Τοῦ Ν. ΣΑΚΑΛΑΚΗ
Τις καθοδηγητικές αρχές περί
«Δυνητικότητας» του 15ου Κανόνα της Α–Β Συνόδου τις πρωτοείδαμε –ανακαλύψαμε
με ευκρίνεια στην μετάφραση του π. Γερασίμου Μενάγια (Αγιορείτου μοναχού) στο
κείμενο– ερμηνεία του Βαλσαμώνος, ο οποίος μοναχός αυθαίρετα και ίσως σκόπιμα
οροθέτησε την πνευματική φιλοσοφία του Κανόνα με ίδιες προσθήκες. Επεξηγών τον
εαυτό του (και όχι τον Βαλσαμώνα) ο π. Γεράσιμος γράφει: «Το “εάν εαυτόν
αποτειχίση, ήγουν χωρίση από της κοινωνίας του πρώτου αυτού” σημαίνει την
προαίρεσιν ήτοι εάν θελήση, και ουχί επιβολήν εκκοπής του μνημοσύνου» (τα
υπογραμμισμένα είναι του π. Γερασίμου) και συνεχίζει ότι: «ο μνημονεύων
μέχρις εκδόσεως Συνοδικής αποφάσεως εν τάξει είναι».
Όταν
αναφέρουμε αρνητική – αντιθετική στάση στην «Δυνητική Ερμηνεία» του π.
Γερασίμου ή του π. Επιφανίου, δεν απορρίπτουμε–αμφισβητούμε τις ασκητικές τους
εμπειρίες ή την ορθόδοξη πίστη τους, όπως καταλαβαίνουν(;) μερικοί (π.χ. Π.
Τελεβάντος, Ελένη Λωρίτου και άλλοι).
Αρνούμεθα
την συμφιλίωση της θεωρίας τους με την πραγματικότητα της Ορθοδοξίας. Ας
θέσουμε το ζήτημα με άλλο τρόπο: Παραδεχόμαστε την ηθική αρετή τους αλλά
παίρνουμε πνευματική–επιστημονική θέση στην ερμηνεία τους. Να υπογραμμίσουμε,
ότι δεν είναι αλάθητοι. Ο πνευματικός ατομικός εμπειρισμός τους δεν συμπίπτει
αντικειμενικά και καθολικά με την σύνολη διαχρονική Ορθοδοξία.
Ο
Π. Τελεβάντος νομίζει, ότι έχω αμυδρές εικόνες στη σκέψη–συνείδηση για π.
Επιφάνιο και π. Αυγουστίνο. Όταν ο π. Αυγουστίνος διέκοψε το μνημόσυνο του
αιρετικού Πατριάρχη Αθηναγόρα ήμουν 19 ετών. Ισχυρίζεται, ακόμη, ότι ο π.
Αυγουστίνος δεν «πετροβόλησε» τον π. Επιφάνιο (όπως εγώ).
Να
υπογραμμίσω, χαρακτηριστικά γεγονότα της εποχής εκείνης.
Ο
π. Επιφάνιος, που όλα τα θεωρούσε «ανοήτους ζηλωτισμούς» το 1969 με τρεις (3)
πολυγραφημένες επιστολές του (Σελίδες 60) ήθελε να σταματήσει κάθε μελετώμενη
αντίδραση στο Άγιο Όρος. Αντίθετα, ο π. Αυγουστίνος υπογραμμίζει (προς
Πατριάρχη Δημήτριο, 1972):
«Παναγιώτατε
δέσποτα! Ως είναι γνωστόν, ο υποφαινόμενος, ως και δύο έτεροι ιεράρχαι της Β.
Ελλάδος, ηναγκάσθημεν μετά πολλής θλίψεως και οδύνης δια λόγους συνειδήσεως
να διακόψωμεν το μνημόσυνον του προκατόχου υμών Πατριάρχου Αθηναγόρου… Παρ’
όλην δεν την έξωθεν πίεσιν (Δυνητικές ερμηνείες, σχισματικοί φόβοι) ίνα
επαναλάβωμεν το μνημόσυνον, ημείς επεμείναμεν εις την διακοπήν…» (Βιβλίο «Η
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ», σελ. 134-135).
Ερώτημα:
Η στάση του π. Αυγουστίνου, άκρως αντιθετική με την στάση του π. Επιφανίου,
ερμηνεύεται ως «πετροβόλημα» στον π. Επιφάνιο;
Επίσης
ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος (1963) τονίζει σε τηλεγράφημά του: «Συγχαίρω υμάς εκ
καρδίας, καθώς και πάντας τους Ηγουμένους και μοναχούς αδελφούς Αγιορείτας, δια
το θάρρος, την πίστιν και ανδρείαν, την οποία επιδείξατε εσχάτως κατά της
εσπευσμένης, παραλόγου ασυνέτου, δολίας και δουλικής ψευδοενώσεως του Οικ.
Πατριάρχου Αθηναγόρου μετά του Πάπα Παύλου»…
Υ.Γ.
Μη βραδύνωμεν, ου γαρ οίδαμεν τι τέξεται η επιούσα» (Προς Ηγουμένους Αγ.
Όρους).
Η
μελλοντική εκτίμηση του π. Φιλόθεου είναι όντως αγία και προφητική ενώ του π.
Επιφανίου στατική, επιβραδυντική της ορθόδοξης μαρτυρίας του Εκκλησιαστικού
σώματος. Αυτή ακριβώς η επιβραδυντική στάση είναι, κ. Τελεβάντε, η «ενδιάμεση»
βαθμίδα εκκλησιολογίας.
Ο
μη παραγωγικός, αντι-οικουμενιστικός(;) προσανατολισμός του πατρός Επιφανίου,
οι μακροπρόθεσμες συμβουλές του, ως πρώτες επιλογές της «Δυνητικής ερμηνείας
ήταν (συνοπτικά):
-
Για τις συμπροσευχές: «Εγένοντο και άλλοτε αυτά», «αποτελούν κοινωνικές
εκδηλώσεις».
-
Δεν υπάρχει λοιπόν κίνδυνος να μολυνθώμεν, ούτε μνημονεύοντες του Πατριάρχου
(εφόσον δεν κατεδικάσθη), ούτε πολλώ μάλλον τους μνημονεύοντας αυτού. Τα
αντιθέτως λεγόμενα είναι ανόητοι ζηλωτισμοί.
-
Ο όγκος εξήντα (60) και πλέον επισκόπων (Ελλαδική Εκκλησία) ανέχονται «άχρι
καιρού».
-
Αγαπητέ, ας καταλείπωμεν εις αυτούς (επισκόπους Ελλάδος) την εκλογήν της
στιγμής. Εκείνοι είναι ηγέται. Τον χρόνον των πολέμων και των επαναστάσεων δεν
καθορίζουν οι στρατιώται, αλλά οι αξιωματικοί.
Αναμφίβολα
ήταν «λογικές» επιλογές, χωρίς την προοπτική των ι. κανόνων, οι οποίες έδωσαν
στη συνέχεια μέγιστη αυτοτέλεια στον οικουμενισμό. Η «ενδιάμεση» εκκλησιολογία
της ημερίδας της Θεσσαλονίκης δεν αποδεικνύεται με πειράματα ή με μαθηματικές
πράξεις παρά μόνο με την δύναμη της πνευματικής κατανοήσεως των Πατέρων – ι.
κανόνων. Όταν οι Ορθόδοξοι συμμετέχουν στις ακολουθίες–λειτουργίες, όπου
μνημονεύεται αιρετικός επίσκοπος, τότε ομολογούν–δέχονται ότι βιώνουν από
κοινού την χάρη, την αλήθεια.
Αυτή
είναι η θέση της Εκκλησίας.
«Ουκ
εσμέν αποσχισταί (σχισματικοί), ω θαυμάσιε, της του Χριστού Εκκλησίας… Η μη
εναντίωσις στα κακόδοξα ήθη τυγχάνει προδοσία σαφής και παράλυσις των Ι.
Κανόνων (Αγ. Θεόδωρος Στουδίτης).
Αυτή
η «Δυνητική» αντίληψη του κανόνα ευνοεί τις οικουμενιστικές διεργασίες. Οι
δεκαετίες που πέρασαν είναι εγγυημένη επιβεβαίωση και μέθοδος ελέγχου της
αναποτελεσματικής (πρακτικά) αυτής αντίληψης και το κυριότερο, είναι ο
καλύτερος τρόπος απάμβλυνσης της Ορθόδοξης αυτοσυνεδησίας, η οποία απάμβλυνση
είναι και ο ασφαλέστερος δρόμος προς τον οικουμενισμό.
Ας
προσεχθεί ιδιαίτερα ο λόγος του Απ. Παύλου:
«Ει
τις ευαγγελίζεται υμίν παρ’ ό παρελάβετε, ανάθεμα» Δεν είπε απλά, εάν κάποιος
κηρύττη αντίθετα ή ανατρεπτικά, αλλά εάν ευαγγελίζεται έστω και κάτι το μικρόν
« παρ’ ό παρελάβετε».
Εάν
δούμε τον οικουμενισμό ως νέο «ευαγγελισμό», σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο,
τότε ο κανόνας είναι (όπως και είναι) υποχρεωτικός, ισχύει δηλαδή το «ανάθεμα».
Όσοι
τον εκλάβουν τον οικουμενισμό ως αντιθετικό (μόνο) στην Ορθοδοξία, τότε επαναπαύονται
στην «Δυνητική Ερμηνεία».
Στην
τελευταία εκδοχή –δυστυχώς– «ησυχάζει» πλήθος αντι-οικουμενιστών και κρυφών
οικουμενιστών, γνήσια τέκνα της Εσπερίας!
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ