ΠΛΕΙΟΝΕΣ ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ
Περί τήν «Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων
γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος
τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου
περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου
Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν»
π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ
Λάβαμε ἕνα
πολυσέλιδο κείμενο-ἐπιστολή, ἀπὸ τὸν π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ, ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ἔγκριτο
ἁγιορείτη μοναχὸ (γνωστὸ ἀπὸ δημοσιεύσεις σὲ θεολογικὸ περιοδικό). Ὁ ἁγιορείτης
(τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν δημοσιεύουμε, γιατὶ δὲν μᾶς ἀπάντησε ἂν ἐπιθυμεῖ τὴ
γνωστοποίηση τοῦ ὀνόματός του) εἶχε πρὸ μηνῶν ἀποστείλει (σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς
διαχειριστὲς τοῦ ἱστολογίου Ρaterikiparadosi) κριτικὴ γιὰ τὸ βιβλίο «Ἡ Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ
τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ
Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν», τοῦ π.
Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ.
Ὁ π. Εὐθύμιος,
τὸν ὁποῖο πληροφορήσαμε γιὰ τὴν κριτικὴ τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ, θέλησε νὰ ἀπαντήσει,
διότι πρόκειται περὶ μιᾶς μονομεροῦς κριτικῆς, ποὺ παραποιεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ
Παράδοση περὶ τοῦ θέματος. Ἀπὸ αὐτὴν ἀπουσιάζουν ἁγιοπατερικὰ χωρία καὶ γνῶμες
τῶν Ἁγίων Πατέρων, καὶ ἕνα τόσο μεγάλο καὶ κρίσιμο θέμα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν
συγχρόνων αἱρετικῶν ἐξετάζεται μὲ προσωπικὲς γνῶμες. Κι αὐτὸ τὴ στιγμή, ποὺ στὸ
βιβλίο παρατίθενται ἑκατοντάδες πατερικὰ κείμενα πρὸς ἐπίρρωση καὶ κατοχύρωση τῶν
θέσεων τοῦ συγγραφέα.
Δημοσιεύουμε τὸ
κείμενο, γιατὶ ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ συνεχῶς ἐπεκτείνεται, καὶ δὲν
φαίνεται καμιὰ σοβαρὴ ἀντίδραση ἐναντίον της. Μάλιστα, οἱ ἁγιορεῖτες ποὺ
παραδοσιακὰ ἀποτελοῦσαν τὸν κυματοθραύστη τῶν αἱρέσεων, τώρα ἀδρανοῦν, καὶ
δυστυχῶς, μὲ μιὰ τέτοια κριτικὴ (ὅπως τοῦ ἐν λόγῳ ἁγιορείτη) ἀποτρέπουν ἀπὸ τὸν
ἀγῶνα, κατηγορώντας μὲ διάφορες αἰτιάσεις καὶ ἐκείνους ποὺ δεχόμενοι πολυμέτωπο
πόλεμο, δὲν ἔπαυσαν νὰ ἀγωνίζονται ἐν συνειδήσει τῆς δικῆς τους ἀδυναμίας, ἀλλὰ
καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.
Ἀκολουθεῖ τό
Γ΄ Μ έ ρ ο ς
Ἐν συνεχείᾳ θά ἀναφερθῶ εἰς τήν ἑπομένη
παράγραφο τῆς ἐπιστολῆς σου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Γράφεις ἐν προκειμένῳ στήν σελίδα (9) τά ἑξῆς: «Ἀπό τόν ἅγιο Θεόδωρον τὸν Στουδίτην (+829) μέχρι σήμερα ἡ μοναδική(!!!)
περίπτωσις ὀρθῆς ἀποτειχίσεως (σύμφωνα πρὸς τὴν ἐξαίρεσιν τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος), ποὺ
προσάγει ὁ π. Ε., εἶναι ἡ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ».
Ἐδῶ πάτερ, πρέπει νά σοῦ ἐπισημάνω ἀδελφικά ὅτι
ὁμιλεῖς καί ἀποφαίνεσαι, κατά τό δή λεγόμενο, μέ τό κῦρος χιλίων Καρδιναλίων.
Δέν ἀφήνεις οὔτε κἄν ὑποψία στόν ἀναγνώστη τῆς ἐπιστολῆς σου ὅτι εἶναι δυνατόν
κάπου νά σφάλλης. Καί τό χειρότερο εἶναι ὅτι, ὅλες οἱ θεωρίες καί ἀπόψεις σου εἶναι
κυριολεκτικά ἀμάρτυρες ἀπό πλευρᾶς ἁγιογραφικῆς, κανονικῆς καί Πατερικῆς.
Ἤθελα ὅμως εἰς τό σημεῖο αὐτό νά σέ ἐρωτήσω τό
ἑξῆς. Ἐφ’ ὅσον, κατά τά λεγόμενά σου, ἀπό τότε πού ἐγράφη ὁ ἐν λόγῳ Κανόνας
μέχρι σήμερα (διάστημα περίπου χιλίων διακοσίων ἐτῶν) μία μόνο φορά ἐφαρμόσθηκε
(καί αὐτή ὅπως ἀναφέρεις κατωτέρω μέ ἰδιάζουσα μορφή), γιά ποιόν λόγο νά γραφῆ;
Προφανῶς οἱ ἱεροί Κανόνες ἔχουν σκοπό νά μᾶς προστατεύσουν ἀπό τήν πλάνη καί νά
μᾶς ὁριοθετοῦν στήν ὀρθόδοξο ὁδό. Αὐτός ὅμως εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος (προφανῶς)
δημιουργεῖ σύγχυσι στούς Χριστιανούς, τούς ὁδηγεῖ στήν πλάνη, καλλιεργεῖ τά
σχίσματα καί τό χειρότερο ἀναπαύει τήν συνείδησι ὅτι εὑρίσκονται σέ ὀρθόδοξο ἔδαφος
καί ἐντός τῶν ὁρίων πού ἔθεσαν οἱ Πατέρες. Ἄρα λοιπόν ἐγράφη καθ’ ὑπόδειξιν τοῦ
δαιμονικοῦ πνεύματος καί μέ σκοπό τήν ἐξαπάτησι τῶν Ὀρθοδόξων μέ βάσι τούς ἱερούς
Κανόνες. Συνεπῶς γιά σένα ὁ Κανών αὐτός εἶναι ἄχρηστος, ἐφ’ ὅσον ποτέ δέν ἐφαρμόσθηκε
καί συγχρόνως ἐπιβλαβής, ἐφ΄ ὅσον καλλιεργεῖ καί εὐνοεῖ τήν σύγχυσι καί τά
σχίσματα. Θέλω ὅμως νά πιστεύω ὅτι θά ἰδῆς διαφορετικά τόν Κανόνα, ἐάν ἀπαλλαχθῆς
ἀπό τίς θολές καί ἀμάρτυρες θεωρίες, οἱ ὁποῖες χωρίζουν τούς αἱρετικούς σέ
κατηγορίες καί ὑποκατηγορίες, ἐν ὅσῳ βεβαίως εὑρίσκονται στήν πλάνη.
Ἐν συνεχείᾳ στήν ἐπιστολή σου ἀναφέρεις τά ἑξῆς:
«Ἀλλά νομίζω ὅτι καὶ σ’ αὐτήν ἀκόμα τήν
περίπτωσιν ὑπάρχει κάτι τό ἰδιάζον: Ἀπό τήν σύνοδον τοῦ 1341 καταδικάζεται ἡ αἵρεσις
καί οἱ ἐκπρόσωποί της καί δικαιώνεται πανηγυρικῶς ὁ Ἅγ. Γρηγόριος καί ἡ
διδασκαλία του. Ὅταν ἀμέσως μετά ὁ
Καλέκας στηρίζῃ τήν αἵρεσιν, χειροτονῇ τόν Ἀκίνδυνον καί τόν προωθῇ καί δι’ ἐπίσκοπον,
ἀναθεματίζῃ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο καί τούς ὁμόφρονάς του (δηλ. τήν Ὀρθοδοξίαν) δι’ ἐπισήμου
ἐγκυκλίου (χρησιμοποιώντας μάλιστα μηχανορραφίες καί πολιτικά μέσα), δέν εἶναι ἐμφανές
ὅτι δέν πρόκειται γιά μιά ἁπλῆ διακήρυξι ἀλλά διά σαφῆ ἔμπρακτον προσχώρησιν στήν αἵρεσιν, αὐτοαποκοπήν του ἀπό τήν Ἐκκλησίαν
καί καταδίωξιν αὐτῆς;».
Ἐδῶ, πάτερ, ἄν σέ ἑρμηνεύω σωστά, ὁ Καλέκας αὐτοαποκόπηκε
ἀπό τήν Ἐκκλησία καί προσχώρησε ἐμπράκτως στήν αἵρεσι, ἐπειδή, ὅπως ἀναφέρεις στήριξε τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς του,
χειροτόνησε τόν Ἀκίνδυνο καί καθήρεσε τόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Μήπως ὁ
σημερινός διάδοχος τοῦ Καλέκα, ὁ Πατριάρχης δηλαδή Βαρθολομαῖος κάνει κάτι
λιγότερο; Αὐτός πού μέ τήν ἀναγνώρισι τῶν μυστηρίων ἀθώωσε ὅλους τούς αἱρετικούς
καί τούς ἔστειλε τό Ἅγ. Πνεῦμα νά εὐλογῆ τίς πλάνες των, μέ τήν ἐπίσημο και
συνοδική προσχώρησι στό Π.Σ.Ε. μεταφέρθηκε ἐκουσίως ἀπό τήν ὀρθόδοξο παράταξι τοῦ
Κυρίου στό στρατόπεδο τοῦ σατανᾶ, μέ τίς ἐπίσημες καί πανηγυρικές συμπροσευχές
καί συνιερουργίες διακωμωδεῖ τά ἱερά καί τά ὅσια τῆς πίστεως, τοποθετώντας ἁγιογραφικῶς
τούς μαργαρίτας ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μέ τήν ἐπίσημο ἀναγνώρισι τῶν «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν»
συμμετέχει ἐνεργῶς στήν θρησκευτική παγκοσμιοποίησι καί στήν ἑτοιμασία διά τόν ἐρχομό
τοῦ Ἀντιχρίστου, μέ τήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων, μέ τήν διακήρυξι ὅτι οἱ Ἅγιοι πού
προκάλεσαν καί διαιώνισαν τό σχίσμα ὑπῆρξαν θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, μέ τήν ἐπίσημο
μετάδοσι τῶν ἀχράντων μυστηρίων στούς αἱρετικούς, μέ τήν ἐπίσημο διανομή
Κορανίων, τά ὁποῖα ὀνομάζει ἅγια μέ...., μέ..., μέ τήν ἐπίσημο τέλος τοποθέτησί
του ὑπέρ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν ὁποία ὅπου εὑρεθῆ καί ὅπου σταθῆ ὑπερασπίζεται
καί καυχᾶται δι’ αὐτό, τοποθετώντας τόν ἑαυτόν του μεταξύ τῶν πρωτεργατῶν τῆς ἀγχρώμου
θρησκευτικῆς ἑνότητος, αὐτός λέγω μέ ὅλα αὐτά ὑστερεῖ σέ τίποτε ἀπό τόν
προκάτοχό του Πατριάρχη Καλέκα, γιά τόν ὁποῖο ἐσύ ὁ ἴδιος ὁμολογεῖς ὅτι αὐτοαποκόπηκε
ἀπό τήν Ἐκκλησία καί προσχώρησε στήν αἵρεσι;
Καί τό ὅτι ἐπί πλέον καταδιώκει ἀπηνῶς ὅσους
δέν τόν ἀναγνωρίζουν καί δέν τόν μνημονεύουν ὡς ὀρθόδοξο Πατριάρχη καί ὅσο ἐξαρτᾶται
ἀπό αὐτόν χρησιμοποιεῖ θεμιτά καί ἀθέμιτα μέσα καί κινεῖ πᾶσα μηχανή πρός ἐξόντωσι
τῶν ὑπεναντίων (ὄχι φυσικά τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά τῶν Ὀρθοδόξων), συμπληρώνει καί ὑπερθεματίζει
καί αὐτήν τήν πλευρά τοῦ Καλέκα, ὁ ὁποῖος συμπεριφέρθηκε ἀναλόγως στόν ἁγ.
Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Ἐσύ τελικά πάτερ, τί πιστεύεις γιά τόν
σημερινό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο; Ἔχει αὐτοαποκοπεῖ μέ ὅλα αὐτά ἀπό τήν Ἐκκλησία,
καί ἄρα δέν πρέπει νά μνημονεύεται ἀπό τούς ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἤ ἀκόμη ὑπολείπεται
τοῦ Καλέκα καί πρέπει νά δραστηριοποιηθῆ στό ἔργο του διά νά μή φανῆ ἐλλιπής
καί νωθρός; Ἐγώ προσωπικά πιστεύω ὅτι ἔχει κατά πολύ ὑπερβῆ τόν προκάτοχό του
Καλέκα στήν ἔμπρακτη προσχώρησι στήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλά δυστυχῶς τά
κριτήρια μέ τά ὁποῖα κρίνεις τούς δύο αὐτούς αἱρετικούς εἶναι τελείως
διαφορετικά δι’ εὐνόητους λόγους.
Θέλω ἀκόμη νά σταθῶ στό θέμα τῆς αὐτοαποκοπῆς ἀπό
τήν Ἐκκλησία καί τῆς ἐμπράκτου προσχωρήσεως στήν αἵρεσι. Ἐδῶ, ἄθελά σου προφανῶς,
ὁμολογεῖς ὡς ὑποχρεωτικόν τόν κατά τά λεγόμενά σου δυνητικόν Κανόνα. Δηλαδή ὁ ἅγ.
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀποτειχίσθηκε πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀπό ἕναν ψευδεπίσκοπο
καί ψευδοδιδάσκαλο. Ἐπειδή δέ αὐτό τό ἔκανε ὁ ἅγ. Γρηγόριος δέν μπορεῖς νά ἀμφισβητήσης
τήν ὀρθότητά του, ἐνῶ ἄν τό ἔκανα ἐγώ ἤ κάποιος ἄλλος ἀσφαλῶς θά εἶχες τίς ἀντιρρήσεις
καί ἐνστάσεις σου. Προκειμένου ὅμως νά τό ἀπομονώσης ὡς ἐξαίρεσι τῆς ἐξαιρέσεως,
χρησιμοποιεῖς πάλι ὀρθολογισμό, συγχέεις τίς ἔννοιες χρησιμοποιώντας δικές σου ὁρολογίες
καί τελικά καταλήγεις μέσα ἀπό νεφελώδη συμπεράσματα στήν ὁμολογία, τήν ὁποία
τόσο ἁπλά καί καθαρά παρουσιάζει ὁ βαπτισθείς μέ τό ὄνομα δυνητικός Κανόνας.
Γράφεις συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «...δέν εἶναι ἐμφανές (δηλαδή μέ ὅλα αὐτά
πού ἔκανε ὁ Καλέκας) ὅτι δέν πρόκειται γιὰ μιὰ ἁπλῆ διακήρυξιν αἱρέσεως, ἀλλὰ
διὰ σαφῆ ἔμπρακτον προσχώρησιν στὴν αἵρεσιν, αὐτοαποκοπὴν του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν
καί καταδίωξιν αὐτῆς;». Σέ τί ἄραγε πάτερ, διαφέρει ἡ διακήρυξις τῆς αἱρέσεως
ἀπό τήν ἔμπρακτον προσχώρησι εἰς αὐτήν; Ὅταν δηλαδή ἐγώ διακηρύττω τήν αἵρεσι,
δέν προσχωρῶ συγχρόνως εἰς αὐτήν; Ὅταν ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ὁμολογῶ τήν ὀρθόδοξον
πίστιν δέν συντάσσομαι συγχρόνως μέ αὐτήν;
Ἄκουσε σέ παρακαλῶ, τί ἐν προκειμένῳ λέγει ὁ ἅγ.
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης διά νά διαπιστώσης ὅτι, καί μία ἁπλή ὁμολογία καί μάλιστα ἰδιωτική,
μᾶς συντάσσει μέ τήν αἵρεσι καί ὡς ἐκ τούτου ἀπαιτεῖται διακοπή ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας: «...δεῖ δέ ἐπερωτᾶν τῆς αἱρέσεως
κρατούσης πάντως, ὁμολογίαν δέ δεχομένοις ἀρκεῖσθαι, οὐκ οἶδα εἰ μή προδήλως
ψευδολόγος αὕτη˙ τό γάρ φαίειν σέ διδάσκεσθαι ἡμᾶς παρά τῶν πατέρων, μή ἐπερωτᾶν,
περί καιροῦ, οὗ μή ἔστιν αἵρεσις μαινομένη καί περί τῶν μή προδήλως
κατεγνωσμένων»· καί κατωτέρω στήν
ἴδια ἐπιστολή «εἰ καθ’ ὁδόν τύχοι ὀρθόδοξον
ὑπό τινος ἱερωμένου ἤ λαϊκοῦ προσκληθῆναι εἰς συνεστίασιν, εἴη δέ καιρός ψαλμῳδίας˙
πῶς ἔστι διαγενέσθαι; εἶπον, καί πάλιν λέγω˙ αἱρέσεως ἐπικρατούσης καί μή
καταβληθείσης δι’ ὀρθοδόξου Συνόδου, ἀναγκαῖον τό διερωτᾶν ἐπί τε τῆς θείας
μεταλήψεως καί κοινῆς ἑστιάσεως, καί οὐδείς καιρός πρός ταῦτα αἰδοῦς καί ἀωρίας»
(Φατ. 40, 118, 83 καί 118, 109).
Ἐπίσης σέ ἄλλη ἐπιστολή ἀναφέρει: «ἀλλ’ ἐπεί ἄνθρωποι, ὡς ἄνθρωποι, παρακαλῶ,
τά πράγματα κατίδωμεν. Διότι ἄνθρωπος, εἰς πρόσωπον, θεός δέ εἰς καρδίαν ὁρᾷ, καί ἡ διά στόματος ὁμολογία μόνον ἀπαιτείσθω, ἡνίκα μή
προφανῶς διαψεύδηται»
(Φατ. 53, 157, 59).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος, προκειμένου γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι
ἀπαιτεῖ νά ἐρωτᾶμε κάποιον διά τό τί πιστεύει ὡς πρός τήν ὑπάρχουσα αἵρεσι καί ἀπό
τήν ἀπάντησί του θά ἐξαρτᾶται καί ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μας μέ αὐτόν. Ἄρα
λοιπόν ἡ ὁμολογία, δημοσίως γινομένη, εἶναι ἡ διακήρυξις τῆς αἱρέσεως καί ἡ ἔμπρακτος
προσχώρησις εἰς αὐτήν καί αὐτοαποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Προφανῶς λοιπόν, ἐσύ προσπαθώντας νά συσκιάσης
τά πράγματα καί νά θολώσης, κατά τό δή λεγόμενο, τά νερά, ἐξαίρεις τήν στάσι τοῦ
Καλέκα διά νά τονίσης τό ἀναγκαῖο τῆς ἀποτειχίσεως τοῦ ἁγ. Γρηγορίου, τήν
στιγμή μάλιστα κατά τήν ὁποία ὁ Καλέκας ἐνήργησε φυσιολογικά, ὅπως ὅλοι οἱ αἱρετικοί
καί ἔκανε πολύ λιγότερα ἀπό τούς σημερινούς Οἰκουμενιστές.
Πάντως ἐδῶ
ὀφείλω νά ὁμολογήσω ὅτι διαφοροποιεῖσαι ἀπό τούς Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι σέ ὁποιαδήποτε
περίπτωσι διακηρύξεως αἱρέσεως ἀπαιτοῦν ὁπωσδήποτε συνοδική ἀπόφασι,
προκειμένου νά διακοπῆ ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Ἐν συνεχείᾳ στήν ἀναφορά σου στόν ἅγ. Γρηγόριο
τόν Παλαμᾶ καταλήγεις ὡς ἑξῆς: «Ἀλλ’ ἀκόμη
καί ἄν παραβλεφθῇ ὁ ἰδιάζων αὐτὸς χαρακτὴρ καὶ θεωρηθῇ ἡ στάσις τοῦ Καλέκα ὡς ἁπλῆ
διακήρυξη αἱρέσεως, πρόκειται γιὰ τὴν μοναδικὴν ἀποτείχισιν (σύμφωνα μὲ τὴν ἐξαίρεσιν
τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος) ἐντὸς 12 αἰώνων(!) καὶ ἐνῶ στὸ διάστημα αὐτὸ ἐγένοντο πλῆθος ἄπειρον
αἱρετικῶν διακηρύξεων».
Ἐδῶ πάλι μέ τό «ἄπειρο πλῆθος τῶν αἱρετικῶν διακηρύξεων» προσπαθεῖς νά ὑπεραμυνθῆς ὡς
πρός τό δυνητικόν τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος. Εἶναι δηλαδή, πάτερ, σάν νά λές ὅτι, ἐπειδή
σήμερα ὡς πρός τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὑπάρχει πλῆθος ἄπειρο αἱρετικῶν
διακηρύξεων καί δέν ὑπάρχει συστηματική καί καθολική ἀποτείχισις, ἄρα ὁ Κανόνας
εἶναι δυνητικός καί ὄχι ὑποχρεωτικός.
Ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἐνδιαφέρει τί εἶπαν καί τί ἔπραξαν
οἱ Ἅγιοι εἰς αὐτό τό θέμα καί τί λέγει περί τούτου ἡ ἁγ. Γραφή. Δηλαδή, καί ἔτσι
ὅπως τά λές νά ἦταν τά πράγματα, ἄν αὐτό ἀντιστρατεύεται στήν ἁγ. Γραφή καί
στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, εἶναι λάθος καί δέν θά ἔπρεπε κἄν νά τό ἀναφέρης,
διότι κατ’ αὐτόν τόν τρόπο προσπαθεῖς διά τοῦ κακοῦ νά στηρίξης τό κακό καί
μάλιστα στήν χειρότερή του μορφή, πού εἶναι ἡ αἵρεσις.
Μέ ὅλα αὐτά πού ἀναφέρω δέν σημαίνει ὅτι ἀποδέχομαι
τήν ἱστορική σου ἀναδρομή τῶν δώδεκα αἰώνων, διότι πιστεύω ὅτι ἡ σωσίβιος
λέμβος στήν ὁποία στηρίζεσαι εἶναι ὁ διαχωρισμός τῶν κατηγοριῶν καί ὑποκατηγοριῶν
τῶν αἱρετικῶν, ἐν ὅσῳ εὑρίσκονται στήν αἵρεσι.
Θά ἔλθω ἐν συνεχείᾳ στήν (10η)
σελίδα τῆς ἐπιστολῆς σου, στήν ὁποία ἀναφέρεσαι στήν αἵρεσι τοῦ «Filioque».
Γράφεις συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Τά περί Filioque εἶναι ἐμφανέστατα ἐναντίον τοῦ π. Ε. ...Καθόσον: Οἱ Ὀρθόδοξοι
Πάπαι Ρώμης διετήρουν ἐπὶ αἰῶνες –μετὰ τὰς αἱρετικὰς Συνόδους: Τολέδο (589),
Φραγκφούρτης (794) καὶ Ἄαχεν (809)– τὴν κοινωνίαν μετὰ τῶν αἱρετικῶν Φράγκων. Οἱ
δὲ 4 Πατριάρχαι τῆς ἀνατολῆς ἐκοινώνουν μὲν ἐπὶ τοσούτους αἰῶνας τῷ Ὀρθοδόξῳ
μέν, ἀλλὰ κοινωνοῦντι μεθ’ αἱρετικῶν Πάπα Ρώμης, στὴν συνέχεια δέ, ὅταν οἱ
Πάπαι ἐξέκλιναν εἰς τὴν αἵρεσιν, ἐμακροθύμουν καὶ ᾠκονόμουν ἐπ’ ἀρκετὸν
διάστημα τὴν μετ’ αὐτῶν κοινωνίαν, εὐελπιστοῦντες –καὶ ὑποβοηθοῦντες διὰ τοῦ
τρόπου αὐτοῦ– εἰς τὴν ἐπιστροφὴν τῆς ἐκπεσούσης Πρωτοθρόνου “Ἐκκλησίας” τῆς
Ρώμης».
Ἐδῶ πραγματικά, πάτερ, θέλω νά σταματήσω τήν
μεταξύ μας ἀντιπαράθεσι, διότι κατανοῶ ὅτι ὑπεισέρχομαι σέ προσωπικές τοποθετήσεις
σεβαστῶν κατά τά ἄλλα πατέρων καί μάλιστα Ἁγιορειτῶν. Βλέπω ἐμφανῶς ὅτι δέν
χρησιμοποιεῖες μόνον ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα καθημερινῶς διαδίδουν οἱ Οἰκουμενιστές,
ἀλλά χρησιμοποιεῖς τά ἐπιχειρήματα τῶν ἰδίων τῶν Παπικῶν. Διότι ἀπό τούς Οἰκουμενιστές καί τούς
Παπικούς ἀκοῦμε αὐτές τίς περί τοῦ «Filioque» θεωρίες. Καί αὐτοί μέν τά ἀναφέρουν προκειμένου νά
στηρίξουν τήν σημερινή μεταξύ των ἀλληλοαναγνώρισι καί ἀλληλοπεριχώρησι. Ἐσύ ὅμως,
γιατί τά ἀναμασᾶς καί τά ἀναφέρεις καταδεικνύοντας ἐμφανῶς ὅτι συμπορεύεσαι μέ
αὐτούς ἤ τουλάχιστον δικαιολογεῖς ἱστορικῶς τόν ἐκτροχιασμό των; Καί ἔτσι
δηλαδή, νά εἶναι ἱστορικά τά πράγματα, δέν θά ἔπρεπε νά τά ἰσχυριζώμεθα, διότι
προφανῶς ὑποβοηθοῦμε εἰς τήν ἐξάπλωσι καί ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως τῆς ἐποχῆς
μας, ἡ ὁποία οὐσιαστικά δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν ἀθώωσι, ἀλληλοπεριχώρησι καί ἀναγνώρισι
τῶν πάσης φύσεως αἱρετικῶν. Τώρα ὅμως πού καί ἱστορικά δέν εἶναι ἔτσι τά
πράγματα τί γίνεται; Ποῦ εὑρισκόμεθα; Ποῦ βαδίζομε; Ποίους καλύπτομε καί ἀθωώνομε;
Διάβασε λοιπόν μία ἱστορική θεώρησι τῆς περί
«Filioque» ὑποθέσεως, ἡ ὁποία κατά τήν γνώμη μου συμφωνεῖ ἀπολύτως μέ τήν ὀρθόδοξο
Παράδοσι, τήν ἁγ. Γραφή κλπ. Εἶναι ἐρανισμένη ἀπό τό δίτομο ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου
Ρωμανίδη «Δογματική καί Συμβολική
Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Ἀναφέρει ὁ π. Ἰωάννης τά ἑξῆς ἱστορικά
ἐπί τοῦ θέματος τούτου στοιχεῖα:
«Κατά
τάς Φραγκικὰς πηγάς τό θέμα περί FILIOQUE ἐκινήθη ὑπό τινος μοναχοῦ ὀνόματι Ἰωάννου τῶν Ἱεροσολύμων. Εἰς τό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν ὑπῆρχε μοναστήριον τῶν Φράγκων, ὅπου, κατά τό μόλις
τότε τῷ 808 εἰσαχθέν ἐκεῖ φραγκικόν ἔθιμον, ἐψάλλετο τό Σύμβολον μετά τῆς προσθήκης. Οἱ Ρωμαῖοι (Ἕλληνες) μοναχοί κατηγόρησαν τούς
Φράγκους ὡς αἱρετικούς. Οἱ Φράγκοι ἀπετάθησαν εἰς τόν Πάπαν Λέοντα Γ', ὅστις ἐνημέρωσε δεόντως καί τόν Κάρολον τόν ἐν τῇ Δύσει λεγόμενον
Μέγαν. Τῷ 809 ὁ Κάρολος συνεκρότησε μεγάλην Σύνοδον ἐν Ἀκυϊσγράνω τῆς Ἱεραρχίας τῶν Φράγκων, ἥτις ἐθέσπισεν ὡς δόγμα τήν γενομένην
περί τὸ 780 προσθήκην τοῦ FILIOQUE καί ἀφώρισε τούς μή συμφωνοῦντας. Παραδόξως τά
πρακτικὰ δέν σώζονται. Ἀπό τά λεχθέντα ὅμως τῶν ἀποκρισαρίων τοῦ Καρόλου πρός Λέοντα Γ' φαίνεται ὅτι ἡ περί τοῦ FILIOQUE συζήτησις ἐν τῇ ἐν λόγῳ Συνόδῳ ἦτο θυελώδης.
"Συχναῖς γάρ καί ἀλλεπαλλήλοις
συζητήσεως βάλλεται προσβολαῖς ἡ καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησία...". Τῷ 809 ἀπεστάλη τριμελής ἐπιτροπή, ἵνα ἐνημερώσῃ τόν Πάπαν περί τῶν πεπραγμένων καί, ὡς φαίνεται, ἵνα ἀποσπάσῃ τήν σύμφωνον γνώμην του.
»Περί τῆς ἐπισκέψεως ταύτης σῴζονται δύο ἐνδιαφέροντα πρακτικά,
τό μέν δημοσιευμένον εἰς τήν συλλογήν τῶν πρακτικῶν τῶν Ρωμαϊκῶν Συνόδων, τό δέ τοῦ μοναχοῦ Σμαράγδου, ἑνός τῶν τριῶν Φράγκων ἀποκρισαρίων τοῦ Καρόλου, ὅστις ἐκράτησε λεπτομερές πρακτικόν τῶν περί τῆς προσθήκης συζητήσεως μεταξύ τοῦ Πάπα καί τῶν ἀποκρισαρίων. Παρά τήν
Φραγκικήν προέλευσιν τῶν πρακτικῶν φαίνεται σαφῶς ἡ δογματικά Ὀρθόδοξος θέσις τοῦ Πάπα» (Τόμ. Α΄, σελ. 316, 317). Ὀλίγον δέ κατωτέρω ἀναφέρει:
«Ἤδη ὁ Κάρολος τῷ 794 ἀπεκήρυξε τούς Ρωμαίους, ὡς αἱρετικούς, διά τῆς ἐν τῇ Συνόδῳ τῆς Φραγκφούρτης
καταδίκης τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅτε μετ' ἐπιμονῆς διεκήρυξαν οἱ Φράγκοι τὸ FILIOQUE εἰς ἀντίδρασιν πρός τά γραφόμενα τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἁγίου Ταρασίου περί ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπορεύσεως, τό ὁποῖον εἶχεν ὑποστηρίξει καί ὁ Πάπας Ἀδριανός Α'» (σελ. 317).
Τό Filioque λοιπόν διεκηρύχθη ὡς
δόγμα περί τά τέλη τοῦ Η΄ αἰῶνος ἤ ἀρχάς τοῦ Θ΄ καί μάλιστα μετά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική.
Τά περί Συνόδου λοιπόν τοῦ Τολέδο (589) πού ἀναφέρεις εἶναι προφανῶς
παραπλανητικά καί μόνον οἱ Παπικοί καί κάποιοι Οἰκουμενιστές τά ἰσχυρίζονται
καί τά ἐπικαλοῦνται. Ὁ ἅγ. Νικόδημος ἐν προκειμένῳ εἰς τό Πηδάλιο ἀναφέρει τά ἑξῆς
ἱστορικά: «Ἀλλά γάρ καί πρό τοῦ Ἰωάννου
τούτου ἡ ἐν Τολήτῳ συγκροτηθεῖσα Γ΄Σύνοδος ἐπί Ῥικάρδου Βασιλέως Ἱσπανίας, ἐν ἔτει
φπθ΄. ἄνευ τῆς προσθήκης ἐπρόσταξε νά ἀναγιγνώσκεται τό ἅγιον Σύμβολον εἰς τήν Ἰσπανίαν
καί Γαλλίαν, ἀπαραλλάκτως, καθώς Ἰουστῖνος ὁ Βασιλεύς πρῶτος διέταξε τοῦτο νά ἀναγιγνώσκεται
πρό τῆς Κυριακῆς εὐχῆς τοῦ Πάτερ ἡμῶν εἰς ὅλας τάς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς ἐν ἔτει
φμε΄. Καί ὁ Ῥώμης δέ Λέων ὁ γ’. ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ θ’. αἰῶνος, Συνόδου ἐν Ἀκυϊσγράνοις
γενομένης, καί ἐν αὐτῇ Ἰωάννου Μοναχοῦ Ἱεροσολυμίτου γενναίως κατά τῆς ἐν τῷ
Συμβόλῳ προσθήκης ἠγωνισμένου, ἐρωτηθείς ἀπό τόν μέγαν Κάρολον τί περί τούτου
φρονεῖ, ὄχι μόνον τήν προσθήκην ἀπεκήρυξεν, ἀλλά καί ὅλον τό ἅγιον Σύμβολον, ἄνευ
ταύτης, ἐνέγλυψεν εἰς δύω πλάκας ἀργυρᾶς, εἰς τήν μίαν μέν ἑλληνικά, εἰς τήν ἄλλην
δέ λατινικά, τάς ὁποίας καί ἀπέθετο εἰς τά μνημεῖα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου
καί Παύλου, ὑπό ἀνάθεμα ποιήσας ἐκείνους ὁποῦ ἤθελαν τολμήσουν νά προσθέσουν, ἤ
νά ἀφαιρέσουν ἀπό αὐτό, κατά τόν Καρδινάλην Βαρώνιον, καί Ἰησουΐτην Πετάβιον. Ἴδε
καί τήν ἐν Φλωρεντίᾳ Σύνοδον ἀπό τῆς γ’. μέχρι ιζ΄. Συνελεύσεως, ὅπου τήν
κακίστην ταύτην προσθήκην γενναιότατα οἱ καθ’ἡμᾶς Ἕλληνες ἀπεσκοράκισαν, οἱ δέ
Λατῖνοι μεμενήκασιν ἄφωνοι. Ταῦτα πάντα εἴπομεν περί τοῦ κοινοῦ Συμβόλου τῆς
πίστεως» (Ζ΄ Καν. τῆς Γ΄ Οἰκουμ. ὑποσ). Σαφῶς λοιπόν ἀναφέρεται ἀπό τόν ἅγ.
Νικόδημο ὅτι ἡ ἐν Τολέδῳ Σύνοδος ἐδέχθη τό Σύμβολο ἄνευ τῆς προσθήκης.
Ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης, ἐπίσης, ἀναφέρει στό
προμνημονευθέν ἔργο του: «Πάντως ἡ
συνήθης ἐκδοχή ὅτι τό FILIOQUE παρεισήχθη εἰς τό Σύμβολον ἤδη εἰς τήν Ἰσπανίαν
κατά τήν ἐν Τολέδῳ Σύνοδον τῷ 589, διότι ἡ διπλῆ ἐκπόρευσις ἀναφέρεται εἰς τόν
τρίτον ἀναθεματισμόν καί εἰς τήν πρός τήν Σύνοδον ὁμολογίαν πίστεως τοῦ ἡγεμόνος
τῶν Γότθων Ρηκαρήδου, δέν εὐσταθεῖ διότι εἰς τά διασωθέντα πρακτικά τό Σύμβολον
τῆς Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως ὑπάρχει ἡ χωρίς τήν προσθήκην ἢ μετ' αὐτῆς
προστεθείσης ὅμως ὑπὸ μεταγενεστέρου χειρός, ὡς ἀνέπτυξεν ἐν ἄρθρῳ τοῦ ὁ A. E.
Burn τῷ 1908»
(Τόμ. Α΄, σελ. 326).
Εἶναι λοιπόν ἄξιον ἀπορίας πῶς αὐτά πού ἀπορρίπτουν
ὡς ἀναληθῆ καί πλαστογραφημένα οἱ ἴδιοι οἱ Δυτικοί, ἀποτελοῦν γιά μᾶς ἐπιχειρήματα,
τά ὁποῖα μάλιστα ὑποβοηθοῦν τήν ἐξάπλωσι τῆς αἱρέσεως.
Οἱ Πάπες λοιπόν τῆς μετά τήν Ζ’ Οἰκουμενική
περιόδου εἶχαν σχίσμα μέ τούς Φράγκους ἐξαιτίας τοῦ Filioque, τό ὁποῖο αὐτοί ἐδέχοντο,
καί τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς τήν ὁποία ἀπέρριπτον. Τήν ἱστορική αὐτή πραγματικότητα ἀναφέρει
πάλι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Συντελεῖ εἰς τήν ἐν λόγῳ σύγχυσιν ταύτην τῶν Δυτικῶν ἱστορικῶν, α) ἡ κατά καιρούς βιαία κατάληψις τοῦ θρόνου τοῦ Πάπα Ρώμης ὑπό φραγκοφίλων ἤ Φράγκων ἐπισκόπων, τούς ὁποίους οἱ Δυτικοί ἱστορικοί ἐμφανίζουν ὡς σωτήρας τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν κυριαρχίαν τῶν Ρωμηῶν Λατίνων τῆς Μέσης Ἰταλίας ἤ τῆς Ρώμης.
Πρέπει,
λοιπόν, νά τονισθῇ ὅτι ἐπί Μεγάλου Φωτίου ὑπῆρχε μόνιμον σχίσμα καί συγχρόνως δέν ἔγινε δογματικόν σχίσμα. Δηλαδή πρέπει νά ξεχωρίσωμεν σαφῶς τούς Φράγκους ἀπό τούς Λατίνους. Ἡ διάκρισις λησμονεῖται συνήθως, διότι μεταξύ ἄλλων ἐχρησιμοποίουν οἱ Φράγκοι ὡς ἐπίσημον γλῶσσαν των τήν Λατινικὴν καί, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐπὶ αἰῶνας προπαγάνδας των, ἐπεκράτησεν ἡ ἀνιστόρητος παράδοσις αὐτῶν ὅτι εἶναι οὗτοι συνέχεια τῆς Λατινικῆς Παραδόσεως.
Μεταξύ
Φράγκων καί Ὀρθοδόξων ὑπῆρχεν ἐπί Μεγάλου Φωτίου μόνιμον δογματικόν σχίσμα ἐξ αἰτίας τοῦ FILIOQUE καὶ τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἀλλά μεταξύ Λατίνων καί Ἑλλήνων Ρωμαίων οὔτε ὑπῆρχεν οὔτε ἔγινεν ἐπί Μεγάλου Φωτίου
δογματικόν σχίσμα, ἀφοῦ εἰς τά θέματα ταῦτα τοῦ FILIOQUE καί τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπῆρχεν ἀπόλυτος συμφωνία.
Οἱ Λατίνοι καί οἱ Ἕλληνες μέχρι τοῦ 1009 ἐθεώρουν ἀλλήλους ὡς ὁμοδόξους καί ὁμοεθνεῖς καί τούς Φράγκους ὡς ἑτεροδόξους καί ἑτερογενεῖς, ὡς φαίνεται σαφῶς ἀπό τάς κατά τῶν Φράγκων ἀποφάσεις καί τά πρακτικά τῆς ἐπί Μεγάλου Φωτίου Η' Οἰκουμενικῆς Συνόδου
περί εἰκόνων καί FILIOQUE καί, ὡς φαίνεται τόσον σαφῶς ἀπό τό ἔργον τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου, οἱ ὁποῖοι ἐκήρυξαν τό ὀρθόδοξον Σύμβολον ἐν ἀντιθέσει πρός τό
φραγκικόν, ὡς ὑπηρέται καί ἀντιπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Παπῶν τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης.
Σημειωτέον
ὅτι ἡ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ἀναγνώρισις, ὡς Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ἰγνατίου καί μή ἀναγνώρισις τοῦ Φωτίου, εἶχε χαρακτῆρα κανονικόν καί οὐχί δογματικόν, ὡς ἀκριβῶς συμβαίνει μέ τήν ἐν συνεχείᾳ ἀναγνώρισιν τοῦ Φωτίου ὑπὸ τῆς Ρώμης.
Ὁ περί FILIOQUE καί Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀγών τοῦ Φωτίου ἐγένετο κατά τῶν ἐν Βουλγαρίᾳ Φράγκων ἱεραποστόλων καί τῶν φραγκοφίλων Λατίνων, ἀλλ' οὐχί κατά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἐν ᾗ τήν μεγίστην
πλειοψηφίαν καί κυριαρχίαν εἶχον οἱ φιλέλληνες Λατίνοι (λατινόφωνοι Ρωμηοί), οἵτινες ἐθεώρουν ἑαυτούς φυσικά, ὡς Ρωμαίους, δηλαδή Ρωμῃούς,
μέ αὐτοκράτορα ἐν Κωνσταντινουπόλει ἤ
Νέᾳ Ρώμῃ.
Οὕτως ἐν τῇ ἐγκυκλίῳ ἐπιστολῇ του πρός τούς τῆς Ἀνατολῆς Ἀρχιερατικοὺς θρόνους ὁ Μέγας Φώτιος καταγγέλλει τούς ἐν Βουλγαρίᾳ Φράγκους ἱεραποστόλους καί τούς
φραγκοφίλους λατινόφωνας Ρωμαίους ἐπί αἱρέσει, ἀλλά διαχωρίζει ἀπ' αὐτούς τόν φραγκόφιλον Πάπαν Νικόλαον τόν Α' διά τόν ὁποῖον ἀρκεῖται εἰς τήν κατ' αὐτοῦ περί τυρανίδος καί ἀνατροπῆς ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν κατηγορίαν, ἥτις ἔφθασεν εἰς Κωνσταντινούπολιν ἐξ Ἰταλίας» (Τόμος Α΄ σελ. 77).
Ἄν
λοιπόν, ἔτσι ἔχουν ἱστορικά τά πράγματα, ποῖο εἶναι τό πρόβλημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ἐπικοινωνίας τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν μετά τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, τήν στιγμή
πού κατά τήν χρονική αὐτή περίοδο ἡ Ρώμη
ἦτο Ὀρθόδοξη καί εἶχε σχίσμα μέ τούς Φράγκους ἐξ αἰτίας τοῦ Filioque
καί τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς;
Ἄν πάλι ἡ ἱστορία δέν εἶναι ἔτσι, σέ παρακαλοῦμε
πάτερ, νά μᾶς διορθώσης, ἀρκεῖ οἱ πηγές πού θά ἀντλήσης τά ἱστορικά στοιχεῖα νά
μήν εἶναι παπικές ἤ δυτικές, διότι ὅπως εἶναι γνωστόν οἱ Παπικοί εἶναι ἄριστοι ἐπιστήμονες
στήν πλαστογραφία καί στήν δολιοφθορά. Ἀρκεῖ νά σοῦ θυμίσω τίς Ἰσιδώριες
διατάξεις τοῦ Μ. Κων/νου καί τά πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς πού ἐπαρουσίασαν οἱ
Παπικοί στήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας, ἔχοντας τό Σύμβολο τῆς Πίστεως μέ τό Filioque,
τό ὁποῖο, ὅπως ἀναφέρει ὁ Σίλβεστρος Συρόπουλος στά ἀπομνημονεύματά του, ἐπροξένησε
γέλωτα στούς Ἀνατολικούς.
Ἀλλά ἀκόμη καί ἄν ὑποθέσωμε ὅτι οἱ Πάπες ἐκοινώνουν
μέ τούς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν αἱρετικοί κατά τήν περίοδο αὐτή, σύμφωνα μέ
τήν ἄποψί των καί τήν ἰδική σου, πάλι δέν ὑφίσταται πρόβλημα ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας
τῶν (4) ἀνατολικῶν Πατριαρχῶν. Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ ἀκριβέστερος
δηλαδή καί πλέον σαφής ἀπό τούς Πατέρας εἰς τά θέματα τῆς μνημονεύσεως καί ἐκκλησιαστικῆς
ἐπικοινωνίας. Σέ ἐρώτησι σχετικά μέ τό ἐν λόγῳ θέμα ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Περί δέ
τῶν ἄλλων πεύσεων· (εἰ ὁ ἐπίσκοπος οὐχ εὕρηται εἰς τήν μοιχοσύνοδον, καλοίη δέ
αὐτήν ψευδοσύλλογον, μνημονεύει δέ τόν ἐν αὐτῇ εὑρεθέντα μητροπολίτην αὐτοῦ ἐκ
τοῦ πρεσβυτέρου τοῦ ἐπισκόπου ὀρθοδοξοῦντος, εἰ χρή κοινωνεῖν) ἀπεκρίθην καί
δι' ἑτέρων τῶν πρός Εὐόδιον γραμμάτων, ὅτι ναί, οἰκονομίας χάριν· μόνον μή
συλλειτουργοῦντος αὐτοῦ αἱρετικοῖς. εἰς οὐδέν γάρ ἐστι, μνημονευομένου τοῦ ἐπισκόπου
ὀρθοδόξου ὄντος, κἄν ἐκείνου φόβῳ αἱρετικόν ἀναφέροντος τόν οἰκεῖον μητροπολίτην...
Εἰ δέ αἱρετικόν ἀναφέρει ὄντα ἐπίσκοπον, κἄν μακαρίζῃ, κἄν ὀρθοδοξῇ, τῆς μέν θείας
κοινωνίας ἀφεκτέον, τῆς δέ κοινῆς τραπέζης, ἐπ' ἄν ἐκεῖ δέοι μνημονεύειν. Ὧδε
δεκτέον τάχα καί εὐλογοῦντα αὐτόν καί συμψάλλοντα· ἐάνπερ μήτε αἱρετικῷ, ἤ τῷ οἰκείῳ
ἐπισκόπῳ, εἴτε τινί ἄλλῳ συνιερουργῇ· ἤ ἐν γνώσει μεταδίδοι...πλέον οὐκ ἐξερευνητέον,
εἰ μετά τοῦ συνεστιαθέντος τῷ αἱρετικῷ ὅσδε συνεστιάθη, ζητεῖν, καί μετά τοῦδε ἕτερος,
κἀντεῦθεν ἀνασειράζειν τόν λόγον καί ἀφίστασθαι πάντων. ἐθελόγνωμον τό χρῆμα
καί οὐ τῶν Ἁγίων· μέχρι γάρ τούτου, φησί, στῆθι καί οὐχ ὑπερβήσῃ. μή γάρ οὐκ ᾒδεισαν
ταῦτα ἐξερευνᾶν καί διαγγέλλεσθαι ἡμῖν; ἀλλ’ οὐδαμῶς. διό οὐκ ἐσθλόν
μεταβαίνειν ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν» (Φατ. 49,143,111 –ΕΠΕ Φιλοκαλ. Νηπτικῶν
18 Β σελ. 252 –PG 99,1088 D).
Ἐδῶ λοιπόν, βλέπομε καθαρά ὅτι στό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ἐπικοινωνίας μέ κάποιον, ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά ἐξετάσωμε εἶναι νά ἔχη ὀρθόδοξο
φρόνημα. Ἄν τώρα αὐτός ἔχη κάποια ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ἐκ φόβου κλπ.
(ὅπως π.χ. ἡ μνημόνευσις τοῦ αἱρετικοῦ) ἐμεῖς, ἐφ’ ὅσον ὁμολογεῖ κατά πάντα τήν
ὀρθόδοξο πίστι, ἐπικοινωνοῦμε κατ’ οἰκονομίαν μαζί του. Δηλαδή αὐτός πού ἐμεῖς
μνημονεύομε ἤ ἐπικοινωνοῦμε ἐκκλησιαστικά μαζί του, πρέπει κατά τήν πίστι νά εἶναι
Ὀρθόδοξος.
Κατ’ αὐτόν, λοιπόν, τόν τρόπο οἱ (4)
Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἐπικοινωνοῦσαν ἐκκλησιαστικῶς μέ τόν Πάπα. Ὁ Πάπας
δηλαδή εἶχε ὀρθόδοξο φρόνημα, δέν ἐδέχετο τό Filioque καί προσπαθοῦσε νά
μεταστρέψη καί τούς Φράγκους ἀπό τήν αἵρεσι. Ὅταν ἐκ τῶν ὑστέρων τό 1009 ὁ
Πάπας Σέργιος εἰς τόν ἐνθρονιστήριο λόγο του ἐξεφώνησε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως
μετά τοῦ Filioque διεγράφη ἀπό τά δίπτυχα τῶν Ὀρθοδόξων
Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς καί ἀπό τότε ἄρχισε τό σχίσμα.
Αὐτά ὅλα, λοιπόν, πού γράφεις, πάτερ, «Οἱ δέ 4 Πατριάρχαι τῆς ἀνατολῆς ἐκοινώνουν
μέν ἐπί τοσούτους αἰῶνας τῷ Ὀρθοδόξῳ μέν ἀλλά κοινωνοῦντι μεθ’ αἱρετικῶν
Πάπα Ρώμης, στήν συνέχεια δέ ὅταν οἱ Πάπαι ἐξέκλιναν εἰς τήν αἵρεσιν, ἐμακροθύμουν
καί ᾠκονόμουν ἐπ’ ἀρκετόν διάστημα τήν μετ’ αὐτῶν κοινωνίαν, εὐελπιστοῦντες
–καί ὑποβοηθοῦντες διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ– εἰς τήν ἐπιστροφήν τῆς ἐκπεσούσης
Πρωτοθρόνου “Ἐκκλησίας” τῆς Ρώμης», εἶναι προφανῶς λάθος, διότι οἱ (4)
Πατριάρχαι εἶχαν δικαίωμα νά κοινωνοῦν μέ τόν Πάπα, ἐφ’ ὅσον ἦτο Ὀρθόδοξος, ὅταν
δέ ἐξέκλινε εἰς τήν αἵρεσι καί ἀπεδέχθη τό Filioque καί τό ὁμολόγησε
δημοσίως κατά τήν χειροτονία του, πάραυτα διεγράφη ἀπό τά δίπτυχα.
Μέ τόν σημερινό, ὅμως, Πατριάρχη Βαρθολομαῖο
συμβαίνει τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Δηλαδή ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία του μέ τούς
πρό δέκα αἰώνων κατεδικασμένους αἱρετικούς γίνεται ἐξαιτίας τοῦ φρονήματός του
καί ὄχι γιά ἄλλο λόγο. Αὐτός δηλαδή, διακηρύσσει τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
καί καμαρώνει καί καυχᾶται διά τήν προοδευτικότητά του, μετέθεσε τά ὅρια τῶν
Πατέρων (π.χ. ἄρσι ἀναθεμάτων, θεωρίες τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, συμμετοχή καί
συμπόρευσι μέ Π.Σ.Ε., ἀναγνώρισι μυστηρίων κλπ.) καί ἐπί πλέον ἀπαιτεῖ διά τῆς
βίας ὅλοι νά ὑποτάσσωνται εἰς αὐτόν καί νά τόν ἀκολουθοῦν. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν οἱ Ἁγιορεῖτες
τόν μνημονεύουν εἶναι παραβάτες ὅλης τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί τό κυριώτερο,
πέραν τοῦ ὅτι συνοδοιποροῦν μέ τήν αἵρεσι, βοηθοῦν τόν Πατριάρχη μέ τόν τρόπο
τους εἰς τήν περαιτέρω πορεία του, ἡ ὁποία κατά τήν γνώμη μου προετοιμάζει τήν ὁδό
τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἐκεῖνο τέλος, τό ὁποῖον εἶναι ἄξιον ἀπορίας εἶναι
τό ὅτι προσπαθοῦν οἱ Ἁγιορεῖτες καί οἱ λοιποί νά δικαιολογήσουν τήν στάσι των,
διαστρέφοντας τήν ἱστορία καί παρουσιάζοντας, κατά κάποιον τρόπο, καί τούς Ἁγίους
ὡς δῆθεν ἐνεργοῦντας σέ ἀνάλογες περιπτώσεις κατά τόν ἴδιο τρόπο. Καί ἐπειδή,
βεβαίως, δέν εἶναι δυνατόν νά εὕρουν οὔτε ἁγιογραφικά χωρία, οὔτε Κανόνες, οὔτε
διδασκαλίες τῶν Ἁγίων, τά ὁποῖα νά συμφωνοῦν μέ τήν σημερινή πορεία των,
προσπαθοῦν ἐναγωνίως, διαστρέφοντας τήν ἱστορία ἤ χρησιμοποιῶντας θολές ἱστορικές
πηγές καί ὁπωσδήποτε ἐκμεταλλευόμενοι κάποια σκοτεινά σημεῖα της, τά ὁποῖα οἱ ἱστορικοί
δέν τά διεσάφησαν, νά κατοχυρώσουν τήν σημερινή στάσι καί πορεία των καί
μάλιστα νά φανοῦν διακριτικοί καί, κατά κάποιον τρόπον, πατερικώτεροι τῶν
Πατέρων μιά καί, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ σημερινοῦ Πατριάρχη, πρέπει νά
διορθώσωμε τά λάθη των καί νά παρακαλέσωμε τόν Θεό νά τούς συγχωρήση, ἐπειδή
προφανῶς διετήρησαν ἀνόθευτο τήν Ὀρθοδοξία.
Ἄν πάλι ἐσύ, πάτερ, βλέπεις ὅτι ὁ σημερινός
Πατριάρχης ἔχει ὀρθόδοξο φρόνημα νά μᾶς τό παρουσιάσης, διότι τότε καί μόνο
τότε πρέπει νά μνημονεύεται. Αὐτή τήν Παράδοσι, ἡ ὁποία εἶναι ἀπολύτως σύμφωνη
μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες, προσπαθήσαμε νά παρουσιάσωμε στόν ἐκδοθέν
βιβλίο ἀναφέροντας παντοῦ ἀνάλογα χωρία, καί εἶναι ὕποπτο τό ὅτι δέν ἐστάθηκες
οὔτε στήν ἁγ. Γραφή, οὔτε τούς ἱερούς Κανόνες, οὔτε στήν πολύ ξεκάθαρη ἐπί τοῦ
θέματος διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἀλλά μόνο στά ἱστορικά γεγονότα τά ὁποῖα καί αὐτά
κατά τήν γνώμη μου παραποιεῖς.
Δέν καταλαβαίνεις ὅμως ὅτι, παρουσιάζοντας τά ἱστορικά
γεγονότα διαφορετικά ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, τά ἀπομονώνεις
ἀπό τήν ἑνιαία Παράδοσι καί ἐκθέτεις τούς Ἁγίους, σάν δηλαδή ἄλλα νά εἶπαν καί ἄλλα
νά ἔκαναν, σάν νά μήν ἐνδιαφέρθηκαν νά ταυτισθοῦν μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς
Κανόνες, ὁπότε εἶναι ὄντως, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Πατριάρχη, «εἰς χεῖρας τοῦ
δικαιοκρίτου Θεοῦ» καί ἐμεῖς φυσικά πρέπει εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι νά
προσευχώμεθα διά νά τούς συγχωρήση καί νά ἐπανορθώσωμε τά λάθη των;
Θά ἔλθω ἐν συνεχείᾳ εἰς τήν περί Βέκκου καί Ἁγιορειτῶν
ὁσιομαρτύρων ἀναφορά σου. Γράφεις στήν σελ. (10): «Σαφῶς ἐναντίον τῶν θέσεων τοῦ π. Ε. εἶναι καί τά περί ἀποτειχίσεως τῶν Ἁγιορειτῶν
ἐπί Βέκκου. Τόσον οἱ Ἁγιορεῖτες, ὅσον καὶ οἱ ἄλλοι ὁμολογηταί Πατέρες τῆς
περιόδου ἐκείνης, ἐκοινώνουν μὲ τούς λατινόφρονας φιλενωτικούς μέχρι τήν ἕνωσιν
τῆς Λυών (1274). Ἡ μετά ταύτην ἀποτείχισίς των ἦτο ἀναμφιβόλως ὑποχρεωτική (καὶ
ὄχι προαιρετική), ἀλλ’ ὅμως ἦτο ἄσχετος μὲ τὸν ΙΕ΄ Κανόνα, ἐφ’ ὅσον πλέον ἐπρόκειτο
δι’ ἐπίσημον προσχώρησιν στήν αἵρεσιν, ἀλλ’ οἱ ὁμολογηταί Πατέρες, μή ἀποτειχισθέντες, δέν ἐποίησαν χρῆσιν
αὐτῆς (τῆς ἐξαιρέσεως), δεικνύοντες ἐμφανέστατα τό προαιρετικόν αὐτῆς!».
Ἐδῶ εἶναι
ἰδιαίτερα ἐμφανής ἡ σύγχυσις πού σέ διακατέχει καί προκειμένου νά βρῆς λύσι
καταφεύγεις πάλι σέ κατηγορίες καί ὑποκατηγορίες τῶν αἱρετικῶν. Ἐπί πλέον δέ, νομίζω πώς προσπαθεῖς νά ἀλλάξης ὄχι μόνον τό πνεῦμα
ἀλλά καί τό γράμμα τοῦ Κανόνος. Διότι εἶναι καταφανέστατο ὅτι ὁ Κανόνας δέν
σχετίζεται, ὅπως ἀναφέρεις, μέ τό πρό τῆς ἑνώσεως διάστημα, ἀλλά σαφῶς ἀναφέρεται
εἰς τό πρό τῆς καταδίκης τῶν αἱρετικῶν διάστημα. «Οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς
πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες...».
Δηλαδή, ἀπ’ ὅ,τι καταλαβαίνω, πάτερ, καί ἄν σέ
ἑρμηνεύω σωστά, ἡ ἐπίσημος προσχώρησις στήν αἵρεσι ἐπιτελεῖται κατά τή γνώμη
σου, ὅταν κάποιος ἑνωθῆ μέ ἐκείνους πού ἔχουν χαρακτηρισθεῖ ἐπισήμως ὡς αἱρετικοί
ἀπό κάποια Σύνοδο, καί ὄχι ὅταν δημοσίως, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, ἐπ’ Ἐκκλησίας
κηρύττει τήν αἵρεσι. Στό σημεῖο ὅμως αὐτό, μέ τήν αὐθαίρετη αὐτή ἑρμηνεία, σαφῶς
ἔρχεσαι σέ ἀντίθεσι μέ τόν ἴδιο τόν Κανόνα.
Ἐρχόμενος ἐν συνεχείᾳ εἰς τά περί τῶν ὁσιομαρτύρων
Ἁγιορειτῶν ἀναφέρω τά ἑξῆς. Μέχρι τῆς Πατριαρχίας τοῦ Βέκκου δέν ἀναφέρεται εἰς
τούς πατριαρχικούς πίνακες τοῦ Μανουήλ Γεδεών ἄλλος ἑνωτικός καί λατινόφρων
Πατριάρχης. Ὁ προκάτοχος μάλιστα τοῦ Βέκκου, Ἰωσήφ ὁ Α΄, ἀναφέρεται ἀπό τόν
Γεδεών ὡς «ὀρθοδοξίας στῦλος καί κλέος τῶν
μοναχῶν» καί ὅτι «διώκησε τήν Ἐκκλησίαν
μέχρι τοῦ Μαΐου τοῦ 1275, ὅτε μή δυνάμενος ἐπί πλέον νά ὑπομείνῃ τήν ἐν τῷ ὀρθοδόξῳ
δόγματι ἐμμονήν τοῦ πατριάρχου ὁ λατινόφρων αὐτοκράτωρ Μιχαήλ ὁ Παλαιολόγος, ἀπεμάκρυνεν
ἀπό τοῦ θρόνου» (Πατριαρχικοί Πίνακες σελ. 286).
Προφανῶς λοιπόν, αὐτά πού γράφεις, ὅτι δηλαδή
οἱ Ἁγιορεῖτες τῆς περιόδου ἐκείνης «ἐκοινώνουν
μέ τούς λατινόφρονας ἑνωτικούς μέχρι τήν ἕνωσιν τῆς Λυών (1274)» εἶναι
τελείως ἀμάρτυρα καί στηρίζονται μόνο στή φαντασία σου. Διότι, ὅπως ἔχουμε ἀναφέρει,
ἡ ὀρθόδοξος Παράδοσις ἀπαιτεῖ νά μνημονεύεται ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος στίς ἀκολουθίες
καί τά μυστήρια. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν οἱ Πατριάρχες ἦσαν Ὀρθόδοξοι δέν ἐδημιουργεῖτο
πρόβλημα γιά τούς Ἁγιορεῖτες ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ Λατινόφρονες καί ἑνωτικούς
μέχρι τήν ἕνωσι τῆς Λυών. Ἑνωτικοί βεβαίως ὑπῆρχαν, ἀλλὰ αὐτοί ἦσαν κυρίως
πολλοί αὐτοκράτορες, (ἀξιωματοῦχοι καί λαϊκοί), οἱ ὁποῖοι ἤθελαν τήν βοήθεια τοῦ
Πάπα γιά πολιτικούς καί στρατιωτικούς λόγους, δηλαδή κατ’ ἀρχάς γιά νά ἀποτραποῦν
οἱ σταυροφορίες, τίς ὁποῖες ὑποκινοῦσε ὁ Πάπας καί κατόπιν γιά νά ἔχουν
στρατιωτική βοήθεια ἀπό τή Δύσι ἐναντίον τῶν Τούρκων.
Ὁ Ἀνδρόνικος Δημητρακόπουλος εἰς τό ἔργο του «Ἡ
Ἱστορία τοῦ Σχίσματος» γράφει ὅτι μετά τήν ἀνάκτησι τῆς Κων/πόλεως ἀπό τούς
Φράγκους καί φοβούμενος ἀπό πληροφορίες νέα σταυροφορία τῶν Φράγκων «ὁ δέ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ ἐτείχιζε μέν
πανταχόθεν τήν Κωνσταντινούπολιν καί τροφάς εἰσεκόμιζε, πέμπων δέ χρήματα ἐξεπολέμου
κατά τοῦ Καρόλου τούς πέριξ ἐκείνου βασιλεῖς· διεπρεσβεύσατο δέ καί πρός τόν
Πάπαν πολλάκις καί παρεκάλει αὐτόν, ἵνα μή ἐπιτρέψῃ τόν κατά τῶν Ἑλλήνων τοῦ
Καρόλου πόλεμον, τήν τῶν ἐκκλησιῶν ἕνωσιν ὑπισχνούμενος» (σελ. 85).
Ὀλίγον κατωτέρῳ δέ ἀναφέρει σχετικά μέ αὐτήν
τήν ὑπόθεσι τά ἑξῆς: «Ὁ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ
καλέσας παρ’ αὐτῷ τόν Πατριάρχην Ἰωσήφ, τούς ἀρχιερεῖς καί τινας κληρικούς
προέτρεπεν αὐτούς, ἵνα παραδεχθῶσι τήν τῶν ἐκκλησιῶν ἕνωσιν λέγων, ὅτι οὐδεμίαν
ἀντικανονίαν ἔχει ἡ ἐπ’ ἐκκλησίας ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τοῦ Πάπα· προὐβάλλετο δέ
πρός ὑποστήριξιν τῆς ἑαυτοῦ γνώμης τό παράδειγμα τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰωάννου
Βατάτζη, ὅς ὑπέσχετο τῷ Πάπᾳ νά μνημονεύεται τό ὄνομα αὐτοῦ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἐάν
ἀπέχῃ νά βοηθῇ τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει Λατίνους» (σελ. 87).
Ὀλίγον δέ ἀνωτέρω, καί κατά τήν περίοδο πού ἡ
Κων/πολις ἦτο ὑπό τήν κυριαρχίαν τῶν Φράγκων, ὁ Α. Δημητρακόπουλος ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Αὐτοκράτορος
τούτου (Ἰωάννου τοῦ Βατάτζη) ἀπέστειλεν
ὁ Πάπας Γρηγόριος Θ’ εἰς Νίκαιαν ἐν ἔτει 1233 πρεσβείαν ἐκ δύο Φραγγισκάνων καί
δύο Δομινικάνων μετ’ ἐκθέσεως ὁμολογίας τῆς πίστεως τῶν Λατίνων, οὔτε ὅ τε Αὐτοκράτωρ
καί ὁ Πατριάρχης εὐμενῶς ἐδέχθησαν. Μετά τῶν πρεσβευτῶν τούτων ἐγένοντο δύο
διαλέξεις περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγ. Πνεύματος καί περί τῶν ἀζύμων ἐνώπιον τοῦ
Αὐτοκράτορος, τοῦ Πατριάρχου, πολλῶν ἀρχιερέων καί τῆς Συγκλήτου. Αὐτουργός δέ
τοῦ μετά τῶν πρεσβευτῶν τοῦ Πάπα διαλόγου ἦν ὁ τῶν φιλοσόφων ὕπατος καί μέγας ἐν
λογισταῖς Δημήτριος ὁ Καρύκης καί ὁ πολύς ἐν φιλοσοφίᾳ Νικηφόρος ὁ
Βλεμμίδης. Ὁ Αὐτοκράτωρ βλέπων ὅτι ἐκ τῶν
διαλέξεων τούτων οὐδεμία ὠφέλεια προσγίνεται, καί ὅτι εἰς ἔριδας καί λογομαχίας
περιῆλθον, προέτεινεν εἰς τά ἐρίζοντα μέρη, ἵνα οἱ Λατῖνοι τά μέν ἄζυμα
τηρήσωσιν, ἀφαιρέσωσι δέ τήν ἐν τῷ Συμβόλῳ γενομένην προσθήκην. Πρός ταῦτα ἀπήντησαν
οἱ πρεσβευταί τοῦ Πάπα, ὅτι ἡ Λατινική ἐκκλησία οὐδέ ἰῶτα ἕν ἀφίνει ἐκ τῆς
διδασκαλίας αὑτῆς, ὅτι ἡ Ἑλληνική Ἐκκλησία ὀφείλει νά ὁμοφρονήσῃ τῇ Λατινικῇ,
καί ὅτι πάντα τά κατά Λατίνων γραφέντα πρέπει νά καῶσι. Τότε ὁ μέν Πατριάρχης
Γερμανός, βλέπων ἀδύνατον τήν τῆς ἑνώσεως ἐπίτευξιν, ἐξέδωκε τό κατά Λατίνων
περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος σύγγραμμά του· ὁ δέ Αὐτοκράτωρ ἐπανέλαβε,
συμμαχήσας τοῖς Βουλγάροις τόν κατά τῶν
Λατίνων πόλεμον» (σελ. 78).
Μέ ὅλα
αὐτά πού σοῦ ἀναφέρω ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, πάτερ, καί ἄλλα πολλά παρόμοια γεγονότα πού
παραλείπω, δέν μπορῶ εἰλικρινά νά κατανοήσω τό πῶς συνεπέρανες ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες
«ἐκοινώνουν μέ τούς Λατινόφρονας Ἑνωτικούς
μέχρι τήν ἕνωσι τῆς Λυών (1274)». Αὐτοί ὄχι μόνο ἔπρεπε νά κοινωνοῦν καί νά
μνημονεύουν αὐτούς τούς Πατριάρχες, ἀλλά καί νά τό ἔχουν καύχημά των, πού μέ
τέτοιες δύσκολες συνθῆκες καί τόσες πιέσεις ἀπό τήν πολιτεία ὑφιστάμενοι, οἱ ἐν
λόγῳ Πατριάρχες δέν ὑπεχώρουν εἰς τίς παπικές προπαγάνδες καί τίς πολιτικές
σκοπιμότητες οὐδέ βῆμα ποδός.
Εἶναι ἀναγκαῖο εἰς τό σημεῖο αὐτό νά τονισθῆ ὅτι
πάντοτε, ὅταν οἱ αὐτοκράτορες ἀνεφέροντο εἰς τήν ἕνωσι, ὑπέσχοντο ὅτι θά
παραμείνουν ἀναλλοίωτα τά ὀρθόδοξα δόγματα καί οἱ παραδόσεις καί μόνο τήν
μνημόνευσι τοῦ ὀνόματος τοῦ Πάπα θά ἔπρεπε νά ἀναφέρουν. Δηλαδή μέ ἄλλα λόγια ἐπρότειναν
ἕνωσι κατά τόν τύπο τῶν σημερινῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἡ κάθε πλευρά θά κρατήση τήν
πίστι της καί τίς παραδόσεις της καί κατά τά ἄλλα θά εἴμεθα ἑνωμένοι.
Μία
θαυμασία ἀπάντησι τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ πρός τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η’ τόν
Παλαιολόγο ἀναφέρει ὁ Ἀνδρ. Δημητρακόπουλος, σέ ἀνάλογη πρότασι περί ἑνώσεως ὑπό
τοῦ αὐτοκράτορος: «Ὁ Πατριάρχης
κατακρίνει ἐν τῇ ἀπολογίᾳ του τήν ἐν τῷ Συμβόλῳ προσθήκην τῶν Λατίνων, καί ἀποδείκνυσι
διά πολλῶν ἰσχυρῶν μαρτυριῶν, ὅτι οὐκ ἔξεστι τό τοῦ Πάπα ὄνομα ἐν τοῖς
διπτύχοις ἐγγραφῆναι. Περαίνων δέ τήν ἀπολογία λέγει... Μή γοῦν συμπεριενεχθῶμεν
τούτοις, μηδέ πρός ἕνα συμπεριγραφῶμεν περίβολον, ἵνα μή συναμεληθέντες εἰς
καταπάτημα καί ἡμεῖς τῷ διαβόλῳ προτεθησόμεθα. Τί γοῦν βδελυξόμεθα τούτους, ἤ αὐτῶν
κατευξόμεθα; οὐδαμῶς· ἀλλά τό μή χρανθῆναι μέν τῇ κοινωνίᾳ τούτων καί τῆς ψώρας
αὐτῶν ἤ τῆς λοιμικῆς νόσου μετασχεῖν περί πολλοῦ ποιησόμεθα, καί φυλάξωμεν ἑαυτούς
κατά πάντα τρόπον καί τῆς μερίδος αὐτῶν παντάπασιν ἀποσχώμεθα, μή μέντοι ὡς ἐχθρούς
αὐτούς ἡγητέον οὐδέ μισητέον, εἰ καί αὐτοί καθ’ ἡμῶν ἀεί λυσσῶσι καί μαίνονται»
(σελ. 89).
Μήπως
πάτερ, βλέπεις τίποτε κοινό εἰς αὐτήν τήν ὁμολογιακήν ἀπάντησι τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ,
ἡ ὁποία μάλιστα εἰπώθηκε σέ τόσο δύσκολες συνθῆκες, καί στά σημερινά «σάλια» τοῦ
Πατριάρχου Βαρθολομαίου, τοῦ Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα κλπ.; Παρ’ ὅλα αὐτά ἰσχυρίζεσαι
ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες τότε ἐκοινώνουν μέ τούς Λατινόφρονας ἑνωτικούς μέχρι τήν ἕνωσι
τῆς Λυών (1274), ἐνῶ αὐτό ἔπρεπε νά τό ἀναφέρεις γιά τούς σημερινούς Ἁγιορεῖτες
καί βεβαίως ὄχι γιά νά ὑπερασπισθῆς τό δυνητικόν τοῦ Κανόνος, ἀλλά γιά νά τούς
κατακρίνης γιά τήν ἀποστασία των.
Τά ἴδια ὑπέσχοντο οἱ Παπικοί ἀπεσταλμένοι κάθε
φορά πού ἤρχοντο εἰς τήν Κων/πολι, προκειμένου νά προτείνουν τήν ἕνωσι. Αὐτό τό
ἀναφέρει ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος λίγο πρίν τήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας–Φερράρας: «Ἐπείπερ οἱ ἐκ τῆς Ρώμης, πάντων ἀπαρατρέπτων
μενόντων τῶν ἡμετέρων δογμάτων, καί τῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας παραδόσεων ἐγγράφων
τε καί ἀγράφων, ἀξιοῦσιν ἡμῖν ἑνωθῆναι ὅλῃ ψυχῇ, καί πάντα ὁμολογοῦσι τά ἡμέτερα
διαρρήδην, καί πατροπαράδοτα, καί ἅγια εἶναι, πλήν ἕν τοῦτο καί μόνο παρ’ ἡμῶν ἀπαιτοῦσι,
τό μνημονεύειν τόν Ρώμης ὡς ἅγιον ἐν ταῖς ἁγίαις ἡμῶν τελεταῖς· δοκεῖ μοι μηδέν
ἤ μικρόν διαφέρειν, κἀμέ ὑπομνῆσαι περί τούτου τινά, καί κοινῇ τήν καθ’ ἡμᾶς
σύνοδος διασκέψασθαι» (ΤΑ ΕΥΡΕΘΕΝΤΑ - Τόμος Α’, σελ. 403).
Ὁ αὐτοκράτωρ λοιπόν, ἐφ’ ὅσον ἐπεθύμει τήν ἕνωσι,
ἔστειλε ἀντιπροσωπεία εἰς τόν Πάπα καί μάλιστα ἀνθρώπους πού ἐπρόσκειντο εἰς αὐτόν,
χωρίς βεβαίως τήν συναίνεσι τοῦ Πατριάρχου καί τῆς Συνόδου. Ὁ Ἀνδρ.
Δημητρακόπουλος τό ἀναφέρει ὡς ἑξῆς: «Οὕτως
ἀνηρτημένων τῶν πραγμάτων ἀπεστάλησαν ὑπό τοῦ Αὐτοκράτορος πρεσβευταί πρός τόν
Πάπαν Γρηγόριον ὁ πρό τοῦ Ἰωσήφ πατριαρχεύσας Γερμανός καί ὁ μητροπολίτης
Νικαίας Θεοφάνης καί ἐκ τῶν συγκλητικῶν ὁ μέγας λογοθέτης Γεώργιος ὁ Ἀκροπολίτης,
ὁ πρωτοβεστιάριος Πανάρετος καί ὁ μέγας διερμηνευτής Βερροιώτης, οἵτινες
λαβόντες δύο τριήρεις ἐν μέν τῇ μιᾷ εἰσῆλθον οἱ τῆς Ἐκκλησίας, ἐν δέ τῇ ἑτέρᾳ,
πλήν τοῦ μεγάλου λογοθέτου, οἱ ἐκ τοῦ βασιλέως, καί ἀπέπλευσαν περί τῆς ἀρχῆς
τοῦ Μαρτίου τοῦ ἔτους 1274, ἐπιφερόμενοι πολλά ἱερά δῶρα, στολάς χρυσοπάστους
καί κατάχρυσα εἰκονίσματα» (σελ. 92).
Ἡ ἕνωσις δέ τῶν «Ἐκκλησιῶν» ἔγινε βάσει τριῶν
κεφαλαίων. Μᾶς τά ἀναφέρει ὁ Ἀνδρ. Δημητρακόπουλος παίρνοντας τά ἱστορικά
στοιχεῖα ἀπό τούς ἱστορικούς Νικηφόρο Χοῦμνο καί Παχυμέρη: «Δέχεται λέγει τήν πρεσβείαν ἀσμένως ὁ Πάπας
καί ὑπισχνεῖται ραδίως ἐκτελέσειν ὁπόσα κατά βούλησίν ἐστι τῷ βασιλεῖ· καί
πέμπει μετά τῶν βασιλικῶν πρέσβεων εὐθύς τούς δεξομένους καί συμβιβάσοντας τήν
κοινωνίαν. Ἦκον οὖν, καί γέγονεν ἡ κοινωνία ἐφ’ ὅρῳ τριῶν κεφαλαίων· ἑνός μέν ἐν
ταῖς ἱεραῖς ὑμνῳδίαις τόν Πάπαν εἰς τά δίπτυχα μνημονεύεσθαι ὁμοῦ τοῖς ἑτέροις
τέτρασι Πατριάρχαις· δευτέρου δέ τῆς ἐκκλήτου· τοῦτο δέ ἐστιν ἐξεῖναι τῷ
βουλομένῳ καθάπερ εἰ μεῖζον καί ἐντελέστερον ἀνατρέχειν δικαστήριον τό τῆς
παλαιᾶς Ρώμης· καί τρίτου τοῦ πρωτεύειν ἐν ἅπασι. Περί δέ τῆς προσθήκης, ἥν ἐκεῖνοι
περί τό ἱερόν καινοτομοῦσι Σύμβολον, ἤ περί ἄλλης οἱασοῦν ὑποθέσεως ἀναγκαστικῆς
τις ἔρις τέως οὐ συνηνέχθη» (σελ. 94).
Ὅταν ἐπέστρεψε ἡ πρεσβεία ὁ αὐτοκράτωρ Μιχαήλ ἐπαρουσίασε
στούς κληρικούς τούς ὅρους τῆς ἑνώσεως: «Καί
αὐτός ὁ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ προσκαλέσας τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει κληρικούς “μηδέ
χάριν ἄλλου, ἔλεγε, πραγματεύεσθαι τήν εἰρήνην ἤ τοῦ δεινούς πολέμους ἀνακοπῆναι
καί Ἑλλήνων αἵματα περιποιηθῆναι ἐκχυθήσεσθαι κινδυνεύοντα· μένειν δέ καί πάλιν
τήν Ἐκκλησίαν ἀκαινοτόμητον, μηδέ τοῦ τυχόντος παροφθησομένου. Τρισί δέ
κεφαλαίοις καί μόνοις τό πρός τήν τῶν Ρωμαίων ἐκκλησίαν πραττόμενον περιστήσεσθαι,
πρωτείῳ, ἐκκλήτῳ καί μνημοσύνῳ”» (σελ. 95).
Εἰς
τήν Σύνοδον λοιπόν τῆς Λυών, τρία πράγματα συνεφωνήθησαν προκειμένου νά γίνη ἡ ἕνωσις.
Τό πρωτεῖον, ἡ Ἔκκλητος καί ἡ μνημόνευσις. Οὔτε ἐτέθη τό θέμα τῆς προσθήκης εἰς
τό Σύμβολο, οὔτε τά ἄζυμα, οὔτε τό καθαρτήριο πῦρ, οὔτε κάτι ἄλλο δογματικό. Τό
Πρωτεῖον ὅμως καί ἡ Ἔκκλητος ἔχουν καθαρά διοικητικό χαρακτῆρα, ἐδίδοντο δέ
πρωτεῖα καί ἔκκλητοι ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους καί στόν Ρώμης καί στόν
Κων/πόλεως. Ἀπομένει δέ ἡ μνημόνευσις ἡ ὁποία ἔχει δογματικό χαρακτῆρα καί
σημαίνει ὅτι μέ αὐτόν, τόν ὁποῖον μνημονεύομε, ταυτιζόμεθα εἰς τήν πίστι. Ἄρα
διά τῆς μνηνονεύσεως τοῦ Πάπα ἀπεδέχοντο οἱ Ὀρθόδοξοι ὅλες τίς δογματικές
πλάνες καί ἐκτροπές του, π.χ. τήν προσθήκη εἰς τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τά ἄζυμα,
τό καθαρτήριο πῦρ κλπ.
Τό
ἴδιο φυσικά συμβαίνει καί σήμερα διά τῆς μνημονεύσεως τοῦ Βαρθολομαίου. Ἀποδέχονται,
ὅσοι τόν μνημονεύουν, ὅτι οἱ Παπικοί ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια, ἀποδέχονται τήν
θεωρία «τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», συμμετέχουν διά τῆς μνημονεύσεως στό Π.Σ.Ε.,
στήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων κλπ. Αὐτό τό διασαφίζουν πέραν τῶν ἄλλων καί οἱ ἴδιοι
οἱ Ἁγιορεῖτες οἱ ἐπί Βέκκου ἀθλήσαντες εἰς τήν ὁμολογιακήν πρός τόν αὐτοκράτορα
ἐπιστολή των: «Ἄνωθεν γάρ
ἡ τοῦ Θεοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία· τήν ἐπί
τῶν ἀδύτων ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο.
Γέγραπται γάρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τό
τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, δεικνύων καί τήν πρός τό ὑπερέχον ὑποταγήν, καί ὅτι κοινωνός
ἐστιν αὐτοῦ, καί πίστεως καί τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος».
Θέλω ἐπίσης, πρίν τελειώσω τίς σκέψεις μου ἐπί
τῶν ἐπί Βέκκου Ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων, νά σχολιάσω τήν ἄποψί σου «περί τῆς ἐπισήμου προσχωρήσεως στήν αἵρεσι».
Αὐτήν λοιπόν τήν ἐπίσημο προσχώρησι στήν αἵρεσι, ἡ ὁποία, ὅπως ἀναφέρεις, εἶναι
ἄσχετος πρός τόν ΙΕ΄ ἱερό Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ποῖος τήν
καθορίζει; Ἡ ἁγ. Γραφή, οἱ Κανόνες, οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ἐγώ, ἐσύ ἤ ὁ
καθένας αὐθαίρετα; Καί ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, τί χρειάζεται ὁ ΙΕ΄ Κανόνας, ὁ ὁποῖος
ὁμιλεῖ, κατά τήν γνώμη σου, γιά προαιρετική ἀποτείχισι, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία,
ὅπως γνωρίζομε, ἡ προαίρεσις διαφέρει ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο καί, ὡς ἐκ τούτου,
ἄλλος θά πράξη ἔτσι καί ἄλλος διαφορετικά; Θά ἔπρεπε δηλαδή νά καθορισθοῦν τά ὅρια
τῆς «ἐπισήμου προσχωρήσεως κάποιου εἰς
τήν αἵρεσι» καί νά ἐλύνοντο ὅλα τά προβλήματα διά τῆς ὑποχρεωτικῆς πλέον ἀποτειχίσεως.
Εἰς τήν περίπτωσι δέ τοῦ Βέκκου, ἐφ’ ὅσον ἐπισήμως
εἶχε προσχωρήσει εἰς τήν αἵρεσι καί ἡ ἀποτείχισις –πρίν τήν καθαίρεσί του– ἦτο ὑποχρεωτική,
τί συνέβαινε μέ τά μυστήρια τά ὁποῖα ἐπιτελοῦσε πρίν καθαιρεθῆ; Ἦσαν ἔγκυρα ἤ ἄκυρα;
Δηλαδή ἐφ’ ὅσον εἶχε ἀποκοπῆ ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπισήμως εἶχε
προσχωρήσει στήν αἵρεσι, ἦταν, ὅπως ἀναφέρεις στήν σελίδα (12) τῆς ἐπιστολῆς
σου, «δυνάμει ἀχαρίτωτος ψευδεπίσκοπος
(πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης του)» ἤ ἐν ἐνεργείᾳ; Ὅλα αὐτά πάτερ, τά ἐρωτήματα
καί οἱ προβληματισμοί δημιουργοῦνται ἀπό τά λεγόμενά σου καί πρέπει ὄχι μόνον
νά ἀπαντήσης ἐπ’ αὐτῶν, ἀλλά καί νά μᾶς ἀποδείξης ὅτι αὐτά συμφωνοῦν μέ τήν ἁγ.
Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.