Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Λειτουργικά κείμενα και Αποτείχιση, π. Ευθυμίου Τρικαμηνά, Μέρος Α΄.


Η  ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ  ΚΑΙ  ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΗ  ΖΩΗ
ΚΑΙ  ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ  ΤΗΣ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
 ΠΡΟΫΠΟΘΕΤΕΙ,  ΑΠΑΙΤΕΙ  ΚΑΙ  ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ
ΤΗΝ  ΑΜΕΣΟ  ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΙ
ΑΠΟ  ΤΟΝ  ΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ  ΕΧΟΝΤΑ
ΑΙΡΕΤΙΚΟ  ΦΡΟΝΗΜΑ

Μέρος Α΄.

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

Στήν μικρή αὐτή μελέτη καί ἐργασία θά προσπαθήσωμε νά καταδείξωμε τήν ταύτισι τῆς λειτουργικῆς καί λατρευτικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μέ ὅλη τήν, περί Ἀποτειχίσεως καί διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως ἀπό κάθε αἱρετικό καί εἰδικά ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, Ὀρθόδοξο Παράδοσι.
Θά παρουσιάσωμε τά λειτουργικά κείμενα, τά ὁποῖα ὄχι ἁπλῶς ἀπαιτοῦν, ἀλλά καί προϋποθέτουν αὐτή τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἱρετικό, προκειμένου νά συμμετέχωμε καθαρῶς καί Ὀρθοδόξως στήν Λειτουργική καί λατρευτική ζωή της καί προκειμένου νά μήν ψευδώμεθα καί ἀσεβοῦμε στήν ἱερώτερη ὥρα καί στήν ἐπισημώτερη παρουσία μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι γεγονός ὅτι η λειτουργική καί λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ σύναψις ἐπί τό αὐτό, οὐρανοῦ καί γῆς καί ἡ καθαρώτερη διαχρονική ἐμπειρία της στόν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τρόπο παρουσίας μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ὅ,τι κάνομε εἶναι ἐμπειρικῶς καταγεγραμμένα ἀπό τούς Ἁγίους καί δέν δύναται ἕκαστος νά αὐτοσχεδιάζη ἤ νά ἰδιορρυθμῆ καί εἰδικά στά θέματα τῆς πίστεως. Δέν δύναται ἐπίσης ὁ οἱοσδήποτε αὐτά τά ὁποῖα λέγει καί ὁμολογεῖ μέ τά λόγια νά μήν τά ἀποδεικνύει συγχρόνως καί μέ τά ἔργα, διότι προφανῶς ψεύδεται στήν ἱερώτερη στιγμή καί στόν ἱερώτερο χῶρο ἀπέναντι στό Θεό.
Οἱ λειτουργικές ἀλλαγές οἱ ὁποῖες διά μέσου τῶν αἰώνων ἔγιναν (π.χ. προσθήκη ἑορτῶν καί ὕμνων, ἀκολουθιῶν, ἀμφίων κλπ.) δέν θίγουν τήν δογματική περί πίστεως ἐμπειρία της, ἀλλά συμπορεύονται ἄριστα μέ αὐτήν, καί ὁπωσδήποτε ἔχουν παγιωθεῖ διά μέσου τῶν αἰώνων ἀπό τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι εἴτε τίς εἰσήγαγαν, εἴτε τίς ἐβίωσαν,ἐπεδοκίμασαν καὶ καθιέρωσαν. Οἱαδήποτε ἀλλαγή, ἡ ὁποία δέν ἐκφράζει τήν περί πίστεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι αἱρετική καί διά τοῦτο καταδικασμένη. Τέτοιες λειτουργικές καί λατρευτικές ἀλλαγές προσπάθησαν νά ἐπιβληθοῦν ἀπό αἱρετικούς, ὅπως π.χ. ἡ προσθήκη στόν Τρισάγιο ὕμνο τῶν λέξεων «ὁ σταυρωθείς δι’ ἡμᾶς», oἱ ὕμνοι τούς ὁποίους συνέθεσαν οἱ εἰκονομάχοι ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων καί, πρόσφατα, ἡ λειτουργική παραποίησις τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ ἤ (ἄν θέλετε) ἐπιτρέπει τήν λειτουργική συνύπαρξι ἐν ὥρᾳ λατρείας Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν ἤ Ὀρθοδόξων καί Οἰκουμενιστῶν.
Αἱρετικές ἐπίσης προσθῆκες, πλήν τῶν ἀνωτέρω, εἶναι οἱ πρόσφατες αἰτήσεις τῶν Οἰκουμενιστῶν ὑπέρ τοῦ Πάπα, οἱ ὕμνοι οἱ ὁποῖοι ἐπινοήθηκαν καί καταγράφηκαν διά τούς αἱρετικούς Πάπα καί Πατριάρχη κατά τήν θρονική ἑορτή στό Φανάρι, ἡ ἀκολουθία διά τήν οἰκολογία, τή φύσι καί τό περιβάλλον τῆς 1ης Σεπτεμβρίου που συνεγράφη ἀπό τούς Οἰκουμενιστές, ἡ προσθήκη στό ἁγιολόγιο καί συναξάρι τοῦ αἱρετικοῦ καί μασόνου ἐθνομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης καθώς καί ἡ συνταχθεῖσα σχετική ἀκολουθία πρός τιμήν του κλπ. Ὅλα αὐτά καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο αἱρετικό ἐπινοήθηκε ἤ θά ἐπινοηθῆ εἰς τό μέλλον εἶναι καταδικασμένα Συνοδικῶς, διαχρονικῶς καί Πανορθοδόξως, ἐφ’ ὅσον θίγουν τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι καί Πίστι, μέρος τῆς ὁποίας εἶναι ἡ λειτουργική καί λατρευτική ζωή καί ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διαχρονική καταδίκη ἐκφράζεται κατά ἀπόλυτο, θά λέγαμε, τρόπο στό Συνοδικό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡς ἑξῆς: «Ἅπαντα τά παρά τήν Ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν, καί τήν διδασκαλίαν, καί ὑποτύπωσιν τῶν ἁγίων καί ἀοιδίμων Πατέρων καινοτομηθέντα, ἤ μετά τοῦτο πραχθησόμενα, Ἀνάθεμα». Τό φοβερό εἰς τήν περίπτωσι αὐτή εἶναι ὅτι οἱ Πατέρες δέν κατεδίκασαν μόνο Συνοδικῶς τά αἱρετικά κείμενα, τά ὁποῖα δολίως εἰσῆλθον εἰς τήν λειτουργική καί λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τούς κατασκευάσαντας αὐτά: «Εἴ τις πᾶσαν παράδοσιν ἐκκλησιαστικὴν ἔγγραφον ἢ ἄγραφον ἀθετεῖ, ἀνάθεμα ἔστω» (Ἀπό τά Πρακτικά τῆς 7ης καὶ 8ης συνεδρίας τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου).
Ἀπό ὅλα αὐτά καταδεικνύνεται ὅτι ἔχουμε δικαίωμα νά προσθέσωμε ὕμνους στήν λειτουργική καί λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πλήν ὅμως πρέπει πάντα νά ἀκολουθῆται ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις καί ὡς πρός τό νόημα τῶν ὕμνων καί ὡς πρός τόν σκοπό.
Χαρακτηριστικά, (ἐπίσης) παραδείγματα προσθηκῶν κατά πάντα ὀρθοδόξων εἶναι ἡ προσθήκη στήν Θ. Λειτουργία τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου, ἡ προσθήκη τοῦ «Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς ...», στήν ἐνάτη ὠδή τῆς Θεοτόκου «τήν τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ», ἡ προσθήκη τῆς λαβίδος διά τήν ταυτόχρονο μετάδοσι στούς πιστούς τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ κατά τή Θεία Μετάληψι κλπ.
   Στό κύριο μέρος τῆς μελέτης αὐτῆς περιλαμβάνονται οἱ ἑξῆς ἑνότητες:
1) Λειτουργικές αἰτήσεις καί εὐχές, οἱ ὁποῖες ἀπαιτοῦν, ἐπιβάλλου ἤ ὑπαινίσσονται τήν ἄμεσο ἀποτείχισι ἀπό κάθε αἱρετικό καί οἱ ὁποῖες καθημερινῶς ἀναγιγνώσκονται, διαβάζονται, ἐκφωνοῦνται στήν λατρευτική σύναξι τῶν πιστῶν.
2) Εὐχές καί ὕμνοι οἱ ὁποῖοι περιοδικῶς σέ διάφορες ἑορτές καί περιστάσεις λέγονται στήν λατρευτική σύναξι τῶν πιστῶν, ἀφορῶσες τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς.
3) Ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἡ ὁποία ἀφορᾶ τήν λειτουργική καί λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποδεικνύει τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς, προκειμένου νά εἶναι εὐάρεστη (καί εὐπρόσδεκτη) ἡ λατρεία μας πρός τόν Θεό.
4) Ἡ σύγχρονη λειτουργική κατάστασις – Συμπεράσματα.

1) Λειτουργικές αἰτήσεις καί εὐχές, οἱ ὁποῖες ἀπαιτοῦν, ἐπιβάλλουν ἤ ὑπαινίσσονται τήν ἄμεσο ἀποτείχισι ἀπό κάθε αἱρετικό, καί οἱ ὁποῖες καθημερινῶς λέγονται στήν λατρευτική σύναξι τῶν πιστῶν.
Γιά νά κατανοήσωμε τήν λατρευτική πρᾶξι καί Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας πρέπει ἐξ ἀρχῆς νά τονίσωμε ὅτι ἡ λατρευτική ζωή καί Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας, ὡς γνήσιο τμῆμα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, εἶναι ἀπολύτως προσαρμοσμένη μέ ὅλη τήν διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς, τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Θά ἠδυνάμεθα μάλιστα νά εἴπωμε ὅτι ἡ λατρευτική ζωή ἀποτελεῖ τήν πρακτική ἔκφρασι αὐτῆς τῆς διδασκαλίας καί μάλιστα τήν ἐκφράζει μέ τόν ἀκριβέστερο, καθαρώτερο καί ἀπόλυτο τρόπο, μέσα στήν καθημερινή λατρευτική σύναξι τῶν πιστῶν. Αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι ὅλα μέσα στήν Ἐκκλησία, καί τά τελούμενα στήν λατρευτική σύναξι, καί τά διδασκόμενα ἀπό τούς ποιμένες καί τούς πνευματικούς πατέρες, καί τά πραττόμενα ἀπό ὅλους τούς πιστούς, εἶναι ὁμοιόμορφα καί ἀπολύτως σύμφωνα, δέν ἔχουν καμμία παραφωνία ἤ ἐναντίωσι, ἔχουν τίς ρίζες των στήν Ἀποστολική διδασκαλία καί Παράδοσι, ἡ βάσι τῆς ὁποίας εἶναι ἡ Ἁγ. Γραφή.
Ὡς ἐκ τούτου εὔκολα δύναται κάποιος νά κατανοήση πώς ὁ,τιδήποτε δέν συμφωνεῖ μέ αὐτό τό τρίπτυχο (Ἁγ. Γραφή, Ἱερούς Κανόνες διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας) εἶναι νόθο καί παρείσακτο καί ἐτέθη ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἀπό αἱρετικούς πρός ἀποπλάνησι τῶν πιστῶν. Ὅ,τι ἐπίσης πράττωμε ὡς ἄτομα καί μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο δέν συμφωνεῖ μέ αὐτό τό τρίπτυχο εἶναι ἁμαρτωλό μέν, ὅταν ἀφορᾶ προσωπικά πάθη καί ἀδυναμίες τῆς καθημερινότητος, αἱρετικό δέ, ὅταν ἔχει γενικές ἐκκλησιαστικές διαστάσεις, π.χ. δημοσίας καί ἐκκλησιαστικῆς ἀκυρώσεως ἐντολῶν τῆς Ἁγ. Γραφῆς, τῶν Ἱερῶν Κανόνων κλπ.
Ὅλα τά ἀνωτέρω ἀνεφέρθησαν διά νά κατανοήσωμε καί νά ἑρμηνεύσωμε Ὀρθοδόξως τά λεγόμενα καί πραττόμενα στήν καθημερινή λατρευτική σύναξι καί νά μήν ἐννοήσωμε λανθασμένως ὅτι αὐτά δέν μᾶς ἀφοροῦν δυνάμεθα νά τά ἑρμηνεύσωμε ὅπως θέλομε καί ἕκαστος κατά τό δοκοῦν, τό χειρότερο ὅτι ἐγράφησαν σέ ἄλλες ἐποχές ἀπό κάποιους φανατικούς καί ἀκραίους, ἐνῶ σήμερα ἐμεῖς ἐπιλέξαμε τήν ὁδό τῆς ἀγάπης καί συνδιαλλαγῆς, εἰς βάρος ὅμως τῆς Ὀρθοδόξου καί ἀληθοῦς πίστεως. Ὅλα αὐτά δηλαδή ἐγράφησαν καί ἐτέθησαν στήν Ἐκκλησία ὡς ἕνα προστατευτικό τεῖχος διά τήν προστασίαν ὅλων τῶν πιστῶν καί διά νά διασφαλίσουν αὐτούς ὡς πρός τό ζωτικώτερο καί ἀδιαπραγμάτευτο σημεῖο, τό ὁποῖο εἶναι Ὀρθόδοξος καί ἀληθινή πίστις, ἄνευ τῆς ὁποίας δέν ὑπάρχει οὔτε Ἐκκλησία, οὔτε σωτηρία.
Ἐρχόμενοι ἐν συνεχείᾳ στήν καθημερινή λατρευτική σύναξι ἀναφέρομε, ὅτι μέσα σαὐτήν οὔτε εἰσέρχονται, οὔτε μνημονεύονται, οὔτε προσεύχεται Ἐκκλησία διαὐτούς πού ἠθελημένα ζοῦν ἀδιάφορα, κοσμικά τό χειρότερο ἔχουν παρεκκλίνει σέ κάποια αἵρεσι. Ἡ Ἐκκλησία μέσα στήν λατρευτική σύναξι δέν τούς θεωρεῖ ὡς μέλη της καί μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐφ’ ὅσον ἡ ζωή των ἤ ἡ πίστις των δέν εἶναι σύμφωνη μέ τήν Ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία της. Ὁσάκις ἡ Ἐκκλησία λατρευτικά τούς ἀναφέρει, πάντοτε τονίζει ὅτι δέν ἀποτελοῦν αὐτοί μέλη της, ἀλλά προσεύχεται διά τῆς μετανοίας καί ἐπιστροφῆς νά ἐνταχθοῦν στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἕνα κλασσικό παράδειγμα πρός κατανόησι τοῦ θέματος, εἶναι καί αὐτό ἀπό τήν Θ. Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, στήν ὁποία ὁ Ἱερεύς, μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων δώρων, εὔχεται μεταξύ ἄλλων, ὡς ἑξῆς: «....τούς ἐσκορπισμένους ἐπισυνάγαγε∙ τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ». Ὡς ἐσκορπισμένοι θεωροῦνται αὐτοί οἱ ὁποῖοι ζοῦν ἀδιάφορα καί κοσμικά καί ὡς πεπλανημένοι αὐτοί πού ἔχουν κάποιο αἱρετικό φρόνημα.
Τό ἴδιο εὔχεται ἡ λατρευτική σύναξις διά τούς κατηχουμένους μετά τό
Εὐαγγέλιο: «Εὔξασθε οἱ Κατηχούμενοι τῷ Κυρίῳ... Ἵνα ὁ Κύριος αὐτούς ἐλεήσῃ... ἑνώσῃ αὐτούς τῇ ἁγίᾳ αὐτοῦ Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ». Δηλαδή ὡς ἀβάπτιστοι εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, ἄν καί δέν ἔχουν αἱρετικά φρονήματα.
Ἐπίσης στήν πρωτοχριστιανική Θ. Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ἀναφέρονται δύο φορές οἱ ἐκτός Ἐκκλησίας, γιά τούς ὁποίους προσεύχεται ἡ λατρευτική σύναξις ὡς ἑξῆς: «Καί ὑπέρ πάσης ψυχῆς χριστιανῆς θλιβομένης καί καταπονουμένης, ἐλέους καί βοηθείας Θεοῦ ἐπιδεομένης καί ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων, ὑγείας τῶν ἀσθενούντων, ἀναρρύσεως τῶν αἰχμαλώτων, ἀναπαύσεως τῶν προκεκοιμημένων πατέρων τε καί ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»[1] καί πιό κάτω: «Μνήσθητι, Κύριε, ὑπέρ πάσης ψυχῆς χριστιανῆς θλιβομένης καί καταπονουμένης, ἐλέους καί βοηθείας σοῦ τοῦ Θεοῦ ἐπιδεομένης, καί ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων»[2].
Οἱ αἰτήσεις λοιπόν καί εὐχές τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρονται στά πραγματικά καί συνειδητά μέλη της καί δι’ αὐτό κατά κανόνα γίνεται διαχωρισμός στήν λατρευτική σύναξι σέ ποιούς δηλαδή ἀναφέρονται οἱ εὐχές καί ὅταν αὐτό δέν γίνεται, πρέπει νά ἐννοεῖται (π.χ. στήν αἴτησι «ὑπέρ πλεόντων, ὁδοιπορούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων» τῶν εἰρηνικῶν). Πρέπει δηλαδή ἐδῶ νά ἐννοηθῆ ὅτι ἡ εὐχή ἀναφέρεται στούς εὐσεβεῖς καί Ὀρθοδόξους πλέοντας, ὁδοιποροῦντας, κλπ. Ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει ἡ εὐχή ἔρχεται σέ ἀντίθεσι μέ τίς ἄλλες εὐχές καί αἰτήσεις, οἱ ὁποῖες σαφῶς διαχωρίζουν τό ὅτι ἀναφέρονται στούς εὐσεβεῖς καί Ὀρθοδόξους Χριστιανούς.
Οἱ αἰτήσεις τέλος, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στήν φύσι καί στά στοιχεῖα τῆς φύσεως ἀναφέρονται χάριν τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἀσχέτως ἄν αὐτά ἐπιδροῦν σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο (π.χ. ὑπέρ εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς κλπ.). Ἐδῶ ἐκ τοῦ μέρους εὐλογεῖται τό ὅλον, ὅπως π.χ. στήν περίπτωσι τῶν Σοδόμων, γιά τά ὁποῖα εἶπε ὁ Θεός στήν Ἀβραάμ, ὅτι δέν θά τά κατέστρεφε, ἄν εὑρίσκοντο σ’ αὐτά ἔστω καί λίγοι δίκαιοι (Γεν. 18, 20-32).
Θά ἀναφερθοῦμε κατ’ ἀρχάς στίς αἰτήσεις οἱ ὁποῖες ὀνομάζονται Εἰρηνικά, ἐξ αἰτίας τῶν τριῶν πρώτων αἰτήσεων, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στήν εἰρήνη τήν ὁποία πρέπει νά ἔχωμε μέσα μας, στήν εἰρήνη τήν ὁποία ὁ Θεός ὡς χάρισμα ἀποστέλλει στούς πιστούς καί στήν εἰρήνη τήν γενική ὅλου τοῦ κόσμου. Αὐτές οἱ αἰτήσεις εἶναι πολύ συνηθισμένες, διότι δέν ἀναφέρονται μόνο στήν Θ. Λειτουργία ἀλλά καί στόν Ἑσπερινό, τόν Ὄρθρο κλπ.
Ἡ τρίτη κατά σειρά αἴτησις τῶν εἰρηνικῶν ἔχει πολλή σημασία, διότι, ἄν ἐκληφθῆ Ὀρθοδόξως, εἶναι σύμφωνος μέ ὅλες τίς ὑπόλοιπες εὐχές, μέ ὅλα ὅσα λέγονται καί τελοῦνται στήν λατρευτική σύναξι καί ἐπί πλέον Ὀρθοδόξως ἐννοουμένη, εἶναι σύμφωνος μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς, τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγ. Πατέρων. Ἄν ἀντιθέτως ἑρμηνευθῆ Οἰκουμενιστικῶς ἔρχεται σέ πλήρη διαφωνία μέ ὅλα αὐτά (λατρευτική σύναξι, Ἁγ. Γραφή, διδασκαλία Ἁγίων). Τό κλειδί, ὡς ἐκ τούτου τῆς Ὀρθοδόξου ἑρμηνείας εἶναι στήν συμφωνία καί ἡ παρέκκλισις πρός τήν αἵρεσι εἶναι στήν ἀποκοπή καί μεμονωμένη ἐξέτασι καί ἑρμηνεία.
Ἀναφέρει λοιπόν ἡ αἴτησις αὐτή τά ἑξῆς: «Ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐσταθείας τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καί τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Τό πρόβλημα τό ὁποῖο δημιουργεῖται εἶναι γιά ποιά ἕνωσι ἡ λατρευτική αἴτησις ὁμιλεῖ. Οἱ Οἰκουμενιστές ἰσχυρίζονται ὅτι ἐδῶ προσευχόμεθα διά τήν ἕνωσι πάντων, δηλαδή Ὀρθοδόξων καί πάσης φύσεως αἱρετικῶν. Οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἀποδέχονται αὐτή τήν ἑρμηνεία ὡς ἐνσωματωμένοι μέ τούς Οἰκουμενιστές καί ὡς συνοδοιπόροι ἤ ἀλληλοπεριχωρούμενοι, ἁπλῶς δέ ἀντιδρῶντες. Αὐτή ὅμως ἡ ἑρμηνεία δέν ἰσχύει καί δέν εἶναι Ὀρθόδοξος γιά τούς ἑξῆς λόγους:
Πρῶτον, ἄν ἀνέφερε ἡ αἴτησις μία τέτοια οἰκουμενιστική ἕνωσι Ὀρθοδόξων καί πάσης φύσεως αἱρετικῶν, θά ἐθεωροῦσε καί τούς αἱρετικούς ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί θά προσηύχετο ὅπως γιά τούς ἐντός Ἐκκλησίας ἁμαρτωλούς. Θά ἐθεωροῦσε δηλαδή ἡ Ἐκκλησία τήν αἵρεσι, ὅπως ὅλες τίς ἄλλες ἁμαρτίες, πρᾶγμα τό ὁποῖο δυστυχῶς πρεσβεύουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές.
Δεύτερον, θά ἤρχετο ἡ αἴτησις αὐτή σέ ἀντίθεσι μέ τήν λειτουργική εὐχή τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου τήν ὁποία ἀναφέραμε καί ἀνωτέρω, κατά τήν ὁποία οἱ αἱρετικοί σαφῶς θεωροῦνται ὡς πεπλανημένοι περί τήν πίστι, ἐκτός Ἐκκλησίας: «...τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ».
Τρίτον θά ἤρχετο ἡ αἴτησις αὐτή, καί μάλιστα ἐν ὥρᾳ λατρείας στή Θ. Λειτουργία, σέ ἀντίθεσι μέ τήν Ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, διότι σέ ὅλα αὐτά οἱ αἱρετικοί θεωροῦνται ἐκτός Ἐκκλησίας, ὡς λύκοι καί ὄχι πρόβατα καί ἀναθεματίζονται παντοῦ καί πάντοτε.
Καί τέταρτον ἡ αἴτησις αὐτή, ἄν ἑρμηνεύετο οἰκουμενιστικῶς, θά ἤρχετο σέ ἀντίθεσι μέ πολλές ἄλλες αἰτήσεις καί ἰδιαιτέρως μέ τήν ἀμέσως ἑπομένη αἴτησι τῶν Εἰρηνικῶν, τήν ὁποία ἐν συνεχείᾳ θά ἀναλύσωμε.
Τήν Ὀρθόδοξο ἑρμηνεία αὐτῆς τῆς αἰτήσεως δυνάμεθα εὐχερῶς νά τήν κατανοήσωμε, ἄν, πέραν ὅλων ὅσων ἀναφέραμε, ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἐν ὥρᾳ κοινῆς λατρείας, ὄχι μόνο αἱρετικοί δέν μνημονεύονται, ἀλλά οὔτε καί Ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι ζοῦν κοσμικά καί ἀδιάφορα. Αὐτό κατωτέρω θά καταδειχθῆ καί ἀπό τά ἴδια τά λειτουργικά κείμενα.
Ἐπειδή δέ οἱ Πατέρες τίς λειτουργικές αἰτήσεις καί εὐχές τίς κατέγραψαν μέ βάσι τίς πρωτοχριστιανικές εὐχές τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου θά ἀναφέρωμε τήν ἀντίστοιχον εὐχή αὐτῆς, γιά νά κατανοήσωμε τό πνεῦμα καί τό γράμμα τῶν Πατέρων στό συγκεκριμένο σημεῖο: «Ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου καί ἑνώσεως πασῶν τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν».
Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἡ αἴτησις αὐτή στή Θ. Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰακώβου ἀναφέρεται κατά τόν ἴδιο τρόπο τρεῖς φορές. Μία στά Εἰρηνικά, δεύτερη φορά ὡς ἐκτενής δέησις καί τρίτη μετά τήν μεγάλη Εἴσοδο καί τόν λειτουργικό ἀσπασμό. Βλέπουμε λοιπόν ἐδῶ ὅτι ἡ αἴτησις διά τήν ἕνωσι ἀφορᾶ τίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τούς αἱρετικούς. Ὁ λόγος δέ γιά τόν ὁποῖο χρησιμοποιεῖται ἀρσενικό γένος «τῶν πάντων ἑνώσεως» καί ὄχι θηλυκό «ἑνώσεως πασῶν τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν» εἶναι προφανῶς τό ὅτι ἀναφέρεται στά ἄτομα τῆς κάθε Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα πρέπει νά εἶναι ἑνωμένα καί μέ τούς Ὀρθοδόξους τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ στή Θ. Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰακώβου ἀναφέρονται ὡς τοπικές Ἐκκλησίες.
Μία παρόμοια ἔκφρασι προσευχῆς περί ἑνώσεως τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἔχομε στήν ὑμνολογία, στό δεύτερο τροπάριο τῆς θ’ ᾠδῆς τοῦ Μεσονυκτικοῦ τῆς Κυριακῆς τοῦ Τριαδικοῦ Κανόνος, τοῦ πλ΄ Δ’ ἤχου. Ἀναφέρει ὅλο τό τροπάριο τά ἑξῆς:
«Ἡ μία κυριότης καί τριλαμπής, ἑνική θεαρχία τρισήλιε, τούς ὑμνητάς, πρόσδεξαι τούς σούς ἀγαθοπρεπῶς, καί τῶν πταισμάτων λύτρωσαι, καί τῶν πειρασμῶν καί τῶν δυσχερῶν, καί θᾶττον τήν εἰρήνην, παράσχου φιλανθρώπως, ταῖς Ἐκκλησίαις καί τήν ἕνωσιν». Παρακαλοῦμε δηλαδή, ἐδῶ τήν Ἁγ. Τριάδα νά ἔχουν εἰρήνη μεταξύ τους οἱ τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί νά εἶναι ἑνωμένες ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ Οἰκουμενιστές βεβαίως χρησιμοποιοῦν αὐτή τήν λειτουργική αἴτησι «Ὑπέρ.... εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καί τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» ὡς δῆθεν νά ὁμιλῆ γιά μία οἰκουμενιστική ἕνωσι μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, μέ συναλληλία καί ἀλληλοπεριχώρησι, πρᾶγμα τό ὁποῖον σημαίνει ὅτι θά ἑνωθοῦμε καί ὁ καθένας θά κρατήση τίς παραδόσεις καί τήν πίστι του. Αὐτή ἡ ἕνωσις βεβαίως στήν θεωρία ἔχει ἐπιτευχθῆ, ἀφοῦ ἀναγνωρίζομε τούς αἱρετικούς ὡς Ἐκκλησίες, ἀναγνωρίζομε ὡς ἔγκυρα τά μυστήριά των (ὅτι τά τελεῖ δηλαδή τό Ἅγ. Πνεῦμα), συμπροσευχόμεθα μαζί των, εἴμεθα ὁμότιμοι καί ὁμογάλακτοι στό Π.Σ.Ε. κλπ. Πρόκειται γιά τήν ἴδια μέ τήν λειτουργική αὐτή αἴτησι, διαστροφή καί αἵρεσι, ἡ ὁποία γίνεται καί στό ἁγιογραφικό χωρίο «ἵνα πάντες ἕν ὦσι» (Ἰωάν. 17,21). Αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Οἰκουμενιστές ἔχουν τήν ἴδια τακτική καί τά χωρία καί τίς εὐχές πού ἀναφέρονται στήν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων τά προσαρμόζουν ὅτι δῆθεν ἀναφέρονται καί γιά τούς αἱρετικούς.
Θά ἀναφέρωμε ἐν συνεχείᾳ τήν ἀμέσως ἑπόμενη αἴτησι τῶν Εἰρηνικῶν, διότι αὐτή καταδεικνύει μία αὐστηρότητα καί ἀκρίβεια στήν Εὐαγγελική καί Πατερική Παράδοσι καί φυσικά συντείνει τά μέγιστα στήν ἀναίρεσι κάθε ἐπιχειρήματος καί προσχήματος τῶν Οἰκουμενιστῶν καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν διά τό ποῖοι πρέπει νά εἰσέρχωνται καί νά μνημονεύωνται στήν λατρευτική σύναξι.
Πρόκειται γιά τήν ἑξῆς αἴτησι τῶν Εἰρηνικῶν: «Ὑπέρ τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου καί τῶν μετά πίστεως, εὐλαβείας καί φόβου Θεοῦ εἰσιόντων ἐν αὐτῷ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Ἐδῶ μετά τήν ἀναφορά εἰς τόν Θεό γιά τήν διατήρησι καί φύλαξι τοῦ ναοῦ ἀπό διάφορα φυσικά φαινόμενα καί ἄλλα δυσάρεστα γεγονότα (π.χ. σεισμούς, πυρκαϊές, πλημμύρες κλπ.) τά ὁποῖα εἶναι πάνω ἀπό τήν ἰδική μας πρόνοια καί προστασία, ἀναφέρονται πρός τόν Θεό ὄχι ὅλοι οἱ εἰσερχόμενοι, ἀλλά αὐτοί οἱ ὁποῖοι εἰσέρχονται μέ Ὀρθόδοξο πίστι, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ.
   Ὁ διαχωρισμός αὐτός γίνεται, ὄχι διότι ἐπαφίεται στόν καθένα νά κρίνη ἐάν ἔχη Ὀρθόδοξο πίστι, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ, οὔτε διότι θέλομε διά τῆς εὐχῆς αὐτῆς νά ἐμποδίσωμε κάποιον φανερά ἀνευλαβῆ ἤ φανερά αἱρετικό νά εἰσέλθη στόν Ὀρθόδοξο ναό, διότι αὐτοί ὅλοι οὐδόλως πρέπει νά εἰσέρχωνται εἰς αὐτόν καί μάλιστα ἐν ὥρᾳ λατρείας καί εἰδικά τῆς Θ. Λειτουργίας. Ἡ αἴτησις προφανῶς λέγεται ἐπειδή ὡς ἄνθρωποι δέν γνωρίζομε τά ἐσωτερικά καί μύχια τῆς καρδίας τοῦ καθενός καί ὡς ἐκ τούτου πιθανόν νά εἰσέλθη εἰς τόν ναό κάποιος ἐξωτερικά παρουσιαζόμενος ὡς Ὀρθόδοξος καί εὐλαβής, ἐνῶ ἐσωτερικά νά κρύβη ἀνευλάβεια, αἱρετικά φρονήματα κλπ.
Ἀναφερόμενοι λοιπόν εἰς τόν Θεόν ἀναθέτουμε εἰς Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εἶναι παντογνώστης καί ἐτάζει (ἐξετάζει, ἐρευνᾶ) νεφρούς καί καρδίας, νά ἀποκλείση τῆς μνημονεύσεως τούς εἰσερχομένους εἰς τόν Ὀρθόδοξο ναό μέ ἀνευλάβεια καί ἀπιστία ἤ τούς ἔχοντας κρυφίως αἱρέσεις, τίς ὁποῖες πιστεύουν ἀλλά δέν ἀποκαλύπτουν. Ὁ περιορισμός αὐτός στήν λατρευτική ἀναφορά μας πρός τόν Θεό εἶναι ἀπαραίτητος καί ἀναγκαῖος, διότι ἡ λατρευτική σύναξις καί ἰδίως τό μυστήριο τῆς Θ. Λειτουργίας εἶναι τύπος τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ καί εἶναι ἀδύνατον εἰς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά ὑπάρχουν ὡς μέλη ἀνευλαβεῖς, ἄπιστοι καί ἰδίως οἱ ἔχοντες καί πρεσβεύοντες αἱρετικά φρονήματα.
Στήν περίπτωση αὐτή δέν πρόκειται ἀσφαλῶς περί βαπτισμένων καί μή βαπτισμένων, διότι τότε θά ἦτο εὔκολος ὁ διαχωρισμός ἀπό ἐμᾶς καί δέν θά ἐχρειάζετο νά ἀναθέσωμε εἰς τόν Θεό αὐτόν τόν διαχωρισμό. Ἐπειδή εἶναι δυνατόν νά εἶναι κάποιος ὀρθοδόξως βαπτισμένος καί νά εἶναι συγχρόνως Μασόνος, αἱρετικός κλπ. Οὔτε πρόκειται ἐπίσης περί καταδικασμένων καί μή καταδικασμένων αἱρετικῶν, σύμφωνα μέ τίς θεωρίες τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, διότι πάλι ὁ διαχωρισμός εἶναι σαφής. Ἐξ’ αὐτοῦ καθίσταται σαφές ὅτι οἱ φανερά ἀνευλαβεῖς, ἄπιστοι καί οἱ ἔχοντες αἱρετικά φρονήματα (π.χ. οἱ Μασόνοι, οἱ Οἰκουμενιστές κλπ.) ἀποκλείονται τῆς συνάξεως τῶν Ὀρθοδόξων καί βεβαίως ἐδῶ ἡ εὐθύνη εἶναι ἰδική μας.
Ἄν φανερά καί ἐν γνώσει μας εἰσέλθουν εἰς τόν ναό κάποιοι ἀπό αὐτούς ἐν ὥρᾳ λατρείας καί μάλιστα Θ. Λειτουργίας, ἡ λατρεία πρός τόν Θεό μετατρέπεται σέ θέατρο, διότι παρουσιαζόμεθα εἰς τόν Θεό μέ ὑποκρισία, ὅπως οἱ μίμοι καί ἠθοποιοί, παρουσιάζομε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀλλόκοτο καί παραμορφωμένο καί βεβαίως προκαλοῦμε τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ.
Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἐφυλάσσοντο οἱ πύλες τοῦ ναοῦ ἀπό τούς θυρωρούς μέ σκοπό νά ἐλέγχωνται οἱ εἰσερχόμενοι, ὥστε νά ἐπιτρέπεται ἡ εἴσοδος στόν ναό μόνον στούς Ὀρθοδόξους. Ἡ μνημόνευσις τέλος αὐτῆς τῆς αἰτήσεως ἀποκλείει καί τούς φαινομενικά Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ζοῦν μέ ἀπιστία, εἶναι βλάσφημοι, ἀδιάφοροι, πολέμιοι τῆς Ἐκκλησίας κλπ. ὅπως π.χ. σήμερα εἶναι οἱ περισσότεροι πολιτικοί, οἱ δημοσιογράφοι κλπ.
Ἐρχόμεθα, ἐν συνεχείᾳ, στήν βασική αἴτησι τῆς μνημονεύσεως τῶν Εἰρηνικῶν, ἡ ὁποία ἀναφέρει καί παρουσιάζει ἱκετευτικά καί ἐν περιλήψει ὅλο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τήν ὁρατή κεφαλή, ἡ ὁποία εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος, τό ἱερατεῖο καί τόν κλῆρο ὡς προεξέχοντες καί ἀξιωματοῦχοι μέ τήν θυσιαστική ἔννοια τῆς προστασίας καί τῆς διακονίας, καί τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ σώματος, τά ὁποῖα εἶναι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἱεράρχησις, τά ἀξιώματα στήν Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τόν Χρυσορρήμονα ἅγιο, καί ὁ διαχωρισμός μεταξύ ποιμένων καί ποιμενομένων εἶναι κατ’ ἄνθρωπον καί σύμφωνα μέ τίς ἀνάγκες μας, ἐνῶ ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ὅλοι εἴμεθα ποιμενόμενοι, ὅλοι εἴμεθα πρόβατα.
   Ἡ αἴτησις αὐτή τῶν Εἰρηνικῶν ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος) τοῦ τιμίου πρεσβυτερίου τῆς ἐν Χριστῷ διακονίας παντός τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Ὁ Ἐπίσκοπος ἀναφέρεται πρῶτος καί ὀνομαστικῶς ὡς ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί τύπος τοῦ Χριστοῦ. Ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ἅγ. Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων στήν ἑρμηνεία τῆς Θ. Λειτουργίας ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἀρχιερεύς τύπος ἐπί τοῦ Δεσπότου∙ ὥσπερ γάρ ὁ Δεσπότης ἀποστέλλει τούς ἀγγέλους, οὕτως καί ὁ ἐπίσκοπος τούς ἱερεῖς. Λευκήν στολήν περιβέβληται ὁ ἐπίσκοπος διά τήν μορφήν τῶν ἄνω δυνάμεων, τουτέστι τοῦ Δεσπότου∙ καθώς καί Ἰωάννης περί αὐτοῦ λέγει∙ «Τό ἔνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιών». Τριπλοῦν τό ὠμοφόριον περιβέβληται, διότι τήν Τριάδα ὑφίεται» (P.G. 87 Γ΄ 3985 D).
Ἡ ἀντίστοιχος αἴτησις τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰακώβου εἶναι ἡ ἑξῆς: «Ὑπέρ σωτηρίας καί ἀντιλήψεως τοῦ ἁγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τοῦ δεῖνος) παντός τοῦ κλήρου καί τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» (σελ. 23). Ἡ μνημόνευσις τοῦ Ἐπισκόπου εἰς τήν Θ. Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰακώβου γίνεται ἕξι (6) φορές μαζί μέ τήν προσκομιδή, ἡ ὁποία εἶναι ἐνσωματωμένη στή Θ. Λειτουργία, ἐνῶ εἰς τήν Θ. Λειτουργία τῶν ἁγίων Βασιλείου καί Χρυσοστόμου γίνεται τέσσαρες (4) φορές μαζί μέ τήν προσκομιδή. Στίς ἀκολουθίες τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Ὄρθρου γίνεται ἀπό δύο φορές ἀντιστοίχως, μία στά Εἰρηνικά καί μία στήν ἐκτενῆ δέησι κλπ.
Ἐδῶ παρουσιάζομε τό μεγαλύτερο θέατρο, τήν μεγαλύτερη ὑποκρισία, τήν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἐν τοῖς φρικτοῖς μυστηρίοις διπροσωπία καί ἀνακολουθία μας, ὅταν φυσικά δέν εἶναι Ὀρθόδοξος ἀλλά αἱρετικός ὁ Ἐπίσκοπος ὅπως θά δείξωμε ἐν συνεχείᾳ.
Στήν ἀμέσως προηγούμενη αἴτησι ἐκάναμε αὐστηρότατο διαχωρισμό καί ἐμνημονεύσαμε μόνον ὅσους εἰσέρχονται μέ Ὀρθόδοξο πίστι, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ. Τώρα μνημονεύομε καί μάλιστα ὀνομαστικῶς, (ὁμιλοῦμε γιά τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας) τόν αἱρετικό Οἰκουμενιστή Ἐπίσκοπο, αὐτόν ὁ ὁποῖος ἀνήκει στό παναιρετικό Π.Σ.Ε., αὐτόν ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζει τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν καί τήν ἱερωσύνη των, αὐτόν ὁ ὁποῖος συμπροσεύχεται καί συνιερουργεῖ καί κάνει κοινές συμφωνίες σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ τούς αἱρετικούς, αὐτόν ὁ ὁποῖος «τά βρίσκει» (κοινῶς συμβαδίζει καί συνεργάζεται) μέ τούς πολιτικούς εἰς βάρος τῆς πίστεως καί ἀναγνωρίζει τούς παράνομους καί δαιμονικούς νόμους τῆς πολιτείας, οἱ ὁποῖοι κατ’ οὐσίαν καταλύουν τόν Εὐαγγελικό νόμο, αὐτόν ὁ ὁποῖος τέλος πάντων εἶναι ἕτοιμος, ὄχι μόνο νά δεχθῆ κάρτες καί σφραγίσματα, ἀλλά καί ἐτοποθετήθη εἰς αὐτήν τήν θέσι γιά νά ὁδηγήση σ’ αὐτήν τήν ὁδό τῆς ἀπωλείας καί ὅλο τό Ὀρθόδοξο μέν, ἀλλά ἀφελές καί ἀκατήχητο ποίμνιο.
Ἄν λοιπόν ἀπό τήν μία πλευρά κάνωμε αὐστηρώτατο διαχωρισμό στήν μνημόνευσι καί ἀπό τήν ἄλλη μνημονεύομε ὀνομαστικῶς αὐτόν πού προηγουμένως ἀπεκλείσαμε τῆς μνημονεύσεως, δηλαδή τόν αἱρετικό, αὐτόν ὁ ὁποῖος, ὅπως προαναφέραμε, κηρύσσει ἄλλο Εὐαγγέλιο καί ἄλλο Χριστό, τότε μετατρέπουμε τήν κοινή λατρεία καί τήν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ παρουσία μας σέ θέατρο, παρουσιαζόμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὡς μεθυσμένοι καί μή γνωρίζοντες τήν ἔννοια τῶν λεγομένων, ἐμπαίζομε καί κοροϊδεύομε τόν ἴδιο τόν Θεό.
    Εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου δηλώνουμε τήν πλέον ἱερή στιγμή ἐνώπιον ὅλης τῆς συνάξεως, δημοσίως καί λατρευτικῶς, ὅτι ὁ Χριστός ὡς ἀόρατη κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ταυτίζεται, ἐκπροσωπεῖται καί εἰκονίζεται ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι, ὄχι μόνο προσβάλλομε καί βλασφημοῦμε τόν Θεό, ἀλλά καί τόν καθιστοῦμε ὑποτακτικό μας μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως, ἐφ’ ὅσον ἔχουμε τήν ἀξίωσι νά δεχθῆ, θέλοντας καί μη, αὐτή τήν ἐπιλογή μας, νά ἐκπροσωπῆται δηλαδή καί νά ταυτίζεται μέ ἕναν αἱρετικό.
Πέραν αὐτοῦ δηλώνουμε ἐπισήμως καί λατρευτικῶς ὅτι καί ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζεται καί ἐκπροσωπεῖται ἀπό τήν ὁρατή κεφαλή, ταυτίζεται μέ τήν πίστι τοῦ Ἐπισκόπου, δηλαδή καθίσταται καί αὐτό αἱρετικό, σύμφωνα μέ τήν πατερική διδασκαλία «οἵα ἡ κεφαλή, τοιοῦτον καί τό σῶμα» καί «οἷον τό ἄρχον, τοιοῦτον καί τό ἀρχόμενον».
Θά ἦτο ἴσως πολύ ἐπιεικές καί τρόπόν τινα ἀνώδυνο ἄν ἀναφέραμε ὅτι εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου ὑπάρχει μολυσμός στήν ἐκκλησιαστική λατρεία, ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἐπισήμου εἰσαγωγῆς ξένου καί μολυσμένου κατά τήν πίστι σώματος εἰς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι ἕνας ἁπλός μολυσμός δέν ἀπεικονίζει στό ἐλάχιστο τήν πραγματικότητα, ὅτι δηλαδή παρουσιάζομε τόν ἴδιο τόν Χριστό αἱρετικό καί ὑποτακτικό μας, ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας συμπορευόμενο καί συνταυτιζόμενο μέ τόν Ἐπίσκοπο καί τήν κοινή λατρευτική σύναξι ὡς ἕνα θέατρο.
Πρέπει νά ἐπισημάνωμε ὅτι οἱ εὐχές καί αἰτήσεις στήν λατρευτική σύναξι ἔχουν τεθῆ ὑπό τῶν Ἁγίων, καί δι’ αὐτό παρουσιάζουν αὐτήν τήν αὐστηρότητα εἰς τήν μνημόνευσι τῶν εἰσερχομένων εἰς τόν ναό και, ὅπως θά ἰδοῦμε ἐν συνεχείᾳ, καί ὅλων ὅσων μνημονεύονται. Τό ὄνομα ὅμως τοῦ ἑκάστοτε Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐκπροσωπεῖ καί τόν ὁποῖο ταυτίζομε μέ τόν Χριστό ὡς ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τό ἀναφέρομε ἐμεῖς στό συγκεκριμένο σημεῖο τῆς αἰτήσεως. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπάρχει προσωπική εὐθύνη, ὄχι μόνο τῶν λειτουργῶν κληρικῶν οἱ ὁποῖοι τό ἀναφέρουν, ἀλλά καί ὅλων τῶν παρευρισκομένων οἱ ὁποῖοι τό ἀποδέχονται. Ἐδῶ εἶναι ἀστεῖο νά τεθῆ ἡ μνημόνευσις τοῦ Ἐπισκόπου ὡς θέμα ὑπακοῆς στή Σύνοδο ἡ ὁποία τόν ἐξέλεξε, διότι οὐδέποτε οἱ Πατέρες ἐδίδαξαν ὑπακοή ψυχοκτόνο, ὑπακοή ἡ ὁποία καλύπτει τά πάθη μας καί εἰδικά τό βόλεμα καί τόν ἐφησυχασμό μας, ὑπακοή ἡ ὁποία ἔχει προεκτάσεις καί εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ὑπακοή τέλος πάντων ἡ ὁποία βλασφημεῖ τόν Θεό καί θεατρίζει τήν κοινή λατρεία.
 Διά τῆς ἐπισήμου τελετουργικῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, γίνεται πασίδηλο ὅτι οἱ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι ἐν γνώσει τόν μνημονεύουν, καθίστανται ὄργανά του, ὑπάλληλοί του, ἱερεῖς καί λειτουργοί τοῦ Ἐπισκόπου καί ὄχι τοῦ Χριστοῦ, καί βεβαίως συνεργοί στήν ὅλη αἱρετική πορεία καί στόν τελικό σκοπό τόν ὁποῖο ἔχει ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος κοντολογίς ἀποτελεῖ τήν προετοιμασία σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο διά τόν ἐρχομό καί τήν ἀποδοχή τοῦ Ἀντιχρίστου.
 Ἡ μνημόνευσις τοῦ Ἐπισκόπου στήν λατρευτική σύναξι, εἶναι ἀναγκαία, ὄχι ἐπειδή, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές, δέν ἔχει ἐγκυρότητα ἡ Θ. Λειτουργία καί τά λοιπά μυστήρια χωρίς αὐτήν τήν μνημόνευσι, οὔτε διότι παρουσιάζεται ὡς ἀκέφαλο το σῶμα τοῦ Χριστοῦ (ἡ Ἐκκλησία), διότι ἄν ἴσχυαν αὐτά θά ἀπηγορεύετο πλήρως καί αὐστηρῶς ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως ἀπό τούς Πατέρες καί τούς ἱερούς Κανόνες, ἀλλά εἶναι ἀναγκαία ἐπειδή πρέπει νά ὁμολογήσωμε ἐξ ἀρχῆς καί δημοσίως τήν Ὀρθόδοξο πίστι μας, τό ὅτι ἔχομε Ὀρθόδοξο ὁρατή κεφαλή, τό ὅτι εἴμεθα διά τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο εἶναι στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας καί ὄχι τῆς πλάνης καί τῆς αἱρέσεως. Διά νά τά καταδείξωμε λοιπόν ὅλα αὐτά ἀναφέρομε ὀνομαστικῶς τήν ὁρατή κεφαλή, τήν ὁποία ἀποδεχόμεθα καί μέ τήν ὁποία εἴμεθα ἐνσωματωμένοι κατά τήν πίστι. Ἀπό ἐδῶ καθίσταται φανερό ὅτι μνημονεύοντες τόν Ἐπίσκοπο τόν παρουσιάζομε ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων ὡς Ὀρθόδοξο καί ὀρθοτομοῦντα τόν λόγο τῆς ἀληθείας κατά τόν μέγα Παῦλο.
Αὐτή εἶναι ἡ ἀπάτη καί τό ψεῦδος σέ ὅλο του τό μεγαλεῖο. Διότι τό νά ψευδώμεθα μεταξύ μας στήν καθημερινότητα, ἤ καί τό νά ψευδώμεθα ἐνώπιον ἑνός κοσμικοῦ δικαστηρίου εἶναι ἀσυγκρίτως μικρότερο καί ἀπειράκις ἀνωδυνώτερο καί ἐπουσιῶδες, ἀπό τό νά ψευδώμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν ὥρᾳ κοινῆς λατρείας καί συνάξεως καί μάλιστα νά ἐμπαίζωμε τόν ἴδιο τόν Θεό, ἀδιαφορώντας γιά τίς ἐντολές Του καί παρουσιάζοντάς Τον ὡς αἱρετικό, σύμφωνα μέ τόν ἐκπρόσωπό Του καί τήν ὁρατή κεφαλή Του.
Ἔτσι κατανοεῖται ἡ σκέψις τῶν ἐπί Βέκκου Ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων στήν ἐπιστολή των πρός τόν Λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η΄ τόν Παλαιολόγο, μέσα στήν λειτουργική πραγματικότητα. Διότι αὐτοί, ὅπως ἀνέφεραν στόν αὐτοκράτορα, ἀρνήθηκαν νά μνημονεύσουν τόν Πάπα, ὄχι ἐπειδή, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Ἀντιοικουμενιστές, ἦτο καταδικασμένος ὑπό Συνόδου κλπ., ἀλλά διότι μνημονεύοντάς τον θά τόν ἐπαρουσίαζον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὡς Ὀρθόδοξο καί αὐτό θά ἦτο ἡ μεγαλυτέρα ἀπάτη καί ψεῦδος καί θεατρινισμός τῶν Ἁγίων:
«Εἰ δὲ ὁ προκείμενος αὐτός ἐστιν ἡ αὐτοαλήθεια, πῶς ἂν τὸ μέγα τοῦτο ψεῦδος δέχηται εἰκάζειν εἰκός, τὸ συντάττειν αὐτὸν ὡς ὀρθόδοξον πατριάρχην μεταξὺ τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, ἐν καιρῷ φρικτῶν μυστηρίων, σκηνικῶς παίξομεν; καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καὶ οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καὶ ὡς καπηλεύοντας τὰ θεῖα, τούτοις ἡγήσεται. Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο. Γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγήν, καὶ ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ, καὶ πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος» (Ἐπιστολή Ἁγιορειτῶν τῶν ἐπί Λατινόφρονος Πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου μαρτυρησάντων).
Πρέπει ἐδῶ νά ἀναφέρωμε τήν ἀντίστοιχο αἴτησι ἀπό τή Θ. Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰακώβου γιά νά κατανοήσωμε τήν σπουδαιότητα τήν ὁποία ἔχει εἰς τό σημεῖο αὐτό ἡ μνημόνευσις: «Ὑπέρ σωτηρίας καί ἀντιλήψεως τοῦ ἁγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τοῦ δεῖνος) παντός τοῦ κλήρου καί τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» (σελ. 23 κλπ.).         Στήν αἴτησι αὐτή τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ Ἀδελφοθέου ἀναφέρεται ὁ Ἐπίσκοπος «ἁγιώτατος». Αὐτό σημαίνει ὅτι, ἐξ ὅσων γνωρίζει ἡ σύναξις τῶν πιστῶν (τά κρύφια τῆς καρδίας μόνον ὁ Θεός τά γνωρίζει), ὁ Ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος ἐκπροσωπεῖ τούς πιστούς εἰς τόν Θεόν καί τόν Θεό μέσα στήν κοινή λατρεία, εἶναι εὐσεβής καί Ὀρθόδοξος κατά τήν πίστι καί ἐνάρετος κατά τήν ζωή. Διότι ἡ λέξις «ἁγιώτατος» εἶναι ὁ ὑπερθετικός βαθμός τοῦ «ἅγιος» καί ὡς ἐκ τούτου ἰσχυριζόμεθα μετά βεβαιότητος ὅτι δέν ἀφήνει περιθώρια ἄλλης ἑρμηνείας. Νά σκεφθοῦμε στό σημεῖο αὐτό ὅτι τόν Θεό στήν λατρευτική σύναξι κατά τήν ὑμνολογία τόν ὁμολογοῦμε «ἅγιο» καί ὄχι «ἁγιώτατο» (π.χ. στόν τρισάγιο ὕμνο), διότι ἔτσι διακηρύσσομε τήν ἀπόλυτο ἁγιότητα καί τήν πηγή τῆς ἁγιότητος, ἡ ὁποία ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια δέν ἔχει βαθμούς συγκρίσεως καί ὑπεροχῆς.
Ἡ λέξις λοιπόν «ἁγιώτατος» δέν ἀποδίδεται στόν Ἐπίσκοπο χωρίς ἡ σύναξις τῶν πιστῶν νά γνωρίζει τί εἶναι καί νά τόν ἀναγνωρίζει ὡς ἁγιώτατο, ὡς προστάτη, ὡς ἐκπρόσωπο καί ὁρατή κεφαλή τῆς συνάξεως. Δηλαδή δέν ἀποδίδεται ἡ προσωνυμία αὐτή ἐν ἀγνοίᾳ τῆς συνάξεως ἤ ὑπό τήν ἔννοια τῆς εὐχῆς καί προσευχῆς νά γίνη ἅγιος, διότι ὡς ἐπίθετο καί μάλιστα ὑπερθετικοῦ βαθμοῦ τίθεται σέ οὐσιαστικό τό ὁποῖο σαφῶς τό προσδιορίζει. Ἡ σύναξις λοιπόν γνωρίζει τόν Ἐπίσκοπο ὅπως τά παιδιά τόν πατέρα καί τά πρόβατα τόν ποιμένα, τά ὁποῖα δέν ἀκολουθοῦν ἀλλότριο, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Κυρίου.
Ἐδῶ πάλι δημιουργεῖται μία κραυγαλέα ἀντίφασις καί μία στεντορεία ψευδολογία ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἄν φυσικά ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι Ὀρθόδοξος, ἀλλά (ὁμιλοῦμε πάντοτε γιά τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας) αἱρετικός Οἰκουμενιστής. Διότι, πῶς ὁμολογοῦμε ἁγιώτατο τόν αἱρετικό, πῶς βάζουμε σέ συμφωνία τόν Χριστό μέ τόν Βελίαρ, τό φῶς μέ τό σκότος, σύμφωνα μέ τόν μέγα Παῦλο; Ἄν ὁ αἱρετικός εἶναι συγχρόνως ἁγιώτατος τότε καταλύθηκαν τά πάντα, ταυτίστηκε ἡ ἀρετή μέ τήν κακία, ὁ Χριστός μέ τόν Ἀντίχριστο, τότε «παίζομε σκηνικῶς» σύμφωνα μέ τούς ἐπί Βέκκου Ὁσιομάρτυρες, δηλαδή κάνουμε τόν Καραγκιόζη Μητροπολίτη, τόν ἐνθρονίζουμε, τόν θυμιάζουμε εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.
  Στήν περίπτωσι λοιπόν κατά τήν ὁποία ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός, ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεώς του καθίσταται ἀναγκαία καί θά λέγαμε ἐκ τῶν οὐκ ἄνευ, προκειμένου νά εἴμεθα εἰλικρινεῖς καί νά μήν ψευδώμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κατά τήν ὥρα τῆς κοινῆς λατρείας. Νομίζομε δέ ὅτι καί οἱ Πατέρες ἐθεώρησαν ἀναγκαία καί ἀπαραίτητον τήν μνημόνευσι τοῦ Ἐπισκόπου ἐν τοῖς μυστηρίοις καί κατά τήν τέλεσι τῶν ἀκολουθιῶν, ὄχι, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές, διά νά λάβουν αὐτά ἐγκυρότητα, ἀλλά διά νά δείξωμε τήν ὀρθότητα καί ἀκεραιότητα τῆς πίστεώς μας, ἄνευ τῆς ὁποίας δέν ὑφίστανται οὔτε μυστήρια, οὔτε Ἐκκλησία.
Ἀσφαλῶς εἶναι πέρα ἀπό κάθε φαντασία καί διανόησι ἡ σημερινή κατάστασις, κατά τήν ὁποία ὑπάρχει παντελής ἀδιαφορία καί ἄγνοια τοῦ λαοῦ ἐπί τοῦ θέματος τούτου, οἱ κληρικοί δέ ἔχουν διαστρέψει αὐτές τίς ἀλήθειες μαζί μέ τήν Ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, εἰς τρόπον ὥστε νά διακηρύσσουν τήν ἀναγκαιότητα τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου δι’ ἀλλοτρίους σκοπούς, καταργώντας τοιουτοτρόπως τό σταυρικό Εὐαγγέλιο καί ἐγκαθιδρύοντας τήν νέα Ἐκκλησία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, κατά τήν ὁποία, ἀντί τῆς ἀληθείας, θά συντασσόμεθα τυφλά μέ τόν Ἐπίσκοπο, ἔστω καί ἄν εἶναι αἱρετικός, θά τόν μνημονεύωμε ἀδιαφορώντας ἄν ψευδώμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἄν τόν Θεό Τόν καθιστοῦμε ὑποτακτικό μας, ἄν Τόν ἐξομοιώνωμε μέ τόν αἱρετικό ἐκπρόσωπο καί ἀντιπρόσωπό Του καί ἄν τήν κοινή λατρεία καί τά μυστήρια κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τά θεατρίζωμε. Ὁ Ἐπίσκοπος δέ μέσα σ’ αὐτήν τήν δαιμονική ἀλλοτρίωσι τῶν πάντων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ εἶναι ὁ θλιβερός ἀνταγωνιστής τοῦ Θεοῦ, ὁ ὑπεραμυνόμενος ὄχι διά τήν ἀληθινή καί Ὀρθόδοξο πίστι, ἀλλά διά διατήρησι καί ἐπικράτησι τῆς μνημονεύσεώς του, διά τήν δικτατορική πειθαρχία καί ἀφοσίωσι στόν ἑαυτόν του, εἶναι ὁ Πάπας καί ὁ ἀλάθητος, ὁ ὁποῖος ἐπικρατεῖ χωρίς Βατικάνειες Συνόδους, ἀλλά διά τοῦ δόγματος τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ βολέματος. Καί ἐδῶ ἀσφαλῶς ταιριάζουν ἀπολύτως τά λόγια τοῦ ψαλμοῦ διά τούς νοθεύοντας τό εὐαγγελικό κήρυγμα και συντασσομένων μετά τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς: «Τί ἐγκαυχᾷ ἐν κακίᾳ ὁ δυνατός, ἀνομίαν ὅλην τήν ἡμέραν; ἀδικίαν ἐλογίσατο ἡ γλῶσσά σου∙ ὡσεί ξυρόν ἠκονημένον ἐποίησας δόλον. ἠγάπησας κακίαν ὑπέρ ἀγαθωσύνην, ἀδικίαν ὑπέρ τοῦ λαλῆσαι δικαιοσύνην. ἠγάπησας πάντα τά ρήματα καταποντισμοῦ, γλῶσσαν δολίαν. διά τοῦτο ὁ Θεός καθέλοι σε εἰς τέλος. ἔκτιλαι σε καί μεταναστεύσαι σε ἀπό σκηνώματός σου καί τό ρίζωμά σου ἐκ γῆς ζώντων» (Ψαλμ. 51, στιχ. 3-7).
Kλείνοντας τέλος τό θέμα τῆς αἰτήσεως αὐτῆς, κατά τήν ὁποία ἀναφέρεται ἡ μνημόνευσις τοῦ Ἐπισκόπου, ἐτονίσαμε ὅτι οἱ δύο τύποι τῶν αἰτήσεων τῆς Θ. Λειτουργίας δηλαδή τοῦ ἁγ. Ἰακώβου καί τῶν Λειτουργιῶν τοῦ Μ. Βασιλείου καί τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου δέν ἔρχονται οὐδόλως σέ ἀντίθεσι, ἀλλά ἀλληλοπεριχωροῦνται καί ταυτίζονται πλήρως μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι. Ἐκεῖ δηλαδή, ὅπου ἀναφέρουν οἱ Θ. Λειτουργίες τῶν ἁγίων Βασιλείου καί Χρυσοστόμου ἁπλῶς «ὑπέρ τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν» ἐννοεῖται ἡ λέξις «ἁγιωτάτου» τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ ἁγ. Ἰακώβου καί ἐπίσης ἐκεῖ ὅπου ἀναφέρεται ἁπλῶς ὁ λαός «παντός τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ» ἐννοεῖται τό «φιλοχρίστου λαοῦ» τοῦ ἁγ. Ἰακώβου. Ἐπίσης ἐκεῖ ὅπου ἀναφέρεται στή Θ. Λειτουργία τοῦ ἀδελφοθέου «παντός τοῦ κλήρου» ἐννοεῖται τό «τοῦ τιμίου πρεσβυτερίου τῆς ἐν Χριστῷ διακονίας» τῶν Λειτουργιῶν τῶν ἁγίων Βασιλείου καί Χρυσοστόμου. Τοιουτοτρόπως μνημονεύονται μόνον οἱ ἁγιώτατοι Ἐπίσκοποι καί ὄχι οἱ αἱρετικοί, τό τίμιον ἱερατεῖον καί ὄχι τό δουλωθέν ἐφησυχάζον καί βολευόμενο, ἡ ἐν Χριστῷ διακονία καί ὄχι ἡ ἀλλοτριωμένη καί κοσμική καί ὁ φιλόχριστος λαός καί ὄχι ὁ ἀδιάφορος καί συνευδοκῶν διά τῆς σιωπῆς μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ὅλα αὐτά εἶναι ἀναγκαῖο νά διαχωρισθοῦν καί διασαφηνιστοῦν, προκειμένου νά ἀντιληφθοῦμε Ὀρθοδόξως τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ (τήν Ἐκκλησία) καί ἰδίως τήν κεφαλή τοῦ σώματος τήν ὁρατή καί τήν ἀόρατο. Ἄν, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, κατανοήσωμε οἰκουμενιστικῶς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τότε ἀδιαφοροῦμε ἄν τό σῶμα αὐτό εἶναι ὀρθόδοξο ἤ αἱρετικό, ἀδιαφοροῦμε ἄν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἐκπροσωπεῖται Ὀρθοδόξως καί ἄν ἡ πορεία, ἡ ὁποία χαράσσεται, ὁδηγεῖ διά τῆς στενῆς πύλης καί τεθλιμμένης ὁδοῦ καί τῆς βιώσεως τοῦ σταυρικοῦ Εὐαγγελίου εἰς τήν αἰώνιο ζωή, ἤ ἀντιθέτως διά τῆς πλατείας πύλης καί εὐρυχώρου ὁδοῦ (διά τοῦ συμβιβασμοῦ καί τοῦ βολέματος) ὁδηγεῖ εἰς τήν ἀπώλεια. Ἀσφαλῶς τό δόγμα τῆς τυφλῆς ὑπακοῆς καί τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου ἀναιρεῖ τά πρῶτα καί εἰσάγει τά δεύτερα.






[1] Ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου -Τῇ εὐλογίᾳ τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς. Τῇ ἐπιστασίᾳ δέ τοῦ Ἀριστείδου Γ. Πανώτη- ΑΘΗΝΑΙ 1988, σελ. 40.
[2] Ὡς ἀνωτέρω σελ. 53.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.