Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

Νέο βιβλίο:



«Οἱ ἀγῶνες τῶν Λαϊκῶν ὑπὲρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως»


Σὲ μία χρονικὴ στιγμή, ὅπου ὁ ἀγῶνας ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει μείνει στάσιμος, (μὲ εὐθύνη τῶν ποιμένων, ποὺ ἔχουν δέσει τὸ ποίμνιο στὸ ἀντιπατερικό τους ἅρμα καὶ ἀρνοῦνται νὰ ἐνημερώσουν τοὺς πιστοὺς γιὰ τὸν κίνδυνο τῆς Παναιρέσεως, πόσο μᾶλλον νὰ τοὺς προτρέψουν νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς!), ἐμφανίζεται ἕνα βιβλίο, τὸ ὁποῖο ταράζει τὰ λιμνάζοντα ἀντιοικουμενιστικὰ νερὰ καὶ ὑπενθυμίζει στοὺς λαϊκοὺς ὅτι, ἡ στάση τοῦ πιστοῦ σὲ καιροὺς αἱρέσεως εἶναι ἡ ταχύτατη, ἐνστικτώδης ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες ποιμένες· δηλαδὴ ἡ ἀποτείχιση, ἡ διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τὸν αἱρετίζοντα οἰκεῖο ἐπίσκοπο (καὶ μὲ ὅσους κοινωνοῦν μὲ αὐτόν). Καὶ βέβαια, ἡ κοινωνία μὲ τοὺς ἁπανταχοῦ ὀρθοδόξους, ποὺ κι αὐτοὶ ἀποχωρίζονται τὴν αἵρεση ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τοὺς οἰκείους ποιμένες, παραμένοντας ἔτσι στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων καὶ καταδικάζοντας κάθε μορφὴ σχίσματος.
Τὸ βιβλίο, τὸ ὁποῖο συνέγραψε ὁ φιλόλογος καὶ ἱστορικὸς κ. Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου, παραθέτει παραδείγματα τῶν ἀγώνων τῶν λαϊκῶν ὑπὲρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ κατὰ τῶν αἱρέσεων ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μέχρι τὸν περασμένο 20ο αἰῶνα.
Τὰ παραδείγματα ποὺ παρουσιάζει τὸ βιβλίο καθιστοῦν ἀπολύτως σαφὲς ὅτι ἡ στάση τῶν παλαιότερων πιστῶν ἦταν ὁμολογιακή. Πείθουν τοὺς καλοπροαίρετους ἀναγνῶστες, ποὺ δὲν ἔχουν ἀποφασίσει νὰ διακινδυνεύσουν τὴν σωτηρία τους ὑπακούοντας σὲ  ριψάσπιδες ποιμένες, ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι ξεκάθαρη: δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ πιστὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Κύριο, νὰ κοινωνεῖ μὲ αἱρετικοὺς ποὺ διὰ τῆς αἱρέσεως καθίστανται ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ, ἢ νὰ κοινωνεῖ μὲ ὅσους τοὺς ἀνέχονται ἢ, ἀκόμα χειρότερα, συμφωνοῦν μαζί τους.
Τὸ βιβλίο διατίθεται στὴν τιμὴ τῶν 5 Εὐρώ. Τὰ ἔσοδα ἀπὸ τὶς πωλήσεις θὰ χρησιμοποιηθοῦν πρὸς ἐνίσχυση τῶν ἀποτειχισμένων κληρικῶν, μοναχῶν καὶ ἱερέων, ποὺ διώκονται ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές, ὡς ἐλάχιστη ἀναγνώριση τῶν ἀγώνων τους.
Μπορεῖτε νὰ τὸ προμηθευτεῖτε ἐπικοινωνώντας μὲ τηλέφωνο 2105022073 στὴν Ἀθήνα, ἢ νὰ τὸ παραγγείλετε (μὲ ἀντικαταβολή) στὴν ἠλεκτρονικὴ διεύθυνση paterikiparadosi@gmail.com γράφοντας τὰ ἀπαραίτητα πρὸς ἀποστολὴν στοιχεῖα σας.

Ἀκολουθεῖ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο αὐτό 23−32:

«Τὸν ρόλο τὰ καθήκοντα καὶ τὴν εὐθύνη τῶν ποιμένων, ἱερέων καὶ Ἐπισκόπων ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἁγιαστικὸ μέρος, τὴν τέλεση τῶν Μυστηρίων καὶ τῶν Ἀκολουθιῶν ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὶς Α΄ και Β΄ ἐπιστολές του πρὸς Τιμόθεον καὶ στὴν ἐπιστολή του πρὸς Τίτον, στὶς ὁποῖες ὑποδεικνύει τὰ ἀδιάλειπτα καὶ ἀδιαπραγμάτευτα καθήκοντα τῶν ποιμένων: Ὁ ποιμένας πρέπει νὰ ἔχει καθαρὴ πίστη καὶ νὰ εἶναι ἀκλόνητος τύπος τῆς ἀρετῆς. Νὰ γνωρίζει καὶ νὰ διδάσκει μὲ ἀκρίβεια τὸν νόμο, τὸν λόγο καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τηρώντας, πρῶτος αὐτός, αὐτὰ ποὺ διδάσκει. Νὰ νουθετεῖ, νὰ στηρίζει τοὺς ἀδύναμους, νὰ σηκώνει αὐτούς, ποὺ ἔχουν πέσει, νὰ δείχνει τὸν δρόμο σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔχασαν. Νὰ εἶναι μαχητὴς καὶ φρουρὸς ἀκοίμητος τοῦ ποιμνίου του, γιατί ἂν δὲν εἶναι, ἀντὶ νὰ ὠφελοῦνται οἱ Χριστιανοί θὰ σκανδαλίζονται ὰπὸ αὐτὸν καὶ θὰ βλάπτονται πνευματικὰ ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῆς Πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ μικρὸ ποίμνιο δὲν θὰ ἀκολουθήσει καὶ θὰ ἀποκηρύξει αὐτὸν τὸν ποιμένα ὡς μισθωτὸ καὶ ληστή.
Γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο μάλιστα ἀπαιτεῖται, μὴ λογαριάζοντας τὸ κόστος καὶ τὴν κούραση, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκτέλεση τῶν ἄλλων ἱερῶν του καθηκόντων, νὰ ἐπαγρυπνεῖ καὶ νὰ καταβάλλει πάντοτε κάθε δυνατὴ προσπάθεια, ὥστε νὰ μὴν εἰσέλθει στὴν Ἐκκλησία ξένος αἱρετικός, Διάκονος ἢ Ἱερέας καὶ πολὺ περισσότερο, Ἀρχιερέας, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ ἔχει ὀρθὴ πίστη, χριστιανικὴ διαγωγὴ καὶ βίο, ποὺ θὰ σκανδαλίζει, ἀλλὰ καὶ θὰ αἱρετίζει καὶ θὰ διαστρέφει μὲ ψεύδη καὶ μὲ πλάνες τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Παράλληλα ὅμως τονίζεται ὁ ρόλος καὶ ἡ εὐθύνη τῶν λαϊκῶν. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νοηθεῖ ὕπαρξη κληρικῶν χωρὶς αὐτὴ τῶν λαϊκῶν καὶ τὸ ἀντίθετο. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ συμμετοχὴ καὶ ἡ σύμπραξη τῶν λαϊκῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, στὴν ἐκλογὴ καὶ τὴν ἐγκατάσταση τῶν κληρικῶν κάθε βαθμοῦ στὰ ἱερατικά τους καθήκοντα θεωρεῖται ἀναγκαία καὶ ἐπιβεβλημένη. «Ὁ ἱερός Χρυσόστομος θεωρεῖ τούς λαϊκούς πολυτίμους καί ἀπαραιτήτους συνεργάτας τοῦ κλήρου πρός διάδοσιν τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας [...] Ἡ παραμέλησις τοῦ καθήκοντος τούτου ἀποτελεῖ βαρύτατον ἁμάρτημα, διό καί ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ τόν παραμελοῦντα τό καθῆκον τῆς διαφωτίσεως τῶν ἄλλων ἀδελφῶν καί δή τῶν ὑπό αἱρετικῶν παραπλανηθέντων, ὡς ἐχθρόν τῆς Ἐκκλησίας».[1]
Κάθε προσπάθεια ἀλλαγῆς αὐτῆς τῆς σχέσης καὶ αὐτοῦ τοῦ ρόλου τῶν δύο πλευρῶν εἶναι ἀντικανονικὴ καὶ ἀντεκκλησιαστική. Ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς ὑπακοῆς ἐκ μέρους τῶν λαϊκῶν καὶ τῆς διδαχῆς ἐκ μέρους τῶν κληρικῶν ὑπάρχουν ἀσφαλιστικὲς δικλεῖδες ποὺ ἂν παραβιαστοῦν ἀλλάζουν καὶ οἱ ρόλοι τῶν μελῶν.
Γράφουν οἱ Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων: «Ἀκούσατε, οἱ ἐπίσκοποι, καὶ ἀκούσατε, οἱ λαϊκοί, ὥς φησιν ὁ Θεός· «Κρινῶ κριὸν πρὸς κριὸν καὶ πρόβατον πρὸς πρόβατον», καὶ πρὸς τοὺς ποιμένας λέγει· Κριθήσεσθε ἕνεκεν τῆς ἀπειρίας αὑτῶν καὶ τῆς εἰς τὰ πρόβατα διαφθορᾶς, τοῦτ' ἔστιν ἐπίσκοπον πρὸς ἐπίσκοπον κρινῶ καὶ λαϊκὸν πρὸς λαϊκὸν καὶ ἄρχοντα πρὸς ἄρχοντα. Λογικὰ γὰρ τὰ πρόβατα καὶ οἱ κριοὶ οὗτοι, ἀλλ' οὐκ ἄλογα, ἵνα μήποτε εἴπῃ ὁ λαϊκός· ἐγὼ πρόβατόν εἰμι καὶ οὐ ποιμήν. Ὥσπερ δὲ τῷ καλῷ ποιμένι τὸ μὴ ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκκειται εἰς διαφθοράν, οὕτως τῷ πονηρῷ ποιμένι τὸ ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τὸν θάνατον, ὅτι κατατρώξεται αὐτό. ∆ιὸ φευκτέον ἀπὸ τῶν φθοροποιῶν ποιμένων» .[2]
Ὀρθῶς ἐπισημαίνει ὁ θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὅτι ναὶ μὲν ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– δὲν διδάσκει τὴν Πίστη βάσει ἐξουσιοδοτήσεως τοῦ ποιμνίου του, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ λέει ὅ,τιδήποτε θέλει, διότι «μέσα στὴν Ἐκκλησία, ”προσωπικὲς γνῶμες” δὲν πρέπει οὔτε και μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν». «... ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– πρέπει ν΄ ἀγκαλιάσῃ μέσα του ὅλη του τὴν Ἐκκλησία· πρέπει νὰ ἐκδηλώσῃ, νὰ φανερώσῃ τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν πίστι της. Δὲν πρέπει νὰ ὁμιλῇ ἀφ' ἑαυτοῦ ἀλλὰ ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας, «ex consensu ecclesiae»[...] Τὴν πλήρη ἱκανότητα νὰ διδάσκῃ δὲν τὴν ἔχει λάβει ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– ἀπὸ τὸ ποίμνιό του, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, μέσω τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ἀλλ' ἡ πλήρης αὐτὴ ἱκανότης, ποὺ ἔχει δοθῇ σ' αὐτόν, εἶναι ἱκανότης τοῦ νὰ φέρῃ τὴν μαρτυρία τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Περιορίζεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία αὐτήν. Ἑπομένως, σὲ ἐρωτήματα περὶ πίστεως, ὁ λαὸς πρέπει νὰ κρίνῃ ἀνάλογα μὲ τὴ διδασκαλία του. Τὸ καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει νὰ ἰσχύῃ, ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– ξεφεύγῃ ἀπὸ τὸ καθολικὸ πρότυπο, ὁπότε ὁ λαὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν κατηγορήσῃ ἀκόμη καὶ νὰ τὸν καθαιρέσῃ». [3] Ἀλλὰ καὶ τοῦ διδακτικοῦ ἔργου καθὼς «καὶ τῆς κοινωνικῆς καὶ φιλανθρωπικῆς καὶ πάσης ἄλλης ἐνεργείας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ὅλης ἐν γένει ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μέχρι τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας» (Ἰ. Καρμίρης) πρέπει νὰ μετέχει ὁ λαϊκός. Τὸ κύριο ὅμως μέλημα καὶ εὐθύνη τοῦ λαϊκοῦ, παράλληλα μὲ τὴν προσωπική του μετάνοια, τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν σωτηρία του καὶ τὴν διακονία στὴν Ἐκκλησία, πρέπει νὰ εἶναι ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως:
«...ἐμφαίνεται σαφέστατα, ὅτι οἱ λαϊκοί κέκληνται οὐ μόνον νά μεριμνῶσι περί τῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγμάτων, ἀλλά καί νά συμβάλλωσιν εἰς τήν συμφώνως τοῖς κανόσι διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι δέ χαρακτηριστικόν, ὅτι εἰς κρισίμους διά τόν βίον τῆς Ἐκκλησίας στιγμάς, ὅτε ἀνάξιοι κληρικοί ἀνέτρεπον τούς νόμους τῆς Ἐκκλησίας, οὕς ἀκριβῶς ἐκλήθησαν νά προστατεύσουν καί ἐφαρμόσουν, οἱ λαϊκοί ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι, οἵτινες διέσωσαν τό κινδυνεῦον σκάφος τῆς Ἐκκλησίας... (σσ. γιὰ τοὺς σημερινοὺς ποιμένες αὐτὸ δὲν ἰσχύει πιά, καθὼς ὁ λαϊκὸς ὑπάρχει μόνο γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ καὶ νὰ ἀκολουθεῖ). Δέν εἶναι δέ συνεπῶς παράδοξον τό γεγονός, καθ΄ ὅ ὁ μέγας Χρυσόστομος ἀπευθυνόμενος εἰς τό ὑπέροχον ποίμνιόν του διεκήρυσσεν, ὅτι “χωρίς ὑμῶν οὐδέν ἐργάσομαι”» [4]
Ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη, τότε ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὑπεράσπιση καὶ ἡ ὁμολογία τῆς Ἀληθείας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους πιστούς, (πόσο μᾶλλον, ὅταν οἱ κληρικοὶ συμβιβάζονται ἢ σιωποῦν) δὲν εἶναι ὑπόθεση λίγων ἐκλεκτῶν, δὲν εἶναι θέμα ἐπιστημονικῆς συζητήσεως κοσμικοῦ χαρακτῆρα, ἀλλὰ θέμα ὑπεράσπισης καὶ ὑπακοῆς στοὺς Πατέρες καὶ στὴν μόνη πραγματικὰ ἀσφαλῆ θεολογία τους, ποὺ μᾶς ἔχει παραδοθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία χωρὶς ἀλλαγὲς ὡς σήμερα. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὅσον ἀφορᾶ τὴν ὑπεράσπιση καὶ στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως, δὲν ὑπάρχουν διαβαθμίσεις προϊσταμένων και ὑφισταμένων, πτυχιούχων καὶ μή, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν (συγχωρέστε μου τὴν ἐπανάληψη: κυρίως, ὅταν αὐτοὶ συμβιβάζονται, σιωποῦν ἢ ὁμιλοῦντες ἀστοχοῦν).
Αὐτὸ ἀκριβῶς τονίζει καὶ ἡ ἀπάντηση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς στὸν Πάπα Πίο Θ΄ τὸ 1848, ἡ ὁποία τόνισε τὴ σημασία τοῦ ρόλου ἀλλὰ καὶ τοῦ καθήκοντος τοῦ ποιμνίου στὴν διαφύλαξη καὶ διατήρηση τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας:
«Σὲ μᾶς, οὔτε Πατριάρχες, οὔτε Σύνοδοι μπόρεσαν ποτὲ νὰ εἰσαγάγουν νέα [σσ. δόγματα καὶ διδασκαλίες], διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. ὁ ἴδιος ὁ λαός, ὁ ὁποῖος θέλει τὸ θρήσκευμά του αἰωνίως ἀμετάβλητο καὶ ὁμοειδὲς μ’ αὐτὸ τῶν πατέρων του» [«Παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ» [5]. Οἱ ἀγῶνες τῶν λαϊκῶν ὡς πρὸς τὴν ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως καὶ τῆ Παρακαταθήκης ποὺ παρέλαβαν ἑστιάζονται κυρίως σὲ τρεῖς κυρίως τομεῖς/στάσεις: Ὅταν προσπαθοῦν νὰ τοῦ ἐπιβάλλουν ποιμένες, οἱ ὁποῖοι δὲν τὸν ἐκφράζουν (δηλ. στὴν ἄρνησή τους νὰ δεχτοῦν ἀνάξιους/κακοδοξοῦντες ποιμένες), ὅταν διώκουν τοὺς εὐσεβεῖς ποιμένες (δηλ. στὴν ὑπεράσπιση τῶν καλῶν ποιμένων) καὶ κυρίως, ὅταν ἐπιβουλεύονται τήν ὀρθόδοξο πίστη του (δηλ. στὴν ὑπεράσπιση τῶν δογμάτων και στὴν ὁμολογία). Γι΄ αὐτὸν τὸν λόγο ἀπευθύνονται τὰ δογματικὰ καὶ θεολογικὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων (σσ. ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀσκητικὰ συγγράμματα) σὲ μεγάλο βαθμό καὶ σὲ λαϊκούς, στοὺς ἁπλοὺς πιστούς, μὲ σκοπό νὰ τοὺς μυήσουν βαθύτερα στὴν πίστη καὶ νὰ τοὺς προφυλάξουν ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς πλάνες[6]. Οἱ δύο πρῶτοι τομεῖς/στάσεις θὰ παρουσιαστοῦν παρακάτω παράλληλα καὶ ὡς ἑνότητα, μιᾶς καὶ ὅταν διώκεται ἕνας εὐσεβὴς ποιμένας συνήθως ἐπιβάλλεται ἕνας ἀσεβής, καὶ τὸ ἀντίθετο. 



[1] (Κ. Μουρατίδης, οσία κα τ πολίτευμα τς κκλησίας κατ τν διδασκαλίαν ωάννου το Χρυσοστόμου (διατριβή), ν θήναις 1958, σ. 212)
[2] (Διαταγ. ποστ. 2,19).
[3] (π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 1973, σελ. 208).

[4] (Κ. Μουρατίδης, οσία κα τ πολίτευμα τς κκλησίας κατ τν διδασκαλίαν ωάννου το Χρυσοστόμου σελ. 219).
[5] (ω. Καρμίρη, Τ Δογματικ κα Συμβολικ Μνημεα τς ρθοδόξου Καθολικς κκλησίας, τόμ. Β΄, ν θήναις 1953, σελ. 920)].
[6] (π. Θεοδώρου Ζήση, πόμενοι τος Θείοις Πατράσι-ρχές κα κριτήρια τς Πατερικς Θεολογίας, 1997, σελ. 44)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.