῶν Πατριαρχῶν Κυρίλλου καί Κελεστίνου, μέ τίς περί αὐτῶν Συνόδους, ἔγινε πάλι πρό συνοδικῆς κρίσεως καί καταδίκης τοῦ Νεστορίου.  Ἡ καταδίκη τοῦ Νεστορίου ἔγινε κατά τήν πρώτη πράξι τῆς Συνόδου τῆς Ἐφέσου καί ἀναφέρεται στά Πρακτικά τῶν Συνόδων ὡς ἑξῆς:
«Ἡ ἁγία Σύνοδος εἶπε. Πρός τοῖς ἄλλοις μήτε ὑπακοῦσαι βουληθέντος τοῦ ἀσεβεστάτου Νεστορίου τῇ παρ’ ἡμῶν κλήσει, μήτε μετά τούς παρ’ ἡμῶν ἀποσταλέντας ἁγιωτάτους καί θεοσεβεστάτους ἐπισκόπους δεξαμένου, ἀναγκαίως ἐχωρήσαμεν ἐπί τήν ἐξέτασιν τῶν δυσεβηθέντων αὐτῷ, καί φωράσαντες αὐτόν ἐκ τε τῶν ἐπιστολῶν, καί ἐκ τῶν συγγραμμάτων αὐτοῦ καί ἐκ τῶν ἀρτίως παρ’ αὐτῶν ρηθέντων κατά τήνδε τήν μητρόπολιν, καί προσμαρτυρηθέντων, δυσσεβῶς φρονοῦντα καί κηρύττοντα, ἀναγκαίως κατεπειχθέντες ἀπό τε τῶν κανόνων, καί ἐκ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἁγιωτάτου πατρός ἡμῶν καί συλλειτουργοῦ Κελεστίνου τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ρωμαίων ἐκκλησίας, δακρύσαντες πολλάκις, ἐπί τήν σκυθρωπήν κατ’ αὐτοῦ ἐχωρήσαμεν ἀπόφασιν. Ὁ βλασφημηθείς τοίνυν παρ’ αὐτοῦ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ὥρισε διά τῆς παρούσης ἁγιωτάτης συνόδου, ἀλλότριον εἶναι τόν αὐτόν Νεστόριον τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καί παντός συλλόγου ἱερατικοῦ»(τόμος Α΄, σελ. 584).
Ἐδῶ διά πρώτη φορά τόν ὀνομάζουν οἱ Πατέρες «ἀσεβέστατον», ἐνῶ πρίν καθαιρεθῆ ἄν καί ἦτο αἱρετικός τόν ὠνόμαζον «εὐλαβέστατον». Τήν προσφώνησι αὐτή «εὐλαβέστατον» τήν ἀνέφερον οἱ Πατέρες διά τόν Νεστόριον πάρα πολλές φορές στίς συζητήσεις πρό τῆς καθαιρέσεώς του, προφανῶς ἐπειδή ἀκόμη δέν εἶχε τιμωρηθῆ.
Ὡς ἐκ τούτου, ἀπορῶ πατέρες, γιά τό πῶς ἐξάγετε τόσο εὔκολα καί πρόχειρα συμπεράσματα καί ἀποφαίνεσθε χωρίς κἄν νά ἀμφιβάλλετε γιά τήν ὀρθότητα τῶν ἀπόψεών σας. Γράφετε συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Εἶναι δέ λάθος αὐτό πού ἀναφέρει, ὅτι δῆθεν ὁ Ἅγιος “θά διέκοπτε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του χωρίς νά ἔχει καταδικαστεί ἀπό Σύνοδο ὁ Νεστόριος”». Ὁ ἅγ. Κύριλλος τό ἔπραξε αὐτό καί διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο, πρίν αὐτός καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο καί μάλιστα ἐνῶ δέν εἶχε καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, δέν ἀνεγνώρισε καί τίς ποινές πού αὐτός ἐπέβαλε στούς ἀποτειχισμένους ἀπό αὐτόν.
Ἄν ὁ ἅγιος Κύριλλος καί ὁ Κελεστίνος τῆς Ρώμης τιμωροῦσαν μέ καθαίρεσι καί ἀναθεματισμό τόν Νεστόριο, αὐτό θά ἦτο παράνομο, διότι θά ἦτο ἐπέμβασις τῆς μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας εἰς τά ἐσωτερικά τῆς ἄλλης. Αὐτό θά μποροῦσε νά γίνη μόνον ἐσωτερικά ἀπό τήν ἐνδημοῦσα Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως, ἄν φυσικά εὐνοοῦσαν οἱ συνθῆκες καί κυρίως οἱ πολιτικές ἤ ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο, διότι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἔχει δικαίωμα νά ἐπεμβαίνη στά ἐσωτερικά τῆς κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικά διά τά θέματα τῆς πίστεως. Αὐτό τό βλέπομε καί στήν Β΄ Οἰκουμενική, ἡ ὁποία κατ’ ἀρχάς ἀπέδωσε τόν θρόνο τῆς Κων/πόλεως στόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί μετά τήν παραίτησί του εἰς τόν ἅγ. Νεκτάριο.
Πρέπει, πατέρες, πρός λύσιν πάσης παρεξηγήσεως νά ἀναφέρω ὅτι στή σελ. 30 τῆς κριτικῆς μελέτης σας γράφετε ἐπίσης καί τά ἑξῆς: «Καί στήν προκειμένη δηλαδή περίπτωση ἔχουμε διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μετά καί ὄχι πρό Συνοδικῆς κρίσεως. Ἀπό τό ἴδιο Συνοδικό κείμενο, ἐπίσης, φαίνεται ὅτι ὁ Ἅγιος τότε μόνον προτρέπει τόν λαό νά ἀποσχισθεῖ ἀπό τόν Νεστόριο, ἐφ' ὅσον ἀποδειχθεῖ ἀμετάπειστος στίς αἱρετικές του διδασκαλίες: “...μήτε κοινωνεῖν αὐτῷ, εἰ μένει λύκος ἀντί ποιμένος”».
Δέν μπορῶ, πατέρες, νά κατανοήσω, πῶς ἐξάγετε αὐτά τά συμπεράσματα, τά ὁποῖα ταιριάζουν ἀπόλυτα μέ τήν γραμμή τῶν Οἰκουμενιστῶν καί βεβαίως τούς βοηθοῦν ἀφάνταστα. Ἡ συνοδική ἀπόφασις, ὅταν πρόκειται διά θέματα πίστεως, δέν ἔχει καμμία ἀξία, οὔτε καλύπτει καί κατοχυρώνει αὐτούς πού τήν ἀκολουθοῦν, ἐφ’ ὅσον ἀντιστρατεύεται στήν ἁγ. Γραφή καί στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, δηλαδή ἀντιστρατεύεται στήν Ὀρθόδοξο πίστι καί Παράδοσι. 
Ὅπως πάλι, καί ἄν δέν ὑπάρχη ἡ συνοδική ἀπόφασις διά θέματα πίστεως, δέν ἐμποδίζει στήν ἀποτείχισι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο τούς Ὀρθοδόξους, ὅπως συνέβη στήν παροῦσα περίπτωσι τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ τῆς Κων/πόλεως μέ τόν Πατριάρχη Νεστόριο. Διότι, ὅπως τό ἔχομε ἐξηγήσει, ἄν συνέβαινε αὐτό, τότε καί οἱ αἱρετικοί θά ἦσαν κατοχυρωμένοι πίσω ἀπό κάποιες συνοδικές ἀποφάσεις, διά νά ἀκολουθοῦν τήν αἵρεσι διά νά καθαιροῦν καί ἀναθεματίζουν τούς Ὀρθοδόξους.
Θά γνωρίζετε ἀσφαλῶς, πατέρες, ὅτι καί στήν περίπτωσι αὐτή τοῦ Νεστορίου ἔγινε στήν ἴδια τήν πόλι τῆς Ἐφέσου Σύνοδος μέ δύο Πατριάρχες, τόν Νεστόριο καί τόν Ἀντιοχείας Ἰωάννη καί πολλούς Ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς, μεταξύ αὐτῶν καί ὁ Θεοδώρητος Κύρου, παρουσίᾳ δέ καί τοῦ βασιλικοῦ ἐπιτρόπου, εἰς τήν ὁποία καθήρεσαν τόν ἅγ. Κύριλλο καί τόν Μέμνονα Ἐφέσου, ἀνεθεμάτισαν ὡς αἱρετικά τά κεφάλαια τοῦ ἁγ. Κυρίλλου καί ἔθεσαν σέ ἀκοινωνησία τούς ὑπολοίπους Πατέρας τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδου, ἡ ὁποία δηλαδή συγκροτήθηκε ἀπό τόν Κύριλλο.
Ἡ ἀπόφασις αὐτή τῆς ἀντισυνόδου, μεταξύ ἄλλων, ἀναφέρει καί τά ἑξῆς: «...τούτου ἕνεκεν γινώσκετε, ὡς καθῃρημένοι ἐστέ, καί ἀλλότριοι τῆς ἐπισκοπῆς, σύ τε Κύριλλε, ὁ τῆς Ἀλεξανδρείας, καί Μέμνων ὁ τῆσδε τῆς πόλεως, καί πάσης ἐκκλησιαστικῆς λειτουργίας ἀλλότριοι, ὡς πάσης τῆς ἀταξίας καί παρανομίας ἔξαρχοι καί ἡγεμόνες, καί τοῦ πατηθῆναι τούς κανόνας τῶν πατέρων, καί τά βασιλικά θεσπίσματα, αἴτιοι γεγονότες∙ οἱ δέ λοιποί πάντες, οἱ συμφωνήσαντες τοῖς ἠτακτηκόσι καί παρανομήσασι κατά τῶν κανόνων, καί κατά τῶν βασιλικῶν θεσπισμάτων, ἀκοινώνητοί ἐστε, ἕως ἄν ἐπιγνόντες τό οἰκεῖον πλημμέλημα μετανοήσετε, καί τήν πίστιν τῶν ἁγίων πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ συναθροισθέντων καταδέξησθε. Μηδέν ἕτερον αὐτῇ  ξένον ἐπεισάγοντες, καί ἀναθεματίσητε τά αἱρετικά κεφάλαια τά ἐκτεθέντα παρά Κυρίλλου τοῦ Ἀλεξανδρείας, τά ἐναντιούμενα τῇ εὐαγγελικῇ καί ἀποστολικῇ διδασκαλίᾳ» (Πρακτικά τῶν Συνόδων τόμ. Α΄, σελ. 598).
Οὕτως ἐχόντως τῶν πραγμάτων, ποία Σύνοδος ἦτο ἡ Ὀρθόδοξος; Μήπως ἡ πολυπληθέστερη, ἤ αὐτή πού εἶχε τήν βασιλική προστασία καί κάλυψι, ἤ αὐτή πού ἐπρόλαβε καί ἔγινε ἐνωρίτερα, ἤ τέλος πάντων  αὐτή μέ τήν ὁποία θά ἐξυπηρετεῖτο ὁ καθένας; Πιστεύω ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Σύνοδος ἦτο αὐτή, ἡ ὁποία ἐκήρυττε τό ὀρθόδοξο δόγμα καί κατεδίκαζε τήν αἵρεσι. Δι’ αὐτό βλέπομε στά πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων οἱ Πατέρες, προκειμένου νά στηρίξουν τό ὀρθόδοξο δόγμα, προσεκόμιζαν καί ἀνεγίνωσκον πλῆθος ἄλλων ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν κειμένων, ὥστε νά φανοῦν σύμφωνοι μέ ὅλη τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι. Τό ἴδιο συνέβη, ὅπως βλέπομε ἀπό τά πρακτικά, καί στήν ἐν λόγῳ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.
Εἶναι λοιπόν, πατέρες, ἄξιον ἀπορίας, πῶς προσπαθεῖτε νά ἐλιγχθῆτε καί νά καλυφθῆτε πίσω ἀπό τίς ἀποφάσεις κάποιων Συνόδων· καί ἐκεῖ πού αὐτές δέν ὑπάρχουν, πάλι ἐλίσσεσθε, θεωρώντας αὐτό ὡς μεμονωμένο γεγονός, τό ὁποῖο δέν στηρίζεται πουθενά.  Γράφετε λοιπόν γιά τήν διαγωγή καί τήν στάσι τοῦ λαοῦ τῆς Κων/πόλεως ὅτι αὐτή ἡ διαγωγή «δείχνει μέν πόσο ἀνεπτυγμένο ἦταν τότε τό Ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ καί ὅτι διέκοψε πρό Συνοδικῆς κρίσεως κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Νεστόριο, ὡστόσο ὅμως ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ λαοῦ δέν δικαιώνεται καί δέν βρίσκει κανένα στήριγμα σέ κανένα Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε καί σέ αὐτόν ἀκόμη τόν 15ο τῆς ΑΒ', ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ “δι' αἵρεσιν τινά παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην”. Ἄν ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ λαοῦ εἶχε υἱοθετηθεῖ ὡς νόμος μέσα στήν Ἐκκλησία, θά εἶχε ἀποτυπωθεῖ μέ κάποιον συγκεκριμένο Κανόνα στήν ἀμέσως ἐπακολουθήσασα Γ' Οἰκουμενική Σύνοδο. Τέτοιος ὅμως κανόνας δέν ὑπάρχει. Ἑπομένως, ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ λαοῦ δέν μπορεῖ νά ἀποτελέσει παράδειγμα πρός μίμηση καί γραμμή πλεύσεως στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας».
Ἐδῶ κατ’ ἀρχάς, πατέρες, ἀποδέχεσθε ὅτι τό ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ ἦταν ἀνεπτυγμένο καί ἐν συνεχείᾳ ὅτι ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ λαοῦ δέν δικαιώνεται καί δέν βρίσκει κανένα στήριγμα ἀπό κανένα Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας.  Μὲ ποιά ὅμως λογική ἀποδέχεσθε ὅτι «τό ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ ἦταν ἀνεπτυγμένο», καὶ ἐν συνεχείᾳ  δηλώνετε ὅτι «ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ λαοῦ» μὲ τὸ «ἀνεπτύγμενο ὀρθόδοξο αἰσθητήριο», «δέν δικαιώνεται καί δέν βρίσκει κανένα στήριγμα ἀπό κανένα Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας»; Ἄν ὅμως ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ λαοῦ δέν συμφωνοῦσε μέ τούς Κανόνες, τότε πῶς χαρακτηρίζετε τό ὀρθόδοξο αἰσθητήριο  ἀνεπτυγμένο; Θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ χαρακτηρίσετε ὄχι ἀνεπτυγμένο, ἀλλά διεστραμμένο, διότι ἔπραξαν κάτι ἀντίθετο στούς Κανόνες καί ἀντίθετο στήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Δέν μπορεῖ δηλαδή νά  ὑπάρχη ὀρθόδοξο αἰσθητήριο καί αὐτό συγχρόνως νά εἶναι ἔωλο καί ἀστήρικτο. Στήν προκειμένη περίπτωσι φαίνεται ὅτι δυσκολεύεσθε νά ταιριάξετε τά πράγματα.
Ἔπειτα, τό ὅτι ὁ κλῆρος καί ὁ λαός τῆς Κων/πόλεως ἐπαινέθηκε καί ἐστηρίχθηκε ἀπό τόν ἅγ. Κύριλλο καί τόν Κελεστίνο τῆς Ρώμης, αὐτό δέν ἀποτελεῖ μία δικαίωσι καί ἐπιβράβευσι τῆς στάσεως τοῦ λαοῦ ἐν καιρῷ αἱρέσεως; Ἀκόμη δέ καί ἡ Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποστέλλει εἰδική ἐπιστολή πρός τόν κλῆρο καί τόν λαό τῆς Κων/πόλεως, ἀποδέχεται τὴν γενομένη ἀπὸ τὸν λαό ἀποτείχισι πρὸ συνοδικῆς κρίσεως, συντάσσεται μέ αὐτούς καί τούς καθοδηγεῖ πῶς νά πράξουν ἀπό ἐδῶ καί εἰς τό ἑξῆς. Ἡ Ἐπιστολή αὐτή ὑπάρχει στά πρακτικά τῶν Συνόδων.  
Ἡ τοποθέτηση περί τῶν ἀποτειχισθέντων ὑπάρχει στόν  Γ΄ Κανόνα τῆς Συνόδου. Μὲ αὐτόν δικαιώνει πλήρως τούς ἀποτειχισθέντες καί ἀφοῦ ἀναιρεῖ καί ἀκυρώνει τίς κατ’ αὐτῶν ποινές τοῦ Νεστορίου καί τῶν λοιπῶν, τούς καθοδηγεῖ εἰς τό νά μήν ὑποταχθοῦν εἰς αὐτούς πού ἀποστάτησαν ἀπό τήν Σύνοδο καί ἐχάραξαν ἄλλη πορεία.
Ἄρα λοιπόν, πατέρες, αὐτά πού ἀναφέρετε ὅτι δηλαδή, «ἄν ἡ διαγωγή αὐτή τοῦ λαοῦ εἶχε υἱοθετηθεῖ ὡς νόμος μέσα στήν Ἐκκλησία, θά εἶχε ἀποτυπωθεῖ μέ κάποιον συγκεκριμένο Κανόνα στήν ἀμέσως ἐπακολουθήσασα Γ' Οἰκουμενική Σύνοδο. Τέτοιος ὅμως κανόνας δέν ὑπάρχει», εἶναι λάθος.
Πιστεύω ἐν τέλει ὅτι ἐφ’ ὅσον φορᾶτε τά γυαλιά τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος δέν πρόκειται νά ἰδῆτε τίποτε σωστά καί ὀρθόδοξα. Ἐνῶ δέ, δέν δύνασθε νά στηρίξετε πουθενά τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, προσπαθεῖτε διά τοῦ ὀρθολογισμοῦ νά ἀναιρέσετε ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἐδίδαξαν καί ἔπραξαν οἱ Ἅγιοι καί οἱ Ὀρθόδοξοι διαχρονικά.
(Συνεχίζεται)




Εβραίοι, Πάπας, Οικουμενισμός



  Πηγή:Τρελογιάννης
 
ΚΟ: Η Δεύτερη Βατικάνειος Σύνοδος, κοινώς γνωστή ως Vatican II, μια Οικουμενική Σύνοδος καρδινάλιων της Καθολικής Εκκλησίας, που άνοιξε υπό τον Πάπα Ιωάννη XXIII το 1962 και έκλεισε υπό τον Πάπα Παύλο ΣΤ' το 1965, έφερε ριζικές – σεισμικές αλλαγές στην διδασκαλία της καθολικής εκκλησίας, «εκσυγχρονίζοντας» μεταξύ άλλων, την λειτουργία της και προωθώντας ξεκάθαρα τα «οράματα» του οικουμενισμού με την διακήρυξη ότι «σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν θετικά στοιχεία και ότι οι τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πιστεύουν στον ίδιο Θεό». Είναι γνωστό ότι το Βατικανό και ο εκάστοτε Πάπας πρωτοστατούν σε οικουμενικές -πανθρησκειακές κινήσεις. Ενδεικτική ήταν η Α' πανθρησκειακή σύνοδος στην Ασίζη της Ιταλίας το 1986, όπου υπήρχε πανθρησκειακή συνάντηση και συμπροσευχή προς τον «ίδιο Θεό» από όλους εκεί τους συμπαραστάντες ετερόθρησκους και ετερόδοξους.
Μία όμως, από τις πιο «επαναστατικές αλλαγές» που προέκυψε ήταν το κείμενο Nostra Aetateσχετικά με τις σχέσεις της καθολικής εκκλησίας με τους Εβραίους.
Σύμφωνα με αυτό το κείμενο «Οι Εβραίοι δεν πρέπει να παρουσιάζονται ως απορριπτέοι ή καταραμένοι από το Θεό, σαν αυτό να προκύπτει από την Αγία Γραφή. Επιπλέον, όσον αφορά την απόρριψη κάθε δίωξης εναντίον οποιουδήποτε ανθρώπου, η Εκκλησία, έχοντας επίγνωση της κληρονομιάς που μοιράζεται με τους Εβραίους και κινούμενη όχι από πολιτικούς λόγους, αλλά από την πνευματική αγάπη του Ευαγγελίου, επικρίνει το μίσος, τις διώξεις, και κάθε μορφή αντισημιτισμού, που στρέφονται κατά των Εβραίων οποτεδήποτε και από οποιονδήποτε.
Όπως θα δείτε στο παρακάτω άρθρο αυτό οδήγησε στην παύση του ιεραποστολικού έργου των καθολικών προς τους Εβραίους. Πλέον, ενώ ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος, εκτός (καθολικής) εκκλησίας, θα έπρεπε να πιστέψει στον Χριστό και να βαπτιστεί για να σωθεί, αυτό δεν ίσχυε για τους Εβραίους! Ως «ξεχωριστός» λαός και πάντοτε «αγαπητός από τον Θεό», το γεγονός ότι κάποιος ήταν Εβραίος αρκούσε για να τον καταστήσει σωσμένο!   
Οι αλλαγές αυτές δεν έγιναν ποτέ δεκτές από τους λεγόμενους «παραδοσιακούς καθολικούς». Ιδιαίτερα οι "σεντεβακαντιστές" αντιστρατεύονται το «Βατικανό ΙΙ» κατηγορώντας το ότι εισήγαγε νεοπροτεσταντικές, αιρετικές και οικουμενιστικές θέσεις και πολεμούν κυρίως την ιουδαιο-τεκτονική διάβρωση στο εσωτερικό της Καθολικής Εκκλησίας.

Ακολουθεί άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Αμερικανο-εβραϊκή ιστοσελίδα Jewish Daily Forward από τον John Connelly, καθηγητή ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Berkeley της Καλιφόρνια και συγγραφέα του βιβλίου “From Enemy to Brother: The Revolution in Catholic Teaching on the Jews, 1933–1965”, («Από  τον εχθρό στον αδελφό: Η επανάσταση στην Καθολική Διδασκαλία για τους Εβραίους, 1933-1965").


Πενήντα χρόνια πριν, οι καθολικοί επίσκοποι συγκεντρώθηκαν στη Ρώμη για μια Σύνοδο που θα έφερνε την καθολική εκκλησία "στη σημερινή εποχή", με το να μιλά πιο άμεσα στο σύγχρονο κόσμο. Μετά από τρία χρόνια συσκέψεων, οι επίσκοποι ψήφισαν και αποδέχτηκαν δηλώσεις που επιτρέπουν στους πιστούς να παρακολουθούν την λειτουργία στη γλώσσα τους, ενθαρρύνονται να διαβάζουν την  Αγία Γραφή και παρακαλούσαν τους Καθολικούς να θεωρήσουν τις άλλες θρησκείες ως «πηγές της αλήθειας και της χάριτος». Η σύνοδος αναφέρθηκε στην εκκλησία ως «ο λαός του Θεού» και πρότεινε μια πιο δημοκρατική διάταξη των σχέσεων μεταξύ των επισκόπων και του Πάπα. Πέρασε επίσης μια δήλωση σχετικά με τις μη χριστιανικές θρησκείες, γνωστή με το λατινικό τίτλο της, Nostra Aetate(«Στην εποχή μας»). Το τέταρτο μέρος της δήλωσης αυτής, μια δήλωση σχετικά με τους Εβραίους, αποδείχθηκε η πιο αμφιλεγόμενη, αρκετές φορές σχεδόν αποτυχημένη, λόγω της αντίθεσης των ‘συντηρητικών’ επισκόπων.
Η Nostra Aetate επιβεβαίωσε ότι ο Χριστός, η Μητέρα του και οι απόστολοι ήταν Εβραίοι, και ότι η εκκλησία είχε την προέλευσή της στην Παλαιά Διαθήκη. Αρνήθηκε την θεωρία ότι οι Εβραίοι μπορούν να θεωρηθούν συλλογικά υπεύθυνοι για το θάνατο του Ιησού Χριστού, και επέκρινε όλες τις μορφές του μίσους, συμπεριλαμβανομένου του αντισημιτισμού. Επικαλούμενη την επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τους Ρωμαίους, η Nostra Aetate ονόμασε τους Εβραίους τους "πιο αγαπημένους" από το Θεό. Αυτά τα λόγια ήταν μια επανάσταση στην καθολική διδασκαλία.
Παρά την αντίθεση που υπήρξε στο εσωτερικό, οι επίσκοποι αποφάσισαν ότι δεν μπορούσαν να μείνουν σιωπηλοί για τους Εβραίους. Όταν το έγγραφο εξεδόθηκε το Μάιο του 1965, ένας από αυτούς εξήγησε γιατί πρέπει να ασκήσουν πιέσεις για το θέμα: «Το ιστορικό πλαίσιο είναι αυτό: 6.000.000 Εβραίοι νεκροί. Εάν η σύνοδος, που λαμβάνει χώρα 20 χρόνια μετά τα γεγονότα αυτά, σιωπά γι’ αυτούς, τότε θα προκαλούσε αναπόφευκτα την αντίδραση που εκφράστηκε από τον Hochhuth στο «The Deputy». Ο επίσκοπος αυτός αναφερόταν στο Γερμανό θεατρικό συγγραφέα Rolf Hochhuth που απεικονίζει έναν «σιωπηλό και αδιάφορο Πάπα Πίο XII μπροστά στο Ολοκαύτωμα».
Όπως αποκάλυψα, στο πρόσφατα δημοσιευμένο βιβλίο μου, “From Enemy to Brother: The Revolution in Catholic Teaching on the Jews, 1933–1965,” πολλοί προσπάθησαν και πριν τη δεκαετία του 1960, σε Αυστρία και Ελβετία, να διατυπώσουν καθολικά επιχειρήματα ενάντια στον αντισημιτισμό κάτω από τη σκιά του ναζισμού τρεις δεκαετίες νωρίτερα. Εκείνοι που βοήθησαν να οδηγήσουν την καθολική εκκλησία στην αναγνώριση της «συνεχιζόμενης ιερότητας του Εβραϊκού λαού» ήταν νεοφώτιστοι καθολικοί, που ως επί το πλείστον δεν είχαν γεννηθεί καθολικοί, πολλοί δε από αυτούς προέρχονταν από εβραϊκές οικογένειες.
Ο πιο σημαντικός ήταν ο Johannes Oesterreicher. Γεννήθηκε το 1904 γιος του Εβραίου κτηνίατρου Nathan και της συζύγου του, Ida, στο Stadt-Liebau, μια γερμανόφωνη κοινότητα στη βόρεια Μοραβία. Ως παιδί, πήρε μέρος στους Σιωνιστές προσκόπους και λειτούργησε ως εκλεγμένος εκπρόσωπος των Εβραίων στο Γυμνάσιό του, αλλά στη συνέχεια, για λόγους που παραμένουν ανεξήγητοι (αργότερα είπε ότι "ερωτεύτηκε τον Χριστό"), ο Oesterreicher άρχισε να ενδιαφέρεται για τα χριστιανικά κείμενα και κάτω από την επίδραση ενός ιερέα που αργότερα μαρτύρησε από τους Ναζί ((Max Josef Metzger) έγινε καθολικός και στη συνέχεια ιερέας. Στις αρχές του 1930 ανέλαβε για λογαριασμό της επισκοπής της Βιέννης τον προσηλυτισμό των Εβραίων, με την ελπίδα να φέρει την οικογένεια και τους φίλους μέσα στην καθολική εκκλησία. Είχε περιορισμένη επιτυχία. Εκεί που είχε επιτυχία ήταν σε συγκεντρώσεις με άλλους Καθολικούς ‘στοχαστές’ που ήθελαν να αντιταχθούν στο «ναζιστικό ρατσισμό». Ο Oesterreicher ένιωσε σοκ όταν βρήκε ρατσισμό σε έργα κορυφαίων καθολικών στοχαστών, που δίδασκαν ότι οι Εβραίοι είχαν καταστραφεί φυλετικά και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να λάβουν τη χάρη του βαπτίσματος. Στους φίλους του σε αυτή την προσπάθεια περιλαμβάνονταν νεοφώτιστοι καθολικοί όπως ο φιλόσοφος Dietrich von Hildebrand και ο θεολόγος Karl Thieme και ο πολιτικός φιλόσοφος Waldemar Gurian. Το 1937, οι Gurian, Oesterreicher και Thieme έγραψαν μια καθολική «αντιρατσιστική» δήλωση για τους Εβραίους, και ότι οι Εβραίοι είχαν μια «ειδική αγιότητα». Ούτε ένας επίσκοπος δεν υπέγραψε την δήλωση.
Ο Oesterreicher διέφυγε στην Αυστρία όταν οι Ναζί ήρθαν στην εξουσία, το 1938, και συνέχισε τις εργασίες από το Παρίσι, κάνοντας κηρύγματα στην γερμανική γλώσσα, ενημερώνοντας τους Καθολικούς ότι ο Χίτλερ ήταν ένα "ακάθαρτο πνεύμα" και ο "αντίποδας με ανθρώπινη μορφή," και περιγράφοντας τα ναζιστικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν εναντίον των Εβραίων και των Πολωνών. Την άνοιξη του 1940 μέσω της Μασσαλίας και της Λισαβόνας βρέθηκε στη Νέα Υόρκη και τελικά στο Seton Hall University, όπου έγινε ο κορυφαίος ειδικός της Καθολικής Εκκλησίας της Αμερικής στις σχέσεις με τους Εβραίους.
Ο Oesterreicher εγκατέλειψε σταδιακά το «ιεραποστολικό» του έργο προς τους Εβραίους και όλο το έργο του το ονόμασε «οικουμενικό». Ο ίδιος και οι ομοϊδεάτες του καθολικοί προσπάθησαν να στηρίξουν την πίστη τους στη «συνεχή αποστολή» που έχει ο εβραϊκός λαός στην Αγία Γραφή. Αν η μάχη πριν από τον πόλεμο ήταν ενάντια στο ναζιστικό ρατσισμό, μετά τον πόλεμο είχε ως στόχο τις βαθιά ριζωμένες αντι-Ιουδαϊκές πεποιθήσεις του χριστιανισμού. Στην πρώτη περίοδο, η ομάδα των ‘στοχαστών’ του Oesterreicher υποστήριξε ότι οι Εβραίοι μπορούν να βαφτιστούν. Στη δεύτερη περίοδο, επικεντρώθηκαν στην απόρριψη της θεωρούμενης «κατάρας» που είχαν επάνω τους οι Εβραίοι.
Αν η ιστορία των Εβραίων ήταν μια σειρά από δοκιμασίες που τις έστειλε ο Θεός για να τους τιμωρήσει επειδή δεν δέχθηκαν τον Χριστό, τότε τι νόημα είχε το Άουσβιτς; Ήταν οι Ναζί όργανα που εκτελούσαν το θέλημα του Θεού, προκειμένου οι Εβραίοι τελικά να στραφούν προς τον Χριστό; Η απάντηση της Καθολικής Θεολογίας μέχρι το 1945 ήταν ναι. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι ‘νεοφώτιστοι’ έπρεπε να οργανώσουν μια επανάσταση στην καθολική εκκλησία. Το έκαναν επικεντρώνοντας την διδασκαλία της εκκλησίας στην επιστολή του απ. Παύλου προς τους Ρωμαίους, και στα κεφάλαια 9-11, όπου ο Απόστολος, χωρίς να μιλάει για βάπτισμα ή για μεταστροφή (στον Χριστιανισμό), διακηρύσσει ότι οι Εβραίοι παραμένουν «αγαπημένοι του Θεού» και ότι «όλος ο Ισραήλ θα σωθεί».
Αμέσως μετά τον πόλεμο, ο Thieme ενώθηκε με την επιζήσασα του στρατοπέδου συγκέντρωσης Gertrud Luckner (φωτο) και δημοσίευσε το ‘Freiburger Rundbrief’ στη νοτιοδυτική Γερμανία, όπου έκαναν καίρια θεολογικά επιτεύγματα σχετικά με την πορεία προς την συνδιαλλαγή με τους Εβραίους. Στο Παρίσι, ο αιδεσιμότατος Paul Démann, ένας Ουγγρο-Εβραίος που είχε γίνει χριστιανός, άρχισε να δημοσιεύει τα ‘Cahiers Sioniens’ και, με τη βοήθεια άλλων προσήλυτων, όπως του Geza Vermes και του Renée Bloch, αντέκρουσε τον αντι-Ιουδαϊσμό στις Καθολικές σχολές κατήχησης.
Το 1961, ο Oesterreicher κλήθηκε για εργασία στην επιτροπή του Βατικανού ΙΙ που ήταν επιφορτισμένη για το «εβραϊκό ζήτημα», το οποίο έγινε το πιο δύσκολο θέμα που αντιμετώπισαν οι καθολικοί επίσκοποι. Σε μια κρίσιμη στιγμή, τον Οκτώβριο του 1964, οι ιερείς Gregory Baum και Bruno Hussar προσχώρησαν στον Oesterreich και έφτιαξαν το τελικό κείμενο του διατάγματος της Συνόδου σχετικά με τους Εβραίους, που ψηφίστηκε από τους επισκόπους ένα χρόνο αργότερα. Όπως ο Oesterreicher, έτσι και ο Baum και ο Hussar ήταν νεοφώτιστοι καθολικοί εβραϊκής καταγωγής.
Ανέσυραν ένα κείμενο που είχε εμφανιστεί στην Πρώτη Βατικάνειο Σύνοδο το 1870, όταν οι αδελφοί Lémann - Εβραίοι που είχαν γίνει καθολικοί ιερείς - είχαν παρουσιάσει ένα σχέδιο δήλωσης για τις σχέσεις της καθολικής εκκλησίας με τους Εβραίους, δηλώνοντας ότι οι Εβραίοι "είναι πάντα πολύ αγαπητός στο Θεό" λόγω των πατέρων τους και επειδή ο Χριστός είχε προέλθει από αυτούς "κατά σάρκα".
Χωρίς την παρουσία Εβραίων που έγιναν καθολικοί, φαίνεται ότι η Καθολική Εκκλησία δεν θα «έβρισκε τον δρόμο» να απομακρυνθεί «από τον ρατσιστικό αντι-Ιουδαϊσμό».
Ποια ήταν τα ερεθίσματα πίσω από την εμπλοκή όλων αυτών των Εβραίων που έγιναν καθολικοί μετά τον πόλεμο; Σε μια γενναιόδωρη αναθεώρηση του βιβλίου μου ο Peter Gordon στο ‘The New Republic’, δείχνει ότι η προθυμία των ‘νεοφώτιστων’  να υποστηρίξουν την αναθεώρηση της άποψης της Καθολικής εκκλησίας για τους Εβραίους, προήλθε από μια ανησυχία για τον εαυτό τους. Είχαν διατηρήσει μια αίσθηση του εαυτού τους, ως Εβραίοι, ακόμη και μέσα στην Καθολική Εκκλησία. Ο Gordon μας θυμίζει τον σκεπτικισμό του Σίγκμουντ Φρόιντ σχετικά με τη δυνατότητα της αγάπης προς τον άλλον. Η αληθινή αγάπη, πίστευε ο Φρόιντ, «είναι πάντα μπλεγμένη με ναρκισσισμό: δεν είναι ο άλλος που αγαπώ, αλλά ο εαυτός μου, ή τουλάχιστον είναι μόνο η ποιότητα του άλλου που μου θυμίζει ή μοιάζει με το πρόσωπο που ήμουν κάποτε». Ωστόσο, στον Oesterreicher βλέπουμε μια διαρκή αλληλεγγύη με την κοινότητα στην οποία ήταν κάποτε, την πιο άμεση οικογένειά του. Το 1946 μελέτησε την τύχη του πατέρα του, ο οποίος είχε πεθάνει από πνευμονία στο Theresienstadt (η μητέρα του αργότερα δολοφονήθηκε στο Άουσβιτς). Σε αντίθεση με την αρχαία χριστιανική ιδέα ότι δεν υπάρχει σωτηρία έξω από την εκκλησία, ο Oesterreicher δεν ήρθε σε απόγνωση για την τύχη του πατέρα του. Ο Nathan Oesterreicher ήταν ένας δίκαιος άνθρωπος, «στον οποίο υπήρχε η μακαριότητα των ειρηνοποιών». Αν ο Oesterreicher, ο γιος, ήταν ένας αληθινός ναρκισσιστής, θα μπορούσε να είχε αναπαυθεί με την πεποίθηση ότι σώθηκε μέσω του βαπτίσματος. Ωστόσο, η έντονη αγάπη και ο καημός του για τον Εβραίο πατέρα του άρχισε να «ανοίγει το μυαλό» του Oesterreicher για το ενδεχόμενο ότι «οι Εβραίοι θα μπορούσαν να σωθούν ως Εβραίοι» (χωρίς δηλ. να βαπτιστούν χριστιανοί).
Το «συνεχές δώρο» αυτών των προσήλυτων χριστιανών Εβραίων που βοήθησαν  να ξαναγραφτεί η Καθολική διδασκαλία για τους Εβραίους ήταν να επεκτείνουν μια αίσθηση «οικογενειακής αλληλεγγύης» μεταξύ Εβραίων και Χριστιανών. Το 1964, ο Oesterreicher έπαιξε το ρόλο του στη Nostra Aetate σύμφωνα με την οποία η εκκλησία δεν μιλά πλέον για ιεραποστολή προς τους Εβραίους, αλλά προσβλέπει στην ημέρα που όλοι οι «λαοί θα απευθύνονται προς τον Κύριο με μια ενιαία φωνή» και θα «τον υπηρετούν ο ένας δίπλα στον άλλο».  
πηγή