Σὲ πρόσφατο ἄρθρο τοῦ π. Παΐσιου Παπαδόπουλου διαβάσαμε καὶ τὰ παρακάτω:
«Η αδύνατη όμως σύμπραξη Ομοιουσιανών
και Ομοίων ήταν εκείνη η ιστορική προϋπόθεση που διευκόλυνε την προσέγγιση των
Ομοιουσιανών και Ορθοδόξων. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν εκείνος που με θεοφώτιστη
ευελιξία την αξιοποίησε, κάτι που ίσως συνιστά την στρατηγική του αυτή ως την
μεγαλύτερη προσφορά του στην Εκκλησία. Υπήρξε λοιπόν ο Μέγας της
Καισαρείας Πατήρ κύριος υπέρμαχος της
ανάγκης σύμπραξης των Ορθοδόξων με τους Ομοιουσιανούς, με σκοπό την επιτακτική
εκκλησιαστική ανάγκη αποδυνάμωσης της αρειανικής παράταξης, σε μία προσπάθεια
να αποκαταστήσει την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος. Πόσο μακρυά έβλεπε!
{Κρατήστε σας παρακαλώ αδελφοί και πατέρες του παλαιού και νέου ημερολογίου
την επισήμανση αυτή διότι αποτελεί ιστορικό παράλληλο με αυτό που γίνεται
σήμερα με τον Οικουμενισμό}!».
Στὰ παραπάνω ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε τὰ ἑξῆς: Νομίζουμε, ὅτι δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ μεταφέρουμε διαμάχες ἄλλων ἐποχῶν γιὰ δογματικὰ θέματα καὶ ἔννοιες
ποὺ δὲν εἶχαν ἀκόμα ἀποκρυσταλλωθεῖ, σὲ σημερινὲς καταστάσεις, ποὺ ἔχουν
συζητηθεῖ ἐπὶ δεκαετίες. Τότε δὲν ἦταν ἀκόμα «ἀποσαφηνισμένη ἡ διατύπωση τοῦ Τριαδικοῦ καὶ
μετέπειτα τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος»· σήμερα τὰ πράγματα
γιὰ ὅσους ἔχουν ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα εἶναι πεντακάθαρα, γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε
νὰ μιλᾶμε γιά …«συμπράξεις»,
ἀλλὰ γιὰ ἐφαρμογὴ τῆς Πατερικῆς μας Παραδόσεως! Γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ κανεὶς τὰ
γεγονότα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, παρουσιάζουμε τὶς θέσεις τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη,
ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱερόθεου «Ἐμπειρική Δογματική…».
«Ομοούσιο και Ομοιούσιο. Διαφορές και ταυτίσεις τών δύο όρων»
π. Ι. Ρωμανίδης
Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου
Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη"
Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και
αγ. Βλασίου Ιεροθέου.
«Η ορολογία «ομοούσιος», «υπόσταση»,
«ουσία» είναι μεταγενέστερη, όταν οι Πατέρες εξέφρασαν την εμπειρία τους με
τους όρους της εποχής τους και έτσι τα άρρητα ρήματα μεταφέρθηκαν με κτιστά
ρήματα και νοήματα.
Βασική διδασκαλία των Αγίων Πατέρων
είναι ότι δεν υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστού. Όταν οι
Άγιοι έφθαναν στην εμπειρία της θεοπτίας, έβλεπαν ότι η δόξα-φως του Λόγου ήταν
όμοια με την δόξα του Πατρός. Γι' αυτό, στην αρχή, ο Μέγας
Αθανάσιος έκανε λόγο για το ότι ο Υιός-Λόγος είναι ομοιούσιος (με όμικρον γιώτα) με τον Πατέρα, έχει, δηλαδή, την ίδια-όμοια ουσία
και δόξα με τον Πατέρα. Εφ' όσον η ουσία του Πατρός είναι άκτιστη, συνεπάγεται
ότι άκτιστη είναι και η ουσία του Λόγου. Όταν, όμως, ο όρος «ομοιούσιος»
αποδιδόταν λανθασμένα ως «παρόμοιος», τότε οι Πατέρες δημιούργησαν τον όρο ομοούσιος (χωρίς
το γιώτα) με την έννοια του
«ταυτούσιος», όχι όμως με την έγνοια του «ταυθυπόστατος».
Γιατί τόση δυσκολία
γύρω από το "ομοούσιος"; Διότι το "ομοούσιος" δεν το
απέρριψαν μόνον οι Αρειανοί, το απέρριψαν στην αρχή και οι Ορθόδοξοι. Οι ομοιουσιανοί, δηλαδή αυτοί που λέγανε όμοιος κατά πάντα, ήταν
Ορθόδοξοι. Γι' αυτό και ο Μέγας Αθανάσιος το λέει καθαρά, ότι αυτοί που φωνάζαν
και λέγαν το ομοιούσιος, ότι ο Λόγος είναι όμοιος τω Πατρί κατά πάντα, λέει,
αυτοί είναι Ορθόδοξοι και αυτό εννοούμε εμείς με το ομοούσιος.
Είναι ομοούσιος όχι με
την έννοια του ταυτούσιος (δηλαδή ότι ο Λόγος και ο Πατέρας είναι ένα). Δεν
σημαίνει "ταυτούσιος" το "ομοούσιος" για τον Αθανάσιο. Έχει
την ίδια σημασία με το ομοιούσιος για τον Αθανάσιο. Γιατί; Διότι, βασικό δόγμα
των Πατέρων της Εκκλησίας είναι ότι μεταξύ του άκτιστου και του κτιστού δεν
υπάρχει καμία ομοιότης. Οπότε, όταν λες όμοιος κατά πάντα, αυτό σημαίνει, Θεός
άκτιστος. Αυτό σημαίνει η ορολογία "ομοούσιος".
Οι σημερινοί Ορθόδοξοι
θεολόγοι τους ομοιουσιανούς τους βγάλανε ημιαρειανούς, ενώ δεν ήταν καθόλου. Ήταν
η φανατική παράταξη των Ορθοδόξων, οι οποίοι έλεγαν ότι για την ουσία του Θεού
δεν μπορούμε να μιλάμε, διότι η ουσία του Θεού είναι ανώνυμος, αμέτοχος κ.ο.κ.
Μπορεί να μιλάμε μόνο για τα πρόσωπα, τις υποστάσεις. Και ουσία και υπόσταση
κατ’ αυτούς σημαίνει το ίδιο πράγμα.
Επομένως, το
"ομοούσιος" ποιος το εχρησιμοποίησε; Ήταν (κατ’ αρχήν) μια αιρετική
ορολογία. Την χρησιμοποιούσαν και οι Γνωστικοί, οι γνωστικές αιρέσεις, αλλά
κυρίως ο Παύλος Σαμοσατεύς. Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς λέει ότι ο Λόγος είναι ομοούσιος
με τον Πατέρα, με την έννοια ότι είναι ομοϋπόστατος. Μαζί με τον Πατέρα έχει
μία υπόσταση, μία ουσία δηλαδή, ότι στον Θεό υπάρχει μία υπόσταση, μία ουσία.
Λοιπόν αυτή την σημασία είχε το "ταυτούσιος".
Οπότε, οι ομοιουσιανοί
δεν δέχτηκαν την ορολογία του Αθανασίου, την πολέμησαν και πείστηκαν, τελικά,
αφού ο Μέγας Βασίλειος εξήγησε ότι δεν σημαίνει ταυτούσιος. Και, εφ' όσον δεν
σημαίνει ταυτούσιος, το "ομοούσιος" δηλαδή, αλλά σημαίνει ομοιούσιος
με την έννοια ότι έχουν μαζί μία ουσία που δεν είναι η υπόσταση, αλλά υπάρχουν
τρεις υποστάσεις και έχουν μαζί την ίδια ουσία. Με αυτή την έννοια έγινε αυτή η
εξήγηση της Ορθοδόξου διδασκαλίας που είχε διατυπωθεί από την Α' Οικουμενική
Σύνοδο και από τον Αθανάσιο και έγινε αποδεκτή.
Και ο Μέγας Αθανάσιος,
ο ίδιος, δήλωσε ότι είναι επιτρεπτός ο τρόπος αυτός, να μιλάμε για την υπόσταση
και ουσία και αυτό διατυπώθηκε στην απόφαση της Συνόδου που προήδρευσε στην
Αλεξάνδρεια ο Μέγας Αθανάσιος το 362».
Πηγή