Προσφάτως αντικρύσαμεν τον Πάπαν να διάκειται ευνοϊκά προς το Ισλάμ όχι μόνον περιθάλπων αποκλειστικά μουσουλμάνους, αλλά και κατά την επίσκεψίν του εις Λέσβον να χαιρετά μίαν σημαίαν του Ισλαμικού Κράτους! Μετά από ολίγας ημέρας προσεκάλεσε και εδέχθη ενθέρμως τον ιμάμην του Καΐρου εις το Βατικανόν. Η πολιτική του Βατικανού όμως δεν προέκυψε τώρα, αλλά είναι σταθερά κατά τουλάχιστον τους τελευταίους τρεις πάπαι, ο οποίοι απέφευγαν αρχικώς να καταφερθούν εναντίον του Ισλάμ και εν συνεχεία ήρχισαν να προωθούν την θεωρίαν ότι όλοι είμεθα παιδιά του Αβραάμ. Παραθέτομεν εις μετάφρασιν μέρος από δημοσίευμα της ιστοσελίδος lastampa.it της 18ης Ιουλίου 2016:
«Στον απόηχο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου ο Πάπας Βοϊτίλα
πραγματοποίησε τη Γενική Ακρόαση στην πλατεία του Αγίου Πέτρου. Ο Πάπας
προσευχήθηκε για τα θύματα και εξέφρασε την εγγύτητά του προς τους
συγγενείς, επιμένοντας ότι «η κλιμάκωση του μίσους και της βίας» δεν θα
πρέπει να επικρατήσει. Δεν έκανε καμία αναφορά στον ισλαμικό χαρακτήρα
της επίθεσης.
Λίγες μέρες αργότερα, προέτρεψε «τόσο χριστιανούς όσο και μουσουλμάνους να προσεύχονται έντονα στο Ένα Παντοδύναμο Θεό, ο οποίος μας έχει δημιουργήσει, έτσι ώστε το θεμελιώδες αγαθό της ειρήνης να μπορεί να βασιλεύει στον κόσμο. Μακάρι άνθρωποι από όλους τους χώρους, να ενισχύονται από τη θεία σοφία, να εργάζονται προς την κατεύθυνση ενός πολιτισμού της αγάπης, στην οποία δεν υπάρχει χώρος για μίσος, διακρίσεις και βία».
Στην ομιλία του στη Λειτουργία στον Άγιο Πέτρο, την 1η Ιανουαρίου του 2002, σχετικά με την Παγκόσμια Ημέρα για την Ειρήνη, ο Ιωάννης Παύλος Β ανανέωσε μία έκκληση «ειλικρινή για όλους, πιστούς και μη πιστούς, επειδή η αντιστοίχιση της «δικαιοσύνης και της συγχώρεσης» πάντα έχει επιπτώσεις στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και μεταξύ των εθνών. Αυτή η έκκληση είναι πρώτα και κύρια για όσους πιστεύουν στο Θεό, ιδίως για τις τρεις μεγάλες θρησκείες του Αβραάμ, του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Ισλάμ, οι οποίες καλούνται πάντα να αναγγέλουν την πιο σταθερή και αποφασιστική απόρριψη της βίας. Κανείς, για οποιοδήποτε λόγο, δεν μπορεί να σκοτώσει στο όνομα του Θεού, του ενός και φιλεύσπλαγχνου. Ο Θεός είναι η ζωή και η πηγή της ζωής. Για να πιστέψουμε σ ‘Αυτον σημαίνει να μαρτυρούμε το έλεος και τη συγχώρεσή Του, αρνούμενοι να εκμεταλλευτούμε το Άγιο Όνομά Του»…
Στις 11 Μαρτίου, 2004 στη Μαδρίτη, μία σειρά ισλαμικών τρομοκρατικών επιθέσεων σε τρένα προκάλεσε το θάνατο 191 ανθρώπων και τον τραυματισμό περισσότερων από δύο χιλιάδες. Για άλλη μία φορά, δεν υπήρξε καμία ρητή αναφορά της ισλαμικής προέλευσης των επιθέσεων.
Μετά το θάνατο του Πάπα Wojtyla, ο διάδοχός του Βενέδικτος XVI βρέθηκε κατά τους πρώτους μήνες της αναλήψεως των καθηκόντων του στην έξαρση της τρομοκρατίας στην Ευρώπη. Στις 7 Ιουλίου, 2005 στο Λονδίνο, μία σειρά εκρήξεων που προκλήθηκαν από βομβιστές αυτοκτονίας στα μέσα μαζικής μεταφοράς της βρεττανικής πρωτεύουσας κατά τη διάρκεια της ώρας αιχμής, προκάλεσε 56 θανάτους και τραυματίστηκαν περίπου 700. Ο Πάπας είχε αλλάξει, αλλά εξακολουθούσε να μη υπάρχει αναφορά στον ισλαμικό χαρακτήρα των επιθέσεων.
Στις 25 Σεπτεμβρίου, 2006 – λίγες μόλις μέρες μετά την εναρκτήρια ομιλία – ο Βενέδικτος XVI έλαβε, στο Castel Gandolfo, πρεσβευτές από Μουσουλμανικές χώρες και εκπρόσωπους ορισμένων ισλαμικών κοινοτήτων. Με την ευκαιρία αυτή πρόσφερε ένα ερμηνευτικό κλειδί από την ομιλία του στο Regensburg. Υπενθύμισε τις συζητήσεις της Β Βατικανῆς Συνόδου, ότι «για την Καθολική Εκκλησία», είπε, «αποτελούν την Magna Carta του ισλαμικού – χριστιανικού διαλόγου τα εξής: Η Εκκλησία στέκεται με σεβασμό στους μουσουλμάνους που λατρεύουν τον ένα Θεό, ζώντα και παρόντα, ελεήμονα και παντοδύναμο, δημιουργό του ουρανού και της γης, ο οποίος έχει μιλήσει με τους ανθρώπους. Αυτοί επιδιώκουν να υπακούσουν ολόψυχα ακόμη και στα κρυμμένα διατάγματα του Θεού, όπως ο Αβραάμ υπέταξε τον εαυτό του, με τον οποίο η ισλαμική πίστη συνδέει την ύπαρξή της».
Ο Βενέδικτος ΙΣΤ΄ επανέλαβε ότι «ο διαθρησκειακός και διαπολιτισμικός διάλογος μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων δεν μπορεί να περιοριστεί σε μία παρορμητική απόφαση της στιγμής. Είναι στην πραγματικότητα μία ζωτική ανάγκη, πάνω στην οποία, σε μεγάλο βαθμό, εξαρτάται το μέλλον μας».
Λίγες μέρες αργότερα, προέτρεψε «τόσο χριστιανούς όσο και μουσουλμάνους να προσεύχονται έντονα στο Ένα Παντοδύναμο Θεό, ο οποίος μας έχει δημιουργήσει, έτσι ώστε το θεμελιώδες αγαθό της ειρήνης να μπορεί να βασιλεύει στον κόσμο. Μακάρι άνθρωποι από όλους τους χώρους, να ενισχύονται από τη θεία σοφία, να εργάζονται προς την κατεύθυνση ενός πολιτισμού της αγάπης, στην οποία δεν υπάρχει χώρος για μίσος, διακρίσεις και βία».
Στην ομιλία του στη Λειτουργία στον Άγιο Πέτρο, την 1η Ιανουαρίου του 2002, σχετικά με την Παγκόσμια Ημέρα για την Ειρήνη, ο Ιωάννης Παύλος Β ανανέωσε μία έκκληση «ειλικρινή για όλους, πιστούς και μη πιστούς, επειδή η αντιστοίχιση της «δικαιοσύνης και της συγχώρεσης» πάντα έχει επιπτώσεις στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και μεταξύ των εθνών. Αυτή η έκκληση είναι πρώτα και κύρια για όσους πιστεύουν στο Θεό, ιδίως για τις τρεις μεγάλες θρησκείες του Αβραάμ, του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Ισλάμ, οι οποίες καλούνται πάντα να αναγγέλουν την πιο σταθερή και αποφασιστική απόρριψη της βίας. Κανείς, για οποιοδήποτε λόγο, δεν μπορεί να σκοτώσει στο όνομα του Θεού, του ενός και φιλεύσπλαγχνου. Ο Θεός είναι η ζωή και η πηγή της ζωής. Για να πιστέψουμε σ ‘Αυτον σημαίνει να μαρτυρούμε το έλεος και τη συγχώρεσή Του, αρνούμενοι να εκμεταλλευτούμε το Άγιο Όνομά Του»…
Στις 11 Μαρτίου, 2004 στη Μαδρίτη, μία σειρά ισλαμικών τρομοκρατικών επιθέσεων σε τρένα προκάλεσε το θάνατο 191 ανθρώπων και τον τραυματισμό περισσότερων από δύο χιλιάδες. Για άλλη μία φορά, δεν υπήρξε καμία ρητή αναφορά της ισλαμικής προέλευσης των επιθέσεων.
Μετά το θάνατο του Πάπα Wojtyla, ο διάδοχός του Βενέδικτος XVI βρέθηκε κατά τους πρώτους μήνες της αναλήψεως των καθηκόντων του στην έξαρση της τρομοκρατίας στην Ευρώπη. Στις 7 Ιουλίου, 2005 στο Λονδίνο, μία σειρά εκρήξεων που προκλήθηκαν από βομβιστές αυτοκτονίας στα μέσα μαζικής μεταφοράς της βρεττανικής πρωτεύουσας κατά τη διάρκεια της ώρας αιχμής, προκάλεσε 56 θανάτους και τραυματίστηκαν περίπου 700. Ο Πάπας είχε αλλάξει, αλλά εξακολουθούσε να μη υπάρχει αναφορά στον ισλαμικό χαρακτήρα των επιθέσεων.
Στις 25 Σεπτεμβρίου, 2006 – λίγες μόλις μέρες μετά την εναρκτήρια ομιλία – ο Βενέδικτος XVI έλαβε, στο Castel Gandolfo, πρεσβευτές από Μουσουλμανικές χώρες και εκπρόσωπους ορισμένων ισλαμικών κοινοτήτων. Με την ευκαιρία αυτή πρόσφερε ένα ερμηνευτικό κλειδί από την ομιλία του στο Regensburg. Υπενθύμισε τις συζητήσεις της Β Βατικανῆς Συνόδου, ότι «για την Καθολική Εκκλησία», είπε, «αποτελούν την Magna Carta του ισλαμικού – χριστιανικού διαλόγου τα εξής: Η Εκκλησία στέκεται με σεβασμό στους μουσουλμάνους που λατρεύουν τον ένα Θεό, ζώντα και παρόντα, ελεήμονα και παντοδύναμο, δημιουργό του ουρανού και της γης, ο οποίος έχει μιλήσει με τους ανθρώπους. Αυτοί επιδιώκουν να υπακούσουν ολόψυχα ακόμη και στα κρυμμένα διατάγματα του Θεού, όπως ο Αβραάμ υπέταξε τον εαυτό του, με τον οποίο η ισλαμική πίστη συνδέει την ύπαρξή της».
Ο Βενέδικτος ΙΣΤ΄ επανέλαβε ότι «ο διαθρησκειακός και διαπολιτισμικός διάλογος μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων δεν μπορεί να περιοριστεί σε μία παρορμητική απόφαση της στιγμής. Είναι στην πραγματικότητα μία ζωτική ανάγκη, πάνω στην οποία, σε μεγάλο βαθμό, εξαρτάται το μέλλον μας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.