«Καιρός μετανοίας»
Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς
Πηγή: "Τρελογιάννης"
Ο
Κριτής κάλεσε τους δίκαιους στη βασιλεία Του κι αμέσως μετά εξήγησε
γιατί τους τη χάριζε:
«Γιατί πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και
μου δώσατε νερό, ήμουν ξένος και σεις με φιλοξενήσατε στο σπίτι σας,
ήμουν γυμνός και με ντύσατε, αρρώστησα και με επισκεφτήκατε, ήμουν στη
φυλακή και σεις ήρθατε να με δείτε».
Ακούγοντας αυτή τη θαυμάσια
εξήγηση, οι δίκαιοι ζήτησαν δισταχτικά και ταπεινά από το βασιλιά να
τους πει πότε τον είδαν πεινασμένο και διψασμένο, γυμνό και άρρωστο και
πότε τα έκαναν όλα αυτά σ’ Εκείνον. Και στην ερώτηση αυτή ο βασιλιάς
έδωσε πάλι τη θαυμάσια αυτή απάντηση:
«Αφού όλα αυτά τα κάνατε στους
ελάχιστους και ταπεινούς αδελφούς μου, είναι σα να τα κάνατε σ’ έμενα
τον ίδιο».
Όλη αυτή η ερμηνεία έχει δύο όψεις, μια εξωτερική και μια εσωτερική. Η εξωτερική ερμηνεία
είναι σαφής στον καθένα. Εκείνος που τρέφει τον πεινασμένο, ξεδιψάει το διψασμένο, ντύνει το γυμνό και στεγάζει τον άστεγο, είναι σα να τα κάνει όλα αυτά στον ίδιο τον Κύριο. Εκείνος που επισκέπτεται τους αρρώστους ή τους φυλακισμένους, είναι σα να τα κάνει αυτά στον Κύριο. Αναφέρεται και στην Παλαιά Διαθήκη σχετικά πως, «εκείνος που ελεεί τον φτωχό, είναι σαν να δανείζει το Θεό, που ανάλογα με το τί έδωσε, θα του το ανταποδώσει».
Ο Κύριος, μέσα από κείνους που ζητούν τη βοήθειά μας, δοκιμάζει τις καρδιές μας. Ο Θεός δεν χρησιμοποιεί τίποτα δικό μας για λογαριασμό Του. Δεν έχει ανάγκη από τίποτα. Εκείνος που δημιούργησε το ψωμί, δεν μπορεί να πεινάσει. Εκείνος που δημιούργησε το νερό, δε γίνεται να διψάσει. Αυτός που ντύνει την κτίση ολόκληρη δεν μπορεί να είναι γυμνός, ούτε και ν’ αρρωστήσει αυτός που είναι η πηγή της υγείας. Ούτε και γίνεται να αιχμαλωτιστεί ο Κύριος των κυρίων.
Ο Θεός ζητά από μας να δίνουμε ελεημοσύνη, ώστε μ’ αυτόν τον τρόπο να μαλακώσουν οι καρδιές μας, να γίνουν πιό σπλαχνικές. Θα μπορούσε ο Θεός με την παντοδυναμία Του να κάνει διά μιας όλους τους ανθρώπους πλούσιους, χορτασμένους, ντυμένους κι ευχαριστημένους. Αλλ’ αφήνει τους ανθρώπους να δοκιμάσουν την πείνα και τη δίψα, την αρρώστια, τη φτώχεια και τη δυστυχία για δυό λόγους. Πρώτα, ώστε εκείνοι που υποφέρουν απ’ όλα αυτά να μπορέσουν έτσι να μαλακώσουν την καρδιά τους, να γίνουν πιο σπλαχνικοί και να έρθουν πιό κοντά στο Θεό, να τον προσκυνήσουν με πίστη και προσευχή. Δεύτερο, ώστε ο άνθρωπος μέσα από τα δικά του βάσανα να κατανοήσει και τους άλλους, με την ταπείνωσή του να κατανοήσει την ταπείνωση των άλλων. Έτσι θα καταλάβει την αδελφότητα και την ενότητα όλων των ανθρώπων μέσα από τον Ζώντα Θεό, το Δημιουργό και δοτήρα όλων των επίγειων αγαθών. Ο Θεός ζητά από μας να γίνουμε ελεήμονες, να έχουμε πάνω απ’ όλα έλεος. Γνωρίζει πως το έλεος είναι ο τρόπος για ν’ αποκαταστήσει ο άνθρωπος την πίστη στο Θεό, την ελπίδα στο Θεό και την αγάπη για το Θεό.
Αυτή είναι η εξωτερική ερμηνεία. Η δεύτερη έχει να κάνει με το Χριστό
μέσα μας. Σε κάθε καθαρή σκέψη που έχουμε στο νου μας, σε κάθε ευγενικό
συναίσθημα της καρδιάς μας και σε κάθε υψηλή φιλοδοξία κι επιθυμία της
ψυχής μας για την επίτευξη του αγαθού, ο Χριστός αποκαλύπτεται μέσα μας
με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Όλες αυτές τις αγνές σκέψεις, τα
ευγενικά συναισθήματα και τις υψηλές φιλοδοξίες, τις ονομάζει ελαχίστους
αδελφούς Του. Τα ονομάζει έτσι όλα αυτά επειδή βρίσκονται μέσα μας σε
μια ασήμαντη μειονότητα σε σύγκριση με τους μεγάλους εσωτερικούς αγρούς
που είναι γεμάτοι απορρίμματα και κακία. Αν ο νους μας πεινάει για το
Θεό και τον ταΐσουμε, είναι σα να τρέφουμε το Χριστό μέσα μας. Αν η
καρδιά μας είναι γυμνή από κάθε αγαθό κι ευγενικό πράγμα που ανήκει στο
Θεό και την ντύσουμε, είναι σα να ντύσαμε το Χριστό μέσα μας. Αν η ψυχή
μας είναι άρρωστη και φυλακισμένη από την κακή μας ύπαρξη και τα κακά
μας έργα και το αντιληφθούμε αυτό και την επισκεφθούμε, τότε είναι σα να
επισκεφτήκαμε το Χριστό μέσα μας. Με λίγα λόγια, αν αυτός ο δεύτερος
εαυτός που έχουμε μέσα μας και που αντιπροσωπεύει το δίκαιο άνθρωπο,
υποδουλωθεί και ταπεινωθεί από τον πονηρό κι αμαρτωλό εσωτερικό μας
άνθρωπο και μείς τον προστατεύσουμε, είναι σα να προστατεύουμε το Χριστό
μέσα μας. Ο δίκαιος άνθρωπος μέσα μας είναι πολύ-πολύ μικρός, ενώ ο
αμαρτωλός μέσα μας είναι ένας πραγματικός Γολιάθ. Ο δίκαιος άνθρωπος
μέσα μας όμως είναι ο μικρός αδελφός του Χριστού, ο ελάχιστος, κι ο
αμαρτωλός Γολιάθ μέσα μας είναι ο εχθρός του Χριστού. Αν τότε
προστατέψουμε το δίκαιο άνθρωπο μέσα μας, αν τον ελευθερώσουμε, τον
ενισχύσουμε και τον βγάλουμε στο φως· αν τον σηκώσουμε ψηλότερα από τον
αμαρτωλό, ώστε, να τον κυριεύσει, και να μπορούμε να πούμε μαζί με τον
απόστολο Παύλο, «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β’20),
τότε θα κληθούμε ευλογημένοι και στην τελευταία Κρίση θ’ ακούσουμε τα
λόγια του Βασιλιά: δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε
την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου.
Σε κείνους που θα βρεθούν αριστερά Του θα πει ο Κριτής: Φύγετε μακριά από μένα εσείς οι καταραμένοι, πηγαίνετε στο αιώνιο πυρ που έχει ετοιμαστεί για το διάβολο και τους πονηρούς αγγέλους του. Ο Κριτής είναι φοβερός, αλλά δίκαιος. Ο Βασιλιάς καλεί τους δίκαιους κοντά Του και τους δίνει τη βασιλεία Του, ενώ απομακρύνει τους αμαρτωλούς και τους στέλνει στο αιώνιο πυρ, στην πονηρή συντροφιά του διαβόλου και των υπηρετών του. Στο έργο του «Περί Τελικής Κρίσεως» ο Μέγας Βασίλειος γράφει: «Αν υπάρχει κάποιο τέλος στα αιώνια βάσανα, σημαίνει πως υπάρχει τέλος και στην αιώνια ζωή. Καθώς όμως είναι αδύνατο να φανταστείς το τέλος της αιώνιας ζωής, πώς είναι δυνατό να σκεφτείς ότι θα υπάρξει τέλος στα αιώνια βάσανα;» Κρίνοντας τους αμαρτωλούς που βρίσκονται αριστερά Του ο Βασιλιάς τους εξηγεί αμέσως γιατί είναι καταραμένοι και γιατί τους στέλνει στο αιώνιο πυρ: Πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω, δίψασα και δεν με ποτίσατε. Ήμουν ξένος και δεν με πήρατε στο σπίτι σας, ήμουν γυμνός και δεν με ντύσατε, ήμουν άρρωστος ή φυλακισμένος και δεν με επισκεφθήκατε.
Σε κείνους που θα βρεθούν αριστερά Του θα πει ο Κριτής: Φύγετε μακριά από μένα εσείς οι καταραμένοι, πηγαίνετε στο αιώνιο πυρ που έχει ετοιμαστεί για το διάβολο και τους πονηρούς αγγέλους του. Ο Κριτής είναι φοβερός, αλλά δίκαιος. Ο Βασιλιάς καλεί τους δίκαιους κοντά Του και τους δίνει τη βασιλεία Του, ενώ απομακρύνει τους αμαρτωλούς και τους στέλνει στο αιώνιο πυρ, στην πονηρή συντροφιά του διαβόλου και των υπηρετών του. Στο έργο του «Περί Τελικής Κρίσεως» ο Μέγας Βασίλειος γράφει: «Αν υπάρχει κάποιο τέλος στα αιώνια βάσανα, σημαίνει πως υπάρχει τέλος και στην αιώνια ζωή. Καθώς όμως είναι αδύνατο να φανταστείς το τέλος της αιώνιας ζωής, πώς είναι δυνατό να σκεφτείς ότι θα υπάρξει τέλος στα αιώνια βάσανα;» Κρίνοντας τους αμαρτωλούς που βρίσκονται αριστερά Του ο Βασιλιάς τους εξηγεί αμέσως γιατί είναι καταραμένοι και γιατί τους στέλνει στο αιώνιο πυρ: Πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω, δίψασα και δεν με ποτίσατε. Ήμουν ξένος και δεν με πήρατε στο σπίτι σας, ήμουν γυμνός και δεν με ντύσατε, ήμουν άρρωστος ή φυλακισμένος και δεν με επισκεφθήκατε.
Τίποτα απ’ αυτά που είχαν κάνει οι δίκαιοι δεν έκαναν οι αμαρτωλοί. Και
σαν άκουσαν τα λόγια αυτά του Κυρίου οι αμαρτωλοί ρώτησαν, όπως κι οι
δίκαιοι: «Κύριε, πότε σε είδαμε πεινασμένο ή διψασμένο…;» Κι ο Κύριος
απάντησε: «Αλήθεια σας λέω: αφού δεν κάνατε τίποτα στους αδελφούς μου
τους ελάχιστους, ούτε και σε μένα κάνατε».
Η ερμηνεία που έκανε ο Βασιλιάς στους αμαρτωλούς έχει επίσης δυό σημασίες, μια εξωτερική και μια εσωτερική, όπως και στην πρώτη περίπτωση με τους δίκαιους. Ο νους των αμαρτωλών ήταν σκοτισμένος, η καρδιά τους σκληρή κι η ψυχή τους είχε κακή διάθεση προς εκείνους που πεινούσαν, διψούσαν, ήταν γυμνοί, άρρωστοι και φυλακισμένοι στη γη. Με το σκοτισμένο τους νου δεν μπορούσαν να δουν πως ο Χριστός τους καλούσε να ελεήσουν τους φτωχούς και βασανισμένους αδελφούς τους. Η σκληρή καρδιά τους δεν μαλάκωνε με τα δάκρυα των άλλων. Ούτε και το παράδειγμα του Χριστού και των αγίων Του άλλαζε την κακοπροαίρετη ψυχή τους για να επιθυμήσουν το καλό και να το κάνουν. Έτσι, όπως ήταν άσπλαχνοι στο Χριστό, μέσω των αδελφών Του, ήταν άσπλαχνοι και στο Χριστό μέσα από τον ίδιο τον εαυτό τους. Με το που τους ερχόταν κάποια αγνή σκέψη, την εξαφάνιζαν θεληματικά και την αντικαθιστούσαν με άλλες σκέψεις, ακάθαρτες και βλάσφημες. Ξερίζωσαν κάθε ευγενικό συναίσθημα από την καρδιά τους και το αντικατάστησαν με ασπλαχνία, λαγνεία και ιδιοτέλεια. Κάθε επιθυμία που εκδηλωνόταν μέσα τους για να κάνουν κάποια καλή πράξη, ακολουθώντας τις εντολές του Χριστού, την καταπίεζαν αμέσως και στη θέση της έβαζαν άλλη, πώς να κάνουν κακό στους άλλους ή ν’ αμαρτήσουν, για να προκαλέσουν την οργή του Θεού. Έτσι τον ελάχιστο αδελφό του Χριστού, δηλαδή το δίκαιο άνθρωπο που βρισκόταν μέσα τους, τον σταύρωναν, τον σκότωναν και τον έθαβαν. Ο σκοτεινός Γολιάθ που είχαν θρέψει, δηλαδή ο άδικος άνθρωπος μέσα τους ή ο ίδιος ο διάβολος, παρέμενε νικητής στο πεδίο της μάχης.
Τί μπορεί να κάνει ο Θεός σε τέτοιους ανθρώπους; Μπορεί να δεχτεί στη βασιλεία Του εκείνους που έβγαλαν τη βασιλεία αυτή από τη ζωή τους; Μπορεί να καλέσει κοντά Του αυτούς που ξερίζωσαν μέσα τους την εικόνα του Θεού, αυτούς που διακήρυξαν μυστικά στην καρδιά τους αλλά κι ανοιχτά, μπροστά σ’ όλον τον κόσμο, πως είναι εχθροί του Θεού και υπηρέτες του διαβόλου; Όχι! Αυτοί έγιναν με την ελεύθερη βούλησή τους υπηρέτες του διαβόλου. Κι ο Κύριος στην τελική Του κρίση θα τους στείλει να συντροφέψουν εκείνους που είχαν παρέα σ’ ολόκληρη τη ζωή τους. Θα τους στείλει δηλαδή στο αιώνιο πυρ που έχει προετοιμαστεί για το διάβολο και τους πονηρούς αγγέλους του.
Η ερμηνεία που έκανε ο Βασιλιάς στους αμαρτωλούς έχει επίσης δυό σημασίες, μια εξωτερική και μια εσωτερική, όπως και στην πρώτη περίπτωση με τους δίκαιους. Ο νους των αμαρτωλών ήταν σκοτισμένος, η καρδιά τους σκληρή κι η ψυχή τους είχε κακή διάθεση προς εκείνους που πεινούσαν, διψούσαν, ήταν γυμνοί, άρρωστοι και φυλακισμένοι στη γη. Με το σκοτισμένο τους νου δεν μπορούσαν να δουν πως ο Χριστός τους καλούσε να ελεήσουν τους φτωχούς και βασανισμένους αδελφούς τους. Η σκληρή καρδιά τους δεν μαλάκωνε με τα δάκρυα των άλλων. Ούτε και το παράδειγμα του Χριστού και των αγίων Του άλλαζε την κακοπροαίρετη ψυχή τους για να επιθυμήσουν το καλό και να το κάνουν. Έτσι, όπως ήταν άσπλαχνοι στο Χριστό, μέσω των αδελφών Του, ήταν άσπλαχνοι και στο Χριστό μέσα από τον ίδιο τον εαυτό τους. Με το που τους ερχόταν κάποια αγνή σκέψη, την εξαφάνιζαν θεληματικά και την αντικαθιστούσαν με άλλες σκέψεις, ακάθαρτες και βλάσφημες. Ξερίζωσαν κάθε ευγενικό συναίσθημα από την καρδιά τους και το αντικατάστησαν με ασπλαχνία, λαγνεία και ιδιοτέλεια. Κάθε επιθυμία που εκδηλωνόταν μέσα τους για να κάνουν κάποια καλή πράξη, ακολουθώντας τις εντολές του Χριστού, την καταπίεζαν αμέσως και στη θέση της έβαζαν άλλη, πώς να κάνουν κακό στους άλλους ή ν’ αμαρτήσουν, για να προκαλέσουν την οργή του Θεού. Έτσι τον ελάχιστο αδελφό του Χριστού, δηλαδή το δίκαιο άνθρωπο που βρισκόταν μέσα τους, τον σταύρωναν, τον σκότωναν και τον έθαβαν. Ο σκοτεινός Γολιάθ που είχαν θρέψει, δηλαδή ο άδικος άνθρωπος μέσα τους ή ο ίδιος ο διάβολος, παρέμενε νικητής στο πεδίο της μάχης.
Τί μπορεί να κάνει ο Θεός σε τέτοιους ανθρώπους; Μπορεί να δεχτεί στη βασιλεία Του εκείνους που έβγαλαν τη βασιλεία αυτή από τη ζωή τους; Μπορεί να καλέσει κοντά Του αυτούς που ξερίζωσαν μέσα τους την εικόνα του Θεού, αυτούς που διακήρυξαν μυστικά στην καρδιά τους αλλά κι ανοιχτά, μπροστά σ’ όλον τον κόσμο, πως είναι εχθροί του Θεού και υπηρέτες του διαβόλου; Όχι! Αυτοί έγιναν με την ελεύθερη βούλησή τους υπηρέτες του διαβόλου. Κι ο Κύριος στην τελική Του κρίση θα τους στείλει να συντροφέψουν εκείνους που είχαν παρέα σ’ ολόκληρη τη ζωή τους. Θα τους στείλει δηλαδή στο αιώνιο πυρ που έχει προετοιμαστεί για το διάβολο και τους πονηρούς αγγέλους του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.