Κατ’
ἀρχάς ἔχει γίνει ἀντιληπτή πλέον ἡ ἀδυναμία τῶν θιασωτῶν τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας
τοῦ ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς
Ἐπισκόπους, εἰς τό νά κατοχυρώσουν τήν θεωρία των μέ τήν ἁγιογραφική καί πατερική
διδασκαλία. Δι’ αὐτόν τόν λόγο ἐφευρίσκουν ἄλλες μεθόδους καί τέχνες
προκειμένου νά πείσουν ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ἐν καιρῷ αἱρέσεως διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ μία μέθοδος εἶναι ἡ ἐπίκληση τῆς θεωρίας ὅτι ὑπῆρχαν αἱρετικοί καί παλαιότερα καί μάλιστα καθ’ ὅλη τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅμως οἱ Ἅγιοι δέν ἀποτειχίζοντο ἀπό αὐτούς.
Καί ἡ δεύτερη εἶναι ἡ θεωρία τῆς ἀντιμετωπίσεως τῆς παρούσης αἱρέσεως ἀπό τούς συγχρόνους γέροντες, τούς ὁποίους ἤδη ἄρχισαν νά ἁγιοποιοῦν καί οἱ ὁποῖοι δέν ἀποτειχίσθηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους καί Πατριάρχες.
Εἰς τήν πρώτη ἔνστασι ἔχομε νά
καταθέσωμε, ὅτι κατ’ ἀρχάς ὅσοι ὑποστηρίζουν αὐτήν την θεωρία συγκρίνουν καί
ταυτίζουν τελείως διαφορετικά καί ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα πράγματα. Διότι ὄντως ὑπῆρχαν
παλαιότερα κάποιοι Ἐπίσκοποι οἱ ὁποῖοι εἶχαν αἱρετικά φρονήματα καί τά ἐκήρυτταν
μέ λόγια καί ἔργα. Ποτέ δέν ἔλλειψαν ἄλλωστε, οὔτε θά λείψουν αὐτοί οἱ αἱρετικοί
Ἐπίσκοποι. Αὐτοί ὅμως οἱ Ἐπίσκοποι ἀποτελοῦσαν μεμονωμένες περιπτώσεις καί δέν ἐξέφραζον συνοδικῶς
καί πανορθοδόξως τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας.
Δηλαδή, ἐνῶ αὐτοί εἶχαν αἱρετικά φρονήματα, δέν ἐπηρέαζαν τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας,
διότι ἡ γραμμή καί πορεία της διαπιστώνεται ὄχι ἀπό τήν γραμμή καί πορεία τοῦ
καθενός, ἀλλά ἀπό τήν σύνολη πορεία ἡ ὁποία ἐκφράζεται θεωρητικά ἀπό τίς
συνοδικές ἀποφάσεις καί πρακτικά ἀπό τήν κοινή στάσι της ἀπέναντι στίς αἱρέσεις
καί στούς αἱρετικούς. Ἦταν ὡς ἐκ τούτου σάν τό πλοῖο τό ὁποῖο ἔχει ὀρθή πορεία,
σύμφωνα μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί μέσα σ’ αὐτό ὑπάρχουν
κάποιοι οἱ ὁποῖοι δέν συμφωνοῦν μέ αὐτήν τήν Ὀρθόδοξο πορεία, ἀλλά δέν δύνανται
νά τήν ἐπηρεάσουν ἤ νά τήν ἀλλάξουν. Βεβαίως ὑπῆρχε τότε ἡ εὐαισθησία καί ἡ ἀκρίβεια
στά θέματα τῆς πίστεως, εἰς τρόπον ὥστε καί αὐτές τίς μεμονωμένες περιπτώσεις
νά τίς καταδικάζουν συνοδικῶς πρός διασφάλισι κυρίως τοῦ ποιμνίου καί βεβαίως
τήν περαιτέρω ἐξάπλωσι τῆς αἱρέσεως.
Σήμερα
ὅμως τά πράγματα εἶναι διαφορετικά. Διότι δέν πρόκειται γιά τίς παλαιότερες
μεμονωμένες περιπτώσεις τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἐπηρέαζαν τήν σύνολη
πορεία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά γιά τούς περισσοτέρους συγχρόνους Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους
(σ’ αὐτούς προστίθενται καί οἱ δειλοί καί ἄφωνοι καί αὐτοί πού συνοδοιποροῦν ἀποβλέποντες
σέ προσωπικές προσδοκίες καί ἀκόμη οἱ τυχάρπαστοι πού πορεύονται ὅπως φυσᾶ ὁ ἄνεμος),
οἱ ὁποῖοι ὄχι ἁπλῶς ἐπηρεάζουν, ἀλλά κατευθύνουν τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας
καί μάλιστα συνοδικῶς ἀποφαίνονται καί χαράζουν τήν οἰκουμενιστική καί αἱρετική
πλέον πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ λοιπόν ἔχομε τό παράδειγμα τοῦ πλοίου, τό ὁποῖο
ἔχει ἀλλάξει πορεία καί ἔχει στρέψει τήν πλώρη ὁλοταχῶς πρός Δυσμάς, καί μέσα
σ’ αὐτό ὑπάρχουν καί κάποιοι, οἱ ὁποῖοι δέν συμφωνοῦν μέ αὐτήν τήν πορεία τοῦ
πλοίου (ἔχοντες προφανῶς Ὀρθόδοξο φρόνημα), ἀλλά καί δέν δύνανται νά τήν ἐπηρεάσουν
ἤ νά τήν ἀλλάξουν καί ἁπλῶς συμπορεύονται καί συνταξιδεύουν διαφωνοῦντες καί
διαμαρτυρόμενοι.
Εἶναι
προφανές ὅτι τό παράδειγμα αὐτό τό ὁποῖο ἐπικαλοῦνται οἱ συμπορευόμενοι καί
συναγελαζόμενοι μέ τούς Οἰκουμενιστές τό προσάγουν ὡς δικαιολογία γιά τήν
συνοδοιπορία μέ τούς Οἰκουμενιστές, καί ἀποτελεῖ δόλο καί προπέτασμα καπνοῦ,
καί λέγεται πρός καθησύχασι τῆς συνειδήσεως τῶν ἀνησυχούντων. Διότι τότε (γιά
νά μιλήσωμε πρακτικά), πού ὑπῆρχαν αὐτές οἱ μεμονωμένες περιπτώσεις τῶν αἱρετικῶν
Ἐπισκόπων, δέν ὑπῆρχε καμμία συνοδική ἀπόφασι ἡ ὁποία νά κατοχυρώνη τήν αἵρεσι
τῶν μεμονωμένων Ἐπισκόπων καί νά τήν καθιστᾶ τοιουτοτρόπως γραμμή τῆς Ἐκκλησίας.
Σήμερα ὅμως ὑπάρχουν συνοδικές ἀποφάσεις π.χ. περί τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων τῶν
Παπικῶν, περί τῆς ἐντάξεώς μας ὡς ἰσότιμα μέλη στό δαιμονικό Π.Σ.Ε., περί τῆς ἀναγνωρίσεως
τῶν αἱρετικῶν ὡς «Ἐκκλησίες» (βλ. συνοδική ἐγκύκλιο τοῦ 1920), τῆς ἀναγνωρίσεως
τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν χωρίς αὐτοί νά μετανοήσουν καί ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία
κλπ. Ἀκόμη δέ καί οἱ συμπροσευχές καί οἱ λεγόμενες κοινές δηλώσεις καί οἱ ἐλεεινές
καί προδοτικές ἀποφάσεις τῶν λεγομένων θεολογικῶν διαλόγων, τυγχάνουν τῆς
συνοδικῆς καλύψεως καί εὐλογίας, εἰς τρόπον ὥστε καί αὐτά νά ἀποτελοῦν πλέον
γραμμή αἱρετική τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ
οἰκονομίες ὡς ἐκ τούτου πού ἐγίνοντο τότε, σέ μεμονωμένες περιπτώσεις αἱρετικῶν
Ἐπισκόπων, πέραν τοῦ ὅτι ἐγίνοντο γιά λίγο χρονικό διάστημα καί γιά
συγκεκριμένο καί θεάρεστο σκοπό (διότι ἡ κατά Θεόν οἰκονομία ἔχει καί σκοπό καί
ὅρια), δέν ἐπηρέαζον στό ἐλάχιστο τήν Ὀρθόδοξο πορεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ τώρα ἡ
ἴδια ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αἱρετική, κατοχυρωμένη μέ συνοδικές ἀποφάσεις.
Εἰς
ὅλες λοιπόν τίς περιπτώσεις πού ἡ αἵρεσις ἐθεσπίζετο και κατωχυρώνετο συνοδικῶς, οἱ Ἅγιοι ἀποτειχίζοντο ἀπό τούς
αἱρετικούς καί τή Σύνοδο πού ἐκήρυττε τήν αἵρεσι καί αὐτοί πλέον ἀποτελοῦσαν τήν
Ἐκκλησία. Διότι τό βασικό γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ἡ ὁμολογία
τῆς ἀληθινῆς πίστεως, ἡ ὁποία, ὅταν ἐκλείψει ἤ παύσει νά κηρύσσεται συνοδικῶς, ἐκπίπτουν
αὐτομάτως καί οἱ κηρύσσοντες καί συμπορευόμενοι μέ τήν αἵρεσι καί τότε ἡ Ἐκκλησία
διασώζεται, σύμφωνα πάντοτε μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, μεταξύ «τριῶν Ὀρθοδόξων», δηλαδή ὅσων ἀπομακρυνθοῦν
ἐκκλησιαστικά ἀπό τήν αἵρεσι καί κρατήσουν τήν ἀληθινή πίστι. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι
δέν νοεῖται Ἐκκλησία χωρίς τήν ὁμολογία τῆς ἀληθινῆς πίστεως καί διδασκαλίας, ὅπως
δέν νοεῖται σῶμα ζωντανό χωρίς τό ὄργανο τῆς καρδιᾶς.
Θά
ἀναφέρωμε εἰς τό σημεῖο αὐτό καί μία περίπτωσι ἀπό τήν πατερική διδασκαλία καί ἐκκλησιαστική
ἱστορία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἀντιπροσωπευτικό δεῖγμα τῶν ὅσων ἀνωτέρω ἀναφέραμε. Πρόκειται
γιά τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας, ὁ ὁποῖος εἶχε αἱρετικές δοξασίες, οἱ ὁποῖες ἔμοιαζαν
μέ αὐτές τοῦ Νεστορίου σέ σημεῖο νά θεωρῆται αὐτός ὡς διδάσκαλος τοῦ Νεστορίου.
Στήν τρίτη λοιπόν Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου καταδικάσθηκε ὁ Νεστόριος καί οἱ
διδασκαλίες του καί ἀναθεματίστηκαν, δέν καταδικάσθηκε ὅμως ὀνομαστικῶς καί ὁ
Θεόδωρος Μοψουεστίας. Τόν λόγο τόν ἐξηγεῖ ὁ ἅγ. Κύριλλος σέ ἐπιστολή του πρός
τόν ἅγ. Πρόκλο , Πατριάρχη Κων/πόλεως. Γράφει λοιπόν μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς:
«Ἴστω δέ ἡ σή ὁσιότης, ὅτι παρενεχθείσης τῇ ἁγίᾳ
συνόδῳ ἐκθέσεως παρ’ αὐτοῦ συνταχθείσης, ὡς οἱ προελόντες ἔφασκον, οὐδέν ἐχούσης
ὑγιές, κατεκιβδήλευσε μέν αὐτήν ἡ ἁγία σύνοδος, ὡς διεστραμμένων γέμουσαν ἐννοιῶν,
καί τήν Νεστορίου δυσσέβειαν οἱονεί πως πηγάζουσαν. Κατακρίνασα δέ τούς οὕτω
φρονοῦντας, οἰκονομικῶς οὐκ ἐμνημόνευσε τοῦ ἀνδρός, οὐδέ αὐτόν ὑπέθηκεν ὀνομαστί
τῷ ἀναθεματισμῷ δι’ οἰκονομίαν, ἵνα μή τινες τῇ ὑπολήψει τοῦ ἀνδρός
προσεσχηκότες ἀποβάλωσιν ἑαυτούς τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ δέ ἐν τούτοις οἰκονομία ἄριστόν
τι χρῆμα καί σοφόν. Εἰ μέν γάρ ἦν ἐν τοῖς ζῶσιν ἔτι, καί σύνοπλος ἦν ταῖς
Νεστορίου δυσφημίαις, ἤ συναγορεύειν ἤθελεν οἷς ἔγραψεν αὐτός, πέπονθεν ἄν καί
τόν εἰς ἴδιον πρόσωπον ἀναθεματισμόν. Ἐπειδή δέ ἀπεδήμησε πρός Θεόν, ἀρκεῖ,
καθάπερ ἐγᾦμαι, τά ἐκτόπως αὐτῷ γεγραμμένα ἐκβάλλεσθαι παρά τῶν ὀρθῶς ἐχόντων
τάς δόξας, ὅτε ταῖς αὐτοῦ περιτυγχάνουσι βίβλοις, καί τό περαιτέρω χωρεῖν
θορύβων ἔσθ’ ὅτε τίκτει προφάσεις. Καί καθ’ ἕτερον δέ τρόπον ἀναθεματισθεισῶν καί
ἐκβεβλημένων τῶν Νεστορίου δυσφημιῶν, συνεκβέβληνται καί τά ἐκείνου πλείστην ἔχοντα
πρός ταῦτα τήν συγγένειαν» (P.G. 77, 345 A).
Ἡ Γ΄ λοιπόν Οἰκουμενική Σύνοδος κατ’ οἰκονομίαν δέν κατεδίκασε ὀνομαστικῶς τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας, ἐπειδή, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγ. Κύριλλος, ὑπῆρχαν πολλοί στήν Ἀνατολή πού τόν ἀκολουθοῦσαν καί τόν ἀποδέχοντο ὡς διδάσκαλο καί ἐφοβήθηκαν οἱ Πατέρες μήπως αὐτοί ἀποσχισθοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀκολουθοῦντες τήν διδασκαλία ἑνός αἱρετικοῦ, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶχε ἀποβιώσει. Γιά κάποιο δέ χρονικό διάστημα οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς δέν ἔσβηναν ἀπό τά δίπτυχα τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας ὡς αἱρετικό, ἀλλά ἐξακολουθοῦσαν νά τόν μνημονεύουν. Ὁ ἅγ. Κύριλλος εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι, κατ’ οἰκονομίαν, δέν διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτούς τούς ἀνατολικούς Ἐπισκόπους περιμένοντας γιά λίγο νά τό κατανοήσουν αὐτοί μόνοι των.
Ἐδῶ
προφανῶς δέν ἔχομε μία αἵρεσι πού κηρύσσεται συνοδικῶς μέ λόγια καί ἔργα, οὔτε
πολύ περισσότερο ἡ πορεία καί ἐκκλησιαστική γραμμή τῆς Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶτο καί
κατευθύνετο ἀπό τίς αἱρέσεις τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν
λόγο ὁ ὅσ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δικαιολογεῖ αὐτές τίς οἰκονομίες, τῶν
μεμονωμένων αἱρετικῶν οἱ ὁποῖες γίνονται ἐν γνώσει μέ συγκεκριμένο σκοπό καί
γιά συγκεκριμένο χρόνο. Γράφει ὁ ὅσ. Θεόδ. ὁ Στουδίτης τά ἑξῆς ἐπί τοῦ θέματος
ἐρωτηθείς ἀπό τόν μοναχό Ναυκράτιο καί ἀναφερόμενος στή μοιχειανική αἵρεσι:
Ἐδῶ
βλέπομε ἐπί πλέον τούς Ἁγίους νά ἑρμηνεύουν τούς προγενεστέρους Ἁγίους καί νά μᾶς
διδάσκουν τόν ὀρθόδοξο δρόμο, ὥστε νά μήν νομίσωμε ὅτι στήν περίπτωσι τῶν
μεμονωμένων αἱρετικῶν οἱ οἰκονομίες τῶν Ἁγίων ἐσήμαιναν ἰσοπέδωσι τῶν πάντων, ἤ
τό χειρότερο νά μήν μεταφέρωμε ἐμεῖς τίς μεμονωμένες περιπτώσεις τῶν αἱρετικῶν,
οἱ ὁποῖες δέν ἔβλαπταν, οὔτε στό ἐλάχιστο ἐπηρέαζον τήν ὀρθόδοξο πορεία τῆς Ἐκκλησίας,
στήν περίπτωσι πού κηρύσσεται αἵρεσι συνοδικῶς καί ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι
αἱρετική. Ἐδῶ πρέπει ἐπί πλέον νά τονισθῆ ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσ. Θεοδώρου τοῦ
Στουδίτου «ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα πάντα αἱρετικόν
δυνάμει, κἄν οὔ ρήματι ἀναθεματίζει» ἀναφέρεται σέ μή καταδικασμένους ὑπό Συνόδου αἱρετικούς,
ὅπως ἦτο ὁ Μοψουεστίας, πολύ δέ περισσότερο στούς καταδικασμένους.
Ἀκόμη
βλέπομε ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου ὅτι ἡ μνημόνευσις εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ἀποδεικνύει
τό φρόνημά μας: «μικρόν γάρ πάντως ἀνέμενε
τῶν ἀνατολικῶν τό βραδύνουν ἤ προσπαθές πρός τό αἱρετικόν μή ὑπολαμβάνειν τόν ὄντως
αἱρετικόν. Τί γάρ ἦν ἄλλο τό μεσολαβοῦν, ἐπάν ὀρθοδόξως ἐκήρυττον τήν πίστιν κἀν
τούτῳ αὐτόν τόν μνημονευόμενον αὐτοῖς ἀναθεματίζοντες;».
Ὁ Θεόδωρος
Μοψουεστίας ἐν προκειμένῳ ἀναθεματίσθηκε ἐπισήμως ἀπό τήν Ἐκκλησία μετά ἑκατό
καί πλέον ἔτη ἀπό τήν Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδο, τότε πού προφανῶς δέν ὑπῆρχε
πρόβλημα οἰκονομίας ἐξ αἰτίας τῆς ἀποσχίσεως μέρους τοῦ λαοῦ. Ὅμως καί πρίν τήν
συνοδική καταδίκη του οἱ Ὀρθόδοξοι, σύμφωνα μέ τόν ὅσ. Θεόδωρο τόν Στουδίτη,
τόν εἶχαν ἀναθεματίσει καί διαγράψει ἀπό τά δίπτυχα.
Αὐτές
ὅλες τίς μεμονωμένες περιπτώσεις τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖες δέν ἐπηρέαζον τότε
τήν ὀρθόδοξο πορεία καί γραμμή τῆς Ἐκκλησίας, τίς ἔχομε σήμερα, κατά τό δή
λεγόμενο, κάνει σημαία, προκειμένου νά δικαιολογήσωμε τήν αἱρετική πλέον πορεία
τῆς Ἐκκλησίας, τίς συνοδικές κατοχυρώσεις τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί
τόν ἐφησυχασμό καί τό βόλεμα τῶν ἀντιοικουμενιστῶν.
Ἐν
κατακλεῖδι δέ ἐπί τοῦ θέματος τούτου, ἀναφέρομε ὅτι κάποιες αἱρέσεις καί αἱρετικοί
κατεδικάσθηκαν ἀμέσως μόλις ἐμφανίσθηκαν, ἐξ αἰτίας τῆς εὐαισθησίας τῶν τότε Ὀρθοδόξων
εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ἡ ὁποία σήμερα ἔχει παντελῶς ἐκλείψει, ὅπως π.χ. ἡ αἵρεσις
τοῦ Ἀρείου ἡ ὁποία μόλις ἐμφανίσθηκε ἀμέσως καταδικάσθηκε μαζί μέ τόν ἀρχηγό
της Ἄρειο, ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας ἅγ. Ἀλέξανδρο καί τήν περί αὐτόν
Σύνοδο τῆς Αἰγύπτου.
* * *
Θά ἀναφέρωμε ἐν συνεχείᾳ καί διά τό
θέμα τῆς μεθόδου τῶν νέων ἁγίων καί γερόντων, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί προβάλλονται ἀπό
τούς ἀντιοικουμενιστές, ὡς παράδειγμα παραμονῆς καί συμπορεύσεως μέ τήν αἵρεσι
αὐτή τῆς ἐποχῆς μας. Ἐξ ἀρχῆς ἐπισημαίνουμε ὅτι δέν θά κάνουμε καμμία ἀναφορά
στούς προσωπικούς ἀγῶνες καί στίς ἀρετές τῶν γερόντων αὐτῶν, ἀλλά μόνο εἰς τά
θέματα τῆς πίστεως.
Ἡ
Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἀπαιτεῖ ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως οἱ πρῶτοι
πού θά πρέπει νά ἀνθίστανται μέχρι θανάτου, νά διώκωνται καί νά ἀπομακρύνωνται ἀπό
τούς αἱρετικούς καί νά καθοδηγοῦν τρόπον τινά μέ λόγια καί ἔργα τόν λαό τοῦ Θεοῦ
εἰς τήν Ὀρθοδοξία εἶναι οἱ μοναχοί. Καί τοῦτο διότι οἱ μοναχοί εἶναι οἱ ἀφιερωμένοι
ἄνθρωποι στόν Θεό, οἱ θυσιάσαντες τά ἐγκόσμια δι’ Αὐτόν, οἱ μή ἔχοντες γήϊνες
φροντίδες, οἱ μή προσδοκῶντες σέ ἀξιώματα, τιμές κλπ. Ὅταν λοιπόν προσβάλλεται ἡ
Ὀρθόδοξος πίστις προσβάλλεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός, Τόν ὁποῖο ὁλοκληρωτικά πρέπει νά ὑπηρετοῦν
καί νά θυσιάζωνται δι’ Αὐτόν.
Τά Συναξάρια τῆς Ἐκκλησίας
ὁμιλοῦν καί μᾶς πιστοποιοῦν καθημερινά αὐτήν τήν Παράδοσι. Ἐνδεικτικά ἀναφέρομε
τόν Μ. Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος ἄφησε τήν ἔρημο καί κατέβηκε στήν Ἀλεξάνδρεια,
προκειμένου νά στηρίξη τούς Ὀρθοδόξους στόν ἀγῶνα ἐναντίον τῶν Ἀρειανῶν· τούς ὁσίους
καί καθηγητές τῆς ἐρήμου, Σάββα τόν Ἡγιασμένο καί Θεοδόσιο τόν Κοινοβιάρχη, οἱ ὁποῖοι
ἀντιστάθησαν στόν αἱρετικό αὐτοκράτορα Ἀναστάσιο τόν δίκορο, ὑπερμαχοῦντες τῆς
πίστεως καί ἀναθεματίζοντες τούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς των, οἱ ὁποῖοι κυρίως
δέν ἐδέχοντο τίς ἀποφάσεις τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου· τόν ἅγ. Μάξιμο τόν Ὁμολογητή,
ὁ ὁποῖος ὑπερασπίσθηκε τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί ἐκδιώχθηκε καί ἐμαρτύρησε χάριν αὐτῆς,
ὅταν προέκυψε τό ζήτημα τῶν δύο θελήσεων τοῦ Χριστοῦ· τούς ὁσίους Ἰωάννη τόν
Δαμασκηνό καί τόν Θεόδωρο τόν Στουδίτη μέ ὅλους τούς μοναχούς του, οἱ ὁποῖοι ὑπερασπίσθηκαν
τήν Ὀρθοδοξία εἰς τό ζήτημα τῶν εἰκόνων· τόν ὅσιο Στέφανο τό Νέο καί τό πλῆθος
τῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἀνεθεμάτισαν τούς αἱρετικούς εἰκονομάχους τῆς ἐποχῆς των
καί ἐδιώχθησαν καί ἐθανατώθησαν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως· τούς ὁσίους Θεόδωρο
καί Θεοφάνη τούς Γραπτούς, οἱ ὁποῖοι ἐμαρτύρησαν καί αὐτοί ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰκόνων·
τούς Ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες τούς ἐπί Βέκκου, οἱ ὁποῖοι ἐθανατώθησαν ἐπειδή δέν
ἤθελαν νά συλλειτουργήσουν μέ τούς Λατινόφρονες «Ὀρθοδόξους» καί τόν αἱρετικό
Πατριάρχη κλπ.
Μέ ἕνα λόγο δέν ὑπῆρξε
αἵρεσι στήν Ἐκκλησία εἰς τήν ὁποία νά μήν ἐναντιώθηκαν πρωτίστως οἱ μοναχοί καί
νά μήν διαδραμάτισαν πρωταρχικό ρόλο εἰς τήν κατάσβεσι τῆς αἱρετικῆς πυρκαϊᾶς
(Βλ. ἀναλυτικά τό βιβλίο «Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας», ἐκδ. Ἱ.
Μονῆς Γρηγορίου ἁγ. Ὄρους).
Ἐνῶ
λοιπόν, αὐτή εἶναι ἡ ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας,
τήν ὁποία ἐπωμίζονται πρωτίστως οἱ μοναχοί, σήμερα παρουσιάζομε μία ἄλλη
καινοφανῆ καί νεόκοπο παράδοσι, κομμένη καί ραμμένη κατά τό δή λεγόμενο στά
μέτρα τῆς Ν. Ἐποχῆς καί τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πού τήν ὑπηρετεῖ, ἡ ὁποία
διακελεύει ὅτι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως οἱ μοναχοί ἀσχολοῦνται
μέ τά πνευματικά των, εὑρίσκονται στήν ἡσυχία των καλλιεργώντας τίς μοναχικές ἀρετές,
καθοδηγοῦν τούς Ὀρθοδόξους εἰς τά προσωπικά των μόνο προβλήματα καί ζητήματα, ἀδιαφορώντας
γιά τήν αἱρετική πυρκαϊά ἀπό τήν ὁποία κατακαίγονται ὅλοι, διδάσκουν τήν ἐνσωμάτωσι
μέ τούς αἱρετικούς καί τήν συμπόρευσι μέ τήν αἵρεσι πρός ἀποφυγή δῆθεν
σχίσματος, τό ὅτι διά τῆς προσευχῆς μόνο θά λυθῆ τό πρόβλημα κλπ.
Αὐτήν τήν
νεοεποχίτικη παράδοσι τήν διδάσκουν κυρίως οἱ Οἰκουμενιστές, ἀλλά δυστυχῶς ἔχουν
παρασυρθῆ σ’ αὐτήν καί οἱ ἀντιοικουμενιστές. Καί οἱ μέν Οἰκουμενιστές εἶναι
πασίδηλο ὅτι, διδάσκοντας αὐτήν τήν θεωρία, βοηθοῦνται τά μέγιστα εἰς τήν ἐξάπλωσι
τῆς αἱρέσεως, ἐπειδή ἀφοπλίζουν καί θέτουν ἐκτός μάχης τούς κυριωτέρους ὑπερασπιστές
τῆς πίστεως, οἱ δέ ἀντιοικουμενιστές βοηθοῦνται διά νά δικαιολογήσουν τήν συμπόρευσί
των καί τόν συναγελασμό μέ τούς αἱρετικούς, καί νά κατοχυρώσουν βεβαίως
πρακτικά τήν θεωρία τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ βολέματος (δυνητική ἑρμηνεία τοῦ
περί ἀποτειχίσεως ΙΕ’ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου), καί πρός ἀποφυγήν οἱασδήποτε
ποινῆς καί διωγμοῦ.
Ὡς
ἀντιπροσωπευτικά παραδείγματα μοναχικοῦ ἐφησυχασμοῦ καί βολέματος παρουσιάζουν
τούς συγχρόνους γέροντες, τούς ὁποίους ἤδη ἄρχισαν νά ἁγιοποιοῦν. Καί δέν
νομίζω ὅτι ἀμφιβάλλει κανείς γιά τό ὅτι, ἐάν αὐτοί οἱ σύγχρονοι γέροντες ἀκολουθοῦσαν
τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία
πρωτίστως ἀναφέρεται στούς μοναχούς, ὄχι μόνον δέν θά τούς ἁγιοποιοῦσαν, ὄχι
μόνον δέν θά τούς ἐπρόβαλλον εἰς τόν λαό καί τούς μοναχούς ὡς πρότυπα πρός
μίμησι εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ἀλλά ἀπεναντίας θά τούς ἐδίωκον παντοιοτρόπως
καί θά τούς καθαιροῦσαν ἤ ἀφώριζον, ὅπως ἔπραττον ἐν καιρῷ αἱρέσεως οἱ αἱρετικοί
Ἐπίσκοποι καί Πατριάρχες ὅλων τῶν ἐποχῶν, εἰς τούς ὁσίους καί ὁμολογητάς
μοναχούς.
Τό ὅτι βεβαίως οἱ
σύγχρονοι αὐτοί γέροντες ἀναγνωρίζονται σήμερα καί ἁγιοποιοῦνται ἀπό τούς αἱρετικούς
Οἰκουμενιστές, θά πρέπει ὄχι μόνον νά μᾶς προβληματίση ὡς Ὀρθοδόξους, ἀλλά καί
νά μᾶς ἐξαγριώση δι’ αὐτήν τήν ἀπάτη, διότι οἱ Οἰκουμενιστές δέν ἐνδιαφέρονται
διά τήν προβολή τῶν συγχρόνων γερόντων, ἀλλά γιά τήν προαγωγή καί ἐπικράτησι τῆς
αἱρέσεως. Καί καθώς φαίνεται πρός τόν σκοπόν αὐτό παίζουν, ἀθέλητα βεβαίως, τόν
ρόλο τους καί αὐτοί οἱ γέροντες.
Πρέπει εἰς τό σημεῖο
αὐτό νά ἀναφέρωμε, πρός κατοχύρωσι τῶν λεγομένων, τά λόγια τοῦ ὁσίου Θεοδώρου
τοῦ Στουδίτου, ὁ ὁποῖος ὁμιλώντας γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι καί στηριζόμενος
πάντοτε στίς Γραφές καί στούς Ἁγίους, ἀναφέρει τά ἑξῆς σέ ἐπιστολή του πρός
κάποιον ἡγούμενο προτρέποντάς τον πρός ἀποτείχισι:
«Καί γέ δίκαιον, ὅσιε πάτερ, κατά πάντα σε ὄντα
φερωνύμως θεόφιλον, φιλεῖν καί ἐν τούτῳ τόν θεόν˙ ἐχθρούς γάρ θεοῦ ὁ
Χρυσόστομος οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά
καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο.
Καί ἐάν ἡ σή στερρότης οὐκ ἀσφαλίσηται, τίς λοιπόν σωθήσεται; καί ἐάν ὁ
παρρησιασάμενος δυνάμει θεοῦ ὡς ἅγιος πλήν τελείας αἱρέσεως ἄρτι μετά τήν αἵρεσιν
ὑποστείληται, πῶς ἕτερος τολμήσει γρύξαι; καί
ἐάν τό μοναδικόν τάγμα οὐχ ἡγήσηται πάντα σκύβαλα, μοναστήρια λέγω καί
πάντα τά περί αὐτά, πῶς λαϊκός καταφρονήσει γυναικός, τέκνων καί τῶν ἄλλων; Διό
ὑπομιμνήσκω, ὡς ἐλάχιστος ἀδελφός καί τέκνον μή σιγήσωμεν ἵνα μή κραυγή Σοδόμων
γενώμεθα· μή φεισώμεθα τῶν κάτω ἵνα μή ἀπολέσωμεν τά ἄνω· μή θῶμεν σκάνδαλον τῇ
Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, ἥτις ἐστί καί ἐν τρισίν
ὀρθοδόξοις ὁριζομένη κατά τούς ἁγίους· ἵνα μή τῇ ἀποφάσει τοῦ Κυρίου
καταδικασθῶμεν» (Φατ. 39,113,66).
Ἡ ἀπόφασις δέ τοῦ
Κυρίου τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ ὅσιος εἶναι αὐτή πού ἀναφέρεται εἰς αὐτούς πού
σκανδαλίζουν (Ματθ. 18,7). Δηλαδή ἐδῶ ἡ ἔννοια τοῦ σκανδάλου ἐκλαμβάνεται ἀπό
τόν ὅσιο, ὄχι μόνο εἰς τό νά μή γίνη κανείς σκάνδαλο σέ κάποιον πράττοντας
κάποια ἁμαρτία, ἀλλά νά μή γίνη σκάνδαλο μή πράττοντας τά δέοντα ἐν καιρῷ αἱρέσεως,
καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο παρασυρθοῦν καί οἱ ἄλλοι, πού τόν ἔχουν, ὡς μοναχό,
πρότυπο καί παραμείνουν στήν αἵρεσι.
Ἐπί πλέον μέ τήν
προβολή καί ἁγιοποίησι τῶν συγχρόνων γερόντων δημιουργεῖται ἕνα ὀξύτατο
θεολογικό καί δογματικό πρόβλημα, τό ὁποῖο, ἄν δέν συνειδητοποιήσωμε, θά εὑρεθοῦμε
καί ἐμεῖς μεταξύ ἐκείνων πού κατασκευάζουν νεόκοπες θεωρίες, προκειμένου νά
γεφυρώσουν τό κενό καί νά συνάψουν τά διεστῶτα. Διότι ἐδῶ ἔχομε, ὄχι μόνον
δημιουργία ἄλλης παραδόσεως, ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως, ἀλλά ἔχομε
ἀκόμη καί ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ὑπερμαχοῦν καί ὑπερασπίζονται αὐτή τήν παράδοσι. Δηλαδή
ἔχομε καινούριους καί συγχρόνους ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἀντιμάχονται τούς παλαιούς,
διδασκαλίες καί πράξεις τῶν νεόκοπων αὐτῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖες ἀντιστρατεύονται
καί πολεμοῦν τήν διαχρονική ἐν καιρῷ αἱρέσεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Μέ ἕνα
λόγο, γίνονται τά ἄνω κάτω, πρός ὠφέλεια καί προαγωγή τῆς αἱρέσεως. Οἱ δέ Ὀρθόδοξοι
μένουν ἀστήρικτοι ἤ κατά τό πλεῖστον συμπορεύονται μέ τίς νέες θεωρίες, ὄχι
μόνο ἐπειδή οἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν ἔχουν ἄγνοια τῆς ἐν καιρῷ αἱρέσεως διαχρονικῆς
Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί διότι οἱ νέες θεωρίες ἐξυπηρετοῦν καί
προάγουν τόν ἐφησυχασμό καί τό βόλεμα ἑκάστου.
Ἄν λοιπόν ἐπικρατήσουν οἱ νέες αὐτές
θεωρίες, θά ἐκλείψουν οἱ ὁμολογητές καί μάρτυρες τῆς πίστεως καί τήν διόρθωσι τῶν
πραγμάτων θά τήν ἀναμένωμε κατά τρόπο μαγικό ἐξ οὐρανοῦ. Οἱ Πατέρες ὅμως
κατενόησαν καί ἐδίδαξαν ὅτι ἡ εὐθύνη διά τήν σωτηρία τῶν Ὀρθοδόξων ἐκ τῆς αἱρέσεως
εἶναι ἀποκλειστικῶς ἐπιφορτισμένη εἰς τούς ὤμους τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι
διεξήγαγον πάντοτε μαρτυρικούς ἀγῶνες διά τήν ἐπικράτησι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό
συνδυάζονται καί συρράπτονται οἱ δύο αὐτές θεωρίες, αὐτή δηλαδή, πού ἀρχικῶς ἀναφέραμε,
τῶν μεμονωμένων αἱρετικῶν, τούς ὁποίους κάποιες φορές γιά λίγο χρόνο καί γιά
κάποιο σοβαρό λόγο ἀνέχοντο κατ’ οἰκονομίαν οἱ Πατέρες καί δέν ἀπετειχίζοντο ἐκκλησιαστικῶς
ἀπό αὐτούς, καί ἡ θεωρία τῶν συγχρόνων γερόντων καί ἁγίων, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί
δέν ἀποτειχίσθηκαν ἀπό τούς συγχρόνους αἱρετικούς Οἰκουμενιστές. Προσπαθῶντας λοιπόν
νά δικαιολογήσουν τήν στάσι τῶν συγχρόνων γερόντων ἀπέναντι στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
ἀναφέρουν ὅτι καλῶς ἔπραξαν οἱ σύγχρονοι γέροντες πού δέν ἀποτειχίσθηκαν ἀπό
τούς αἱρετικούς, διότι αὐτό συνέβαινε παλαιότερα, ὅταν οἱ παλαιοί Ἅγιοι ἀνέχονταν
πολλές φορές τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους.
Μάλιστα γενικεύοντας
τίς μεμονωμένες περιπτώσεις ἰσχυρίζονται ὅτι πάντοτε στήν Ἐκκλησία συνέβαινε αὐτό
καί ποτέ δέν ἀποτειχίσθηκαν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τούς αἱρετικούς, πρίν δηλαδή
καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις καί οἱ αἱρετικοί ὀνομαστικῶς. Ἡ μοναδική των δυσκολία εἰς
τό σημεῖο αὐτό καί τό ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο εἶναι, ὅπως ἐκ τῶν προτέρων φαίνεται,
ὅτι δέν μποροῦν νά εὕρουν ἁγιογραφικές καί πατερικές διδασκαλίες, οἱ ὁποῖες νά
στηρίζουν τίς θεωρίες των, ὥστε νά δέση μέ τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων
ἡ ὅλη ὑπόθεσις.
Ὄχι
μόνον δέν δύνανται νά εὕρουν τέτοιες διδασκαλίες, ἀλλά ἀπεναντίας ἀπό κοινοῦ
καί ἐκ συμφώνου καί ἡ ἁγ. Γραφή καί οἱ Πατέρες ὁμοθυμαδόν διδάσκουν τήν ἄμεση
ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε ποιμένα, ὁ ὁποῖος ἔχει αἱρετικά
φρονήματα καί τά κηρύσσει δημοσίως καί ἐκκλησιαστικῶς μέ λόγια καί ἔργα.
Πολύ δέ περισσότερο ἀπαιτοῦν οἱ ἅγ. Πατέρες τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι, ὅταν αὐτά
τά αἱρετικά φρονήματα κηρύσσονται καί συνοδικῶς, τό ὁποῖο, ὅπως
προαναφέραμε, σημαίνει ὅτι ἡ αἵρεσις ἔχει γίνει πλέον ἐπίσημη γραμμή καί πορεία τοῦ
πλοίου τῆς Ἐκκλησίας.
Παρ’
ὅλα αὐτά, καί εἰς πεῖσμα θά λέγαμε τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων, οἱ θεωρίες αὐτές
διδάσκονται καί διαδίδονται εὑρέως μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί, μάλιστα, εἶναι καί
ἀρεστές, διότι ὁδηγοῦν στήν εὔκολη καί πλατεία ὁδό, ἐνῶ παράλληλα ἀποκλείουν
τόν διωγμό καί τό μαρτύριο. Γιά ὅλα αὐτά λοιπόν οἱ θέλοντες εὐσεβῶς καί μακράν
τῆς αἱρέσεως ζεῖν εἶναι πλήρως ἀσφαλισμένοι, διότι ἡ Ἁγία Γραφή διά στόματος τοῦ
ἀποστόλου Παύλου διδάσκει «ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς
ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω»
(Γαλατ. 1,8). Δηλαδή, ἄν οἱ σύγχρονοι γέροντες, καί ἅγιοι, καί ἄγγελοι, καί οἱ ἴδιοι
οἱ Ἀπόστολοι ἔλθουν νά διδάξουν κάτι ἀντίθετο ἀπό αὐτά πού μᾶς παρέδωσαν οἱ Ἀπόστολοι
διά τῆς Ἁγία Γραφῆς καί τῆς ἀποστολικῆς Παραδόσεως, αὐτό, αὐτομάτως εἶναι ἀναθεματισμένο
ἀπό τήν ἴδια τήν Ἁγ. Γραφή καί τούς Ἀποστόλους. Πρέπει ὡς ἐκ τούτου ὄχι νά μᾶς ὑποδείξουν
οἱ σύγχρονοι γέροντες τί λέγουν καί τί πράττουν οἱ Ἅγιοι, ἀλλά νά μᾶς ἀποδείξουν
ἄν, αὐτά πού ἔπραξαν, εἶναι σύμφωνα μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Ἐφ’ ὅσον αὐτό ἀδυνατοῦν νά τό πράξουν, σημαίνει ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι τεχνάσματα
τοῦ πονηροῦ καί ὑπάγονται στόν ἀναθεματισμό τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
Πέραν
τῶν θεμάτων τῆς πίστεως, ἐν κατακλεῖδι, θεωροῦμε ὅτι οἱ σύγχρονοι γέροντες εἶχαν πολλές ἀρετές καί ἐβοήθησαν πολλούς ἀνθρώπους
νά ξεφύγουν ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἴσως γιά τούς ἀγῶνες ἀκριβῶς αὐτούς, τούς ὁποίους
ἔκαναν ἐναντίον τῶν παθῶν των, νά τούς ἔδωσε ὁ Θεός καί κάποια χάρι,
προκειμένου βεβαίως νά βοηθηθοῦν οἱ ψυχές πού ἐζητοῦσαν ἀπό αὐτούς βοήθεια. Αὐτό
ὅμως οὐδόλως σημαίνει ὅτι οἱ σύγχρονοι γέροντες εἶναι καί παράδειγμα πρός μίμησι καί εἰς τά
θέματα τῆς πίστεως, διότι εἰς τό σημεῖο αὐτό, τό τόσο σημαντικό, ἔσφαλαν.
Ἄν δέν ἔσφαλαν δέν θά τούς ἁγιοποιοῦσαν, οὔτε θά τούς προέβαλλαν οἱ αἱρετικοί, ὅπως
δέν εἶναι δυνατόν νά θεωρήσουν Ἁγίους ἤ νά προβάλλουν οἱ Παπικοί τόν Μ. Φώτιο,
τόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί τόν ἅγ. Μᾶρκο τόν Εὐγενικό. Διά τούς συγχρόνους
ὅμως γέροντες καί ἁγίους, θεωρῶ, ἄν ἐρωτῶντο σήμερα οἱ Παπικοί (ἴσως καί νά ἐρωτήθηκαν),
δέν θά εἶχαν καμμία ἀντίρρησι γιά τήν προβολή καί ἁγιοποίησί των.
Ἱερομόναχος
Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.