ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ ΕΠΕΛΑΥΝΟΥΝ
ΑΣΧΗΜΟΝΟΥΝΤΕΣ
ΟΙ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ»
–ΠΟΙΜΕΝΕΣ
ΚΑΙ Ο ΛΑΟΣ–
ΟΠΙΣΘΟΧΩΡΟΥΝ ΕΥΤΑΚΤΟΥΝΤΕΣ
Περὶ «ΑΝΑΛΟΓΙΑΣ», «ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΕΩΣ»
καὶ «ΑΡΙΘΜΗΣΕΩΣ» στὴν Ἁγία Τριάδα
Οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ποιμένες καὶ
πολλοὶ πιστοὶ γνωρίζουν πλέον καλῶς τὴν πρόοδο
σὲ αἱρετικὲς διατυπώσεις καὶ δράσεις τοῦ μητροπολίτη
Περγάμου κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα,
ἀλλὰ καὶ τὶς ἐπιτυχίες
ποὺ ἔχει ἡ αἱρετίζουσα ὁμάδα τοῦ Φαναρίου καὶ τῆς Ἀκαδημίας «Θεολογικῶν» Σπουδῶν Βόλου, ὡς πρὸς τὴν ἐμπέδωση σὲ ὅλους
τοὺς τομεῖς, τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Καὶ παρὰ ταῦτα μένουν παγερὰ ἀδιάφοροι. Διότι γνωρίζουν ὅτι ἡ ἀνάμειξή
τους γιὰ τὴν προστασία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ἡ καταγγελία τῶν ἐπιφανῶν οἰκουμενιστῶν,
ὄχι μόνο δὲν πρόκειται νὰ προσθέσει κάτι στὶς κούφιες τιμὲς καὶ τὶς κολακεῖες τῆς
δεσποτικῆς μεγαλωσύνης τους, ἀντίθετα φοβοῦνται πὼς θὰ βρεθοῦν στὴν δυσμένεια
τοῦ «Πάπα τῆς Ἀνατολῆς» καὶ θἄχουν «τρεχάματα» καὶ διάφορα μπλεξίματα.
[Ὅπως ἐκεῖνα τοῦ Μητροπολίτη Γόρτυνος, ὁ ὁποῖος ὑπέγραψε τὴν «Ὁμολογία
Πίστεως», ἀλλ’ ἐπειδὴ αὐτὸ δυσαρέστησε τὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καὶ ὡς ἐκ
τούτου δὲν ...ἐπισκέφτηκε ὁ αἱρεσιάρχης τὴν Μητρόπολή του, αὐτός, ἀντὶ νὰ χαρεῖ
ποὺ ἀπέφυγε τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἡγέτη τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
στενοχωρήθηκε ἡ ψυχή του «μέχρι θανάτου». Ἔτσι ἀπεφάσισε, γιὰ νὰ τὸν ἐξευμενίσει,
νὰ ἀποσύρει τὴν ὑπογραφή του ἀπὸ τὴν «Ὁμολογία...»! Καὶ ἀφοῦ σιγούρεψε τὴ θέση
του, κατόπιν ἐπιδόθηκε σὲ ἕνα ἀνέξοδο καὶ ἀτελέσφορο χαρτοπόλεμο κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!
Τὰ ἴδια πράττουν οἱ ἁγιορεῖτες, οἱ Ἀδελφότητες κ.λπ.].
Ἐμεῖς, ὅμως, παρὰ τὴν μικρές μας δυνατότητες, θὰ συνεχίσουμε νὰ ἐπαναφέρουμε
στὸ προσκήνιο τὶς αἱρετικὲς θέσεις καὶ διδασκαλίες τοῦ μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη
Ζηζιούλα, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἀρνεῖται νὰ τὶς ἀναιρέσει καὶ οἱ μεγαλύτεροι ἀπὸ μᾶς σὲ ἀξιώματα
καὶ σὲ γνώσεις, ἐνῶ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀντιμετωπίσουν μὲ ἄνεση –καὶ πολὺ καλύτερα–
τὶς συγκεκριμένες κακοδοξίες του,
κωφεύουν.
Ἐδῶ νὰ σημειώσουμε μόνο ὅτι, ἀκόμα καὶ καθηγητὲς ποὺ διάκεινται εὐμενῶς στοὺς Οἰκουμενιστικοὺς Διαλόγους, ἐπισημαίνουν στὶς μελέτες
του τὶς αἱρετίζουσες θέσεις τοῦ Ζηζιούλα (ὅπως ὁ κ. Χρυσ. Σταμούλης).
Γράφει ὁ Σταμούλης: «Τούτη ἡ θεολογία» προκάλεσε ...μιὰ δυναμικὴ κριτικὴ ἀντίθεση ἀπέναντί
της, ποὺ σχετίζεται μὲ τὶς τραγικὲς ἐπιπτώσεις τῶν
συμπερασμάτων της, ἀλλὰ καὶ τῶν προεκτάσεών τους, τόσο σὲ ἐπίπεδο Τριαδολογίας, ὅσο καὶ σὲ ἐπίπεδο Ἐκκλησιολογίας, Χριστολογίας καὶ Ἀνθρωπολογίας. Τουτέστιν γιὰ τὶς ἐπιπτώσεις της στὴ ζωὴ τῶν μελῶν τοῦ σώματος τῆς πορευομένης ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας...
Ἐν τούτοις τὰ προβλήματα ποὺ συσσώρευσαν οἱ αὐθαίρετες ἑρμηνεῖες...,
χρήζουν ἄμεσης ἀποκατάστασης. ”Ὁ Ζηζιούλας μπορεῖ πράγματι νὰ δημιουργεῖ ὑποψίες πὼς ἀποδίδει
πολὺ μικρὸ
ρόλο στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Πνεῦμα γιὰ τὴ δομικὴ συγκρότηση τῆς
Θεότητας... ὑποψίες γιὰ ἕνα ὑπέρμετρο
“μονοθεϊσμὸ τοῦ Πατρός”». «Ἄμεσο ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν παραπάνω ἡ ἰδεολογικοποίηση τῆς πίστης καὶ ἡ ἀφαίρεση
τοῦ πραγματικοῦ νοήματος τῆς ζωῆς.
»(...) Μία τέτοια θέση ποὺ ἀγνοεῖ ὅτι ἡ προσφορὰ εἶναι προσφορὰ ὁλάκερου
τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ ὄχι μόνο τῶν προεστώτων, ...ἀποτελεῖ πράξη ἀποδόμησης
τῆς Ἐκκλησίας, πράξη διαίρεσης τοῦ κοινοῦ σώματος...»! (Ἐκτενέστερα ἀποσπάσματα στὸ τέλος).
Περὶ «ΑΝΑΛΟΓΙΑΣ», «ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΕΩΣ»
καὶ «ΑΡΙΘΜΗΣΕΩΣ»στὴν Ἁγία Τριάδα
Τί λέγουν Ἅγιοι Πατέρες, ὁ ἀείμνηστος
Ἰωάννης Ρωμανίδης,
ἀλλὰ καὶ ὁ καθηγητὴς Δογματικῆς Χρυσόστομος Σταμούλης
Στὸ σύγχρονο ἐφαλτήριο γιὰ τὴν ἐμπέδωση καὶ ἐξάπλωση
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (τὴν Ἀκαδημία «Θεολογικῶν» Σπουδῶν Βόλου) ὁ κ. Ζηζιούλας, ἐρωτώμενος
γιὰ τὸ Μυστήριο τῆς Ἱεραρχίας, δὲν δίστασε νὰ συγκρίνει τὰ ἀσύγκριτα καὶ νὰ ὁμολογήσει
τὰ ἀνομολόγητα, καὶ νὰ κηρύξῃ ἐπὶ τῶν δωμάτων, ἃ ἐν τῇ ἑαυτοῦ σκοτίᾳ ἐξήφανε· τόλμησε
νὰ εἰσάγει τὴν «εἰδωλολατρικὴ» ἔννοια τῆς ἀναλογίας μεταξὺ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας
καὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος· νὰ μᾶς διδάξει τὴν κακόδοξη θεωρία ὅτι στὴν Ἁγία Τριάδα ἔχουμε
«διαβάθμηση»! Μᾶς λέγει, «οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι δεύτερος
Θεός». Ἂς ἀκούσουμε τοὺς κακόδοξους καὶ βλάσφημους λόγους του τοὺς ὁποίους δὲν
εἴδαμε ἕως τώρα νὰ ἀναιρέσει:
«Ὁ πρῶτος λοιπὸν αὐτομάτως γεννᾷ τὴν Ἱεραρχία. Ὀντολογικὰ ἡ Ἱεραρχία
ὑπάρχει καὶ στην Ἁγ. Τριάδα. Ἡ πηγή, ἡ Ἀρχή, εἶναι ὁ Πατήρ, ἀπὸ ’κεῖ πηγάζουν τὰ
πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος. Στὴν Ἁγία Τριάδα, λοιπόν, ἔχουμε μία διαβάθμιση, δὲν ἔχουμε
αὐτόματη συνύπαρξη, ἀλλὰ ἔχουμε ὕπαρξη ἡ ὁποία μεταφέρεται ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλον.
Ἐὰν βάλουμε τὰ πρόσωπα νὰ ἐμφανίζονται ἔτσι ταυτόχρονα, τότε καταργοῦμε τὴν ἔννοια τῆς αἰτιότητος. Ἡ αἰτιότητα δὲν εἶναι κάτι
ποὺ μποροῦμε νὰ παραβλέψουμε. Ἡ αἰτιότητα εἶναι βασικὸ στοιχεῖο τῆς Ἑτερότητος.
Ἡ Ἑτερότητα στὴν Ἁγία Τριάδα δὲν ἀναδύεται ἔτσι φυσικά, αὐτομάτως. Ὑπάρχει ἕνα
πρόσωπο, πρέπει νὰ προέρχεται ἐλεύθερα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ εἰσάγουμε αὐτὸ τὸ
πρόσωπο, αὐτὴ τὴν αἰτιότητα, εἰσάγουμε Ἱεραρχία».
(Οἱ λόγοι του ὑπάρχουν σὲ Video,
στὴ διεύθυνση:
Καὶ
τώρα ἂς παρακολουθήσουμε τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἁγίων γιὰ τὸ
θέμα, αλλὰ καὶ τὸν ἔλεγχο ποὺ ἔμμέσως ἢ ἀμέσως ἔχουν κάνει σύγχρονοι θεολόγοι.
Α) Προτάσσουμε
εἰσαγωγικά, σχετικὸ κείμενο τοῦ καθηγητῆ Δογματικῆς ἀείμνηστου π. Ἰωάννη Ρωμανίδη.
Ἀναλογία ὄντος καὶ ἀναλογία
πίστεως
Ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει ὅτι
μεταξὺ Θεοῦ καὶ κτισμάτων οὐδεμία ὁμοιότης ὑπάρχει. Καί, ἐφ’ ὅσον οὐδεμία
ὁμοιότης ὑπάρχει, σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει οὐδεμία ὁμοιότης μεταξὺ κτιστοῦ καὶ
ἀκτίστου.
Τώρα ἡ μεταφυσικὴ θεώρηση τῆς θεολογίας ποιὰ
εἶναι; Γιὰ νὰ ὑπάρχει μεταφυσικὴ ἢ ὀντολογία στὴν θεολογία, πρέπει ὁπωσδήποτε
νὰ ὑπάρχει κάποια ἀναλογία μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου.
Στὴν φιλοσοφικὴ καὶ θεολογικὴ παράδοση τῆς
Δύσεως, ὑπάρχουν δύο ἀναλογίες, δηλαδὴ δύο διαφορετικὲς συσχετίσεις. Στὴν
Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἀντιθέτως δὲν ὑπάρχουν τέτοια πράγματα. Γιατί; Ἁπλούστατα ,
διότι οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι μεταξὺ
κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου ἢ μεταξὺ κτισμάτων
καὶ Θεοῦ οὐδεμία ὁμοιότης ὑπάρχει. Αὐτὸ σημαίνει ἐπίσης ὅτι δὲν ὑπάρχει καὶ
καμία ἀναλογία μεταξύ τους, δηλαδὴ συσχέτιση ἡ σύγκριση. Ποῦ σημαίνει ὅτι δὲν
μποροῦμε μέσῳ τῶν κτισμάτων νὰ γνωρίσουμε τὸ ἄκτιστο, δηλαδὴ τὸν Θεό, Αὐτὸν ἡ
τὴν ἐνέργειά του.
Στὴν Δυτικὴ παράδοση ἡ ἀναλογία, ποὺ ἔχουν δεχθεῖ οἱ Δυτικοὶ
ὅτι ὑπάρχει, ἔχει δύο μορφές: Εἶναι ἡ ἀναλογία τοῦ ὄντος (analogia entis)
καὶ ἡ ἀναλογία τῆς πίστεως (analogia fidei).
...Κατὰ τὴν ἀναλογία τῆς πίστεως ὑπάρχει
ἀναλογία μεταξὺ Θεοῦ καὶ κτισμάτων. Ὄχι ὅμως ἀπὸ τὴν φιλοσοφικὴ σκέψη (ποὺ
εἶναι ἡ ἀναλογία τοῦ ὄντος), ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι
κατατεθειμένη μέσα στὴν Ἁγία Γραφή.
Δηλαδὴ λέει ἡ ἀναλογία τῆς πίστεως ὅτι ὁ Θεὸς
ἀποκαλύπτει στὸν ἄνθρωπο τὰ περὶ τοῦ ἑαυτοῦ Τοῦ μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ὅτι ὁ
ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὰ περὶ Θεοῦ σωστὰ ἀπὸ τὴν φιλοσοφία. Ἐδῶ
βέβαια κάνει ὁ Ὀκκαμ μία ἐπίθεση ἐναντίον τῆς φιλοσοφικῆς μεθόδου τοῦ
Αὐγουστίνου, ὄχι ὅμως καὶ ἐναντίον τῆς θεολογικῆς μεθόδου, ποὺ βασίζεται στὴν
Ἁγία Γραφή, δηλαδὴ τῆς ἀναλογίας τῆς πίστεως.
Στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση οὔτε
ἡ ἀναλογία τῆς πίστεως ὑπάρχει. Διότι μεταξύ της διδασκαλίας τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καὶ τῆς ἀλήθειας περὶ Θεοῦ δὲν ὑπάρχει ἀναλογία πίστεως. Διότι μεταξύ
της διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς ἀλήθειας περὶ Θεοῦ καὶ κτισμάτων δὲν
ὑπάρχει ἀπολύτως καμία ὁμοιότητα. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο τὰ νοήματα τῆς Ἁγίας
Γραφῆς περὶ Θεοῦ εἶναι καταργήσιμα νοήματα. Καταργοῦνται στὴν ἐμπειρία τῆς
θεώσεως. Πρίν, εἶναι ἁπλῶς βοηθητικά, ἀπαραίτητα , σωστὰ καὶ ὀρθά, ὡς
καθοδηγητικὰ μόνο πρὸς τὸν Θεό.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ὁδηγὸς
πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν ἔχει ἡ περιγραφὴ τοῦ Θεοῦ στὴν Ἁγία Γραφὴ καμία ὁμοιότητα
μὲ τὸν Θεό. Μιλᾶ γιὰ τὸν Θεό, μιλᾶ γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Εἶναι ὁδηγὸς πρὸς τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Ὁδό,
ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Διότι οἱ λέξεις στὴν Ἁγία Γραφή, εἶναι ἁπλῶς σύμβολα, τὰ
ὁποῖα περιέχουν ὁρισμένα νοήματα. Αὐτὰ τὰ νοήματα εἶναι ὅλα ἀνθρώπινα καὶ
ὁδηγοῦν πρὸς τὸν Θεό, πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τίποτε ἄλλο.
Ὅποτε διαβάζοντας ἁπλῶς κανεὶς τὴν Ἁγία Γραφὴ δὲν μπορεῖ νὰ θεολογεῖ σωστὰ μόνο βάσει τῆς
Ἁγίας Γραφῆς. Ἂν αὐτὸ τὸ κάνει,
δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ
γίνει αἱρετικός. Διότι σωστὴ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ ἢ τῆς θέωσης.
Χωρὶς φωτισμὸ ἢ θέωση δὲν μπορεῖ ἡ Ἁγία Γραφὴ νὰ ἑρμηνευθεῖ σωστά. Ὅπως
διαβάζοντας ἁπλῶς κάποιος βιβλία χειρουργικῆς δὲν μπορεῖ νὰ γίνει χειροῦργος,
ἂν δὲν παρακολουθήσει μαθήματα στὴν Ἰατρικὴ Σχολὴ καὶ δὲν ἐξασκηθεῖ στὴν
χειρουργικὴ κοντὰ σὲ ἔμπειρο καθηγητή,
ἔτσι καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη θετικὴ
ἐπιστήμη πρέπει κανεὶς νὰ ἐξασκηθεῖ, γιὰ νὰ μπορεῖ ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν
ἐμπειρία νὰ προχωρήσει στὴν ἐπαλήθευση καὶ διαπίστωση τῆς θεωρίας. Δηλαδὴ ἡ
θεωρία διαπιστώνεται, ἂν εἶναι ἀληθινή, ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ πράξη, ἀπὸ τὴν
ἐμπειρικὴ γνώση.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἕνας ὁ ὁποῖος δὲν
προσεγγίζει τὴν Ἁγία Γραφὴ μέσῳ ἐμπειρογνωμόνων, δηλαδὴ μέσῳ ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν
τὴν ἴδια ἐμπειρία μὲ τοὺς Προφῆτες ἡ τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ εἶναι οἱ Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ νὰ βεβαιωθεῖ γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἡ βάση, τὸ
θεμέλιό της ἐμπειρίας αὐτῆς εἶναι ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση , δηλαδὴ ὁ δοξασμός.
(Ρωμανίδου Ἰωάννου Σ.,
Πατερικὴ Θεολογία, Ἐκδόσεις Παρακαταθήκη, 2004, σελ. 129–134).
Β) Γράφουν οἱ Ἅγιοι.
1. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Τὸ αἴτιον –γράφει– δὲν εἶναι
ἀρχαιότερον ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν ὁποίων εἶναι αἴτιον. Διότι οὔτε ὁ ἥλιος εἶναι
ἀρχαιότερος ἀπὸ τὸ Φῶς».
2. Μ. Ἀθανάσιος: «Καὶ
ἐν ταύτῃ τῇ Τριάδι οὐδεὶς πρῶτος ἢ
ἔσχατος, οὐδεὶς μέγας ἢ μικρός· ἀλλὰ αἱ
τρεῖς ὑποστάσεις αἰώνιοί τέ εἰσι καὶ
ἴσαι εἰς πάντα, ὡς προείρηται. Μονάδα γοῦν ἐν Τριάδι, καὶ Τριάδα ἐν μονάδι
πᾶς Χριστιανὸς εὐσεβείσθω· καὶ οὕτω περὶ τῆς ἁγίας καὶ ζωοποιοῦ καὶ ὁμοουσίου
Τριάδος δοξαζέτω».
3. Γρηγορίου Νύσσης: «Ἐγώ
εἰμι πρῶτος καὶ ἐγὼ μετὰ ταῦτα καὶ ἔμπροσθεν ἐμοῦ θεὸς οὐ γέγονε καὶ μετ' ἐμὲ
οὐκ ἔσται. (...) διὰ τούτου μανθάνομεν ὅτι μία τίς ἐστιν ἡ θεία φύσις συνεχὴς
πρὸς ἑαυτὴν καὶ ἀδιάσπαστος, τὸ πρότερον
καὶ ὕστερον ἐφ' ἑαυτῆς οὐ προσιεμένη...».
4. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «Καὶ
ζητείτω λοιπὸν ὁ αἱρετικὸς, τίς ὁ μείζων
αὐτοῦ· ἐμοὶ γὰρ οὐ θέμις εἰπεῖν ἢ νοεῖν. οὐ γὰρ ἀνὰ μέρος μὲν εἰκὼν ἔσται τοῦ
Πατρὸς ὁ Υἱός, ἀνὰ μέρος δὲ οὐκέτι».
5. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής:
«Ἂς δοῦμε ὅμως καὶ μία θεολογικὴ ἑρμηνεία τῆς κινήσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὴν ὁποία
ἑρμηνεύει Ἱεραρχικὰ ὁ μεγαλύτερος Θεολόγος, Ἅγιος Μάξιμος ὁμολογητής, ambigua,
23: “Πῶς ἐξηγεῖται τὸ γραφὲν ὑπὸ Γρηγορίου; Διὰ τοῦτο μονὰς ἀπ’ ἀρχῆς εἰς δυάδα
κινηθεῖσα μέχρι Τριάδος ἔστη!; Κινεῖται (ἀπαντᾶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος) μέσα στὸν Νοῦ
ποὺ εἶναι ἄξιος νὰ τὴν κατανοήσει, ὁ ὁποῖος μέσῳ τῆς Μονάδος καὶ μέσα στὴν
Μονάδα ὁλοκληρώνει κάθε ἔρευνά του σ’ αὐτὴ ἢ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε διαφορετικά,
ὁλοκλήρη ἡ Μονὰς ἀχώριστη διδάσκει καὶ φανερώνει στὸν Νοῦ, στὴν πρώτη του ἐπαφὴ
μαζί Της, τὴν ἀλήθεια γύρω ἀπὸ τὴν Μονάδα, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν εἰσαχθεῖ χωρισμὸς στὴν πρώτη Αἰτία. Μετὰ ὅμως προχωρᾶ στὴν
φανέρωση τῆς θείας καὶ ἀπόρρητης Θεογονίας αὐτῆς τῆς πρώτης Αἰτίας,
ἀποκαλύπτοντάς του Μυστικὰ καὶ κρυφὰ ὅτι δὲν πρέπει νὰ σκεφτεῖ ποτὲ πὼς αὐτὸ τὸ
Ὑπερούσιο Ἀγαθὸ μπορεῖ νὰ εἶναι ἄγονο, στεῖρο Λόγου καὶ Σοφίας ἢ Ἁγιαστικῆς
Δυνάμεως, ὁμοουσίους καὶ ὑπαρκτὲς σὰν ὑποστάσεις, γιὰ νὰ μὴν διατρέξει τὸν
κίνδυνο, αὐτὸς ὁ Νοῦς, νὰ ἐννοήσει πὼς ὁ Θεὸς εἶναι Σύνθεση αὐτῶν, ὡσὰν νὰ
ἐπρόκειτο γιὰ τυχαία κατηγορήματα, ἀντὶ νὰ πιστεύει διὰ τῆς πίστεως ὅτι Αὐτοὶ
συνυπάρχουν, συναιωνίως. Λέγεται λοιπόν πὼς ὁ Θεὸς κινεῖται, καθὼς εἶναι Αἰτία
τῆς ἔρευνας τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον συνυπάρχει. Διότι εἶναι ἀδύνατον χωρὶς
θεϊκὸ φωτισμὸ νὰ κατανοήσουμε κάτι ἀπὸ τὸν Θεό. Διότι ὁ Θεὸς ποὺ δὲν ἔχει τὴν
ἴδια φύση μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἔχει ἀσφαλῶς καὶ διάφορον τρόπον γεννήσεως” (Εἰς
Νικολαΐδη Σταύρου, Τὸ ὑποκείμενο Ἐκκλησιάζεται).
6) Συμεὼν
ὁ Νέος Θεολόγος: Ἀπὸ τὸν ἅγ. Συμεὼν παραθέτουμε ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα, μιὰ
μικρὴ ἔνδειξη τοῦ πῶς θεολογοῦν οἱ Ἅγιοι καὶ πῶς αἱρετίζει ὁ κ. Ζηζιούλας, καὶ
ἀκόμα πῶς ἀντιμετώπιζαν οἱ Ἅγιοι τοὺς κακόδοξους τῆς ἐποχῆς τους. Καλὸ εἶναι,
ὅσοι θέλουν νὰ ἐξακριβώσουν τὴν «τερατώδη
αἵρεση» τοῦ κ. Ζηζιούλα, νὰ ἀνατρέξουν στὸν ἅγιο Συμεών:
«...ὅ καὶ μᾶλλον λυπεῖ με καὶ ἐν ἀδημονίᾳ
ποιεῖ, ἐννοοῦντα τὸ φρικτὸν τοῦ ἐγχειρήματος καὶ τὸ τοῖς τολμητίαις ἀποκείμενον
κρῖμα. Οἷα δέ φασι τῶν θείων κατατολμῶντες! Κατὰ τοῦτο, φησί, μόνον μείζων ὁ
Πατὴρ τοῦ Υἱοῦ, καθ᾿ ὃ αἴτιός ἐστι τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ. Καὶ ἡ ἀνθυποφορά·
μείζονα τοῦ Υἱοῦ τὸν Πατέρα πῶς φῄς; Ὅτι δή, φησί, μείζων ὁ Πατὴρ τοῦ Υἱοῦ -
λέγω δὲ ἀντὶ τοῦ πρῶτος-· ἐκ τοῦ Πατρός γάρ. Ταῦτα τῆς καινῆς κενοφωνίας αὐτῶν
καὶ ἀσυνέτου θεολογίας, τὴν αἰτίαν... Εἰ ἀδιαίρετος ἦν, ὦ οὗτοι, καὶ ἔστι καὶ
ἔσται ἀεὶ ἡ παναγία Τριάς, ἡ τὸ πᾶν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος παραγαγοῦσα, τίς ἐδίδαξε,
τίς ἐνενόησε μέτρα καί βαθμούς, πρῶτον καὶ δεύτερον, μεῖζον καὶ ἔλαττον ἐν
αὐτῇ; Τίς τοῖς ἀθεάτοις καὶ ἀγνώστοις καὶ πάντῃ ἀνερμηνεύτοις καὶ ἀκατανοήτοις
ταῦτα ἐξέθετο; Τὰ γὰρ ἀεὶ ἡνωμένα καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ὄντα, ἀλλήλων πρῶτα εἶναι οὐ
δύνανται. Εἰ δὲ πρῶτον βούλει σὺ τὸν Πατέρα εἰπεῖν τοῦ Υἱοῦ, ὡς ἐξ αὐτοῦ
γεννηθέντος, καὶ κατὰ τοῦτο μᾶλλον καὶ μείζονα, λέγω σοι κἀγὼ πρῶτον εἶναι τοῦ
Πατρός τὸν Υἱόν· εἰ μὴ γὰρ οὗτος ἐγεννήθη, οὐκ ἂν πατὴρ ὁ Πατὴρ ὠνομάζετο. Εἰ
δὲ προτάσσεις ὅλως τοῦ Υἱοῦ τὸν Πατέρα καὶ πρῶτον αὐτὸν ὡς αἴτιον τῆς τοῦ Υἱοῦ
γεννήσεως ὀνομάζεις, καὶ τὸ εἶναι τοῦ Υἱοῦ αἴτιον ἀποβάλλομαι».
(Συμεὼν
τοῦ Ν. θεολόγου, Θεολογικὸς Πρῶτος (13, 14), Καὶ κατὰ τῶν τιθεμένων τὸ πρῶτον
ἐπὶ τοῦ Πατρός,
Καὶ ὁ Θεοδωρήτου Κύρου: «Καὶ
γνώσεσθε ὅτι Κύριος παντοκράτωρ ἀπέσταλκέ με”. Τοιγαροῦν καὶ ὁ ἀποστείλας
Κύριος παντοκράτωρ, καὶ ὁ ἀποσταλεὶς Κύριος παντοκράτωρ, καὶ οὐδεμία ἀξιωμάτων διαφορά».
Γ) Ἀποσπάσματα
ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ καθηγητῆ Δογματικῆς Α.Π.Θ. Χρυσοστόμου
Σταμούλη: «Ἐγὼ εἰμι ὁ Ὤν, Ἡ Διαλεκτικὴ Φύσεως καὶ προσώπου στὴ Νεώτερη
Ὀρθόδοξη Θεολογία» (“Σύνθεσις”, τχ. 1, 2012).
Ἡ φράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου
τοῦ Παλαμᾶ “οὐ γὰρ ἐκ τῆς οὐσίας ὁ ὤν,
ἀλλ’ ἐκ τοῦ ὄντος ἡ οὐσία· αὐτὸς γὰρ ὁ ὢν ὅλον ἐν ἑαυτῷ συνήλειφε τὸ εἶναι”,
«ἀποτέλεσε τὴν καρδιά, τὴ σημαία ἀνάπτυξης, ἑνὸς Ὀρθόδοξου “περσοναλισμοῦ” καὶ ”ὑπαρξισμοῦ”,
ἄλλοτε κατ’ εἰκόνα καὶ ἄλλοτε ὄχι τοῦ σαρτριανοῦ καὶ χαϊντεγγεριανοῦ
ὑπαρξισμοῦ, ποὺ “χτίστηκε” στὸν ἀντίποδα τοῦ λεγόμενου δυτικοῦ “οὐσιανισμοῦ”...
»Οἱ θεμελιακὲς θεολογικὲς
ἀρχές-ἀξιώματα τούτης τῆς τάσης, μὲ βάση τὶς ὁποῖες ...ἀρχιτεκτονήθηκε ὅλο τὸ
οἰκοδόμημα τῆς λεγόμενης “θεολογίας τοῦ προσώπου”, συνοψίζονται μὲ ἐξαιρετικὸ
τρόπο σὲ μιὰ μόνη παράγραφο τῆς μελέτης-μανιφέστου, τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου
Ἰωάννη Ζηζιούλα, μὲ τίτλο, Ἀπὸ τὸ
προσωπεῖον εἰς τὸ πρόσωπον... (1977):
“Διὰ τοὺς Ἕλληνας Πατέρας τὸ ἑνιαῖον τοῦ Θεοῦ, ὁ ἕνας Θεός,
καὶ ἡ ὀντολογικὴ ἀρχὴ ἡ αἰτία τῆς προσωπικῆς–τριαδικῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ δὲν
συνίσταται εἰς τὴν μίαν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἰς τὴν ὑπόστασιν, δηλαδὴ τὸ
πρόσωπον τοῦ Πατρός. Ὁ ἕνας Θεὸς δὲν εἶναι ἡ μία οὐσία, ἀλλὰ ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος
εἶναι ἡ αἰτία τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος. Ἡ
ὀντολογικὴ ἀρχὴ τοῦ Θεοῦ ἀνάγεται, συνεπῶς, καὶ πάλιν εἰς τὸ πρόσωπον. Ἔτσι,
ὅταν λέγωμεν ὅτι ὁ Θεὸς “εἶναι”, δὲν δεσμεύομεν τὴν προσωπικὴν ἐλευθερίαν τοῦ
Θεοῦ –τὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἕνα ὀντολογικὸν «δεδομένον» διὰ τὸν Θεόν–
ἀλλὰ ἀνάγομεν τὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν προσωπικὴν ἐλευθερίαν Του.
Ἀναλυτικώτερα αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεός, ὡς Πατὴρ καὶ ὄχι ὡς <οὐσία>,
μὲ τὸ νὰ <εἶναι> ἐπιβεβαιώνει διαρκῶς τὴν ἐλευθέραν θέλησίν του νὰ
ὑπάρχη. Καὶ τὴν διαβεβαίωσιν αὐτὴν συνιστᾶ ἀκριβῶς ἡ Τριαδική Του ὕπαρξις: Ὁ
Πατὴρ ἀπὸ ἀγάπην –δηλαδὴ ἐλεύθερα– γεννᾶ τὸν Υἱὸν καὶ ἐκπορεύει τὸ Πνεῦμα.
Ἔτσι ὁ Θεὸς ὡς πρόσωπον -ὡς ὑπόστασις τοῦ Πατρὸς- κάμει τὴν
μίαν θείαν οὐσίαν νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι: ὁ ἕνας Θεός. Ἔξω ἀπὸ τὴν Τριάδα δὲν
ὑπάρχει Θεός, δηλαδὴ θεία οὐσία, διότι ἡ ὀντολογικὴ ἀρχὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ
Πατήρ. Ἡ προσωπικὴ ὕπαρξις τοῦ Θεοῦ (ὁ Πατὴρ) συνιστᾶ, κάμει «ὑποστάσεις» τὴν
οὐσίαν Του. Τὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται μὲ τὸ πρόσωπον».
Καὶ συνεχιζει ὁ Σταμούλης: «Τὸν πρῶτο ἐνθουσιασμό,
ὅμως, ποὺ σήκωσε τούτη ἡ θεολογία..., ἄρχισε σταδιακὰ νὰ ἀντικαθιστᾶ μιὰ ἀμηχανία,
...καὶ στὴν πορεία μιὰ δυναμικὴ κριτικὴ
ἀντίθεση ἀπέναντί της, ποὺ
σχετίζεται μὲ τὶς τραγικὲς
ἐπιπτώσεις τῶν συμπερασμάτων της, ἀλλὰ καὶ τῶν προεκτάσεών τους, τόσο σὲ ἐπίπεδο Τριαδολογίας,
ὅσο καὶ σὲ ἐπίπεδο Ἐκκλησιολογίας, Χριστολογίας καὶ Ἀνθρωπολογίας. Τουτέστιν γιὰ τὶς ἐπιπτώσεις της στὴ ζωὴ τῶν
μελῶν τοῦ σώματος τῆς πορευομένης ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας(*) (σελ. 106).
__________________
(*) Σταμούλης Χρυσ.: «Ὀφείλω νὰ
διευκρινήσω, πὼς καμιὰ σχέση δὲν ἔχει ὁ θεολογικὸς διάλογος –τὸν ὁποῖο ἔχω τὴν
αἴσθηση πὼς τούτη ἡ μελέτη διακονεῖ– μὲ ἐκεῖνες τὶς βιαστικὲς καὶ ἐπικίνδυνες
γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ
ἀκαδημαϊκοῦ λόγου, φωνές, οἱ ὁποῖες μὲ ἀπίστευτη εὐκολία βαφτίζουν τὴν
ὁποιαδήποτε διαφορετικότητα, τὴν ὁποιαδήποτε ἀνάγκη ἔκφρασης κοινοτικῆς
συνάντησης μὲ τὸν ἄλλο, αἵρεση» (ὅπ. παρ., ὑποσ. 8). [σ.σ.: "Βιαστικὲς φωνὲς"; Πόσες δεκαετίες πρέπει νὰ κλείσει ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Ζηζιούλα κ. καθηγητά, γιὰ νὰ μὴ κατηγορηθοῦμε γιὰ βιασύνη;].
»(...) Ἐν τούτοις τὰ
προβλήματα ποὺ συσσώρευσαν οἱ αὐθαίρετες ἑρμηνεῖες τοῦ χωρίου τοῦ Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ μὲ τὸ ὁποῖο ξεκινήσαμε..., χρήζουν ἄμεσης ἀποκατάστασης... (σελ. 108). ”Ὁ Ζηζιούλας
μπορεῖ πράγματι νὰ δημιουργεῖ ὑποψίες
πὼς ἀποδίδει πολὺ μικρὸ ρόλο στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Πνεῦμα γιὰ τὴ δομικὴ συγκρότηση τῆς Θεότητας... ὑποψίες γιὰ ἕνα ὑπέρμετρο
“μονοθεϊσμὸ τοῦ Πατρός” G. Gunton, Πρόσωπα καὶ ἑτερότητα, Ἡ
Θεολογία τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα” (σελ. 109, ὑποσ. 12) (Ἐκδ. Degiorzio,
σ. 164).
Συνεχίζουμε μὲ κείμενο τοῦ
Σταμούλη «Ἄσκηση καὶ Εὐχαριστία», στὸ ὁποῖο δίνονται ἐπαρκεῖς ἐξηγήσεις γιὰ τὸ θέμα.
Γράφει ὁ Σταμούλης:
«Μὲ τὴν “διόρθωση” τοῦ
Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, φθάσαμε σὲ μία ἐκκλησιολογία
ὅπου δὲν ὑπάρχει θέση οὔτε γιὰ ἱερέα, ἀλλὰ οὔτε καὶ γιὰ λαϊκό. Μία εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία
ποὺ ταυτίζει τὸν ἐπίσκοπο μὲ τὴν εὐχαριστία σὲ χῶρο ἐκστατικό, ὅπου ἀγνοεῖται
τόσο ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα καὶ ἡ κοινωνία,
ὅσο καὶ ἡ φύση καὶ ἡ ἱστορία.
Τούτη ἡ ἐκστατικότητα, ἄλλωστε, ἐμφανίζεται σὲ
ὅλο σχεδὸν τὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα, καθὼς διατρέχει μὲ τὴν ἴδια ἔνταση
Τριαδολογία (ὀντολογικὴ
προτεραιότητα τοῦ Πατέρα), Χριστολογία καὶ ἀνθρωπολογία (διαλεκτικὴ
φύσεως καὶ προσώπου), ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτὴ τὴν κτισιολογία (ὁ καινὸς κόσμος
μοιάζει μὲ ἕναν κόσμο μεῖον τὴ φύση του). Ἄμεσο ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν παραπάνω ἡ ἰδεολογικοποίηση τῆς πίστης καὶ ἡ ἀφαίρεση τοῦ πραγματικοῦ νοήματος
τῆς ζωῆς.
»...Δὲν χωρᾶ ἀμφιβολία, ὅτι
μία τέτοια θέση ποὺ ἀγνοεῖ ὅτι ἡ προσφορὰ εἶναι προσφορὰ ὁλάκερου τοῦ
ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ ὄχι μόνο τῶν προεστώτων, ... ἀποτελεῖ πράξη ἀποδόμησης τῆς Ἐκκλησίας,
πράξη διαίρεσης τοῦ κοινοῦ σώματος...». (Χρυσόστομου Σταμούλη, Ἄσκηση καὶ Εὐχαριστία).
Nά, λοιπόν, ποὺ ὄχι μόνο κάποιοι
ἀντι-οικουμενιστές, ἀλλὰ οἱ φιλικὰ προσκείμενοι πρὸς τὴν ὅλη οἰκουμενιστικὴ διαδικασία
τῶν Διαλόγων, ξεμπροστιάζουν τὸν Ζηζιούλα (ἀπὸ ἀγάπη στὴν ἀγάπη; ἀπὸ θεολογικὴ “συναδελφικότητα”;
ἀπὸ ἀγάπη στὴν ἀκαδημαϊκὴ ἐλευθερία καὶ “ἔρευνα”; ἄδηλον).
Μπορεῖ, ὅμως, νὰ φαντασθεῖ
κανεὶς τὸν ἅγιο Κύριλλο νὰ χαριζόταν συναδελφικὰ στὸν Νεστόριο, τοὺς ἁγίους Μ.
Ἀθανάσιο, Γρηγόριο, Μάξιμο, Γρηγόριος Παλαμᾶ νὰ χαρίζονταν στοὺς ἀντίστοιχους
αἱρετικούς, ποὺ δίδασκαν κακόδοξες θέσεις, καὶ νὰ ἰσχυρίζονταν ὅτι οἱ αἱρετικοὶ
ἔχουν δικαίωμα (χάριν τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου καὶ τῆς προόδου τοῦ Διαλόγου) νὰ
ἐκφέρουν τὴν «ὁποιαδήποτε διαφορετικότητα, τὴν ὁποιαδήποτε ἔκφραση κοινοτικῆς
συνάντησης μὲ τὸν ἄλλο», ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Σταμούλης; Ἄλλη ἦταν ἡ γραμμὴ τῶν
Πατέρων· ἀντέκρουσαν μὲ αὐστηρότητα τὶς κακόδοξες θέσεις, πολέμησαν τοὺς αἱρετικούς,
ἐπεδίωξαν τὴν σύγκληση Συνόδου γιὰ τὴν καταδίκη τους.
Φαντάζεται ὁ κ. Σταμούλης, τί
θὰ ἦταν σήμερα ἡ Ἐκκλησία, ἂν δὲν ἀντιδροῦσαν οἱ Ἅγιοι ἀκόμα καὶ ἀποτόμως; ("ἔλεγχε
αὐτοὺς ἀποτόμως ἵνα ὑγιαίνωσιν ἐν τῇ πίστει", Τιτ. 1, 13). Ποῦ συνάντησαν
οἱ σύγχρονοι Ἀκαδημαϊκοὶ τὶς προτεσταντικὲς γαλαντομίες καὶ εὐγένειες ποὺ σήμερα
ἐπιφυλάσσονται στοὺς καινοτόμους Πατριάρχες καὶ Ἐπισκόπους; «Λειτουργοὶ καὶ Ὑπηρέται
τῆς ἐπιστήμης» καυχῶνται πὼς εἶναι. Καὶ εἶναι· ἀλλὰ οἱ περισσότεροι εἶναι ὑπηρέτες
τῆς δυτικῆς παπο-προτεσταντίζουσας ἐπιστήμης, ἀλλ’ ὄχι τῆς ἱερᾶς ἐπιστήμης, ὅπως
τὴν ὑπηρέτησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Εἰδικὰ δὲ ὡς πρὸς τὸν κ. Ζηζιούλα,
τὸν ἐκλαμβάνουν μὲ τὴν ἀκαδημαϊκὴ ταυτότητα ἢ τὴν ἱερατική, ἐπισκοπική; Διάλεξε
νὰ γίνει Ἐπίσκοπος Περγάμου, καὶ δὲν ἔμεινε στὸν Ἀκαδημαϊκὸ χῶρο, ἐκεῖ ὅπου (ὅπως
τὸν κατάντησαν) θὰ μποροῦσε νὰ διατυπώνει ἐλεύθερα τὶς κακοδοξίες του, ὡς
προαγωγὴ τῆς Ἐπιστήμης!
Ἀλήθεια ὁ μητροπολίτης Περγάμου
κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας (καὶ ὁ κ. Σταμούλης μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ παρέα τους), σὲ
ποιά Ἐκκλησία ἀνήκουν; Στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων, ἢ στὴν Ἐκκλησία ποὺ «γίνεται», ὅταν
«ἀνοίγεται» τοῦ κ. Παπαθανασίου;
«Φιλορθόδοξος Ἕνωσις
“Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος”