Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Δ΄ Μια Απολογία-Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού (που το κόστος της ήταν η "καθαίρεση"), συκοφαντείται συνειδητά από γνωρίζοντας, και κακοποιείται από τους αγνοούντας





Δ΄ ΜΕΡΟΣ


 ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΝ  ΥΠΟΜΝΗΜΑ

ΠΡΟΣ ΤΟ  ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟΝ  ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθύμιου Τριακαμηνᾶ



Δημοσιεύουμε σήμερα τὸ Δ΄ μέρος τοῦ Ἀπολογητικοῦ Ὑπομνήματος τοῦ π. Εὐθύμιου. Νὰ ὑπενθυμίσουμε, ὅτι ἡ δημοσίευση γίνεται, ἐπειδὴ πρόσφατα ἐπανῆλθαν στὸ φῶς τῆς δημοσιότητος τὰ ψεύδη ποὺ διαδίδονται στὴν Μητρόπολη Δημητριάδος καὶ στὴ Μητρόπολη Λαρίσης (ἐκεῖ ὅπου λειτουργεῖ καὶ ἐξομολογεῖ ὁ ἀδίκως τιμωρηθεὶς π. Εὐθύμιος) σχετικά μὲ τὴν διάτρητη καταδικαστικὴ ἀπόφαση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου.
Μ τ πόμνημα του αὐτὸ (ὅπως θὰ διαπιστώσει ὁ ἀναγνώστης) π. Εθύμιος παντ μ ἀδιάψευστα στοιχεα στς ψευδέστατες, ἀνύπαρκτες, κακόβουλες κα στημένες κατηγορίες πο το πηύθυναν οἱ «ἄδικοι Ἐπίσκοποι Δικαστές» (κατὰ τὴν διατύπωση συνεπισκόπου τους), καὶ καταδεικνύει μὲ τράνταχτα παραδείγματα τὸ γιατί οἱ σύγχρονοι Ἐπίσκοποι συμμετέχουν στὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, αὐτοὶ ποὺ ἀποτελοῦν τὴν πληγὴ τῆς σύγχρονης ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως.
Αὐτοὶ λοιπόν, οἱ Ἐπίσκοποι τὸν κατεδίκασαν, ἐπειδὴ ἀγωνίζεται ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἔτυχε νὰ ἔχει κατηγορηθεῖ μὲ τέτοιου εἴδους βαρύτατες κατηγορίες, μὲ τὶς ὁποῖες κατηγορήθηκαν συγκεκριμένοι Ἐπίσκοποι. Δὲν κατηγορήθηκε δηλαδή, ὁ π. Εὐθύμιος, οὔτε γιὰ κατάχρηση εκατομμυρίων, οὔτε γιὰ ἀλλοίωση τῆς εὐαγγελικῆς ἠθικῆς καὶ σκανδαλισμὸ τῶν πιστῶν μὲ κάποια συνέντευξή του σ πορνοπεριοδικό, οὔτε γιὰ αἵρεση· δὲν κατηγορήθηκε ὅτι ἔχει ἀρχοντικά, καὶ βίλλες, ἢ ὅτι ἔχει μερσεντὲς καὶ μερικὲς ἑκατοντάδες φανταχτερὲς καὶ πολυδάπανες στολές ἢ ὅτι κυκλοφορεῖ κουστουμαρισμένος ὡς ἄλλος ραββίνος στὰ διεθνῆ fora καὶ στὶς κθέσεις, ἐνέργειες στὶς ὁποῖες μποροῦν ἀσύδοτα καὶ ἀτιμώρητα νὰ προβαίνουν κάποιοι ἀπὸ τοὺς σύγχρονους δεσποτάδες κατασκανδαλίζοντας τοὺς πιστούς, καὶ γιὰ τὶς ὁποῖες οἱ συνεπίσκοποί τους, ἀντὶ νὰ καταδικάσουν, τοὺς καλύπτουν, τοὺς ἀθωώνουν ἢ καὶ τοὺς ἐμπιστεύονται (ὡς ἐπιβράβευση) ἐπίζηλες ἐκκλησιαστικὲς θέσεις.
π. Εθύμιος ζε σὲ ἕνα σπήλαιο πο διαμόρφωσε ς κατοικία, λειτουργεῖ μὲ τὴν μία λειωμένη ἱερατική του στολή, ἔχει ἀφιερώσει τ ζωή του στ μελέτη τν γίων Πατέρων κι ἀγωνίζεται ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα αὐτοὶ ὑπηρετοῦν.
Αὐτὴ εἶναι ἡ «ἁμαρτία» του κατὰ τὴν δεσποτοκρατία!
«Πατερικ Παράδοση»


Μέρος Δ΄

10. Διά τήν ι' κατηγορίαν (ἐπί παρερμηνείᾳ καί διαστροφῇ τῶν Ἱερῶν Γραφῶν καί τῶν Πατερικῶν κειμένων) τοῦ κατηγορητηρίου ἔχω νά ἀναφέρω τά ἀκόλουθα:
Εἶναι καί εἰς αὐτήν τήν παράγραφον προφανής ἡ προσπάθεια ἀποπροσανατολισμοῦ καί παραπληροφορήσεως καί μάλιστα σέ τέτοιο σημεῖο, ὥστε νά χρησιμοποιῆ ὁ κατήγορος Ἰησουΐτικες μεθόδους. Αὐτό φαίνεται καθαρά ἀπό δύο σημεῖα τῆς παραγράφου τά ὁποῖα ἀκολούθως ἀναφέρω καί ἐπεξηγῶ.
α) Ἀναφέρονται συγκεκριμένως εἰς τήν παράγραφον αὐτήν ἐπί λέξει τά ἑξῆς: «ἐν ᾗ ἀγνοεῖ πᾶν ὅ,τι ὁ θεῖος πατήρ τῆς ἐκκλησίας ἡμῶν Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος πιστεύει διά τήν Ἀρχιερωσύνη, ἅτινα τόμους ὁλοκλήρους καλύπτουσι τῆς Ὀρθοδόξου Πατρολογίας...». Καί βεβαίως εἶναι ἀπολύτως σωστά αὐτά τά ὁποῖα γράφονται, διότι ὄντως ὁ ἅγιος ἔθεσε τήν ἀρχιερωσύνη εἰς τό ὕψος τό ὁποῖον ἔπρεπε. Τό θέμα ὅμως δέν εἶναι τί ἐπίστευε ὁ ἅγιος διά τήν ἀρχιερωσύνη, ἀλλά τί ἐπίστευε διά τούς ἀρχιερεῖς, διά τούς φορεῖς δηλαδή αὐτοῦ τοῦ ἀξιώματος. Ἐπειδή λοιπόν καί ὁ κατήγορός μου Ἐπίσκοπος Λαρίσης (σ. ιστολ.: Ἰγνάτιος Λάπας) προφανῶς γνωρίζει ὅτι ἄλλα ἐπίστευε ὁ ἅγιος διά τήν ἀρχιερωσύνη καί ἄλλα διά τούς ἀρχιερεῖς, ἀναφέρει στό κατηγορητήριο τήν ἀρχιερωσύνη, διά νά καλυφθῆ πίσω ἀπό αὐτήν καί νά συσκοτίση κατά τρόπον, ὅπως προανέφερα, ἰησουΐτικο τά πράγματα καί νά δώση στόν λαό νά πιστεύση ὅτι ὁ ἅγιος αὐτός, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἅγιοι, δέν ἔκαναν διάκρισι μεταξύ καλοῦ Ἐπισκόπου καί κακοῦ, μεταξύ καλοῦ ποιμένος καί κακοῦ.
β) Ἀναφέρονται ἐπίσης εἰς αὐτήν τήν παράγραφον τά ἑξῆς: «Ἤ ἀγνοῶν τι ὁ ἱερός πατήρ ἔλεγε εἰς τό ποίμνιόν του διά τόν διάδοχόν του, τό ὁποῖον ὡς γνωστόν παρεκίνει αὐτόν νά ἀκολουθοῦν, αὐτός ἐξεγείρει τούς πιστούς». Καί ἐδῶ ὑπάρχει ἄφθονη συσκότησις καί συγχρόνως παραπληροφόρησις. Θέλει ὁ κατήγορός μου καί εἰς αὐτό τό σημεῖο νά παρουσιάζη τόν ἅγιο ὡς ἐπιβάλλοντα στό ποίμνιό του τήν τυφλή ὑπακοή στούς Ἐπισκόπους ὅ,τι καί ἄν αὐτοί διδάσκουν καί μέ οἱονδήποτε τρόπο ἐκλέγονται.
Δι' αὐτόν τόν λόγον ξεκινώντας ἀπό τόν χρυσορρήμονα ἅγιο θά ἀναφέρω καί γνῶμες ἄλλων ἁγίων διά νά καταδείξω τήν μεταξύ τῶν ἁγίων συμφωνία εἰς τό ὅτι ὑπάρχουν καλοί καί κακοί ἐπίσκοποι· καί τούς μέν καλούς πρέπει νά ἀγαποῦμε, νά σεβώμεθα καί νά ἀκολουθοῦμε, ἐνῶ ἀντιθέτως τούς κακούς πρέπει νά μή τούς τιμοῦμε, οὔτε νά τούς ἀκολουθοῦμε, ἀλλά νά τούς ἀποστρεφώμεθα. Ἰδιαιτέρως δέ καί πρωτίστως αὐτό ἰσχύει ὅταν οἱ Ἐπίσκοποι σφάλλουν σέ θέματα τῆς πίστεως.
Κατ' ἀρχάς τήν διάκρισι τοῦ καλοῦ καί κακοῦ ποιμένος τήν κάνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος (Ἰωάν. 10, 1-16) λέγοντας ὅτι
ὁ καλός ποιμήν διακρίνεται ἀπό τό ὅτι θυσιάζει τήν ζωή του γιά νά σωθοῦν τά λογικά πρόβατα, ἐνῶ ὁ κακός φεύγει σέ κάθε κίνδυνο καί ἐγκαταλείπει τά πρόβατα στήν διάθεσι τῶν λύκων. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κατά τόν ἴδιο τρόπο ἐξηγεῖ στούς Ἐπισκόπους τῆς Μιλήτου, ὅταν τούς ἐκάλεσε στήν Ἔφεσο, λέγοντας τά ἑξῆς: «Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους ποιμαίνειν τήν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος, ἐγώ γάρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξί μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν» (Πράξ. 20, 28-31). Λέγει λοιπόν ὁ μέγας ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν πρός τούς Ἐπισκόπους ὅτι καί ἀπό ἐσᾶς τούς ἰδίους θά ὑπάρξουν πολλοί οἱ ὁποῖοι θά διδάσκουν διεστραμμένα καί πλανεμένα, ὥστε νά παρασύρουν τόν λαό νά τούς ἀκολουθῆ.
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι εἰς τάς διαταγάς των παραγγέλουν τά ἑξῆς: «ἵνα μήποτε εἴπει ὁ λαϊκός, ὅτι ἐγώ πρόβατόν εἰμι καί οὐ ποιμήν· καί οὐδένα λόγον ἐμαυτοῦ πεποίημαι· ὁ ποιμήν ὄψεται καί αὐτός μόνος εἰσπραχθήσεται τήν ὑπέρ ἐμοῦ δίκην· ὥσπερ γάρ τῷ καλῷ ποιμένι τό μή ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκειται εἰς διαφθοράν, οὕτω τῷ πονηρῷ ποιμένι τό ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τόν θάνατον, ὅτι κατατρώξεται αὐτό. Διό φευκτέον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων» (Διαταγ. Ἀποστ. 2, 19).
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος μνημονεύεται στήν παροῦσα παράγραφον τοῦ κατηγορητηρίου, ἐξεφράζετο μέ τούς πλέον βαρεῖς τίτλους, τούς ὁποίους οἱ πατέρες χρησιμοποιοῦν διά τούς αἱρετικούς, ὅταν ὡμιλοῦσε διά τόν διάδοχόν του Ἀρσάκιον καί ἐπαινοῦσε αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἀντεστάθησαν στό σάπιο ἐκκλησιαστικό κατεστημένο τῆς ἐποχῆς του, κληρικούς καί λαϊκούς, μέ ἀποτέλεσμα νά εὑρίσκονται καθηρημένοι, ἐξορισμένοι καί φυλακισμένοι. Ἀναφέρω πρός πίστωσιν δύο–τρία τμήματα τῶν ἐκ τῆς ἐξορίας ἐπιστολῶν του:
«Ἤκουσα γάρ καγώ περί τοῦ λήρου ἐκείνου τοῦ Ἀρσακίου, ὅν ἐκάθισεν ἡ βασίλισσα ἐν τῷ θρόνῳ, ὅτι ἔθλιψε τούς ἀδελφούς ὅλους μή θέλοντας αὐτῷ κοινωνῆσαι· πολλοί δέν αὐτῶν δι' ἐμέ καί ἐν τῇ φυλακῇ ἐναπέθανον. Ὁ γάρ προβατόσχημος ἐκεῖνος λύκος, ὁ σχῆμα μέν ἔχων ἐπισκόπου μοιχός δέ ὑπάρχων, ὡς γάρ ἡ γυνή μοιχαλίς χρηματίζει, ἡ ζῶντος τοῦ ἀνδρός ἑτέρῳ συναφθεῖσα, οὕτω καί οὗτος μοιχός ἐστι οὐ σαρκός ἀλλά πνεύματος· ζῶντος γάρ ἐμοῦ ἥρπασέ μου τόν θρόνο τῆς ἐκκλησίας» (ΕΠΕ 38, 240).
Θά ἤθελα πολλά νά γράψω εἰς τό σημεῖον αὐτό, τά ὁποῖα ἔχουν ἄμεσον σχέσι μέ τήν παροῦσα κατάστασι στήν Λάρισα, ἐπειδή ὁ Ἐπίσκοπος κ. Ἰγνάτιος Λάπας εἶναι ἕνα πιστό ἀντίγραφο τοῦ Ἀρσακίου καί ὡς ἐκ τούτου οἱ χαρακτηρισμοί τοῦ χρυσορρήμονος καί Χρυσοστόμου πατρός ἰσχύουν καί δι’ αὐτόν. Πιστεύω ὅτι ὅλους αὐτούς τούς ἀντιδρῶντας τότε στή νέα ἐπί Ἀρσακίου διαμορφωθεῖσα ἐκκλησιαστκή κατάστασι στήν Κων/πολι καί μή κοινωνοῦντας μέ αὐτόν, θά τούς ἐθεωρούσατε, Ἅγιοι Δικαστές, ἐκτός Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τή νέα παπική θεολογία, τήν ὁποία ἔχετε ἐνστερνισθῆ. Δύο σημεῖα μόνο θέλω νά ἐπισημάνω ἀπό τό ὑπέροχο αὐτό τμῆμα τῆς ἐπιστολῆς, τά ὁποῖα ἴσως διαφύγουν τῆς προσοχῆς σας καί δέν θά ἐπεκταθῶ περαιτέρω, διότι πολλές φορές ὅταν κάτι εἶναι ἡλίου φαεινότερο, καταντᾶ περιττή ἡ δική μας ἀνάλυσι.
Τό ἕνα σημεῖο, τό ὁποῖο λέγει ὁ ἅγιος «...πολλοί δέ αὐτῶν δι' ἐμέ καί ἐν τῇ φυλακῇ ἐναπέθανον». Δηλαδή οἱ ἀδελφοί αὐτοί τοῦ ἁγίου δέν ἐφυλακίστηκαν καί ἀπέθαναν διά τόν Χριστό, ἀλλά διά τόν Χρυσόστομο. Βλέπετε δηλαδή ὅτι, ὅταν αὐτός ὁ ὁποῖος ἀδικεῖται καί διώκεται, εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀγώνας τόν ὁποῖον κάνωμε δι' αὐτόν, καθώς καί ὅ,τι ὑποστοῦμε λογίζονται ὅτι τά ἐκάναμε διά τόν Χριστό.
Τό δεύτερο εἶναι ὁ τίτλος καί ὁ παραλήπτης τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἑξῆς: «Πρός Κυριακόν ἐπίσκοπον ἐν ἐξορίᾳ ὄντα καί αὐτόν». Ὁ Ἐπίσκοπος Κυριακός ἐξωρίσθη διότι δέν ἤθελε νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικῶς μέ τόν Ἀρσάκιο καί ὅσους τόν ἀνεγνώριζον. Ὅλη δέ ἡ ἐπιστολή εἶναι μία παρηγορία καί ἕνα βάλσαμο πρός τόν Ἐπίσκοπο, μία ὑπενθύμισις παρομοίων παθημάτων τῶν ἁγίων καί μία προσδοκία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν.
Ἐπειδή λοιπόν ἀναφέρονται στήν παροῦσα παράγραφο τοῦ κατηγορητηρίου τά ἑξῆς: «Ἤ ἀγνοῶν τι ὁ ἱερός πατήρ ἔλεγε εἰς τό ποίμνιόν του διά τόν διάδοχόν του, τό ὁποῖον ὡς γνωστόν παρεκίνει αὐτόν νά ἀκολουθοῦν, αὐτός ἐξεγείρει τούς πιστούς», σᾶς μεταφέρω ἕνα ἄλλο θαυμάσιο τμῆμα ἐπιστολῆς τοῦ ἁγίου πρός τούς κληρικούς, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν Ἀρσάκιο καί ὡς ἐκ τούτου εἶχαν φυλακισθῆ. Ὁ τίτλος τῆς ἐπιστολῆς «Τοῖς ἐγκεκλεισμένοις Ἐπισκόποις, Πρεσβυτέροις καί Διακόνοις ἐν δεσμωτηρίῳ δι' εὐσέβειαν».
Καί ἡ ἀρχή τῆς ἐπιστολῆς: «Μακάριοι τοῦ δεσμωτηρίου καί τῆς ἁλύσεως καί τῆς τῶν δεσμίων ὑποθέσεως ὑμεῖς· μακάριοι καί τρισμακάριοι καί πολλάκις τοῦτο, οἱ πᾶσαν ἀνηρτήσασθαι τήν οἰκουμένην τῷ περί ὑμᾶς φίλτρῳ, ἐραστάς ὑμῶν καί τούς πόρρωθεν ὄντας πεποιήκατε. Πανταχοῦ γῆς καί θαλάττης ἄδεται ὑμῶν τά κατορθώματα, ἡ ἀνδρεία, ἡ ἀπερίτρεπτος γνώμη, τό ἀδούλωτον φρόνημα. Οὐδέν ὑμᾶς κατέπληξε (τίποτε δέν σᾶς ἐφόβισε) τῶν δοκούντων εἶναι δεινῶν, οὐ δικαστήριον, οὐ δήμιος, οὐ βασάνων νιφάδες, οὐκ ἀπειλαί μυρίων γέμουσα θανάτου, οὐ δικαστής πῦρ ἀπό τοῦ στόματος ἀφιείς, οὐκ ἐχθροί θίγοντες (ἀκονίζοντας) τούς ὀδόντας καί μύρια εἴδη κινοῦντες ἐπιβουλῆς, οὐ συκοφαντίαι τοσαῦται, οὐκ ἀναίσχυντοι κατηγορίαι, οὔ θάνατος πρό τῶν ὀφθαλμῶν καθ' ἑκάστην ἡμέραν φαινόμενος, ἀλλ' ἤρκεσεν ὑμῖν εἰς παράκλησιν τῶν γινομένων ἡ τῶν γινομένων ὑπόθεσις (σᾶς ἀρκοῦσαν γιά παρηγοριά αὐτά τά ἴδια τά γεγονότα). Διά ταῦτα φανερῶς μέν ὑμᾶς πάντες στεφανοῦσι καί ἀνακηρύττουσι, οὐ φίλοι μόνον, ἀλλά καί αὐτοί οἱ ἐχθροί καί ταῦτα κατασκευάζοντες... Καί τά μέν ἐνταῦθα τοιαῦτα, τά δέ ἐν οὐρανοῖς τίς παραστῆσαι δυνήσεται λόγος; Ἐγγέγραπται ὑμῶν τά ὀνόματα ἐν βίβλῳ ζωῆς, μετά τῶν ἁγίων καταριθμήθητε μαρτύρων. Οἶδα ταῦτα ἐγώ σαφῶς, οὐκ εἰς τόν οὐρανόν ἀναβάς, ἀλλ' ἀπό θείων αὐτά μαθών χρησμῶν».
Πρέπει λοιπόν νά δώσετε τώρα ἐσεῖς, Ἅγιοι Δικαστές, κάποια ἐξήγησι. Πῶς δηλαδή ἰσχυρίζεται στό κατηγορητήριο ὁ κατήγορός μου, Ἐπίσκοπος κ. Ἰγνάτιος Λάπας ὅτι ὁ ἅγιος προέτρεπε τό ποίμνιό του σέ ὑπακοή στόν διάδοχό του, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ἐμακάριζε καί κατέτασσε μεταξύ τῶν ἁγίων καί μαρτύρων ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔκαναν ἀνταρσία στόν διάδοχό του, δέν εἶχαν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτόν καί ἐδιώχθησαν χάριν αὐτῆς τῆς ὁμολογίας; Μήπως ὁ ἅγιος ἦταν δίγλωσσος, μήπως ἤθελε νά τά πάη καλά μέ ὅλους, ἤ μήπως αὐτός διαστρέφει τούς ἁγίους καί τούς φέρει στά μέτρα τῆς μοιχεπιβασίας τοῦ κατηγόρου μου;      
Θά ἀναφέρω ἐν συνεχείᾳ καί τό χωρίο αὐτό τοῦ ἁγίου, τό ὁποῖο ἀνεγράφετο καί στήν προκήρυξι, γιά νά διαπιστώση κάθε καλοπροαίρετος ποῖος διαστρέφει τίς ἱερές γραφές καί τά πατερικά κείμενα: «Τῶν δέ Ἰσαύρων (φοβερῶν ληστῶν) ἕνεκεν μηδέν δέδιθι λοιπόν (μή φοβᾶσαι ὅτι θά μοῦ κάνουν κακό). Καί γάρ ὑπέστρεψαν εἰς τήν χώραν αὐτῶν· καί ὁ ἡγεμών πάντα ἐποίησεν ὑπέρ τούτου καί ἐν ἀσφαλείᾳ ἐσμέν πολλῷ μᾶλλον ἐνταῦθα ὄντες ἤ ὅτε ἐν Καισαρείᾳ ἦμεν. Οὐδένα γάρ δέδοικα ὡς τούς ἐπισκόπους πλήν ὀλίγων. Ὅλως τοίνυν τῶν Ἰσαύρων ἕνεκεν μηδέν δέδιθι· καί γάρ ἀνεχώρησαν καί τοῦ χειμῶνος καταλαβόντος οἴκοι εἰσί συγκεκλεισμένοι· ἄν ἄρα μετά τήν Πεντηκοστήν ἐξέλθωσιν».
Ἀνέφερα ὅλο τό χωρίον, διότι ἰσχυρίσθη ὁ κατήγορός μου στό κατηγορητήριο ὅτι τό ἀπεμόνωσα καί τό παρερμήνευσα. Βλέπετε λοιπόν ἐδῶ, ὅπου κατεγράφη ὁλόκληρη ἡ παράγραφος ὅτι τά πράγματα εἶναι χειρότερα γιά τούς Ἐπισκόπους. Οἱ Ἐπίσκοποι παραλληλίζονται ἀπό τόν ἅγιο μέ τούς Ἰσαύρους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν συμμορίες ἀγρίων ληστῶν καί ὁ ἅγιος φοβεῖται τούς Ἐπισκόπους περισσότερον ἀπό τούς ληστάς. Καί εἶναι φυσικό, ὅπως ἐξηγεῖ, διότι ἀπό τούς Ἰσαύρους μπόρεσε μέ κάποιους τρόπους νά προστατευθῆ, ὁ δέ χειμώνας τούς ἀνάγκασε νά κλεισθοῦν στά σπίτια των. Ἀπό τούς Ἐπισκόπους ὅμως ὑπέστη τά πάνδεινα, τά ὁποῖα ὅπως ἀναφέρεται, ὅταν τά ἐσκέπτετο μελαγχολοῦσε.
Εἶναι δέ ἀξιοσημείωτο αὐτό τό «πλήν ὀλίγων», τό ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ἅγιος καί τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι τόν τέταρτο καί πέμπτον αἰῶνα ὑπῆρχαν πολύ λίγοι Ἐπίσκοποι, τούς ὁποίους δέν ἔπρεπε νά φοβᾶσαι ἀλλά μποροῦσες νά τούς ἐμπιστευθῆς τήν ψυχή σου. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς τόν εἰκοστόν πρῶτον αἰῶνα, πόσο πρέπει νά φοβᾶται τούς Ἐπισκόπους καί πόσο πρέπει νά φυλάγεται ἀπό αὐτούς. Αὐτή ἄλλωστε ἦταν καί ἡ ἀρετή καί ἁγιότητα τοῦ Χρυσοστόμου. Ἐνῶ δηλαδή ἦταν ἅγιος Ἐπίσκοπος ἐδίδασκε καί συνιστοῦσε νά φοβοῦνται οἱ χριστιανοί τούς Ἐπισκόπους, ἐνῶ ὁ κατήγορός μου, ἄν καί εἶναι τυχάρπαστος, συνιστᾶ τυφλή ὑπακοή στούς Ἐπισκόπους, προφανῶς ἐπειδή δέν μπορεῖ νά σταθῆ διαφορετικά καί ἐπειδή δέν ἀντέχει σέ ὁποιαδήποτε πατερική κριτική.
Καί κάτι τελευταῖο διά νά τελειώσω μέ τόν χρυσορρήμονα ἅγιο, τό ὁποῖο εἶναι ἄκρως ἐνδιαφέρον, ἐπειδή μπορεῖ ἀπό αὐτό νά διακρίνη κάποιος τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι καί τήν ἐκλογή καί χειροτονία τοῦ κ. Ἰγνατίου Λάππα στή Λάρισα. Εἶναι τμῆμα ἀπό ἐπιστολή τοῦ Ἰννοκεντίου Ἐπισκόπου Ρώμης πρός τόν κλῆρο καί τόν λαό τῆς Κων/πόλεως. «Καί τίς ἡ ἀπηγορευμένη ἐπίνοια; Ἵνα μή πρόφασις κρίσεως γένηται, εἰς τόπους ζώντων ἱερέων, ἄλλοι ἀποκαθίστανται, ὡς δυναμένων τῶν ἐκ τοιούτου πλημμελήματος ὁρμωμένων ὀρθῶς τί ἔχειν ἤ πεπρᾶχθαι, ὑπό τινος κριθῆναι. Οὐδέ γάρ πώποτε παρά τῶν πατέρων τῶν ἡμετέρων τοιαῦτα τετολμῆσθαι ἐγνώκαμε, ἀλλά μᾶλλον κεκωλῦσθαι τῷ μηδενί εἰς τόπον ζῶντος χειροτονεῖν ἄλλον δεδόσθαι ἐξουσίαν. Οὐ γάρ χειροτονία ἀδόκιμος τήν τιμήν δύναται ἀφελέσθαι τοῦ ἱερέως ἐπειδήπερ οὐδέ ἐπίσκοπος δύναται εἶναι ἐκεῖνος, ὅς ἀδίκως ὑποκαθίσταται».
Ἄς ἴδη λοιπόν ὁ κ. Ἰγνάτιος Λάπας τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι καί, ἄν ἔχη τήν δύναμι, ἄς καθρεπτισθῆ εἰς αὐτήν. Δέν εἶναι, λέγει μέ ἄλλα λόγια ὁ Ἰννοκέντιος, Ἐπίσκοπος Κων/πόλεως ὁ Ἀρσάκιος, διότι ἀδίκως ἔχει τοποθετηθῆ εἰς τήν θέσιν αὐτήν, ζῶντος τοῦ προκατόχου του.
Θά ἀναφέρω ἀκόμη δύο–τρεῖς γνῶμες τῶν πατέρων γιά τούς κακούς Ἐπισκόπους καί θά κλείσω αὐτήν τήν ἑνότητα τῆς ἀπολογίας μου, ἀφήνοντας κάθε καλοπροαίρετον νά βγάλη τά συμπεράσματά του, διά τό ποῖος παρερμηνεύει καί διαστρέφει τά κείμενα τῶν γραφῶν καί τῶν πατέρων.
«Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες, οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἄν καί σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποιμένας ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ' ἀλλήλων καλούμενοι· μηδέ γάρ προσώποις τόν χριστιανισμόν ἀλλ' ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα» (Ἁγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, ΕΠΕ 3, 608).
Ἐδῶ εἶναι χαρακτηριστικό νά προσέξετε, Ἅγιοι Δικαστές, ἐκτός τῆς διακρίσεως τῶν καλῶν καί κακῶν ποιμένων καί Ἐπισκόπων, τήν ὁποίαν κάνει ὁ μέγας ἅγιος καί θεολόγος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, καί τήν διάκρισι προσώπων καί θεσμῶν. Ὅταν λοιπόν τά πρόσωπα προδίδουν τούς θεσμούς, ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε τούς θεσμούς καί ὄχι τά πρόσωπα, προκειμένου νά ἀνήκωμε στήν διαχρονική Ἐκκλησία καί ὄχι στήν Ἐκκλησία τοῦ τάδε καί τάδε...
«Ἄν μέν γάρ ἐπιτρέχων τις ἐκ φιλαρχίας δράξηται τῆς ποιμαντικῆς ράβδου, μισητός καί ἀπόπτυστος Θεῷ, οὔτε σώζων, οὔτε σωζόμενος. Ἄν δέ κληθείς δι' ὑπακοήν Θεοῦ δέξηται τήν προστασίαν καί φίλος Θεῷ καί σώζων καί σωζόμενος ἀποδειχθήσεται» (Ἁγ. Θεοδώρου Στουδίτου Ρ.G. 99, 1432Α). Αὐτό τό τμῆμα ἀπό τόν μέγα ὁμολογητή καί ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη τό ἐπέλεξα, ἀφ' ἑνός μέν ἐπειδή ἀναφέρετο καί στήν προκήρυξι, τήν ὁποία ἐθεώρησε ὁ κατήγορός μου Ἐπίσκοπος ὕβρι ἐναντίον του, ἀφ' ἑτέρου διά νά καταδειχθῆ ἡ μεταξύ τῶν ἁγίων ταύτησις ἐπί τοῦ ἐν λόγῳ θέματος, ἡ ὁποία συνοψίζεται εἰς τήν ρῆσι τῶν ἀποστολικῶν διαταγῶν «διό φευκτέον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων», δηλαδή μακριά ἀπό διεφθαρμένους ποιμένες. Ἐν προκειμένῳ ἐδῶ ὁ ὅσιος θεωρεῖ τό ἐπισκοπικόν ἀξίωμα ὡς προστασία τοῦ λαοῦ, ἐνῶ ὁ κ. Ἰγνάτιος Λάπας ζητᾶ τήν προστασία τῶν ΜΑΤ ἀπό τήν ὀργή καί ἀποδοκιμασία τοῦ λαοῦ. Ἐπίσης ὁ ὅσιος ἀποφαίνεται ὅτι ὁ τοιοῦτος Ἐπίσκοπος δέν μπορεῖ νά σώση κανένα, οὔτε φυσικά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι ὁ ἴδιος ἕνα καρκίνωμα καί μία λοιμική νόσος μέσα στήν Ἐκκλησία.
«Βαδίζοντες δέ τήν ἀπλανῆ καί ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμόν μέν ἐκκόψομεν σκανδαλίζοντα μή τόν αἰσθητόν ἀλλά τόν νοητόν· οἷον ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς ἐκκλησίας κακῶς ἀναστρέφονται καί σκανδαλίζωσι τόν λαόν χρή αὐτούς ἐκβάλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἤ μετ' αὐτῶν ἐμβληθῆναι ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα, εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός. Ὁμοίως καί ἡ χείρ ὁ διάκονος, ἐάν ἀνάξιον τι πράττῃ, χωριζέσθω τοῦ θυσιαστηρίου» (Μ. Ἀθανασίου, ΒΕΠΕΣ 33, 199).
«Ἐάν οὖν τινά ἴδῃς ἀδελφέ, ὅτι ἔχει σχῆμα σεμνοπρεπές, μή πρόσχῃς ὅτι ἐνδέδυται κώδιον προβάτου, ὅτι ὄνομα ἔχει πρεσβυτέρου ἤ ἐπισκόπου ἤ διακόνου ἤ ἀσκητοῦ, ἀλλά τάς πράξεις αὐτοῦ περιέργασαι· εἰ ἔστι σώφρων, εἰ ἔστι φιλόξενος, ἤ ἐλεήμων, ἤ ἀγαπητικός, ἤ ἐν προσευχαῖς καρτερικός, ἤ ὑπομονητικός. Εἰ ἔχει κοιλίαν θεόν, καί τόν φάρυγγα ᾅδην, νοσῶν χρήματα καί καπηλεύων τήν θεοσέβειαν, ἄφες αὐτόν· οὐ γάρ ἐστι ποιμήν ἐπιστημονικός, ἀλλά λύκος ἁρπακτικός. Εἰ δέ οἶδας τά δένδρα δοκιμάζειν ἀπό τῶν καρπῶν, ποῖα ἐπί τῇ φύσει, τῇ γεύσει, τῇ ποιότητι, πολλῷ μᾶλλον ἀπό τῶν ἔργων, ὀφείλεις δοκιμάζειν τούς Χριστεμπόρους, ὅτι φοροῦντες φημάριον εὐλαβείας, ψυχήν κέκτηνται διαβολικήν. Εἰ δέ καί ἀπό ἀκανθῶν οὐ συλλέγεις σταφυλάς, ἤ ἀπό τριβόλων σῦκα, τί ὑπολαμβάνεις, ὅτι ἀπό παραβατῶν ἔχεις τί ἀγαθόν ἀκοῦσαι, ἤ ἀπό προδοτῶν μαθεῖν τί χρήσιμον; Ἐκείνους τοίνυν ἀποστρέφου ὡς λύκους Ἀραβικούς, καί ἀκάνθας παρακοῆς καί τριβόλους ἀδικημάτων καί δένδρα πονηρά. Ἐάν ἴδῃς συνετόν, κατά τήν συμβουλεύουσαν σοφίαν, ὄθριζε πρός αὐτόν καί σταθμούς θυρῶν αὐτοῦ ἐκτριβέτω ὁ ποῦς σου, ἵνα παρ' αὐτοῦ διδαχθῆς νόμου σκιαγραφήματα, καί χαρίτων δωρήματα. Οὔτε δέ λόγος σοφιστικός, ἤ σχῆμα ἐπιθετικόν εἰσάγουσιν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλά πίστις τελεία καί ἀπερίεργος μετά τῆς ἐναρέτου καί διαλαμπούσης προνοίας» (Μ. Ἀθανασίου περί ψευδοπροφητῶν ΒΕΠΕΣ 33, 197).
Νομίζω ὅτι εἶναι ἀρκετά αὐτά τά κείμενα τῶν ἁγίων διά νά πιστοποιήσωμε ὅτι οἱ ἱερές γραφές καί οἱ ἅγιοι πατέρες ἐπιβάλλουν τήν ἐξωνυχιστική θά λέγαμε ἔρευνα γιά τήν πίστι καί τήν πολιτεία τῶν ποιμένων, προκειμένου νά τούς ἀποδεχθοῦμε ὡς ποιμένες καί νά τούς ἐμπιστευθοῦμε τήν διαποίμανσι τῶν ψυχῶν μας. Εἶναι ξεκάθαροι στόν διαχωρισμό τῶν καλῶν καί κακῶν ποιμένων καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ πρέπει νά τούς ξεχωρίζη, προκειμένου νά μή πλανηθῆ. Τό ἄν ὁ κατήγορός μου ἀνήκη στούς καλούς ἤ στούς κακούς ποιμένες καί ἐπισκόπους, αὐτό ὅπως εἶναι φυσικό καί ὅπως συνιστοῦν οἱ πατέρες, δέν θά μᾶς τό πῆ αὐτός, οὔτε ὁ περίγυρός του, ἀλλά τά ἔργα του καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ. Τό ἄν τόν ἐξέλεξε ἡ Σύνοδος, ἐξεδόθη ἐπ' ὀνόματί του προεδρικόν διάταγμα καί τόν ἐγκατέστησαν τά ΜΑΤ στή Λάρισα, αὐτά, ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, Ἅγιοι Δικαστές, δέν πείθουν κανέναν γιά νά τόν κατατάξη μεταξύ τῶν καλῶν ποιμένων.
Ἐν κατακλεῖδι δέ ἀναφέρω, ὅτι ἐπί τοῦ θέματος τούτου θά μποροῦσα νά ἀναφέρω πλῆθος πατερικῶν χωρίων, ἐπιφυλάσσομαι ὅμως, ἄν χρειασθῆ, νά ἐπανέλθω. Τήν κατηγορία δέ τῆς παρερμηνείας καί διαστροφῆς τῶν ἱερῶν γραφῶν καί τῶν πατερικῶν κειμένων πρέπει νά τήν ἀποδώση ὁ κατήγορός μου, ὄπως φαίνεται, στόν ἑαυτόν του καί στούς ὁμοϊδεάτες του. Καί ἐπειδή στήν παράγραφο αὐτή τοῦ κατηγορητηρίου δέν ἀναφέρονται Ἱεροί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι νά τιμωροῦν τό ὑποτιθέμενο παράπτωμα, καί προκειμένου νά μή μείνη σκοτεινό τό σημεῖο αὐτό, σᾶς λέγω γιά νά σᾶς βοηθήσω ὅτι ἡ παρερμηνεία καί ἡ διαστροφή ἀναφέρονται στήν αἵρεσι καί τιμωροῦνται ἀπό σωρεία Ἱερῶν Κανόνων, τούς ὁποίους μπορεῖτε νά εὕρετε στό εὑρετήριο τοῦ Πηδαλίου ἤ στήν κλεῖδα τῶν Ἱερῶν Κανόνων.

11. Διά τήν ια' κατηγορία (ἐπί ἀποσχίσει ἀπό τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας...) ἔχω νά ἀναφέρω τά ἀκόλουθα:
Τό θέμα τῆς ἀποσχίσεως εἶναι σοβαρώτατο καί θά προσδιορισθῆ ἀπό ποῦ ἀπεσχίσθην, ὅταν προσδιορισθῆ ποία εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί τί οἱ πατέρες καί οἱ ἱεροί κανόνες ἐθεώρησαν σχίσμα. Δέν ὑπάρχει ὁμολογουμένως χειρότερο πρᾶγμα ἀπό τό νά ἀποσχισθῆ κάποιος ἀπό τήν Ἐκκλησία. Τό σχίσμα κατά τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο δέν συγχωρεῖται οὔτε μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου. Ὁ Μ. Βασίλειος στόν πρῶτο του κανόνα μᾶς προσδιορίζει τί εἶναι σχίσμα καί μᾶς ἀναφέρει στήν ἑρμηνεία τοῦ κανόνος ὁ ἅγ. Νικόδημος ὅτι «σχισματικοί ὀνομάζονται ἐκεῖνοι ὅπου διαφέρονται πρός τήν καθολικήν ἐκκλησίαν, ὄχι διά δόγματα πίστεως, ἀλλά διά κάποια ζητήματα ἐκκλησιαστικά καί εὐκολοϊάτρευτα». Αὐτό προφανῶς τό σχίσμα εἶναι θά λέγαμε μία ἐσωτερική ἐκκλησιαστική διαφορά, ἡ ὁποία θίγει θέματα διοικητικά καί προσωπικά καί δι' αὐτό χαρακτηρίζεται εὐκολοϊάτρευτη.
Ὑπάρχει καί μία ἄλλη περίπτωσις σχίσματος, κατά τήν ὁποία ἀποτειχιζόμεθα ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, ὅταν αὐτός κηρύσση δημόσια κάποια αἵρεσι καί εἶναι ἡ διά δογματικούς λόγους, γιά λόγους πίστεως ὅπως λέγομε, ἀπόσχισις ἀπό αὐτόν. Ὁ ΙΕ' κανών τῆς Α' καί Β' Συνόδου ἀναφέρει δι' αὐτό τό θέμα τά ἑξῆς: «Οἱ γάρ δι' αἵρεσιν τινά παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων, κατεγνωσμένη, τῆς πρός τόν πρόεδρον (ἐπίσκοπον) κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ' Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
Ὅπως λοιπόν ἀναφέρει ὁ ἱερός κανών στό σημεῖο αὐτό μέ τήν ἀπόσχισι αὐτή δέν πρόκειται περί δημιουργίας σχίσματος, ἀλλά περί ἐνσωματώσεως στή διαχρονική Ἐκκλησία, ἀπό τήν ὁποία διά τῆς αἱρέσεως αὐτομάτως ἀπεκόπη ὁ Ἐπίσκοπος. Ἐάν δηλαδή δέν ἐγένετο αὐτή ἡ ἀποτείχισις καί ἀπόσχισις ἀπό τόν κηρύσσοντα αἵρεσι Ἐπίσκοπο, τότε θά ὑπῆρχε πραγματικό σχίσμα, ἐπειδή διά μέσου τοῦ Ἐπισκόπου θά εἴχαμε ἀποσχισθῆ ἀπό τήν διαχρονική Ἐκκλησία. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ κανόνος, ὁ ὁποῖος τονίζει ὅτι ἀπεσχίσθησαν ἀπό ψευδεπισκόπους καί ψευδοδιδασκάλους καί ὄχι μόνο δέν ἐδημιούργησαν σχίσμα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά τήν ἔσωσαν ἀπό τά σχίσματα, τά ὁποῖα προφανῶς εἶναι ἡ ἀπόσχισις ἀπό τήν διαχρονική Ἐκκλησία.
Ὁ κανόνας αὐτός τῆς Α' καί Β' Συνόδου καθώς καί ὁ ΛΑ’ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ἀποσαφηνίζουν πότε πρέπει κάποιος κληρικός νά χωρίζεται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο καί πότε δέν πρέπει, δέν σᾶς ἀρέσουν καθόλου, Ἅγιοι Δικαστές, διότι οἱ σημερινοί Ἐπίσκοποι ἔχουν τήν ἀξίωσι νά τούς ἀκολουθοῦν κληρικοί καί λαϊκοί, νά τούς ἀναγνωρίζουν καί νά τούς μνημονεύουν, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία εὑρίσκονται στόν δογματικό αὐτόν κατήφορο καί στούς γκρεμούς τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Θά ἀναφερθῶ ἐν συνεχείᾳ στίς γνῶμες καί τίς θέσεις τῶν πατέρων προκειμένου νά ξεκαθαρισθῆ τό θέμα τό τί δηλαδή ἐννοοῦμε ὅταν λέγομε Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί τό ὅτι πολύ ἀπέχει ἡ ἔννοια, τήν ὁποία ἔδωσαν στήν Ἐκκλησία οἱ πατέρες, ἀπό αὐτήν τήν ὁποία ἔχουν δώσει οἱ Ἐπίσκοποι σήμερα καί, ἐν συνεχείᾳ, θά ἔλθω στήν προκειμένη παράγραφο τοῦ κατηγορητηρίου. Αὐτή ἡ ἀναδρομή στήν ἔννοια τοῦ σχίσματος καί στήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, νομίζω ὅτι δέν εἶναι ἐκτός θέματος, ἀλλά ἀπεναντίας εἶναι ἡ καρδιά τῆς ὅλης ὑποθέσεως, ἡ δέ κατάδειξις αὐτῶν τῶν ἐννοιῶν ἀπό τούς πατέρες θά ἀποδείξη, ποῖος ἔκανε σχίσμα καί εὑρίσκεται στήν αἵρεσι καί ἐκτός τοῦ χώρου τῆς Ἐκκλησίας καί ποῖος εἶναι ἐνσωματωμένος μέ τήν διαχρονική ἐκκλησία καί ἀκολουθεῖ τήν Ἱερά Παράδοσι καί τίς ὑποθῆκες τῶν Πατέρων.
α) «Χθές ὀκτωκαιδεκάτη τοῦ μηνός, ἥτις ἦν ἡ ἁγία Πεντηκοστή ὁ πατριάρχης ἐδήλωσέ μοι λέγων· Ποίας ἐκκλησίας εἶ; Βυζαντίου; Ρώμης; Ἀντιοχείας; Ἀλεξανδρείας; Ἱεροσολύμων; Ἰδοῦ πᾶσαι μετά τῶν ὑπ' αὐτάς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν. Εἴ τοίνυν εἶ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἑνώθητι, μήπως ξένην ὁδόν τῷ βίῳ καινοτομῶν, πάθῃς ὅπερ οὐ προσδοκᾶς. Πρός οὕς εἶπον· Καθολικήν Ἐκκλησίαν, τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁμολογίαν Πέτρον μακαρίσας ἐφ' οἷς αὐτόν καλῶς ὁμολόγησεν, ὁ τῶν ὅλων εἶναι Θεός ἀπεφήνατο. Πλήν μάθω τήν ὁμολογίαν, ἐφ' ἥν πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν γέγονεν ἡ ἕνωσις· καί τοῦ γενουμένου καλῶς οὐκ ἀλλοτριοῦμαι» (Ἁγ. Μαξίμου ὁμολογητοῦ πρός Ἀναστάσιον μονάζοντα Ρ.G. 90, 132Α).
Ἐδῶ, ὅπως βλέπουμε, τήν καθολικήν ἐκκλησίαν ὁ ἅγ. Μάξιμος δέν τήν ταυτίζει μέ τά πρόσωπα, ἀλλά μέ τόν θεσμό τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ἐπειδή αὐτός δέν ὑπῆρχε στήν προκειμένη ἕνωσι τῶν πατριαρχῶν, αὐτός ἀπεσχίσθη ἀπό αὐτούς, προκειμένου νά ἀνήκη στήν καθολική Ἐκκλησία.
β) «Διό ὑπομιμνήσκω ὡς ἐλάχιστος ἀδελφός καί τέκνον, μή σιγήσωμεν, ἵνα μή κραυγή Σοδόμων γενώμεθα· μή φεισώμεθα τῶν κάτω, ἵνα μή ἀπολέσωμεν τά ἄνω· μή θῶμεν σκάνδαλον τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, ἥτις ἐστί καί ἐν τρισίν ὀρθοδόξοις ὁριζομένη κατά τούς ἁγίους· ἵνα μή τῇ ἀποφάσει τοῦ Κυρίου καταδικασθῶμεν» (Ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου Ρ.G. 99, 1049Β).
Ὁ ὅσιος καί ὁμολογητής Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀναφέρει σ' αὐτό τό σημεῖο ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ὁρίζεται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο καί τήν Σύνοδο, ἀλλά καί ἀπό τρεῖς ἐναπομείναντας στήν Ὀρθόδοξο πίστι καί ὁμολογία χριστιανούς, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων. Ἡ βάσις λοιπόν γιά νά ἀνήκη κανείς στήν Ἐκκλησία καί συγχρόνως ἡ προϋπόθεσις εἶναι ἡ ὀρθόδοξος πίστις, τό ὁποῖο σημαίνει, καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ὅτι, ὅταν αὐτή χαθῆ, παύει αὐτός ὁ ὁποῖος τήν ἔχασε νά ἀνήκη στήν Ἐκκλησία.
γ) «Ἀλλ' ὅτε ᾐχμαλωτεύθησαν, ὅτε εἰς βάρβαρον χώραν ἀπερρίφησαν καί τῆς πατρῴας κληρονομίας ἐξέπεσον καί παρά πάντων ἀπεγνώσθησαν καί οὐδέν λοιπόν οὐκ ἀπελίπετο, τότε Χριστός ὁ ἀληθινός Θεός ἡμῶν τήν θαυματοποιΐαν εἰργάσατο καί διεσκόρπισε τό πῦρ. Μή φέρον γάρ τήν ἀρετήν τῶν δικαίων τό πῦρ, ἐξεπήδησεν ἔξω καί ἐνεπύρισεν οὕς εὗρε περί τήν κάμινον τῶν Χαλδαίων. Καί λοιπόν ἐκκλησία αὐτοῖς ἦν ἡ κάμινος καί πᾶσαν τήν κτίσιν προσεκαλοῦντο, τά τε ὁρατά καί τά ἀόρατα, ἀγγέλους καί δυνάμεις, καί οὕτως πάντα συλλαβόμενοι ἔλεγον· «εὐλογεῖτε, πάντα τά ἔργα Κυρίου, τόν Κύριον» (Ἁγ. Ἰωάν. Χρυσοστόμου, ΕΠΕ, σελ. 234).
δ) «Ἔχουσιν οὗτοι τούς οἴκους, ἡμεῖς τόν ἔνοικον· οὗτοι τούς ναούς, ἡμεῖς τόν Θεόν καί τό ναοί γενέσθαι Θεοῦ ζῶντος καί ζῶντες ἱερεῖα ἔμψυχα, ὁλοκαυτώματα λογικά θύματα τέλεια, θεοί διά Τριάδος προσκυνουμένης· οὗτοι δήμους, ἡμεῖς ἀγγέλους· οὗτοι θράσος, πίστιν ἡμεῖς» (Ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου, Πρὸς Ἀρειανοὺς καὶ εἰς ἑαυτόν).
Στά δύο αὐτά θαυμάσια κείμενα τῶν δύο Οἰκουμενικῶν διδασκάλων βλέπουμε μία θεώρησι τῆς Ἐκκλησίας ἀπηλλαγμένη ἀπό τήν παπική ἰδεολογία τῶν σημερινῶν Ἐπισκόπων καί θεμελιωμένη στήν Ὀρθόδοξο πίστι καί στόν εὐαγγελικό σταυρό, τά ὁποῖα πρέπει νά ὑπάρχουν ὡς προϋποθέσεις διά νά εἶναι κάποιος ἐνσωματωμένος στήν Ἐκκλησία. Βλέπουμε λοιπόν σύμφωνα μέ τήν θεολογία τῶν μεγάλων φωστήρων τῆς οἰκουμένης, ὅτι καί ἡ κάμινος τοῦ πυρός εἶχε ὅλα τά στοιχεῖα τῆς Ἐκκλησίας, σέ ἀντίθεσι μέ τή σημερινή ἐκκοσμικευμένη Ἐκκλησία ἀπό τήν ὁποία ἐξέλιπε ἡ ὀρθοτόμησι τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας.
    ε) «Κατά τήν πρώτην, (πρότασι) οὐ δι' ἕνα ἄνθρωπον ἀποσχίζομεν τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἀπό βορρᾶ καί δυσμῶν καί θαλάσσης· καί μέντοι καί τῆς ἐνταῦθα, δηλονότι πλήν τῶν μοιχοκυρωτῶν. Οὐ γάρ οὗτοι Ἐκκλησία Κυρίου. Εἰ δέ Ἐκκλησία, ἀποσχίζομεν τῆς Ἐκκλησίας δι' ἕνα ἄνθρωπον συνημμένον αὐτῇ, λέγω δέ τόν μοιχοζεύκτην μή προσιέμενοι. Ἐπειδή δέ οὐκ Ἐκκλησία Θεοῦ, ἀποσχίζουσιν αὐτοί ὡς ἀληθῶς, δι' ἕνα ἄνθρωπον συνημμένον αὐτοῖς, τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ· ἐκείνοις παρεοικότες τοῖς ἐν τῷ χρονογράφῳ κειμένοις· ἡμῶν μή σχιζομένων αὐτῆς διά τόν τοιοῦτον» (Ἁγ. Θεοδώρου Στουδίτου Ρ.G. 99, 1065 C).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δηλώνει ὅτι δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀκυρώνουν ἔστω καί μία εὐαγγελική ἐντολή καί πρέπει νά ἀποσχισθοῦμε ἀπό αὐτούς, ἐάν θέλωμε νά ἀνήκωμε στήν πραγματική (διαχρονική) Ἐκκλησία. Ἐκεῖνος καί μέ τά ἔργα του τό ἔπραξε αὐτό ἀποσχιζόμενος ἀπό αὐτούς οἱ ὁποῖοι συνήργησαν στήν ἀκύρωσι τῆς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς τοῦ ἑνός καί νομίμου γάμου.
στ) «Οὐκ ἐσμέν ἀποσχισταί, ὦ θαυμάσιε, τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας· μήποτε τοῦτο πάθοιμεν· ἀλλ' εἰ καί ἄλλως ἐν πολλοῖς ἁμαρτήμασι τυγχάνομεν. Ὅμως ὁμόσωμοι αὐτῆς καί τρόφιμοι μετά τῶν θείων δογμάτων· καί τούς κανόνας αὐτῆς καί διατυπώσεις γλιχόμεθα φυλάττεσθαι. Τό δέ ταράττειν καί ἀποσχίζειν ἀπ' αὐτῆς, τήν μηδεμίαν ἐχούσης ἀληθῶς κηλῖδα ἤ ρυτίδα κατά τε τόν τῆς πίστεως λόγον καί τόν τῶν κανόνων ὅρον, ἀπ' ἀρχῆς αἰῶνος καί μέχρι τοῦ δεῦρο, ἐκείνων ἐστίν, ὧν ἡ πίστις τό ἐνδιάστροφον ἔχει, καί ὁ βίος τό ἀκανόνιστον καί ἄθεσμον· ὧν εἷς ἐστι καί ὁ Ἰωσήφ ὁ τόν μοιχόν στεφανώσας· οἵ τε τούτῳ ὡς ἀμέμπτῳ ἀνεχόμενοι συλλειτουργεῖν, καί μήν καί οἱ συνιστῶντες αὐτόν ὡς ἀθώως ἱερουργοῦντα» (Ἁγ. Θεοδώρου Στουδίτου, Ρ.G. 99, 997C, Πρός Βασίλειον Μοναχό).
ζ) «Οὐκ ἐσμέν ἀποσχισταί, ὦ ἁγία κεφαλή, τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας· μήποτε τοῦτο πάθοιμεν. Ἀλλ' εἰ καί ἄλλως ἐν πολλοῖς ἁμαρτήμασιν ὑπάρχομεν, πλήν ὀρθόδοξοι καί τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας τρόφιμοι, πᾶσαν αἵρεσιν ἀποβαλλόμενοι, καί πᾶσαν καθολικήν καί τοπικήν σύνοδον ἐγκεκριμένην ἀποδεχόμενοι· οὐ μήν ἀλλά καί τάς παρ' αὐτῶν ἐκφωνηθείσας κανονικάς διατυπώσεις. Μηδέ γάρ τέλειον εἶναι ὀρθόδοξον, ἀλλ' ἐξ ἡμισείας, τόν τήν πίστιν ὀρθήν οἰόμενον ἔχειν, τοῖς δέ θείοις κανόσι μή ἀπευθυνόμενον» (Ἁγ. Θεοδώρου Στουδίτου, Ρ.G. 99, 989Α, Πρός Νικηφόρον Πατριάρχην).
η) «Τό γάρ μή ἔχειν σπῖλον ἤ ρυτίδα (ἡ Ἐκκλησία), ἵνα καί πάλιν εἴπωμεν οὕτω νοείτω· τό μή προσιεμένην τά τε ἀσεβῆ δόγματα καί τά ἀκανόνιστα ἐγχειρήματα. Οὐ μήν ἀλλά καί τά ἐν τοῖς αὐτουργοῦσι τά ἀπηγορευμένα συμφρονήματα, ὥς πού φησιν ὁ θεῖος Βασίλειος· πρός ἅ Παῦλος ὁ μέγας, οὐδέ συνεστιᾶσθαι τοῖς τοιούτοις παραχωρεῖ. Ἐπεί ἀπό τῶν ἀποστόλων καί κατόπιν, πολλαχῶς πολλαί αἱρέσεις προσερράγησαν αὐτῇ· (πολλές αἱρέσεις ἐκτύπησαν τήν ἐκκλησία) καί ρυπάσματα ἄθεσμα καί ἀκανόνιστα ἐπεπόλασαν (ἐμφανίσθηκαν, ἐπεκράτησαν προσωρινά) ὥσπερ καί τό νῦν· ἀλλά μήν αὐτή τῷ προειρημένῳ τρόπῳ ἄσχιστος καί ἀμώμητος διαμεμένηκε, καί διαμενεῖ ἕως τοῦ αἰῶνος, ὑπεξαιρουμένων καί ἀποπεμπομένων ἀπ' αὐτῆς τῶν κακῶς φρονησάντων ἤ πραξάντων· ὥσπερ ἐξ ἀσείστου καί παραλίου πέτρας τά προσρήσσοντα κύματα (Ἁγ. Θεοδώρου Στουδίτου, Ρ.G. 99, 1001D).
Ἀνέφερα περισσότερα χωρία τοῦ ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, διότι συνέβη ὁ ἴδιος νά κατηγορηθῆ ὅτι ἔκανε σχίσμα στήν Ἐκκλησία. Ὡς ἐκ τούτου ἀπολογούμενος τρόπον τινά ἐξηγεῖ τί εἶναι σχίσμα καί ποῖοι τό διαπράττουν. Διδάσκει λοιπόν ὁ ὅσιος ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι μία καί δέν σχίζεται. Ἀποσχίζονται ὅμως ἀπό αὐτήν, ὅσοι δέν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα καί ὅσοι ἐν γνώσει των συμφωνοῦν μέ αὐτούς. Δέν ἔχουν δέ ὀρθόδοξο φρόνημα, ὅσοι διαστρέφουν τά δόγματα καί ὅσοι δέν εὐθυγραμμίζονται μέ τούς Ἱερούς Κανόνες. Μία θαυμασία εἰκόνα τήν ὁποία μᾶς δίδει ἐν προκειμένῳ ὁ ὅσιος διά τήν Ἐκκλησία, εἶναι ὁ παράλιος βράχος καί τά ἀφρίζοντα ἐπάνω του κύματα. Ἐνσωματωμένοι στόν βράχο (Ἐκκλησία) εἶναι οἱ ὀρθά φρονοῦντες καί πράττοντες καί ἀφρίζοντα κύματα εἶναι οἱ κακῶς φρονοῦντες καί πράττοντες, ἔστω καί ἄν τυπικά κινοῦνται στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Τούς κακῶς φρονούντας καί πράττοντας διδάσκει ὅτι πρέπει νά τούς ἀποστρεφώμεθα καί νά μή ἔχωμε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτούς, ἔστω καί ἄν εἶναι Ἐπίσκοποι, Μητροπολίτες, Πατριάρχες, ἤ καί ὁλόκληροι Σύνοδοι. Ἔτσι διαφυλάττομε τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί εἴμεθα ὁμόφρονες μέ τούς ἁγίους καί τούς Ἱερούς Κανόνες.
    Οἱ Ἐπίσκοποι ὅμως ἔχοντας τελείως ἀντίθετο φρόνημα ἀπό τούς ἁγίους καί δή παπικόν, θεωροῦν σχίσμα τό νά ἀποσχισθῆ κάποιος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει προφανῶς ὀρθόδοξο φρόνημα, τόν θεωροῦν δέ ἐκτός Ἐκκλησίας, ἔστω καί ἄν ὀρθά φρονῆ καί στηρίζει σέ δογματικούς λόγους αὐτή τήν ἀπόσχισι. Εἶναι δέ ἔξω ἀπό κάθε ὀρθόδοξο πραγματικότητα, ὅταν ἀντί νά διορθώσουν τίς πλάνες καί ἐκτροπές των, ἐγκαλοῦν αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἀντιδροῦν ὀρθόδοξα σ' αὐτές.
Ἔρχομαι λοιπόν στήν ὑπόθεσι τοῦ σχίσματος, γιά τήν ὁποία καί κατηγοροῦμαι, καί ἀναφέρω ὅτι δέν εἶναι μόνον οἱ προαναφερθέντες λόγοι, τῆς μοιχεπιβασίας δηλαδή καί τῆς μή ἀποδοχῆς τοῦ κατηγόρου μου Ἐπισκόπου κ. Ἰγνατίου Λάπα ἀπό τόν λαό κλπ., γιά τούς ὁποίους καί δέν ἀποδέχομαι καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί του, ἀλλά ἐπιπλέον καί πρωτίστως ὑπάρχουν καί ἄλλοι λόγοι δογματικοί, τούς ὁποίους κατωτέρω ἀπαριθμῶ καί ἐφ' ὅσον αὐτοί δέν διορθωθοῦν, θά παραμείνω ἐσαεί ἀπομακρυσμένος ἀπό αὐτούς τούς Ἐπισκόπους, πιστεύοντας ἀπόλυτα ὅτι δέν ἀνήκουν στούς ἐνσωματωμένους εἰς τήν παράλιον πέτρα, κατά τήν στουδιτική ἔκφρασι, ἀλλά στά ἀφρίζοντα κύματα.
1. Ἡ συμμετοχή των στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, τό ὁποῖον εἶναι ἕνα δαιμονικό σύστημα καί κατασκεύασμα συγκρητιστικό, ἀναιρεῖ δέ τό 9ο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καί σχετικοποιεῖ τήν ἀλήθεια.
2. Ἡ ἀναγνώρισις τῶν μυστηρίων τῶν Παπικῶν καί μονοφυσιτῶν στό Μπελαμέντ καί Σαμπεζύ ἀντιστοίχως καί προσφάτως τῶν Λουθηρανῶν τῆς Γερμανίας, ἡ ὁποία ἀκυρώνει τήν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας.
3. Ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων τό 1965 τῶν παπικῶν, ἡ ὁποία ἀντίκειται σέ ὅλη τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι καί δή στό Συνοδικό τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
4. Οἱ συμπροσευχές καί συνιεργουργίες μέ τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖες ἀποδεικνύουν τήν μέ αὐτούς ἐκκλησιαστική κοινωνία, τήν ἄμβλυνσι τοῦ κριτηρίου τῆς πίστεως τοῦ λαοῦ, τήν παραβίασι σωρείας ἱερῶν κανόνων, τήν ἀποστασιοποίησι ἀπό τούς ἁγίους καί ἀπό ὅλη τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι.
5. Ἡ ἁγιοποίησις τοῦ Ἐθνομάρτυρος Χρυσοστόμου Καλαφάτη, Μητροπολίτου Σμύρνης, ὁ ὁποῖος ἦτο μασόνος, αἱρεσιάρχης, ὑποστηρικτής τῆς προτεσταντικῆς θεωρίας τῶν κλάδων, ἐκσυγχρονιστής κατά τόν δυτικό τύπο τῆς Ἐκκλησίας, πολέμιος τοῦ μοναχισμοῦ, θαυμαστής καί λάτρης τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί τῆς εἰδωλολατρίας, θαυμαστής καί θιασώτης τοῦ δυτικοῦ πνεύματος καί τρόπου ζωῆς, φυσιολάτρης καί ἐπί πλέον ἐθυσιάσθη ἀποκλειστικά καί μόνο γιά τήν πατρίδα καί ὄχι γιά τήν Ἐκκλησία.
6. Ἡ θεωρία ὅτι ἡ Θ. Λειτουργία τελεῖται εἰς τό ὄνομα τοῦ Ἐπισκόπου καί ὄχι στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὑποκαθιστᾶ μέ παπικό τρόπο τόν Χριστό ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, κάνει ἀνθρωποκεντρική ἤ ὅπως τήν ὀνομάζουν οἱ Ἐπίσκοποι Ἐπισκοποκεντρική, τήν ἐκκλησία καί ἐπιπλέον ἀποκλείει τήν διά δογματικούς λόγους μή μνημόνευσί του.
7. Ἡ ἀκύρωσις τοῦ ἑνός καί νομίμου γάμου ἀπό τούς Ἐπισκόπους διά τῆς ὑπογραφῆς τῶν διαζυγίων γιά διαφόρους λόγους πλήν τῆς μοιχείας καί ἡ ἐπιτέλεσις τοῦ δευτέρου καί τρίτου γάμου, οἱ ὁποῖοι αὐτοί γάμοι ἐπιβραβεύουν καί νομιμοποιοῦν τήν μοιχεία, καταλύουν δέ τόν εὐαγγελικό νόμο καί ἀκυρώνουν τήν ἐκκλησιαστική Παράδοσι.
8. Ἡ ἀποδοχή μέ λόγια καί ἔργα τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν προαναφερθεισῶν αἱρέσεων, ἡ αἰτία τῆς ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἀποστασιοποίησις ἀπό ὅλη τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι.
Ἐφ' ὅσον λοιπόν, ὅπως προανέφερα, συμμετέχουν οἱ Ἐπίσκοποι εἴτε ὡς ἄτομα, εἴτε ὡς Σύνοδος σέ ὅλες αὐτές τίς αἱρέσεις, καί ἐφ' ὅσον μέ λόγια καί ἔργα δέν τίς καταδικάζουν, εἶναι ἀδύνατη ὁποιαδήποτε ἐκ μέρους μου ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία. Βλέπετε λοιπόν, Ἅγιοι Δικαστές, δέν εἶναι μόνο τά τῆς Λαρίσης προβλήματα, ἀλλά καί τά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ ὅλες των τίς διαστάσεις, τά ὁποῖα πρέπει νά τακτοποιήσουν οἱ Ἐπίσκοποι γιά νά ἐνσωματωθοῦν μέ τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι καί τουλάχιστον, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο καί ὁμολογητή Θεόδωρο τόν Στουδίτη, νά μπορῆ ὁ κατήγορός μου νά λέγεται Ἐπίσκοπος. Αὐτός βεβαίως παραβλέποντας ὅλα αὐτά τά ὀλισθήματα στήν αἵρεσι κατηγορεῖ ἐμένα, ὅτι ἀπεσχίσθην ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐπειδή δέν ἔχω μαζί του καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία καί ἐπειδή, κατ' οὐσίαν, Ἐκκλησία θεωρεῖ τόν ἑαυτόν του. Οἱ πατέρες ὅμως καί οἱ ἱεροί κανόνες, τήν ἀπόσχισι δέν τήν εἶδαν αὐτόνομα, ἀλλά ἐν σχέσει πάντοτε μέ τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι. Ἐθεώρησαν δέ τήν Ὀρθόδοξον πίστιν καί Παράδοσιν τήν καρδιά τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τρόπον ὥστε νά θεωρεῖται νεκρή ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέν ἔχει αὐτές τίς προϋποθέσεις καί προδιαγραφές.
Σύμφωνα λοιπόν μέ ὅλα τά προαναφερθέντα καί εἰδικά μέ τόν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τόν ΛΑ’ τῶν ἁγ. Ἀποστόλων, τίς θεολογικές θέσεις τοῦ ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τήν δογματική τοποθέτησι τοῦ ἁγ. Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ καί τήν συμφωνία ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, αὐτός ὁ ὁποῖος κάνει σχίσμα εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος κ. Ἰγνάτιος Λάπας καί οἱ συνάδελφοί του Ἐπίσκοποι, ἐπειδή ἀπεμακρύνθησαν καί διαρκῶς ξεμακραίνουν ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἔχοντας ἐνστερνισθῆ τήν παπική θεολογία καί τήν προτεσταντική νοοτροπία. Ἄν τώρα τά βάρη καί τίς εὐθύνες θέλετε, Ἅγιοι Δικαστές, νά τίς ρίξετε στίς πλάτες τῶν ἄλλων καί εἰδικά τῶν κατωτέρων σας, αὐτό δέν εἶναι καθόλου παράξενο, ἀπεναντίας εἶναι μόνιμος συνήθεια ὅσων δέν θέλουν νά ἀντικρύσουν κατάματα τήν πραγματικότητα καί ὅσων φοβοῦνται νά ὁμολογήσουν τήν ἀλήθεια «ἵνα μή ἀποσυνάγωγοι γένωνται».
Καί διά νά κλείσω αὐτήν τήν παράγραφο, εἶμαι διατεθειμένος νά δώσω ἐπί τοῦ θέματος τούτου ὁποιεσδήποτε ἐξηγήσεις, εἴτε δημοσίως, εἴτε ἰδιωτικῶς καί ἐπιπλέον νά ὑποστῶ τίς συνέπειες αὐτῆς μου τῆς τοποθετήσεως, προκειμένου νά μή συμμετέχω, ἔστω διά τῆς σιωπῆς στήν προδοσία τῶν καιρῶν μας.

3 σχόλια:

  1. Στέφανος29/6/13, 12:21 μ.μ.

    Κάποιος που δεν έχει αποτειχιστεί και περιμένει απόφαση Συνόδου για να το κάνει , είναι αιρετικός και συγκοινωνός των απόψεων του Επισκόπου που μνημονεύει στη Θεία Λειτουργία; Στο παρελθόν έχει καταδικαστεί κάποιος που ανέμενε συνοδική απόφαση και μετά αποτειχίστηκε;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος30/6/13, 6:49 μ.μ.

    Νομίζω ότι εφόσον υπάρχει Συνοδική απόφαση, δεν τίθεται πλέον λόγος αποτειχίσεως διότι έχουν ξεκαθαρίσει οι ορθόδοξοι από τους αιρετικούς και τις θέσεις των Επισκόπων κατέχουν πλέον Ορθόδοξοι ενώ έχουν καθαιρεθεί οι αιρετικοί. Υπάρχει πλέον Σύνοδος που ορθοτομεί τον Λόγο της Αληθείας. Ίσως να μην έβγαιναν καταδικαστικές αποφάσεις για τους λαϊκούς που δεν είχαν αποτειχιστεί από τη στιγμή που είχε διασωθεί το μείζον, δηλαδή η πίστη, αλλά λογικά οι κληρικοί που μετείχαν στην αίρεση θα υποβάλλονταν σε επιτίμια ανάλογα με την απόφαση της Ορθοδόξου Συνόδου. Σίγουρα όμως θα έχουν να δώσουν λόγο την ημέρα της Κρίσεως αυτοί που δεν υπερασπίστηκαν την Πίστη δεδομένου ότι κατακρίνεται ακόμη και αυτός που ζητιανεύει για τον άρτο τον επιούσιο εάν δεν φωνάζει υπέρ της Πίστεως όταν αυτή διώκεται...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αγαπητέ Στέφανε,
    Το προηγούμενο σχόλιο σου δίνει μια πρώτη ουσιαστική απάντηση. Με τό θέμα ἔχουμε κι ἄλλες φορές ἀσχοληθεῖ. Ἀντιγράφουμε λοιπόν ἕνα τμῆμα σχετικῆς ἀπαντήσεως, ποὺ νομίζω καλύπτει τὸ ἐρώτημά σου:
    «Ἡ Ἐκκλησία ἐντέλλεται τὴν ἄμεση ἀπομάκρυνση ἀπὸ ἀνθρώπους ἀσεβεῖς, αἱρετικούς, ὅποιοι κι ἂν εἶναι. Συνήθεις ἐκφράσεις Π. καί Κ. Διαθήκης εἶναι: «ἐξέλθετε..., ἀφορίσθητε..., ἀπόστητε ἀπὸ ψευδοδιδασκάλους, λύκους βαρεῖς, χαίρειν αὐτοῖς μή λέγητε..., αἱρετικὸν ἄνθρωπον ...παραιτοῦ» κ.λπ.
    Ὑποστηρίζουμε τὸ ὑποχρεωτικό, ὡς ζήτημα ἀρχῆς, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὄχι γιὰ νὰ παρέμβουμε στὴν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως κάθε πιστοῦ. Ἡ ἐφαρμογὴ ἀπὸ κάθε πιστὸ ὅλων τῶν ἄλλων Ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ τῆς Ἐντολῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, εἶναι ὑποχρεωτικές, ἀλλὰ μὲ δική του εὐθύνη· ἀφοῦ προϋποτίθεται ἡ γνώση τῆς ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεως, συνειδητοποίηση τῆς παναιρέσως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ἀλλοιωτικῆς τῆς Πίστεως δύναμης ποὺ κρύβει· εἶναι θέμα ἐπίσης κατανοήσεως, ὑπερβάσεως κατεστημένων νοοτροπιῶν..., συζητήσεως καὶ ζυμώσεως ὅλων αὐτῶν στόν ἐκκλησιαστικὸ περίγυρο καὶ στὴ συνείδηση ἑκάστου, προσευχῆς, καταφυγῆς καὶ ἀναζητήσεως διευκρινήσεων καὶ ἐπί μέρους ἀπαντήσεων σὲ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων, μιᾶς πρώτης ἀποφάσεως, κύματα δισταγμῶν καὶ ἀμφιβολιῶν μετὰ τὴν ἀπόφαση, παλινδρομήσεων ἐξ αἰτίας πολλῶν παραγόντων κ.λπ.
    Εἶναι ἐξ ἄλλου φανερὸ ὅτι ἡ στάση μας ἔναντι τῆς αἱρέσεως ἔχει σχέση ἄμεση μὲ τὴ σωτηρία μας. Καί οἱ Πατέρες λέγουν ὅτι «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔστω»;

    Ὡς πρὸς τὸ β΄ ἐρώτημα τώρα: «Στο παρελθόν έχει καταδικαστεί κάποιος που ανέμενε συνοδική απόφαση και μετά αποτειχίστηκε;».
    Τό πρόβλημα δὲν εἶναι ἡ καταδίκη. Εἶναι ἡ συνειδητοποίηση ὅτι δὲν ἐφαρμόζω μιὰ Ἐντολὴ ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴ σωτηρία μου. Ὁ ἀκολουθῶν τὸν αἵρετικό, συμμετέχει στὴν αἵρεση κι αὐτὸ τὸν ἀποκόπτει ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω κι ἂν δὲν τὸν ἔχει καταδικάσει μιά Σύνοδος. Ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει συνήθως τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν αἱρέσεων, ἀφοῦ τοὺς ἄλλους δὲν τοὺς γνωρίζει ὀνομαστικά, οὔτε γνωρίζει τὴν εὐθύνη ἢ τὴν διάθεσή τους. Ὅμως, ὁ Α΄ κανὼν τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου διδάσκει: «Ὁ μὴ καταδικάζων καὶ ἀναθεματίζων τοὺς ὑπὸ τῶν Συνόδων κατακριθέντας σφάλλει καὶ παραπαίει περὶ τὴν πίστιν».
    Οἱ ἡγέτες τώρα τῶν Οἰκουμενιστῶν, ποὺ δέχονται τὸ αἱρετικὸ Βατικανὸ καὶ τὶς ὁμολογίες τοῦ Π.Σ.Ε. ὡς Ἐκκλησίες, ἄρα ὄχι τὴν Μία Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ποὺ δέχονται πολλὰ βαπτίσματα καὶ ὄχι ἕνα, δὲν εἶναι ἀναθεματισθέντες ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο («ἀνάθεμα ἔστω») καὶ τὶς Συνόδους; Καὶ οἱ ἑλλαδίτες Ἐπίσκοποι ποὺ συλλειτουργοῦν μὲ τὸν Πατρ. Βαρθολομαῖο καὶ τοῦ ψάλλουν «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος»(!) δὲν εἶναι ὑπὸ τὸ ἀνάθεμα αὐτό;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.