Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης: Νέα συμπληρωματική αποτίμηση της "Συνόδου" της Κρήτης

Δημοσιεύουμε ἕνα μεγάλο τμῆμα τοῦ νέου ἄρθρου τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση περὶ τῆς Κολυμπαρίου Συνόδου καὶ τὸ σχολιάζουμε.


 Αποτέλεσμα εικόνας για ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΟΛΥΜΒΑΡΙΟΥ

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.





Εἰσαγωγικὰ

             ..............................................................................
Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς «Συνόδου» τὰ πέντε ἀπὸ τὰ ἕξι θέματα συζητήθηκαν χωρὶς ἰδιαίτερα προβλήματα καὶ ἀντιρρήσεις ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα τῆς Δευτέρας (20 Ἰουνίου) μέχρι τὸ μεσημέρι τῆς Πέμπτης (23 Ἰουνίου).
Τελευταῖο ἀφέθηκε τὸ σημαντικώτερο θέμα «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», στὸ ὁποῖο εἶχε ἐνσωματωθεῖ καὶ μεγάλο μέρος τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου ἀπὸ τὸ διαγραφὲν θέμα «Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις», δηλαδὴ ἡ στάση μας ἀπέναντι στὴν παναίρεση τοῦ ΟἰκουμενισμοῦΕἶναι ἡ καρδιά, τὸ κέντρο τῆς «Συνόδου», ἡ αἰτία τῆς συγκλήσεώς της, ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεώς της.
Αὐτὸ φάνηκε καὶ ἀπὸ τὶς ἐντάσεις καὶ ἐνστάσεις ποὺ παρουσιάσθηκαν κατὰ τὴν συζήτησή του, ποὺ κράτησε ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα τῆς Πέμπτης, ὁλόκληρη τὴν Παρασκευὴ καὶ τὸ Σάββατο (25 Ἰουνίου), χωρὶς νὰ ὁλοκληρωθεῖ καὶ χωρὶς νὰ ὑπογραφεῖ ἀπὸ πολλούς, ἀπὸ τὸ ὑποβληθὲν αἴτημα γιὰ ἀναβολὴ τῆς ἐγκρίσεώς του, ἀπὸ τὶς πιέσεις καὶ τοὺς προπηλακισμοὺς εἰς βάρος ἐπισκόπων, μελῶν, ἐπειδὴ δὲν ἐδέχοντο βασικὲς θέσεις του, ἀπὸ τὸν μεγάλο ἀριθμὸ ἐπισκόπων ποὺ ἀρνήθηαν νὰ τὸ ὑπογράψουν, γιατὶ ἐπικύρωνε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀπὸ τὸ ὅτι καὶ προσυνοδικὰ τὸ κείμενο αὐτὸ ἦταν ἡ αἰτία τῶν ἀντιδράσεων τοῦ ὑγιοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὁ βασικὸς λόγος τῆς ἀπουσίας τῶν τεσσάρων ἐκκλησιῶν, ὅπως καὶ τῆς διακοπῆς μνημοσύνου ὅσων ἐπισκόπων ὑπέγραψαν ἤ δέχθηκαν τὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου», ἡ ὁποία ἐξ αἰτίας τῆς ἐγκρίσεως τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοῦ κειμένου δικαιολογημένα πλέον καλεῖται ψευδοσύνοδος, παρόμοια πρὸς τὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439).
Καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι μία ἀντιπροσωπία αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, κατὰ πλειοψηφίαν, δεκαεπτὰ (17) ἀπὸ τοὺς εἰκοσιπέντε (25), δὲν ὑπέγραψε τὸ κείμενο, τὸ καθιστᾶ ἄκυρο καὶ ἀπορριπτέο καὶ μαζὶ μὲ
αὐτὸ ὅλη τή «Σύνοδο», γιατὶ αὐτὸ ἦταν ἡ καρδιά, τὸ κέντρο καὶ ἡ αἰτία της.
Ὅπως γράφει ὁ Σέρβος ἐπίσκοπος Μπάτσκας Εἰρηναῖος, τὸ κείμενο αὐτό, ἐκτὸς τῆς πλειονότητος τῶν Σέρβων ἐπισκόπων, δὲν τὸ ὑπέγραψαν καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἐπίσκοποι. «Τοῦτο κατὰ συνέπειαν εἶναι ἄκυρον, ἐφ᾽ ὅσον, συνῳδὰ τῇ ἀπὸ τοῦ 1961 ἰσχυούσῃ ἀρχῇ τῆς ὁμοφωνίας καὶ εἷς ἀρχιερεὺς νὰ μὴ ὑπογράψῃ (ἐνῶ ἀπαιτεῖται ἡ ὑπογραφή του!), τὸ ἔγγραφον εἶναι ἀνυπόστατον»1.
Δὲν μειώνουμε τὴν σπουδαιότητα τῶν ἄλλων θεμάτων, ἡ ἔγκριση τῶν ὁποίων συνοδεύεται βέβαια ἀπὸ σημαντικὰ λάθη καὶ ἀντικανονικὲς ρυθμίσεις, δὲν περικλείει ὅμως σωτηριολογικοὺς κινδύνους, ὅπως τὸ θέμα τῶν σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς αἱρέσεις, ἡ ἀποδοχὴ νέας αἱρετικῆς ἐκκλησιολογίας, ἡ εἰσαγωγὴ τῆς ἐπικίνδυνης παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, τῶν λύκων μέσα στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων. Καὶ εἰς τὸ πολὺ καλὸ κείμενο γιὰ τὴν σπουδαιότητα τῆς νηστείας θὰ μποροῦσε νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ διεύρυνση τῶν λόγων ποὺ ἀσκεῖται ἡ οἰκονομία, γιὰ νὰ μὴ παραβαίνονται οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, νὰ μὴ ἀθετοῦνται «οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι Ἅγιοι Πατέρες», καὶ μειώνεται ὁ ζῆλος γιὰ τὰ μεγάλα κατορθώματα τῆς νηστείας ποὺ ἐπιτέλεσαν μεγάλοι νηστευτὲς Ἅγιοι. Σὲ ἐποχὴ ὑπερκατανάλωσης ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ προγραμμάτων ὑγιεινῆς διατροφῆς γιὰ τοὺς ὑπέρβαρους, ἡ αὐστηρότης τῆς νηστείας πρέπει νὰ ἐνισχυθεῖ καὶ ὄχι νὰ μειωθῆ.
Σοβαρότερες εἶναι οἱ παρεκκλίσεις στὸ θέμα τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου καὶ τῶν κωλυμάτων αὐτοῦ καὶ εἶναι ἀπόλυτα δικαιολογημένη ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας γιὰ τὴν ἰσχυρή της ἀντίδραση. Ἄσκηση οἰκονομίας, ὥστε νὰ ἐπιτρέπονται οἱ μεικτοὶ γάμοι μὲ ἑτεροδόξους αἱρετικούς, δὲν δικαιολογεῖται, διότι ὑπάρχει Κανών (νόμος) ὁ 72ος τῆς Πενθέκτης (Στ´) Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει αὐστηρὰ τὴν τέλεση μεικτοῦ γάμου· σὲ περίπτωση ποὺ θὰ τελεσθεῖ πρέπει νὰ διαλύεται, οἱ δὲ παραβάτες νὰ ἀφορίζονται: «Μὴ ἐξέστω ὀρθόδοξον ἄνδρα αἱρετικῇ συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μὴν αἱρετικῷ ἀνδρὶ γυναῖκα ὀρθόδοξον συζεύγνυσθαι, ἀλλ᾽ εἰ καὶ φανείη τι τοιοῦτον ὑπό τινος τῶν ἁπάντων γινόμενον, ἄκυρον τὸν γάμον ἡγεῖσθαι, καὶ τὸ ἄθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον· οὐ γὰρ χρὴ τὰ ἄμικτα μιγνύναι, οὐδὲ τῷ προβάτῳ τὸν λύκον συμπλέκεσθαι, καὶ τῇ τοῦ Χριστοῦ μερίδι τὸν τῶν ἁμαρτωλῶν κλῆρον. Εἰ δὲ παραβῇ τις τὰ παρ᾽ ἡμῶν ὁρισθέντα, ἀφοριζέσθω».
Δὲν ἀφήνει ὁ Ἱερὸς Κανὼν κανένα περιθώριο ἀσκήσεως οἰκονομίας, διότι, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἡ οἰκονομία ἔχει πάντοτε προσωρινὸ χαρακτήρα, καὶ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει στὸν γάμο, ὑπάρχουν σοβαρὰ θέματα, θέματα πίστεως, καὶ ἡ αἵρεση εἶναι θέμα πίστεως, ὅπου δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οἰκονομία καὶ συγκατάβαση· «οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς πίστεως», οὔτε ὅπως σοφὰ καὶ θεοφώτιστα λέγει ὁ Κανὼν νὰ ἀναμειγνύουμε τὰ ἄμικτα, τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν πλάνη, τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν αἵρεση, νὰ ἑνώνουμε τοὺς λύκους μὲ τὰ πρόβατα.
Ἦταν μάλιστα πολὺ καλὴ εὐκαιρία κατὰ τὴν συζήτηση τοῦ θέματος τοῦ γάμου νὰ ὑπάρξει ρητὴ καὶ ἔντονη καταδίκη τοῦ Σοδομισμοῦ, τῆς Ὁμοφυλοφιλίας, ἡ ὁποία ὡς θύελλα ἐνισχυόμενη ἀπὸ ἀντίχριστες δυνάμεις, ἀνατρέπει τὴν ἀνθρώπινη ὀντολογία, τῆς ὁποίας βασικὸ γνώρισμα εἶναι ἡ διάκριση εἰς ἄρσεν καὶ θῆλυ, προσβάλλει τὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ καὶ ἀρνεῖται τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου ἐναντίον τοῦ φρικτοῦ αὐτοῦ ἁμαρτήματος.
Οἱ ὑποτονικὲς ἀντιδράσεις ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπέναντι στὶς παρελάσεις ὑπερηφανείας τῶν Ὁμοφυλοφίλων (Gay Pride), στὴν ψήφιση ἀπὸ τὴ Βουλὴ τοῦ «Συμφώνου Συμβίωσης» τῶν Ὁμοφυλοφίλων καὶ ἐσχάτως τοῦ Νόμου γιὰ τὴν ἀλλαγὴ φύλου ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν, δείχνουν ὅτι ἡ ἠθικὴ κατάπτωση καὶ παρακμὴ συμπαρασύρουν καὶ πολλοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν χάσει πλέον τὰ ὀρθὰ κριτήρια, ὥστε νὰ διακρίνουν τοὺς ἠθικοὺς καὶ πνευματικοὺς κινδύνους καὶ νὰ προστατεύουν τὰ ποίμνια ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός· αὐτὴ ὅμως εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ ὄχι ὁ ὑποκριτικὸς ἀγαπισμὸς τοῦ δαιμονοκίνητου Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ δικαιολογεῖ ἀκόμη καὶ τὸν γάμο τῶν Ὁμοφυλοφίλων καὶ τοὺς εἰσάγει ὡς ἱερεῖς καὶ ἱέρειες μέσα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Δόγμα καὶ ἦθος πάντοτε συμβαδίζουν.
Ἡ τέλεση μεικτῶν γάμων κατ᾽ οἰκονομίαν ποὺ ἐθεσμοθέτησε ἡ ψευδοσύνοδος ἀκυρώνει καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ποὺ ἀπαγορεύουν τὶς συμπροσευχές, τὸ μεγάλο αὐτὸ σκάνδαλο στὴν σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα, ποὺ τείνει νὰ γίνει συρμὸς καὶ μόδα, ἐφ᾽ ὅσον ἡ ἀκολουθία τοῦ μυστηρίου γίνεται καὶ στοὺς δύο ναούς, τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν αἱρετικῶν, παρισταμένων τῶν συγγενῶν καὶ φίλων ἀμφοτέρων τῶν νεονύμφων. Οὐσιαστικῶς πρόκειται καὶ γιὰ ἔμμεση ἔγκριση τῶν συμπροσευχῶν. Εἶναι ὅμως δυνατὸν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες νὰ ἀλληλοαναιροῦνται καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἀντιτίθεται στὸν ἑαυτό του;

β) Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης ἐνομιμοποίησε τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ εἰσήγαγε τὶς αἱρέσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία
Ἡ αὐστηρὴ καὶ ἀπόλυτη ἀπαγόρευση ἀπὸ τὸν 72ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῶν μεικτῶν γάμων, τῶν γάμων δηλαδὴ μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ἐπειδὴ ἀναμειγνύονται τὰ ἄμικτα καὶ ἑνώνονται οἱ λύκοι μὲ τὰ πρόβατα, ἰσχύει μὲ ἀπόλυτη συνέπεια γενικῶς καὶ γιὰ τὶς σχέσεις Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, μὲ τὶς ὁποῖες ἀσχολεῖται τὸ περιβόητο καὶ διαβόητο κείμενο τῆς «Συνόδου» «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», δηλαδὴ πρὸς τὸν κόσμο τῶν αἱρέσεων καὶ τῆς πλάνης. Στὴν προσπάθεια τῶν ὑπευθύνων ἡγετῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ τελέσουν τὸν ἄθεσμο μεικτὸ γάμο μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν ποικίλων αἱρέσεων, παλαιῶν καὶ νέων, νὰ ἐπιτύχουν τὴν κακῶς λεγόμενη «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν», καὶ ἐπειδὴ γνωρίζουν ὅτι αὐτὸς ὁ γάμος ἀπαγορεύεται ρητῶς καὶ κατηγορηματικῶς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση, ποὺ καταδικάζουν διαχρονικὰ μέχρι σήμερα καὶ ἀναθεματίζουν τὴν αἵρεση, στὴν προσπάθειά τους λοιπὸν αὐτὴ ἐπὶ δεκαετίες τώρα προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι οἱ αἱρετικοὶ δὲν εἶναι αἱρετικοί, οἱ αἱρέσεις δὲν εἶναι αἱρέσεις, ἀλλὰ εἶναι ἐκκλησίες, ἑπομένως εἶναι θεμιτὲς οἱ σχέσεις μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἑτεροδόξων αἱρετικῶν.
Εἶναι χαριτωμένο καὶ σχετικὸ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ σύγχρονός μας Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης γιὰ τὸ ἄνοιγμα καὶ τὶς σχέσεις τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα πρὸς τὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ: «Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μίαν ἄλλην γυναῖκα μοντέρνα, ποὺ λέγεται Παπικὴ Ἐκκλησία, διότι ἡ Ὀρθόδοξη Μητέρα μας, δὲν τοῦ κάνει καμμίαν ἐντύπωσιν, ἐπειδὴ εἶναι πολὺ σεμνή»2.
Αὐτὲς λοιπὸν τὶς μοιχικὲς σχέσεις μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ποικίλων αἱρέσεων, παλαιῶν καὶ νέων, νομιμοποίησε καὶ ἐθεσμοθέτησε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μεγάλο σκάνδαλο, πρωτοφανὴ ἐκτροπὴ καὶ παρέκκλιση ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, καταστροφὴ καὶ ἀθέτηση τῆς στάσεως ὅλων τῶν συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων ἀπέναντι τῶν αἱρέσεων, ὅπως αὐτὴ διαζωγραφεῖται στὰ συνοδικὰ καὶ πατερικὰ κείμενα καὶ ἐξαίρεται πανηγυρικὰ καὶ λειτουργικὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔπρεπε ἤδη νὰ εἶχαν ξεσηκωθῆ ὅλοι, νὰ ξυπνήσουν ἀπὸ τὸν ἐφησυχασμὸ καὶ τὴν ἀδιαφορία, νὰ ἀποκηρύξουν καὶ νὰ καταδικάσουν τὴν ψευδοσύνοδο, ποὺ εἰσήγαγε τὸν Οἰκουμενισμὸ μέσα στὸν αὔλειο χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὲ μία βλάσφημη ἀθέτηση τῶν Ἀποστολικῶν καὶ Πατερικῶν Παραδόσεων, ποὺ συνιστᾶ βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὀνόμασε τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες.
Ὅλο τὸ ὑγιὲς ὀρθόδοξο πλήρωμα, σκανδαλισμένο ἀπὸ τὴν ὑπόθαλψη καὶ ἐνίσχυση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ, καθ᾽ ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἔτρεφε τὴν φρούδα ἐλπίδα ὅτι τελικῶς σὲ μία πανορθόδοξη σύνοδο θὰ καταδικαζόταν ἡ μεγάλη αὐτὴ αἵρεση καὶ θὰ ἐπαναλαμβανόταν καὶ ἡ καταδίκη ὅλων τῶν ἄλλων αἱρέσεων ποὺ εἶχαν καταδικάσει οἱ προηγούμενες σύνοδοι, οἰκουμενικὲς καὶ τοπικές, μὲ τὴν στερεότυπη συνοδικὴ ἔκφραση «δεχόμαστε ὅσα οἱ Πατέρες ἐδέχθησαν καὶ καταδικάζουμε ὅσα ἐκεῖνοι κατεδίκασαν»3. Ἀντιλήφθηκαν ἆραγε οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους ὅτι στὴν Κρήτη ἔγινε συνοδικὸ πραξικόπημα, ὅτι ἀποκοπήκαμε ἀπὸ τὴν Ἀποστολική, Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση;
Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας σὲ συνοδικὰ κείμενα μεγάλης πανορθόδοξης συνόδου ἀπουσιάζει ἡ λέξη αἵρεση. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό· δὲν περιορίζεται δηλαδὴ τὸ ἐν λόγῳ ἀπαράδεκτο καὶ ἐπικίνδυνο κείμενο νὰ ἀποκρύπτει τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὶς ἄλλες αἱρέσεις, ὅπως πράττει στὸν τίτλο τοῦ κειμένου, ὅπου τὶς ὀνομάζει ἁπλὰ καὶ οὐδέτερα «λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο». Ἀλλὰ μὲ δαιμονικὴ μαεστρία μεταμορφώνει τὸ σκοτάδι σὲ φῶς, ὀνομάζει τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες.
Ἡ μόνη θεολογικὴ δογματικὴ μάχη ποὺ δόθηκε στὴν Κρήτη ἦταν ἀκριβῶς ἡ παράγραφος ἕξη (6) τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου, ὅπου στὸ προσυνοδικὸ κείμενο οἱ αἱρέσεις ὀνομάζονταν ἐκκλησίες. Καὶ ἡ μάχη αὐτὴ δυστυχῶς χάθηκε μὲ τὴν ἄτακτη καὶ προδοτικὴ ὑποχώρηση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Ἱερωνύμου καὶ ὅλης τῆς ἀντιπροσωπίας τῶν 24 ἀρχιερέων, πλὴν τοῦ μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου καὶ τῶν ἄλλων ἐπισκόπων τῆς Σερβικῆς καὶ τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας, ποὺ δὲν ὑπέγραψαν τὸ προδοτικὸ αἱρετικὸ κείμενο.
Συγκεκριμένα στὸ προσυνοδικὸ καὶ ὑπὸ ψήφιση κείμενο, στὴν παράγραφο ἕξι (6) ἀναγραφόταν: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς».
Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ χρήση τοῦ ὅρου ἐκκλησίες γιὰ τὶς αἱρέσεις, ἐπρότεινε ὁμοφώνως, στὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τὸν Μάϊο τοῦ 2016, πρὸ τῆς ψευδοσυνόδου, καὶ μὲ τὴν ἐπισήμανση νὰ μὴν ὑπάρξει ἐπ᾽ αὐτοῦ ὑποχώρηση, τὴν διατύπωση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καὶ κοινοτήτων μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς». Ἀντικαταστάθηκε τό «ἀναγνωρίζει», ποὺ σημαίνει ἀποδοχή, μὲ τό «γνωρίζει», ποὺ σημαίνει ἁπλὴ πληροφόρηση καὶ γνώση, καὶ τό «ἐκκλησίες», ποὺ σημαίνει ἐκκλησιοποίηση τῶν αἱρέσεων, μὲ τὸ οὐδέτερο καὶ ἀκίνδυνο «κοινοτήτων».
Ἀκολούθησε πραγματικὸς σεισμὸς καὶ λυσσώδης ἀντίδραση τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι ἡ ἀλλαγὴ δύο μόνον λέξεων κατεδάφιζε καὶ κατεκρήμνιζε τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλη τήν «Σύνοδο», τῆς ὁποίας κύριος στόχος ἦταν ἡ ἐκκλησιαστικοποίηση τῶν αἱρέσεων καὶ ἡ συνοδικὴ ἀναγνώριση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Φαντασθῆτε τὶ θὰ γινόταν ἂν ἀντὶ τῶν οὐδετέρων καὶ διπλωματικῶν ἐκφράσεων «Χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καὶ κοινοτήτων», ἐχρησιμοποιεῖτο ἡ κυριολεκτικὴ ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ φράση «χριστιανικῶν αἱρέσεων καὶ παρασυναγωγῶν» καὶ ἡ γενικὴ διατύπωση ἔπαιρνε τὴν ἀκόλουθη μορφή: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν χριστιανικῶν αἱρέσεων καὶ παρασυναγωγῶν, τὰς ὁποίας ἀπορρίπτει καὶ καταδικάζει».
Οὔτε μὲ τὶς οὐδέτερες καὶ διπλωματικὲς ἐκφράσεις ἱκανοποιοῦνται οἱ Οἰκουμενιστές· θέλουν ἐκπεφρασμένη καὶ σαφῆ ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων. Οἱ ἔντονες πιέσεις ποὺ ἀσκήθηκαν στὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο καὶ στὰ μέλη τῆς ἑλλαδικῆς ἀντιπροσωπίας ὁδήγησαν στὴν ἀθέτηση τῆς ὁμόφωνης συνοδικῆς ἀπόφασης καὶ στὴν προσβολὴ τῆς συνοδικότητας· ἔγινε δεκτὴ μία ἀνόητη καὶ ἀντιφατικὴ διατύπωση, ἡ ὁποία πάντως ἱκανοποιεῖ τοὺς Οἰκουμενιστάς, καὶ προφανῶς ἀπὸ αὐτοὺς προῆλθε, διότι παραμένει ὁ ὅρος ἐκκλησίες γιὰ τὶς αἱρέσεις, καὶ ἐπιτυγχάνεται ἔτσι ὁ βασικὸς στόχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ἐκκλησιοποίηση τῶν αἱρέσεων καὶ ἡ ἀθέτηση τῆς ἀποκλειστικότητας καὶ μοναδικότητας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ νέα διατύπωση ποὺ ἀποτελεῖ πλέον συνοδικὴ ἀπόφαση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν». Τό «γνωρίζει» ἔγινε «ἀποδέχεται», καὶ ἐπανερχόμαστε στό «ἀναγνωρίζει», τό «ἱστορικὴ ὕπαρξη» ἔγινε «ἱστορικὴ ὀνομασία», παραμένει τό «Ἐκκλησιῶν» καὶ προστίθεται τό «ἑτεροδόξων».
Οἱ «εὐφυεῖς» ἐπινοηταὶ αὐτῆς τῆς διατύπωσης προσπαθοῦν νὰ κοροϊδέψουν καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μόνον τοὺς ἑαυτούς των κοροϊδεύουν, διότι εἶναι ἐμφανὴς ἡ ἀνοησία καὶ ἡ ἀντιφατικότητα, ποὺ δὲν ἱκανοποιεῖ οὔτε τοὺς Ὀρθοδόξους οὔτε τοὺς αἱρετικούς. Ἀντικαθιστώντας τό «ἱστορικὴ ὕπαρξη» μὲ τό «ἱστορικὴ ὀνομασία», νομίζουν ἐσφαλμένα ὅτι δὲν ἀποδέχονται τὴν ὕπαρξη ἀλλὰ μόνο τὴν ὀνομασία τῶν ἑτεροδόξων ἐκκλησιῶν. Ὑπάρχει ὅμως ὀνομασία χωρὶς ὕπαρξη;
Ὀνομάζουμε πράγματα ποὺ ὑπάρχουν. Μόνον στὴν αἵρεση τοῦ Nominalismus ὑπάρχουν ὀνόματα χωρὶς πράγματα. Τὸ «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» σημαίνει αἱρετικὲς ἐκκλησίες· αὐτὸ ὅμως εἶναι πλήρως ἀντιφατικὸ καὶ παράλογο. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν αἵρεση· «δυοῖν θάτερον», τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο· ἢ θὰ εἶναι ἐκκλησίες ἢ θὰ εἶναι αἱρέσεις· ἢ τράγος ἢ ἔλαφος, ὄχι τραγέλαφος. Οὔτε οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι ἱκανοποιημένοι μὲ τὸ αἱρετικὲς ἐκκλησίες, οὔτε οἱ αἱρετικοὶ ποὺ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς των ἁπλῶς ἐκκλησίες, ὄχι ἑτερόδοξες καὶ αἱρετικές.
Ἡ ἀπόδοση βέβαια ἐκκλησιαστικότητας στὶς αἱρέσεις δὲν προκύπτει μόνον ἀπὸ τὴν χρήση τοῦ ὅρου «ἐκκλησίες» γιὰ τὶς αἱρέσεις στὴν παράγραφο ἕξι (6) τοῦ κειμένου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολλὲς ἄλλες παραγράφους καὶ θέσεις. Ἐπισημαίνουμε μόνον τὶς δύο κατὰ τὴ γνώμη μας πιὸ σημαντικές.
Ἡ πρώτη ἀφορᾶ στοὺς διμερεῖς θεολογικοὺς διαλόγους, στοὺς ὁποίους ἀναφέρονται οἱ παράγραφοι 9-15. Οἱ Διάλογοι ἐπαινοῦνται, διότι δίδεται δῆθεν «ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς δόξαν Θεοῦ». Ἀποκρύπτεται ἡ ἀρνητικὴ ἀξιολόγηση τῶν διαλόγων ποὺ ὑπῆρχε στὸ σχετικὸ προσυνοδικὸ κείμενο, ποὺ γι᾽ αὐτὸ διεγράφη, καὶ ἐμμέσως ἀναγνωρίζονται τὰ αἱρετίζοντα κείμενα πολλῶν διαλόγων, ὅπως αὐτὰ τοῦ Διαλόγου μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους Μονοφυσίτες, τοὺς ὁποίους ἀναγνωρίζουμε ὡς ἐκκλησίες καὶ τοὺς ἀποκαλοῦμε μάλιστα καὶ Ὀρθοδόξους, ὡς καὶ τὸ ἐπαίσχυντο κείμενο τοῦ Balamand (1993), στὸν Διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, στὸ ὁποῖο ὄχι μόνο ἀθωώνεται ἡ Οὐνία, ἀλλὰ γιὰ πρώτη φορὰ σὲ ἐπίσημο κείμενο Ὀρθόδοξοι ἀρχιερεῖς καὶ θεολόγοι ἀναγνωρίζουν τὸν Παπισμὸ ὡς ἀδελφὴ ἐκκλησία, πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, μὲ ἔγκυρη Ἱερωσύνη, Χάρη στὰ μυστήρια, ἀποστολικὴ διαδοχή, καὶ ἀμοιβαία μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους εὐθύνη γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς δόξαν Θεοῦ;
Χειρότερα εἶναι τὰ λεγόμενα καὶ ἀποφασισθέντα σχετικὰ μὲ τὴν ἀνάγκη συμμετοχῆς μας στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ὅπου καὶ μόνο ἡ συμμετοχή μας καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὀνομασίας «Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζουμε ἐκκλησιαστικότητα στὴν πανσπερμία καὶ στὸ πλῆθος τῶν προτεσταντικῶν αἱρέσεων.
Ἐξευτελίσαμε τὴν Νύμφη τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, τὴν μόνη Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, καὶ τὴν ὑποβιβάσαμε σὲ μικρὸ κομμάτι, ἀσήμαντο μέρος ἑκατοντάδων «ἐκκλησιῶν», τὴν ἐξισώσαμε μὲ παντοειδεῖς φρικτὲς αἱρέσεις, καὶ αὐτὸ γιὰ πρώτη φορὰ συνοδικῶς. (Βλ. Παράγρ. 16-21 τοῦ συνοδικοῦ κειμένου). Συνυπογράψαμε μάλιστα κοινὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα, ἐπαινεῖ τὸ συνοδικὸ κείμενο.
Ἀναφέρεται μάλιστα ὀνομαστικὰ στὴν «Δήλωση τοῦ Τορόντο» (βλ. παράγραφο 19) ποὺ συνυπογράψαμε τὸ 1950, ὅπου, μολονότι γίνονται καὶ κάποιες ὀρθὲς ἐκκλησιολογικὲς διευκρινίσεις, λέγεται μεταξὺ ἄλλων πλανῶν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν περιορίζεται ἐντὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἐκτὸς αὐτῆς, καὶ εἶναι πιὸ περιεκτικό, πιὸ σωστό, νὰ ἀνήκει κανεὶς στὴν εὐρύτερη Ἐκκλησία παρὰ στὴν δική του ἐκκλησία: «Οἱ Ἐκκλησίες - μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιὸ περιεκτικὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτελεῖ μέλος τῆς δικῆς του Ἐκκλησίας» (Κεφ. 4, 3).
Στὸ κείμενο τῆς Γενικῆς Συνέλευσης τοῦ ΠΣΕ στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας (2006) δεχθήκαμε συνυπογράψαντες ὅτι «Κάθε Ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι ὁλόκληρη. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τὴν Καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες... Ὁ ἕνας χωρὶς τὸν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι» (παράγρ. 6-7).
Στὸ δὲ κείμενο τῆς τελευταίας Γενικῆς Συνέλευσης στὸ Πουσὰν τῆς Ν. Κορέας (2013) δηλώσαμε τὴ μετάνοιά μας, γιατὶ δῆθεν οἱ Ἅγιοι Πατέρες ποὺ μᾶς ἔσωσαν ἀπὸ τὶς αἱρέσεις, προκάλεσαν διαιρέσεις συνυπογράφοντας ὅτι «μετανοοῦμε γιὰ τὶς διαιρέσεις μεταξὺ τῶν ἐκκλησιῶν μας καὶ ἐντὸς αὐτῶν», καὶ πολλὰ ἄλλα πλανεμένα καὶ αἱρετικά.
Ἀρκοῦν ὅμως αὐτὰ γιὰ νὰ κατοχυρώσουν τὴν θέση ὅτι τὸ ἐπίμαχο συνοδικὸ κείμενο, ἐπαινώντας ἀπαράδεκτα κείμενα τῶν διμερῶν θεολογικῶν διαλόγων καὶ τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» μὲ τὰ συνυπογραφέντα κείμενα, ἀποδέχεται τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρέσεων καὶ καθιστᾶ ἔτσι ὅλη τήν «Σύνοδο» αἱρετική4.

Ἐνώπιον αὐτῆς τῆς σκληρῆς πραγματικότητος, τῆς συνοδικῆς δηλαδὴ ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρέσεων ὡς ἐκκλησιῶν καὶ εἰδικώτερα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ στάση τῶν κληρικῶν, τῶν μοναχῶν καὶ τῶν λαϊκῶν εἶναι προκαθορισμένη ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Πατερικὴ Παράδοση: Ἐπιβάλλεται διακοπὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἀπὸ ὅσους ἐπισκόπους, ὑπέγραψαν τὰ αἱρετικὰ κείμενα ἢ δέχονται τὶς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης. Τὰ πράγματα μάλιστα θὰ χειροτερεύσουν τὴν κατάσταση, ὅταν θὰ δημοσιευθοῦν τὰ «Πρακτικά» τῆς ψευδοσυνόδου, τὰ ὁποῖα ἁπλῶς θὰ ἐπιβεβαιώσουν πιὸ φανερὰ τὸ ὑπόβαθρο, τὰ θεμέλια τῶν ἀποφασισθέντων, ποὺ εἶναι τὸ αἱρετικὸ οἰκουμενιστικὸ φρόνημα τῶν περισσοτέρων ἐπισκόπων.
Ὁ μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ, μᾶς προϊδεάζει γι᾽ αὐτὸ τὸ μεῖζον θέμα ἀποκαλύπτοντας ὅτι ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου σὲ ἱερατικὴ σύναξη τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς στὶς 10-11-2016 εἶπε ὅτι τὸ πιὸ ἀποκαρδιωτικό «καὶ οὐσιῶδες ζήτημα εἶναι οἱ πεποιθήσεις ἀδελφῶν Ἀρχιερέων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὅτι ἡ ἀληθὴς πίστις δὲν ἀποτελεῖ ἀπόλυτη προϋπόθεση γιὰ τὴν μετοχὴ στὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ὅτι ἡ ἑτεροδοξία κέκτηται ἀληθὲς βάπτισμα, μυστηριακὴ δομή, ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ ἱερωσύνη καὶ ἑπομένως καὶ ἡ αἵρεση εἶναι καὶ αὐτὴ “ὁδὸς πρὸς σωτηρίαν”.
Οἱ θέσεις ὅμως αὐτὲς ἀνατρέπουν πλήρως τὴν θεολογίαν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων 2000 χρόνων καὶ ἀποτελοῦν καθαρὴ ὑποβολὴ τοῦ δαιμονικοῦ περιπαίγματος πρὸς ἀνατροπὴ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ἑπομένως οἱ συγκεκριμένοι ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀποτελοῦν ἀπόλυτο κίνδυνο γιὰ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ τραγικὸ ἄλλοθι γιὰ τὴν ἐμμονὴ τῶν κακοδόξων στὴν αἵρεσή τους. Αὐτὰ βέβαια θὰ ἀποδειχθοῦν ἀπὸ τὴν δημοσίευση τῶν πρακτικῶν τῆς Συνόδου, καὶ τότε θὰ τεθῆ τὸ τεράστιο θέμα. Μποροῦμε νὰ ἔχουμε κοινωνία μὲ ἐμφορούμενους ἀπὸ τέτοιες κακοδοξίες μὴ διακινδυνεύοντες τὴν σωτηρία τοῦ ποιμνίου μας καὶ τηροῦντες τοὺς ὅρκους τῆς Ἀρχιερωσύνης μας;»5.
Συμφωνοῦμε καθ᾽ ὅλα μὲ τὶς διαπιστώσεις ἀμφοτέρων τῶν καλῶν μας ἀρχιερέων, τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Διαφωνοῦμε μόνον μὲ τὴν πίστωση χρόνου ποὺ φαίνεται νὰ ζητοῦν καὶ νὰ κερδίζουν μὲ τὴν ἀναμονὴ τῆς δημοσίευσης τῶν Πρακτικῶν, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ βραδύνει πολὺ ἢ καὶ νὰ μὴ γίνει ποτέ. Οἱ κακοδοξίες ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ τὴν ψευδοσύνοδο, ἡ ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρέσεων ἀναγνωρίσθηκε, ὅπως ἤδη ἔχει γράψει ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου6 καὶ ἔχει διακηρύξει καὶ προφορικὰ στὴν ἐν λόγῳ ἱερατικὴ σύναξη τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς (10-11-2016), ἀπαντώντας σὲ ἐρώτημα ποὺ τοῦ ὑπέβαλε ὁ ἴδιος ὁ μητροπολίτης Σεραφείμ. Ἂν ἡ ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων ὡς ἐκκλησιῶν δὲν εἶναι κόκκινη γραμμή, τότε διακινδυνεύουν οἱ ἐπίσκοποι τὴν σωτηρία τοῦ ποιμνίου τους καὶ δὲν τηροῦν τοὺς ὅρκους τῆς Ἀρχιερωσύνης.
Οὔτε ἐπίσης ἀποτελεῖ πατερικὴ στάση καὶ λύση νὰ ψάχνουμε νὰ βροῦμε θετικὰ στοιχεῖα στὰ συνοδικὰ κείμενα καὶ νὰ προτείνουμε νὰ θεωρηθεῖ ἁπλῶς ὡς προσυνοδικὴ φάση γιὰ μία ἄλλη Ὀρθόδοξη Σύνοδο, διότι ἐκτὸς τοῦ ὅτι αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ τὸ δεχθοῦν ποτὲ οἱ ὑπέρμαχοι τῆς «Συνόδου» ποὺ τὴν θεωροῦν ὡς μεγάλο ἱστορικὸ γεγονός, ὁλοκληρωμένο καὶ τετελεσμένο, καὶ ἑπομένως «εἰς ἀέρα δέρομεν», αὐτὸ δὲν ἔγινε ποτὲ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, μία αἱρετικὴ σύνοδος νὰ θεωρηθεῖ ὡς προσυνοδικὴ φάση μιᾶς ὀρθόδοξης συνόδου. Στὶς ὀρθόδοξες συνόδους ὅλα πρέπει νὰ εἶναι ὀρθόδοξα καὶ καθαρά, ὄχι ἀναμεμιγμένα, ἀμφίσημα καὶ ἀντιφατικά. Ἀκόμη καὶ μικρὴ πλάνη καὶ ἑτεροδοξία καθιστᾶ τὸ σύνολο, τὸ πᾶν, αἱρετικὸ καὶ ἀπόβλητο, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ μετ᾽ αὐτοῦ ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες7. Ὁ Ὠριγένης εἶπε καὶ πολλὰ ὀρθόδοξα καὶ καλά, ὅπως καὶ ἄλλοι αἱρετικοί, καταδικάσθηκαν ὅμως ὡς αἱρετικοί.
Ἡ μόνη ἁγιοπατερικὴ καὶ ὀρθόδοξη λύση εἶναι νὰ ἀπορριφθεῖ καὶ νὰ καταδικασθεῖ ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης ἀπὸ μία ἄλλη Ὀρθόδοξη Σύνοδο. Καὶ αὐτὸ θὰ γίνει, ὅταν οἱ τέσσερις αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὴν ψευδοσύνοδο διακόψουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ ὅσους ἔλαβαν μέρος ἤ τὴν στηρίζουν, καὶ συνέλθουν σὲ νέα Σύνοδο, καλώντας καὶ ἐπισκόπους ἄλλων ἐκκλησιῶν μὲ ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλὰ καὶ τὸ πλῆθος τῶν Ὀρθοδόξων κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ καὶ πάλι ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως ἔγινε μὲ τὴν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας, γιατὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι εἰκονομαχικός, ἀλλὰ καὶ πολὺ χειρότερος τῆς Εἰκονομαχίας, ὡς συγκρητιστικὴ παναίρεση.
Δὲν πρόκειται γιὰ ἀληθινὴ ὀρθόδοξη σύνοδο, ἀλλὰ γιὰ αἱρετικὴ ψευδοσύνοδο. Ἁπλὴ συνάθροιση καὶ σύναξη ἐπισκόπων, καὶ μάλιστα μὲ τὸν ἀντισυνοδικὸ τρόπο ποὺ προετοιμάσθηκε καὶ ἐλειτούργησε, δὲν συνιστᾶ σύνοδο, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ὅταν δὲν φυλάσονται καὶ δὲν τηροῦνται οἱ Ἱεροὶ Κανόνες8. Ἐγκεκριμένες συνόδους θεωροῦν οἱ Κανόνες καὶ ἡ εὐσεβὴς Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, αὐτὲς ποὺ τηροῦν τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων9. Στὶς ψευδοσυνόδους δὲν εἶναι παροῦσα ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εὑρίσκεται ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ10.




Σχόλιο:

Δημοσιεύσαμε αὐτὸ τὸ μεγάλο τμῆμα τοῦ νέου ἄρθρου τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση περὶ τῆς Κολυμπαρίου Συνόδου μὲ τὴν σημείωση ὅτι,
   χαιρόμαστε μὲ τὴν θέση του ὅτι  «στὴν Κρήτη ἔγινε συνοδικὸ πραξικόπημα, ὅτι ἀποκοπήκαμε ἀπὸ τὴν Ἀποστολική, Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση»·  
   χαιρόμαστε μὲ τὴν ὀρθόδοξη διαπίστωσή του ὅτι «ἡ ψευδοσύνοδος νομιμοποίησε καὶ ἐθεσμοθέτησε τὶς αἱρέσεις» γεγονὸς ποὺ ἀποτελεῖ «πρωτοφανὴ ἐκτροπὴ καὶ παρέκκλιση ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων, καταστροφὴ καὶ ἀθέτηση τῆς στάσεως ὅλων τῶν συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων ἀπέναντι τῶν αἱρέσεων»·
      χαιρόμαστε μὲ τὴν δήλωσή του ὅτι «ἐπιβάλλεται διακοπὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἀπὸ ὅσους ἐπισκόπους, ὑπέγραψαν τὰ αἱρετικὰ κείμενα ἢ δέχονται τὶς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης»·
     καὶ ἐπίσης μὲ τὴν «διαφωνία» του γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι «οἱ καλοὶ Ἀρχιερεῖς ποὺ ὀρθοτομοῦν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας» δὲν ἀποφασίζουν νὰ κάνουν Διακοπὴ Μνημοσύνου τῶν αἱρετιζόντων, ἀλλὰ ζητοῦν «πίστωση χρόνου» ἕως ὅτου «δημοσιευθοῦν τὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου»·
   
   Καὶ ρωτᾶμε: Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, μὲ τὰ παραπάνω, ἀποδέχεται ὁ π. Θεόδωρος τὴν θέση τῆς ἁγιοπατερικῆς μας παραδόσεως (ποὺ μέχρι τώρα τὴν ἀρνιόταν) ὅτι «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται»; Ἂν ναί, ὁλοκληρώνεται ἡ χαρά μας. Ἂν ὄχι -ὅπως φάνηκε σὲ πρόσφατη ὁμιλία του, (ἐδῶ)- τότε εἶναι φανερὸ ὅτι κι αὐτὸς
   «παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀθετώντας τὴν στάση ὅλων τῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων ἀπέναντι τῶν αἱρέσεων», ποὺ ἦταν στάση ἀπομακρύνσεως ἀπὸ κάθε ἀκοινώνητο, δηλαδή, ἀπὸ κάθε ἕνα ποὺ μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο κοινωνοῦσε μὲ αἱρετικούς, ὅπως σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές.
Π.Σ.

_________________________
1. Ἐπισκόπου Μπάτσκας Εἰρηναίου, Ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 394.
2. Ἀπὸ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ Ἅγιος Παΐσιος στὸν ἀείμνηστο Γέροντα π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο γιὰ δημοσίευση στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο» μὲ ἡμερομηνία 23 Ἰανουαρίου 1968. Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς, βλ. εἰς Θεοδρομία 12 (2010) 420-423. Σχετικὸ εἶναι καὶ ἰδικό μας ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἡ “Σύνοδος” τῆς Κρήτης νόθος καρπὸς ἐξωσυζυγικῶν σχέσεων», Θεοδρομία 18 (2016) 533-541.
3. Βλ. ὑποσημ. 3 παρούσης ἐργασίας ὅπου παρατίθεται σχετικὸ τμῆμα τοῦ Α´ Κανόνος τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
4. Βλ. περισσότερα εἰς Πρωτοπρεσβύτερος Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος, «Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης καὶ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», Θεοδρομία 18 (2016) 557-565 καὶ Μοναχὸς Σεραφείμ, «Γιατί εἶναι αἱρετικὴ ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου (συνοπτικῶς)» Στῦλος Ὀρθοδοξίας, 14 Ὀκτωβρίου 2017, καὶ aktines.blogspot.gr.
5. Μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφεἰμ, «Ὑπόμνημα ἐπὶ τῆς ἐκτάκτου συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας (23-24.11.2016)», Θεοδρομία 18 (2016) 460-461.
6. Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος, «Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο καὶ ἡ κατάληξή τους», Θεοδρομία 18 (2016) 421-425.
7. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν Πρὸς Γαλάτας Ὁμιλία Α´, 6, PG 61, 622: «Μικρὸν παραποιηθέν, τὸ ὅλον λυμαίνεται... Καθάπερ γὰρ ἐν τοῖς βασιλικοῖς νομίσμασιν ὁ μικρὸν τοῦ χαρακτῆρος περικόψας ὅλον τὸ νόμισμα κίβδηλον εἰργάσατο, οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ τὸ βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντὶ λυμαίνεται, ἐπὶ τὰ χείρονα προϊὼν ἀπὸ τῆς ἀρχῆς».
8. Ἐπιστολὴ 24, Θεοκτίστῳ Μαγίστρῳ, G. Fatouros (Ed.), Theodori Studitae Epistulae, τόμ. 1, σελ. 66. «Σύνοδος τοίνυν, δέσποτα, οὐ τὸ ἁπλῶς συνάγεσθαι ἱεράρχας τε καὶ ἱερεῖς, κἂν πολλοὶ ὦσιν (κρείσσων γάρ, φησίν, εἷς ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ἢ μύριοι παραβαίνοντες), ἀλλὰ τὸ ἐν ὀνόματι Κυρίου, ἐν τῇ ἐρεύνῃ καὶ φυλακῇ τῶν κανόνων».
9. Περὶ τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ ἐξορίᾳ, 12, PG 90, 148: «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν».
10. Ἀναίρεσις Γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3, ΕΠΕ 3, 608: «Καὶ γὰρ οἱ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσὶ καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί, καὶ τοσοῦτον μᾶλλον, ὅσον ἂν σφῶν καταψεύδαντο, ποιμένας καὶ ἀρχιποιμένας ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλοῦντες καὶ ὑπ᾽ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδὲ γὰρ προσώποις τὸν Χριστιανισμόν, ἀλλ᾽ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα».


3 σχόλια:

  1. Ανώνυμος19/12/17, 9:29 μ.μ.

    Η Εκκλησία της Ρωσίας και της Αντιόχειας σύμφωνα με τις Αποφάσεις τους δεν αποδέχθηκαν τον Πανορθόδοξο χαρακτήρα της "Συνόδου" του Κολυμπαρίου, ούτε αποδέχθηκαν τις Αποφάσεις που ελήφθησαν, διότι δεν υπήρχε Πανορθόδοξη ομοφωνία. Οι Εκκλησίες της Βουλγαρίας και Γεωργίας εκτός από τους παραπάνω λόγους έθεσαν και αντιρρήσεις δογματικής φύσεως. Καμμία από τις τέσσερεις Εκκλησίες δεν Κατεδίκασε ευθέως, όχι σαν συμπέρασμα των αναφερομένων στις Αποφάσεις τους, αλλά ευθέως, την "Σύνοδο" του Κολυμπαρίου, ούτε Κατεδίκασε ευθέως τις Αποφάσεις της "Συνόδου" αυτής, ούτε ονόμασε ευθέως Αιρετικές, ούτε την "Σύνοδο" ούτε κάποιες από τις Αποφάσεις της, αντιθέτως Κοινωνούν ακώλυτα με τις 10 Τοπικές Εκκλησίες, που αποδέχθηκαν την "Σύνοδο" του Κολυμπαρίου και έτσι στην πράξη αναγνωρίζουν de facto, ότι η "Σύνοδος" του Κολυμπαρίου είναι Ορθόδοξη Σύνοδος. Η λύση να Καταδικάσουν οι 4 Εκκλησίες με μεγάλη Σύνοδο την "Σύνοδο" του Κολυμαρίου είναι μάλλον ανέφικτη, όχι οι 4 Εκκλησίες , αλλά ούτε και μία, έστω μεμονωμένα, δεν πρόκειται να προχωρήσει σε τέτοια πράξη. Τον αγώνα εκ των πραγμάτων αναλαμβάνει ο Ευσεβής Κλήρος και Λαός, σύμφωνα με την Πανορθόδοξη Σύνοδο του 1848, όπου αναγνωρίζεται ο ρόλος του Ευσεβούς Λαού ως ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΗ της Πίστεως. Σε Κληρικολαίκές πλέον συνελεύσεις, ει δυνατόν σε όλα τα μέρη όπου υπάρχουν Ορθόδοξοι, πρέπει να Καταδικάζονται, ακόμη και Αναθεματίζονται ως Αναφώνηση, όλες οι Ετεροδιδασκαλίες και Καινοτομίες της Ορθοδόξου Πίστεως που υϊοθετήθηκαν στις Αποφάσεις της Ψευδοσυνόδου του Κολυμπαρίου, αφήνοντας την τελική Καταδίκη δοξασιών και προσώπων σε μία Μελλοντική αληθινά Πανορθόδοξη Σύνοδο. Με αυτό τον τρόπο θα αποφύγουμε τουλάχιστον την πλήρη, άμεση ή έμμεση, αποδοχή της Ψευδοσυνόδου από το Σώμα Της Εκκλησίας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος20/12/17, 6:14 π.μ.

    Καίριο ερώτημα και σαφέστατο. Περιμένουμε την απάντηση του αγωνιστού π. Θεοδώρου για να χαρούμε όντως και να συμπορευτούμε στην αποτειχιση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος20/12/17, 2:01 μ.μ.

    Σήμερα προβάλεται το επιχείρημα ότι όταν θα δημοσιευθούν τα Πρακτικά της Ψευδοσυνόδου τότε κάποιοι εκ των Αρχιερέων σκέπτονται να αντιδράσουν δυναμικά. Το πιθανότερο είναι ότι όταν πραγματι δημοσιευθούν τα πρακτικά αυτά μετά την πάροδο ικανού χρόνου ή χρόνων η όποια δυνατότητα αντίδρασης εκ μέρους τους θα έχει ουσιαστικά εκμηδενισθεί και η Ψευδοσύνοδος θα έχει ήδη γίνει ουσιαστικά Αποδεκτή στο Εκκλησιαστικό Σώμα, ίσως και εξ αιτίας της προβαλόμενης σήμερα ως προσωρινής Ανοχής εκ μέρους τους. Εάν όντως υπάρχει θέληση για αντίδραση στην Ψευδοσύνοδο του Κολυμπαρίου αρκούν οι δημοσιευθείσες Αποφάσεις της και τα όσα επράχθησαν και ελέχθησαν εκεί ενώπιον τόσων μαρτύρων. Το ερώτημα όμως είναι εάν όντως υπάρχει διάθεση για δυναμική αντίδραση σε κάποιους από το Σώμα των Αρχιερέων ή το επιχείρημα αυτό προβάλεται ως ένα μέσον Αναβολής, όπως παλαιότερα κάποιοι προγενέστεροι πρόβαλαν το γνωστό επιχείρημα ανοχής του Φιλοοικουμενισμού με την φράση ανεχόμαστε " Αχρι Καιρού ".

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.