Κριτικὴ ἐπὶ τῶν τελικῶν κειμένων
τῆς λεγομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης
Συνόδου τῆς Κρήτης
Ἡ
παροῦσα ἐργασία εἶναι ἀποτέλεσμα προσευχῆς καὶ μελέτης, ἐπὶ τῶν τελικῶν
κειμένων τῆς λεγομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου (εἰς τὸ ἑξῆς ΑκΜΣ).
Παραδίδουμε στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ πρὸς κρίσιν καὶ ἐνημέρωσιν, τὸ α´ μέρος
της, ἐνῶ συντόμως θὰ ὁλοκληρωθεῖ καὶ τὸ β´ μέρος ἀποκλειστικῶς
ἀναφερόμενο στὸ ἕκτο κείμενο τῆς ἐν λόγῳ συνόδου, αὐτὸ περὶ τῶν σχέσεων
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς ἐκτὸς αύτῆς ἑτεροδόξους.
Ἔχοντας
ὁλοκληρωθεῖ οἱ ἐργασίες τῆς λεγομένης ΑκΜΣ, ἄμεσα ἐξεδόθησαν καὶ τὰ
τελικά της κείμενα, ὁπότε καὶ παρεδόθησαν στὸ ὀρθόδοξο κριτήριο τοῦ λαοῦ
τοῦ Θεοῦ, οὕτως ὥστε νὰ κριθοῦν ἐπὶ ὀρθοδοξίᾳ ἢ κακοδοξίᾳ. Ὁ ἁγιορειτικὸς
μοναχισμὸς καλεῖται νὰ τοποθετηθεῖ ἐπ' αὐτῆς, μετά τῆς δεούσης
προσοχῆς, λαμβάνων ὑπ΄ ὄψιν τόσο τὴν κρισιμότητα τῆς στιγμῆς ὅσο καὶ τὴ
σημασία ποὺ ἡ σύνοδος θὰ ἔχει γιὰ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Σὺν Θεῷ καὶ ὑπὸ
τὸ ἀγλαὸν φῶς τῆς χιλιοχρόνου ὀρθοδόξου ὁμολογιακῆς ἁγιορειτικῆς
παραδόσεως, μὲ τὸ παρὸν κείμενο[1] θὰ προσπαθήσουμε
νὰ ἐξετάσουμε τὰ σημεῖα ἐκεῖνα ποὺ χρήζουν προσοχῆς, βάσει τῶν ὁποίων
θὰ ἀξιολογηθεῖ καὶ σύνολη ἡ σύνοδος, τὸ ἐάν δηλαδὴ εἶναι ἑπομένη τοῖς
ἁγίοις πατράσι ἢ ὄχι.
Ἡ διαχρονικὴ ἐμπέδωσις καὶ βίωσις τῆς ἀποστολικῆς Παραδόσεως συνιστᾶ πρώτιστα ἐμπειρικό-χαρισματικὸ
γεγονὸς καὶ ἐνῶ διακρίνεται σὲ θεωρία καὶ πράξη, ἐν τούτοις
συναπαρτίζει τὸ ὅλον τῆς ἁγιοπνευματικῆς μαρτυρίας τοῦ ἀενάως
ἱερουργουμένου Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς
Παραδόσεως δὲν νοεῖται ἔξω καὶ πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια ποὺ τὰ αὐθεντικὰ
ἐκμαγεῖα τοῦ Πνεύματος, οἱ θεοφόροι Πατέρες ἔθεσαν. Ἤδη κατὰ τὸ 4ο αἰῶνα,
καὶ ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἐχειμάζετο ὄχι ἁπλῶς ὑπὸ μίας ἀκόμη αἱρέσεως, διότι
ἕως τότε δεκάδες αἱρέσεων ἤδη εἶχαν ἀναφανεῖ, ἀλλὰ κυριολεκτικῶς ὑπὸ
μίας λαίλαπας πελωρίων διαστάσεων, ὅπου ἔφτασε τὴν παρουσία τῶν ὀρθοδόξων
νὰ περιορίζεται κυριολεκτικὰ σὲ μία χούφτα ἀνθρώπων, “εὑρέθη ἄνθρωπος
ἀπὸ Θεοῦ” ὁ ὁποῖος, “ἔστη ἀνὰ μέσον τῶν τεθνηκότων καὶ τῶν ζώντων καὶ
ἐκόπασεν ἡ θραῦσις” (Ἀριθμ. 16,48)· καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ Μέγας
Βασίλειος ὁ στῦλος καὶ τὸ ἑδραίωμα τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῶν ὀρθοδόξων.
Στὰ δογματικά του κείμενα, καθὼς καὶ στὶς πολυάριθμες ἐπιστολές του
ἐπεσήμαινε διαρκῶς τὸν ἀποστολικὸ καὶ σωτηριώδη χαρακτήρα τῆς
Παραδόσεως καὶ τὴν ἐμμονὴ σ᾽αὐτήν[2], ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴ μοναδικὴ ἐγγύηση τῆς “ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν” ἁγιοπνευματικῆς πορείας συνόλου τῆς ἐπὶ τῆς γῆς Ἐκκλησίας.
Ὄντας ἀδύνατον νὰ ἀναπτυχθεῖ ἐδῶ τὸ μεῖζον καὶ κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα τοῦ ἀρρήκτου συνδέσμου ἁγιότητος καὶ ἁγιοπνευματικῆς
μαρτυρίας καὶ Παραδόσεως, καθίσταται σαφὲς ὅτι θεολογικὲς θέσεις,
ἀπ' ὅπου καὶ ἂν προέρχονται αὐτές, ἀκόμη καὶ ἀπὸ γενικὲς συνόδους,
κρίνονται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον ὑπὸ τὸ φῶς τῆς διαχρονικῆς
ἀποστολικοπαραδότου ἁγιοπνευματικῆς μαρτυρίας τῶν θεοφόρων ἁγίων
Πατέρων, τῶν μόνων αὐθεντικῶν ἐκφραστῶν, λόγῳ καὶ ἔργῳ, τῶν
ἀποστολοδέκτων πυρίνων γλωσσῶν τῆς Πεντηκοστῆς. Ὀφείλει ἐδῶ νὰ τονισθεῖ ἡ
βαθεῖα ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας: Ἁγία Παράδοσις καὶ ἁγιασμὸς εἶναι
στοιχεῖα ἀλληλένδετα, καθώς ὁ ἁγιασμὸς ἑκάστου συντελεῖται ἀποκλειστικῶς ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως.
Βάσει τοῦ προσυμπεφωνημένου κανονισμοῦ τῆς ΑκΜΣ στὸ Σαμπεζύ, ἄρθο 13 παράγραφος 2, οἱ ὑπογεγραμμένες ἀποφάσεις τῆς ΑκΜΣ ἔχουν ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΚΥΡΟΣ. Τί σημαίνει αὐτό; Ἁπλᾶ ὅτι εἶναι ὑποχρεωτικὲς γιὰ
ὅλες τὶς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὡς θὰ συνέβαινε ἐὰν ἦταν τῷ ὄντι
Οἰκουμενικὴ ἡ ΑκΜΣ. Παρότι οἱ ἴδιοι οἱ διοργανωτὲς τῆς ΑκΜΣ,
προεξάρχοντος τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Βαρθολομαίου (προστεθέντος, διαρκοῦντος τῆς συνόδου, καὶ τοῦ
Ἀλεξανδρείας Θεοδώρου) ἀρνοῦνται -πλέον- τὸν χαρακτηρισμό “Οἰκουμενικῆς”
ἐπὶ τῆς ΑκΜΣ, λόγῳ τῆς μὴ συμμετοχῆς τῆς (ψευδο)ἐκκλησίας τῆς Ρώμης(!),
παρ᾽ὅλα ταῦτα καὶ μόνη ἡ ἀναφορὰ περὶ τοῦ ὑποχρεωτικοῦ τῶν ἀποφάσεων
τῆς προσδίδει, καὶ συμφώνως πρὸς τὰ ὀρθοδόξως κρατοῦντα, οἰκουμενικὸν
κῦρος.
Παρενθετικῶς, ἀξίζει νὰ τονισθεῖ ὅτι ἐξαρχῆς ὁχαρακτήρας τῆς ΑκΜΣ
προσδιοριζόταν ὡς οἰκουμενικός. Ἡ ἴδια ἡ ἰδέα περὶ συγκλήσεως
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀποτελεῖ ἀπότοκο τοῦ καταστροφικοῦ γιὰ τὴν
ὀρθόδοξο ἑνότητα, ἀποκληθέντος “Πανορθοδόξου Συνεδρίου” τοῦ γενομένου ἐν
Κωνσταντινουπόλει κατὰ τὸ ἔτος 1923, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ κατεγνωσμένου
ὡς μασόνου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μελετίου τοῦ Δ´[3].
Τὸ ὅραμα τῆς οἰκουμενικῆς συνεχίστηκε μετ᾽ἐπιτάσεως καὶ ὑπὸ τοῦ
πατριάρχου Ἀθηναγόρα ὁ ὁποῖος ἐπανειλημμένως ἀναφερόταν ρητῶς στὴν
ἀνάγκη συγκλήσεως· ἐνδεικτικὰ στὴν ἐγκύκλιο τοῦ 1951 ἐξήγγειλε τὴν
πρόθεση συγκλήσεως «Μεγάλης Οἰκουμενικῆς Συνόδου» ὅταν ἡ χρονικὴ στιγμὴ θὰ ἐκρίνετο κατάλληλος[4]. Ἐδῶ
νὰ προστεθεῖ, ὅτι ἡ ὀνομασία τῆς συνόδου ὡς Ἁγίας καὶ Μεγάλης,
χρησιμοποιήθηκε μ᾽εὐθεῖα ἀναφορὰ στὸ τρόπο ποὺ οἱ Οἰκουμενικὲς σύνοδοι
κατὰ τὸ παρελθὸν ὀνόμαζαν ἑαυτές· ἦταν οἱ ἑπόμενες ποὺ τελικὰ τοὺς
ἀπέδιδαν τελεσιδίκωςοἰκουμενικὸν κῦρος[5].
Ἀξίζει πάντως νὰ σημειωθεῖ καὶ κάτι ἀκόμα. Ἡ λεγομένη ΑκΜΣ, διὰ
στόματος ἀρχιερέων καὶ λοιπῶν συμμετασχόντων, μετὰ τὀ πέρας τῶν ἐργασιῶν
της (δὲν τολμήθηκε πρίν), ἀπεκλήθη ὡς “ἡ Β´ Βατικανὴ σύνοδος” τῆς
Ὀρθοδοξίας, ὡς τὸ ἀντίστοιχο δηλαδὴ τῆς τελευταίας οἰκουμενικῆς συνόδου
(21ης) τοῦ παπισμοῦ, ἡ ὁποία δημιούργησε τεράστιες ἀναταράξεις στοὺς κόλπους του, ἐπιφέροντας ἀλλαγὲς τέτοιας σημασίας[6] ὥστε
νὰ χαρακτηρισθεῖ, ἐκ τῶν ἰδίων τῶν πρωταγωνιστῶν της, ὡς τέμνουσα τὴν
ἱστορία τῆς “ἐκκλησίας” στὴν ἐποχὴ πρὶν καὶ μετὰ τὴν σύνοδο. Αὐτὸ ποὺ
εἶναι ἐνδιαφέρον καὶ μᾶς ἀναγκάζει νὰ κάνουμε ἀναφορὰ στὴνσύνοδο τοῦ
παπισμοῦ εἶναι οἱ μεθοδολογικὲς ὁμοιότητεςτῆς ΑκΜΣ πρὸς αὐτήν. Ἔτσι “γιὰ τὴν σύγκληση μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου, εἶναι εὐρέως γνωστὸ πὼς ὁ τρόπος ἐργασίας τῆς Β´ Βατικάνειας Συνόδου χρησίμευσε κατὰ κάποιον τρόπο ὡς πρότυπο γιὰ τὶς διαδικασίες αὐτές.”[7]. Πράγματι, ἡ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπή, οἱ Προσυνοδικὲς Πανορθόδοξες Διασκέψεις, ἡ διαρκὴς Γραμματεία γιὰ τὴν Προπαρασκευὴ τῆς Συνόδου,καθὼς τέλος ὁ τρόπος ἑτοιμασίας καὶ ἐπεξεργασίας τῶν κειμένων τῆς ΑκΜΣ, ΟΛΑ ἀπηχοῦν τὸ τρόπο λειτουργίας τῆς Β´ Βατικανῆς[8].
Ὁ ἐξ ἀρχῆς προσδιορισμὸς τῆς ΑκΜΣ ὡς οἰκουμενικῆς (κυριολεκτικὰ μέχρι
τὴν τελευταία στιγμὴ πρὸ τῆς συγκλήσεώς της), σὲ συνάρτηση πρὸς
τὸὑποχρεωτικὸν διὰ πάντας τῶν ἀποφάσεών της,τὴν κατατάσσει ἑπομένως στὶς
συνόδους μὲ ἀπαίτηση οἰκουμενικοῦ κύρους.
Ἐφ᾽ὅσον
λοιπὸν ἔχουν ἔτσι τὰ πράγματα, ἂς στραφοῦμε στὸν μέγα ἁγιορείτη καὶ
κανονολόγο τῆς Ἐκκλησίας,ὅσιο Νικόδημο,γιὰ νὰ δοῦμε τί λέει σχετικὰ περὶ
τῶν ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ἀναγνώρισης μιᾶς συνόδου ὡς οἰκουμενικῆς:
α) ἡ σύνοδος ὀφείλει νὰ συγκαλεῖται ὄχι ἀπὸ κάποιον πατριάρχη ἀλλὰ “διὰ προσταγῶν Βασιλικῶν”,κάτι τὸ ὁποῖο σήμερα εἶναι ἀνέφικτο καὶ ἑπομένως ἀνενεργὸ δίχως περαιτέρω θεολογικὲς ἐπιπλοκές,
β) πρέπει νὰ γίνεται “ζήτησις περὶ πίστεως καὶ ἀκολούθως νὰ ἐκτίθεται ἀπόφασις καὶ ὅρος δογματικός”,
γ) ὀφείλουν, “νὰ
ᾖναι πάντα τὰ ἐκτιθέμενα παρ᾽αὐτῶν δόγματα καὶ οἱ κανόνες, ὀρθόδοξα
εὐσεβῆ καὶ σύμφωνα ταῖς Θείαις Γραφαῖς, ἢ ταῖς προλαβούσαις
Οἰκουμενικαῖς συνόδοις.” καὶ προσθέτει ὁ ὅσιος Νικόδημος τό “πολυθρύλλητον”, ὅπως λέει, ἀξίωμα τοῦ ἁγ. Μαξίμου, ὅτι: “ Τὰς γενομένας συνόδους, ἡ εὐσεβὴς πίστις κυροῖ ”, καὶ πάλιν, “ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης κρίνει τὰς συνόδους.”,
δ) τέλος ὀφείλουν, “νὰ
συμφωνήσουν καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν τὰ παρὰ τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων
διορισθέντα, καὶ κανονισθέντα ἅπαντες οἱ ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καὶ
Ἀρχιερεῖς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἴτε διὰ τῆς αὐτοπροσώπου παρουσίας
αὐτῶν, εἴτε διὰ τῶν ἰδίων τοποτηρητῶν, ἢ καὶ τούτων ἀπόντων, διὰ
γραμμάτων αὐτῶν.”[9].
Τὰ
ἀνωτέρωὀφείλουννὰ ἀποτελέσουν τὸν ὁδηγὸστὴν τελικὴ ἀξιολόγηση τόσο περὶ
τοῦ οἰκουμενικοῦ-πανορθοδόξου χαρακτήρα τῆς ΑκΜΣ, ὅσο καὶ περὶτοῦκατὰ
πόσονἀποτελεῖ ὂντως συνέχεια τῶν πρὸ αὐτῆς Οἰκουμενικῶν Συνόδων, κατὰ
τὴν πίστιν.
Κατ᾽ἀρχὰς γεννᾶται τὸ ἐρώτημα, ἐὰν καὶ κατὰ πόσον πληροῦται ὁ ὅρος
ἀπαίτησις τοῦ κανονισμοῦ γιὰ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟ ΚΥΡΟΣ τῆς συνόδου. Ἡ μόνη
δυνατὴ ἀπάντηση εἶναι ΟΧΙ, καὶ ἐξηγούμαστε:
Ἀπουσίαζαν ὡς γνωστὸν τέσσερεις τοπικὲς Ἐκκλησίες· ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνον αἵρεται ὁ πανορθόδοξος-οἰκουμενικὸς χαρακτήρας της[10]·
ἐδῶ νὰ παρατηρήσουμε ὅτι διὰ χειλέων ἐπισκοπικῶν, ἐλέχθη ὅτι τοῦτο δὲν
συνιστᾶ πρόβλημα καθότι καὶ στὴ Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀπουσίαζε ἡ
Ἐκκλησία Ἀντιοχείας, ὅμως ἡ Σύνοδος παρ᾽ ὅλα ταῦτα, λειτούργησε ὡς
Οἰκουμενική! Ὅπως πάντα οἱ οἰκουμενιστὲς διαστρέφουν τὴν ἀλήθεια
λέγοντας τὰ πράγματα μισά: ἡ Ἐκκλησία Ἀντιοχείας καὶ ὁ Πατριάρχης της
Ἰωάννης, ἔχοντες παρεξηγήσει τὴ θεολογία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου
Ἀλεξανδρείας, ἀντιδρῶντας καὶ στὴ καθαίρεση τοῦ Νεστορίου, ἐδημιούργησαν
ἀντισύνοδο μαζὺ μὲ ἄλλους, ὄντως νεστοριανούς, ἐπισκόπους οἱ ὁποῖοι
ἀποκήρυξαν τὴ Σύνοδο τῶν ἁγίων Πατέρων τῆςἘφέσου, κατεδίκασαν τὶς
ἀποφάσεις της καὶ καθαίρεσαν τὸν ἅγιο Κύριλλο καὶ τὸν ἐπίσκοπο Ἐφέσου
Μέμνωνα! Ἀντιστοίχως ἡ ἁγία Σύνοδος ἔθεσε σὲ ἀργία τὸν Ἰωάννη Ἀντιοχείας
καὶ κήρυξε ὡς ψευδοσύνοδο τὴν σύναξή τους. Τελικὰ μετὰ ἀπὸ ἕνα περίπου
χρόνο ἐλύθησαν οἱ παρεξηγήσεις καὶ ἡ Ἀντιόχεια ἀποδέχθηκε τὴν Σύνοδο τῆς
Ἐφέσου ὡς ὅντως Ἁγία καὶ Οἰκουμενική. Οὐδεμία λοιπὸν σχέσις μὲ τὰ
λεχθέντα ὑπὸ τῶν οἰκουμενιστῶν!
Σὲ
κείμενα ποὺ ἐκυκλοφόρησαν πρὶν τὴ σύνοδο ὑπῆρξε πυκνὴ ἀναφορὰ στὸν
πρωτόγνωρο καὶ ἐξόχως προβληματικὸ χαρακτήρα τοῦ Κανονισμοῦ τῆς συνόδου.
Πρὸς ἀπόδοσιν λοιπὸν πλήρους εἰκόνας σχετικὰ μὲ τὴ σύνοδο ὀφείλουμε τὴν
παρουσίαση ὅλων τῶν σχετικῶν προβληματικῶν διατάξεων τοῦ
Κανονισμοῦ της, ὥστε νὰ ἀποδειχθεῖ καὶ μέσω αὐτῆς ὅτι ἡ ἀπαίτηση τῆς
συνόδου γιὰ πανορθόδοξο κῦρος καθίσταται ἀδύνατη.
Ἐν
πρώτοις στὸ ἄρθο 8 παράγραφος 2 ὁρίζεται κατ᾽οὐσίαν ἡ ἀπαγόρευσις
ἐλευθέρας τοποθετήσεως ἐπισκόπων ἢ καὶ αὐτῶν τῶν προκαθημένων τῶν
τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐπὶ νέων, μὴ ὁμοφώνως συμπεφωνημένων ζητημάτων στὶς
Προσυνοδικὲς Πανορθόδοξες Διασκέψεις. Τοῦτο στὴ διαχρονικὴ λειτουργία
τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ, συνιστᾶ βαρύτατη στρέβλωσή του καὶ οὐσιαστικὰ
κατεργάζεται τὴ φίμωσή του. Σὲ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς συνόδους ὑπῆρχε ἡ
πλήρης ἐλευθερία οἱουδήποτε ἐπισκόπου νὰ θέσει ζήτημα πρὸς συζήτηση καὶ
ἐπίλυση. Ἀκολούθως στὸ 9,3,τὸ ὁποῖο λειτουργεῖ κατ᾽οὐσίαν ὡς συνέχεια
τοῦ 8,2, ἀπαγορεύεται ρητὰ πᾶσα παρέμβασης ἐπισκόπου, ἐπὶ ποινῇ
ἀφαιρέσεως τοῦ λόγου(!), εἰς “ἐκτὸς θέματος” ζήτημα. Ἐν ἀντιθέσει,
σ᾽ὅλες τὶς συνόδους τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρχε πλήρης ἐλευθερία λόγου εἰς
πάντας, ἀκόμη καὶ σὲ μὴ ἐπισκόπους ὅπως βλέπουμε ἐπὶ παραδείγματι στὴ
συζήτηση μοναχῶν καὶ ἁγίου Ταρασίου (Α´ πράξις Ζ´ Οἰκουμενικῆς συνόδου).
Ἐπεκτείνονται δὲ οἱ ἀνωτέρω ἀπαγορεύσεις στὸ 10,3 περί “ἄσχετων διαλογικῶν ἀντιπαραθέσεων”
τῶν ἐπισκόπων, ὡσὰν οἱ ἐπίσκοποι νὰ μὴν ἔχουν ἐπίγνωση τῆς ἀποστολῆς
τους καὶ τοῦ ὕψους τοῦ λειτουργήματός τους καὶ ἔτσι νὰἐκτρέπονται
-δῆθεν- σὲ διενέξεις “ξένες, ἀλλὰ καὶ ἀντίθετες πρὸς τὴν ἀποστολήν” τῆς συνόδου, ὅπως ἀναφέρεται στὸ κείμενο!
Στὸ
11,2 καθορίζεται ἡ ἀπαραίτητος ἀρχὴ τῆς “ὁμόφωνης” ἀποδοχῆς τῶν
τροπολογιῶν ἐπὶ τῶν ἀρχικῶν, προσυνοδικὰ συμπεφωνημένων, κειμένων πρὸς
διαμόρφωσιν τῶν τελικῶν κειμένων, καθὼς καὶ ἡ ἀπόρριψις τῶν μὴ ὁμοφώνως
ἀποδεκτῶν τροπολογιῶν. Οἱ παρατηρήσεις μας ἐν συντομίᾳ: ὅπως
θ᾽ἀποδειχθεῖ κατωτέρω, συγκεκριμένα τελικὰ κείμενα τῆς συνόδου
σχετίζονται ἀμέσως ἀλλὰ καὶ ἐμμέσως μὲ δογματικὰ ζητήματα πρωταρχικῆς
σημασίας καὶ ὄχι ἁπλῶς διοικητικοῦ ἢ ποιμαντικοῦ χαρακτήρα. Τίθεται τὸ
ἐρώτημα: σὲ ποία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο σὲ ζήτημα δογματικὸ ὑπῆρχε ἡ
περίπτωση ἀπορρίψεως δογματικῆς διατυπώσεως, (“τροπολογίας” κατὰ τὴν
φρασεολογία τῆς συνόδου), καὶ ὅλα νὰ συνεχίζονταν “κανονικά”;
Ὑπενθυμίζουμε αὐτὸ ποὺ ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης μᾶς εἶπε ὅτι
συνιστᾶ τὸν τρίτο ὅρο-ἰδίωμα ἀληθοῦς Οἰκουμενικῆς συνόδου: τὸ ὀρθόδοξον τῶν δογμάτων της.Εἶναι δυνατὸν ἐπὶ δογματικοῦ ζητήματος νὰ ὑπάρχει διαφωνία καὶ νὰ συνεχίζουν οἱ διαφωνοῦντες ὡς νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε;
Καθίσταται λοιπὸν σαφὲς ὅτι ἡ λεγομένη ΑκΜΣ λειτουργοῦσε ὡς νὰ ἦταν ἡ
Βουλὴ ὅπου ψηφίζουν βουλευτὲς πολιτικῶν κομμάτων ὑπὲρ ἢ κατὰ μίας
τροπολογίας νόμου τοῦ κράτους, καὶ ὄχι ἁγιοπνευματικὴ σύναξις ποιμένων
ὁμονοούντων ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ...
Τὸ
12,1 ἀναφέρεται στὰ περὶ τῆς ψηφοφορίας ἐπὶ τῶν τελικῶν κειμένων καὶ
διαμορφώνει μία πραγματικότητα κατ᾽ἐπίφασιν συνοδικὴ μέν, ἐν πράγματι δὲ
πλήρωςἀντισυνοδικὴ καὶ παντελῶς ἀμάρτυρη στὴν καθολική,
ἁγιοπνευματική, συνοδικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Συγκεκριμένα, ἡ
διαχρονικὰ ἀκολουθούμενη πρακτικὴ ὅλων τῶν συνόδων, Τοπικῶν ἢ
Οἰκουμενικῶν, ἐρειδομένη σ᾽αὐτὰ ταῦτα τὰ θεμέλια τῆς ὀρθόξοξης
Ἐκκλησιολογίας, ἦταν ἡ πλήρης καὶ ὁμότιμη συμμετοχὴ τῶν ἁπανταχοῦ
ἐπισκόπων, νοουμένων ὡς ποιμένων καὶ ὄχι ἁπλῶς ὡς ἀντιπροσώπων, οἱ
ὁποῖοι ἐν ἀληθείᾳ μαρτυροῦσαν τὴ καθολικὴ πίστη, τὸ θεμέλιο δηλαδὴ ἐπὶ
τοῦ ὁποίου οἰκοδομήθηκε τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία[11]. Οἱ ἐπίσκοποι, ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ ὁμοτίμου τῆς ἀρχιερατικῆς τους ἱερωσύνης, ψήφιζαν πάντες καὶ δὲν ἦσαν -δῆθεν-ἐκπροσωπούμενοι ἀπὸ τὸν πρῶτο τους καὶ τὴν ψῆφο του. Ἡ
νέα αὐτὴ διαδικασία ἀκύρωσε τὴ διαχρονικὴ ἐκκλησιολογικὴ ἀρχὴ τοῦ
ὁμοτίμου ἐπισκόπου πρὸς ἐπίσκοπον, διαχώρισε κυριαρχικὰ τοὺς πρώτους, (τοὺς προέδρους
δηλαδὴ τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν), ἀπὸ τοὺς περὶαὐτοὺς
ἐπισκόπους, μὲ συνέπεια τὴ διαμόρφωση δύο τύπων ἐπισκόπων: ἀφ᾽ ἑνὸς τοῦ
πρώτου καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου ὅλων τῶν ὑπολοίπων, μὲ οὐσιαστικὴ διάκριση ὁ
πρῶτος νὰ ψηφίζει, ἀντιπρόσωπος πλέον τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι
ὄχι. Ἡ συνοδικότητα κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁδηγήθηκε σὲ κάτι νέο, τὸ ὁποῖο
μετὰ τὴ Κρήτη θὰ λειτουργεῖ ὡς παραδεδομένο ἱστορικὸ προηγούμενοποὺ θὰ
καθορίζει πλέον τὴν λειτουργία καὶ ὅλων τῶν μετέπειτα μεγάλων συνόδων,
ὅπου ἤδη ἔχει ἀγγελθεῖ ὅτι θὰ ὑπάρξουν.
Συνυφασμένο
μὲ τὸ 12,1 εἶναι καὶ τὰ 12,2 καὶ 12,3 στὰ ὁποῖα ἐπεκτείνεται ἡ
ἐκθεμελίωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος,ὀρθοδόξως νοουμένου, μὲ συνέπεια
τὴν ἵδρυση ἑνὸς νέου τοιούτου, τοῦ ἐπισκόπου-αὐλικοῦ.
Συγκεκριμένα, γιὰ νὰ ὑπάρξει καταφατικὴ ἢ μὴ ψῆφος ἐπὶ τῶν τελικῶν
κειμένων, ὑπὸ τοῦ πρώτου ἑκάστης τοπικῆς Ἐκκλησίας προηγεῖται ἐσωτερικὴ
ψηφοφορία ὅλης τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν
ὁποία δύναται νὰ μὴν ὑπάρχει ὁμοφωνία, καὶ τοῦτο καὶ ἐπὶ δογματικῶν ζητημάτων. Μὲ ἁπλὰ λόγια δύνανται ἕνας ἢ καὶ περισσότεροι ἀρχιερεῖς νὰ διαφωνήσουν, ἀλλ᾽ὡς μειοψηφοῦντες ἀποδέχονται τὴν ἀπόφαση, ποὺ εἶναι τελικὰ ἀπόφαση τῆς πλειοψηφίας! Ἡ ἀξιολόγηση δὲ τῶν δαφωνιῶν, συνιστᾶ πλέον κατὰ τὸ 12,3 “ἐσωτερικὸν ζήτημα” ἑκάστης τοπικῆς Ἐκκλησίας!
Διαμορφώνεται ἐκ τῶν πραγμάτων μία νέα ἐκκλησιολογικὴ ἀντίληψις, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποῖαδύναται (καὶ βάσει τοῦ 12,3 νομιμοποιεῖται)
νὰ ὑπάρχει διαφοροποίηση στὸ ἐπαρχιακὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ τελικὰ νὰ
ἐπιτυγχάνεται ὁμοφωνία στὸ οἰκουμενικό. Κατ᾽οὐσίαν τὸ 12,3 ἔρχεται σὲ
ἀντίφασηἕως καὶ μὲ αὐτὸ τὸ κείμενο τῆς Ραβέννας[12],
τὸ ὁποῖο ἐν παρόδῳ νὰ λεχθεῖ ὅτι, ἐμμέσως πλὴν σαφῶς ἀποδέχεται καὶ
νομιμοποιεῖ ὁμοφώνως ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης στὸ ἓκτο κείμενό της!
Πιὸ
συγκεκριμένα, τὸ κείμενο τῆς Ραβένναςἀσχολούμενο μὲ τὸ θέμα “Πρωτεῖο
καὶ Συνοδικότης” διέβλεπε ὅτι ἡ συνοδικότηςλειτουργεῖ σὲ τρία ἐπίπεδα: τὸ τοπικό (local= ἡ περὶ τὸν ἐπίσκοπο τοπικὴ Ἐκκλησία π.χ. ἕνας ἐπίσκοπος καὶ ἡ περὶ αύτὸν ἱερεῖς[13]), τὸ ἐπαρχιακό(regional = ἡ σύνοδος τῶν ἐπισκόπων μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας π.χ. τῆς Ἑλλάδος) καὶ τὸ οἰκουμενικό[14] (universal =ἡ
Οἰκουμενικὴ Σύνοδος)· σὲ κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐπίπεδα ὑπάρχει πρῶτος
καὶ σύνοδος (στὸ τοπικὸ ἐπίπεδο ὡς σύνοδος λαμβάνεται-δῆθεν- ἡ
εὐχαριστιακὴ σύναξη). Ἀνεξαρτήτως τοῦ γεγονότος ὅτι τὸ κείμενο τῆς
Ραβένναεἶναι ἐξ᾽ἐπόψεως ὀρθοδόξου παντελῶς ἀπορριπτέο, καὶ οἱ παραπάνω
θέσεις περὶ τῆς συνοδικότητοςἐντὸς τοῦ συνολικοῦ νοηματικοῦ πλαισίουτοῦ
κειμένου ἐπίσης ἀπόβλητες, παρατηρεῖται ὅτι τὸ 12,3 τοῦ κανονισμοῦ τῆς
ΑκΜΣ καταστρέφει τὴν ἐσωτερικὴ ἑνότητα τῶν τριῶν ἐπιπέδων: ἄλλαδύναται νὰ λέει καὶ νὰ συμφωνεῖ ὁ ἐπίσκοπος καὶ ἡ περὶ αὐτὸν Ἐκκλησία τῆς ἐπισκοπῆς του, ἄλλανὰ συμφωνοῦνται στὴ σύνοδο στὴν ὁποῖα συμμετέχει, καὶ τέλος στὸ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο,βάσει τῆς ἐπιτευχθείσας ὁμοφωνίας,αὐτὸς ὁ ἐπίσκοπος καὶ ἡ περὶ αὐτὸν τοπικὴ Ἐκκλησία, ἄλλανὰ ἀναγκάζεται ν᾽ἀποδεχθεῖ ὡς καθολικὴ μαρτυρία τῆς ἀληθείας!
Αὐτὴν
τὴν ἀλληλοπεριχώρηση τῶν τριῶν ἐπιπέδων, μὰ μὲ τρόπο στρεβλό,
ἀντικανονικὸ καὶ κυριολεκτικὰ ἀντισυνοδικό, τὴν εἴδαμε στὴν Κρήτη μὲ τὴν
ἐπιλεκτικὴ παρουσία ἐπισκόπων (24 γιὰ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία), τὴν
διαδικασία ἐσωτερικῆς ψηφοφορίας τῶν 24 άντιπροσώπων ἑκάστηςτοπικῆς
Ἐκκλησίας έπὶ τῶν τελικῶν κειμένων (τό-δῆθεν- δεύτερο ἐπίπεδο
συνοδικότητος), καὶ τέλος τὴν ὁμόφωνη ψηφοφορία-ἀποδοχὴ τῶν τελικῶν κειμένων ἀπὸ τοὺς 10 προκαθημένους-πρώτους (τὸ ὁποῖο συνιστᾶ τὸ τρίτο -δῆθεν- ἐπίπεδο, τό (ψευδο)οἰκουμενικό). Ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν εἶναι κάποιος μειοψηφῶν, κατὰ τὴν ἐσωτερικὴ ψηφοφορία τῶν ἐπισκοπικῶν ἀντιπροσωπειῶνἐπίσκοπος, μὲ δεδηλωμένη διαφωνία ἐπὶδογματικοῦ ζητήματος[15] ἐπὶ παραδείγματι, νὰ ἐπιστρέφει στὴν ἐπισκοπή του καὶ νὰεἶναι ἀναγκασμένος νὰ διδάξει τ᾽ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐδίδασκε προτοῦ ἀναχωρήσει γιὰ τὴ σύνοδο·
αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ τελικὸ ζητούμενο τοῦ νεοπαγοῦς τρόπου “ὁμοφωνίας” ἐπὶ
τῶν τελικῶν κειμένων, ὅσον ἀφορᾶ τὴ ζωὴ τῆς κάθε, ὑπὸ ἐπίσκοπον, τοπικῆς
(=local) Ἐκκλησίας.
Περαιτέρω ἔγκριση τῶν ἀποφάσεων τῆς ΑκΜΣ δὲν προβλέπεται, δηλαδὴ οἱ ἀποφάσεις της εἶναι τελεσίδικες καὶ ὅπως ρητῶς ἀναφέρεται στὸ 13,2 ἔχουν πλέον πανορθόδοξο κῦροςκαὶ ἁπλῶς κοινοποιοῦνται στὶς αὐτοκέφαλες τοπικὲς Ἐκκλησίες πρὸς ἐνημέρωσιν τοῦ ποιμνίου τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων.
Κλείνοντας τὴν παρουσίαση περὶ τοῦ Κανονισμοῦ τῆς ΑκΜΣ περιοριζόμαστε
νὰ δηλώσουμε αὐτὸ ποὺ ἤδη ἔχει γίνει σαφές: ἡ σύναξη τῆς Κρήτης δὲν
πληροῖ ἀπολύτως κανένα κριτήριο ὀρθοδόξου συνόδου· οἱ ὅροι λειτουργίας
της καὶ ἡ διεξαγωγὴ τῶν ἐργασιῶν της ποὺ ὡδήγησαν καὶ στὶς σχετικὲς
ἀποφάσεις της, συγκροτοῦν ἕνα ἀντι-παράδειγμα “συνόδου”, κυριολεκτικὰ
μία ἀντισύνοδο καὶ δίχως ἀμφιβολία αὐτὸ ποὺ στὴν ἐκκλησιαστικὴ
γραμματεία χαρακτηρίζεται ὡς ψευδοσύνοδος. Ἡ ἐπιβολὴ τῆς
παρουσίας μάλιστα ἀνιέρων, ἑτεροδόξων, ψευδεπισκόπωντόσο στὸ ἄνοιγμαὅσο
καὶ στὸ κλείσιμο τῶν ἐργασιῶν τῆς συνόδου, κάτι ποὺ καὶ αὐτὸ προβλέπεται
ἀπὸ τὸν Κανονισμό της (ἄρθρο 14), μᾶς σαφηνίζει τὸ γενικὸ τόνο, τὸν
χαρακτήρα καὶ τὸ σκοπὸ τῆς συγκεκριμένης συνάξεως.
Οἱ Οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα ἐκκλησιαστικὲς σύνοδοι ἤδη εἴδαμεὅτιχαρακτηρίζονται ὡς τέτοιες[16],καὶγιὰ
τὴ σημασία τουςστὴν ἐπίλυση κρισίμων ζητημάτων σχετικῶν πρὸς τὴν
ὀρθόδοξο πίστι καὶ θεολογία,τὰ ὁποῖα καὶ κατεγράφοντο στὶς ἀποφάσεις καὶ
τοὺς δογματικοὺς ὅρους τους. Εἶναι τὰ τελικὰ κείμενα δηλαδὴ βάσει τῶν
ὁποίων κρίνεται ἢ κατακρίνεται μία σύνοδος καὶ μάλιστα ὅταν αὐτὴ ἔχει
ἀξιώσεις καθολικοῦ κύρους.
Ἡ πρώτη, γενικοῦ χαρακτήρα, ἐπισήμανση ποὺ ὀφείλει νὰ γίνει βασίζεται
στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σύναξη τῆς Κρήτης ἀποτελεῖ τὸ τέρμα μίας πορείας
σχεδὸν 90 ἐτῶν προσυνοδικῶν διεργασιῶν, διασκέψεων καὶ προβληματισμοῦ
ἐπὶ ἑνὸς ἐξαιρετικὰ εὐρέως καταλόγου θεμάτων, στὴ συντριπτική τους
πλειοψηφία οἰκουμενιστικοῦ περιεχομένου· αὐτὸς ἄλλωστε ἦταν ὁ ἀνέκαθεν
προβεβλημένος χαρακτήρας της: ἡ προσαρμογὴ τῆς Ἐκκλησίας στὰ νέα
οἰκουμενι(στι)κὰ δεδομένα, ὅπως βεβαίως αὐτὰ εἶχαν σχηματοποιηθεῖ ἀπὸ
τὶς δυνάμεις ποὺ βρίσκονταν (καὶ συνεχίζουν νὰ βρίσκονται) πίσω ἀπὸ τὸν
Οἰκουμενισμό. Εὔλογο εἶναι λοιπὸν καὶ ἀναμενόμενο, στὰ τελικὰ κείμενα
τῆς Κρήτης νὰ ἔχουν ἐνσωματωθεῖ ἀκροθιγῶς μέν, (λόγῳ τοῦ γενικόλογου καὶ
περιοριστικοῦ χαρακτήρα τους), ἀλλὰ ἐναργῶς, ὅλες αὐτὲς οἱ θέσεις ποὺ
συναποτελοῦν καὶ τὸ πυρῆνα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ πληρέστερη κατανόηση τῶν
ὅσων ἔγιναν καὶ ἀποφασίστηκαν στὴν Κρήτη θ᾽ἀπαιτοῦσε καὶ τὴν ἐξέταση
κειμένων ποὺ ἐμφανίστηκαν στὸ περιθώριο τῶν ἐργασιῶν τῆς συνόδου καὶ τὰ
ὁποῖα κοινοποιήθηκαν ἰδίως στὰ ἠλεκτρονικὰ μέσα ἐνημέρωσης. Ἐπίσκοποι
καὶ θεολόγοι ἀντίθετοι πρὸς τὴ κατεύθυνση καὶ τὸ χαρακτήρα τῆς συνόδου
ἐπιχειρηματολόγησαν κατὰ αὐτῆς. Ὡς ἀπάντηση, ἐπίσκοποι (Φαναριῶτες) καὶ
οἰκουμενιστὲς λαϊκοὶ θεολόγοι, ἐτοποθετήθησανἐπὶ τῶν κατηγοριῶν,
κάνοντας τὶς δικές τους ἐκτιμήσεις, μὲ τὴν ὅποια ἐπιχειρηματολογία. Ἐν
πολλοῖς εἶναι αὐτὲς οἱ τοποθετήσεις ποὺ κάνουν εὐκρινέστερη τὴν εἰκόνα
τῆς συνόδου καὶ τῶν πρωταρχικῶν σκοπῶν της, καθὼς προέρχονται, ὅπως
εἴπαμε, ἀπὸ φαναριῶτες ἐπισκόπους οἱ ὁποῖοι συνάμα εἶναι καὶ καθηγητὲς
πανεπιστημίου.[17]
Τὸ κεντρικὸ κείμενο τῆς Κρήτης εἶναι ἡ “ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ τῆς Ἁγίας και
Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”, καὶ μαζὺ μὲ τἠ
συντομευμένη ἐκδοχή της, τὸ “ΜΗΝΥΜΑ Τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας” συναποτελοῦν ἀφ᾽ἑνὸς τὴν ἐπιτομὴ τῶν ἕξι
τελικῶν κειμένων-ἀποφάσεων, ἀφ᾽ἑτέρου διαμορφώνουν, καθορίζουν καὶ
οὐσιαστικὰ ἐπιβάλλουν τὸ ὅλον τῶν βασικῶν ζητημάτων ἐπὶ τῶν ὁποίων
θὰκινηθοῦν οἱ μετὰ τὴ σύναξη τῆς Κρήτης ὑπογράψαντες καὶ οἱ ἐκκλησίες
τους. Στὴ συνάφεια αὐτὴ θὰ γίνει ἀναφορὰ καὶ στὸ κείμενο“ Ἡ ΑΠΟΣΤΟΛΗ τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ”[18].
Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς ΑκΜΣ εἶναι ὅτι “ἀποτελεῖ αὐθεντικὴν μαρτυρίαν τῆς
πίστεως” καθὼς θεωροῦν οἱ συμμετέχοντες ὅτι “στοιχοῦμεν τῇ παραδόσει τῶν
Ἀποστόλων καὶ Πατέρων ἡμῶν” καὶ τέλος ὅτι“θεολογοῦντες «ἁλιευτικῶς»,
ἤγουν ἀποστολικῶς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἑκάστης ἐποχῆς” μεταδίδουν τὸ
“Εὐαγγέλιον τῆς ἐλευθερίας «ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσεν» (Γαλ. ε´,1)”.
Μᾶς διαβεβαιώνουν τέλος ὅτι, “Ἡ Ἐκκλησία δὲν ζῇ διὰ τὸν ἑαυτόν της.
Προσφέρεται δι᾽ὁλόκληρον τὴν ἀνθρωπότητα...”.
Τὸ νὰ στοιχεῖ τις στὴν παράδοσιν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ πάντων τῶν
ἁγίων, σημαίνει νὰ τηρεῖ πάντα ὅσα ἐνετείλατο ὁἸησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ (βλ. Μτ. 28,20) καὶ οἱ μετ᾽αὐτὸν Ἀπόστολοι (πρβ. Α´ Κορ. 14,37)
καὶ πάντες οἱ ἑπόμενοι αὐτῶν Πατέρες, διότι ἄλλως: “ Ἅπαντα τὰ παρὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν καὶ ὑποτύπωσιν καὶ διδασκαλίαν τῶν ἁγίων καὶ ἀοιδίμων πατέρων ἡμῶν καινοτομηθέντα καὶ πραχθέντα καὶ μετὰ τοῦτο πραχθησόμενα,ἀνάθεμα”, ὅπως ἐπίσης: “ Τοῖς
ἐν καταφρονήσει τιθεμένοις τοὺς ἱεροὺς καὶ θείους κανόνας τῶν ἁγίων καὶ
ἀοιδίμων πατέρων ἡμῶν, οἳ καὶ τὴνἘκκλησίαν ὑπερείδουσι καὶ ὅλην τὴν
χριστιανικὴν πολιτείαν κοσμοῦντες πρὸς θείαν ὁδηγοῦσιν εὐσέβειαν, ἀνάθεμα”[19] .
Τελικῶς οἱ μέλλοντες νὰ μαρτυρήσουν, ὑπὸ τῶν ὀργάνων τοῦ ἀποστάτου
πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου, Ἁγιορεῖτες Πατέρες μᾶς τονίζουν: “ Ὁ γὰρ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ τὸ βραχὺ ἀνατρέπων τῷ παντὶ λυμαίνεται”[20].
Ὄντως, ἡ διαχρονικὴ μαρτυρία τῶν δοχείων τοῦ ἁγίου Πνεύματος
ἀποσκοποῦσε στὴ διαφύλαξη ἕως κεραίας (πρβ. Μτ. 5,18) τῆς παραδεδομένης
πίστεως, τοῦ ἀπολύτου θεμελίου τῆς σωτηρίας, ταὐτὸν εἰπεῖν, τῆς
Ἐκκλησίας (Μτ. 16,18). Ἡ Ἐκκλησία ἔχουσα κεφαλὴ τὸν Χριστόν, “τὸν τῆς
πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτήν” (Ἑβρ.12,2), εἶναι τὸ ἀεὶ ζωοποιούμενον
ὑπ᾽Αὐτοῦ σῶμα (πρβ. Κολ.1,18), καὶ καθὼς περιγράφει ὁ ἱερὸς Καβάσιλας
“Τὰ δὲ μέλη συνῆπται μὲν τῇ κεφαλῇ καὶ ζῇ τῷ συνῆφθαι καὶ διαιρεθέντα
ἀποθνήσκει”[21]. Τοῦτο μᾶς θυμίζει συνειρμικὰ καὶ τὸ λεχθὲν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Α´ πράξης τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: “Ἰωάννης ὁ θεοφιλέστατος τοποτηρητὴς τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς ἀνατολῆς εἶπεν·ἡ αἵρεσις χωρίζει ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας πάντα ἄνθρωπον. Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπε· τοῦτο εὔδηλόν ἐστιν”[22].Ἡ εἰκόνα εἶναι σαφής· πίστις καὶ ζωὴ συνδέονται ἄρρηκτα, “ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται”
(Ἰω.11,25-26), εἶναι ὁ χωρισμὸς τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοῦ ἄλλου ποὺ ἐπιφέρει τὸ
πνευματικὸ θάνατο. Ἡ φανέρωση αὐτῆς τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς
Ἐκκλησίας, μαρτυρεῖται καὶ ἀπαγγέλεται ἱεραποστολικῶς (πρβ. Α´ Ἰω. 1,2)
κατὰ θέλησιν Θεοῦ καὶ ὄχι ὅπως ἕκαστος νομίζει (Ἰω. 12,49) διότι εἶναι
συνολικὴ ἡ μαρτυρία τῆς ζωῆς, λόγῳ καὶ ἔργῳ, ἐκφαίνεται δὲ ὡς ὁδὸς καὶ ἀλήθεια (Ἰω. 14,6)· ἐν Χριστῷ εὐαγγελίζεται ὁ κόσμος τὴν ἀλήθεια, καὶ ὀφείλει ὡς “μάρτυς τῶν τοῦ Χριστοῦ παθημάτων”
(Α´ Πτ.5,1) ὁ εὐαγγελίζων ὡς οὐκ ἀρνούμενος τὴν πίστιν (Ἀπ. 2,13), νὰ
φανερώνει τὸν ἀληθινὸν Θεὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εἶναι κατ᾽ἐξοχὴ
πρῶτος καὶ μόνος “ὁ μάρτυς ὁ πιστὸς καὶ ἀληθινός” (Ἀπ. 3,14).
Βάσει τῶν ἀνωτέρω, ἀκροθιγῶς ἐκτεθέντων, νοεῖται ἡ μαρτυρία τῆς
Ἐκκλησίας στὸ κόσμο, ὡς στοιχοῦσα στὴν ἀποστολικοπατερικὴ ἁγιοπνευματικὴ
παράδοση, ἡ ὁποία ὀρθῶς περιγράφεται ὡς παρακαταθήκη. Ἡ
διαφύλαξις τῆς παρακαταθήκης (πρβ. Α´ Τιμ. 6,20) συνιστᾶ καὶ τὴν
αὐθεντικότητα τοῦ μηνύματος τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν κόσμο, καὶ δὲν
δύναται νὰ συμβεῖ παρὰ μόνο ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ (Β´ Τιμ. 1,14), καὶ ὄχι
βεβαίως μὲ μετανεωτερικές(ψευδο)ἐπιστημονικὲς κατασκευές... Εἶναι αὐτὴ ἡ
διάκριση μεταξὺ αὐθεντικότητας καὶ μή, ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως, ποὺ
κάνει ὁ ἐν ἁγίοις ὁμολογητὴς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος
ἀναφορικὰ μὲ τὴν τήρηση τῆς παρακαταθήκης:“εἰσὶν δὲ σοφοὶ ἀπὸ μόνου τοῦ βούλεσθαι καὶ σοφίας δίχα,
ἵνα τὴν προφητικὴν ἀρὰν ἐθελούσιον ἐφ᾽ ἑαυτοῖς ἐπισπάσωνται, καὶ
ἐπιστήμονες τῷ οἴεσθαι (οὐ γὰρ τῷ εἶναι), ἐπιλήσμονες δὲ ὡς ἀληθῶς ὧν
πρὶν μεμύηνται καὶ πεπείρανται, ὡμολόγησάν τε καὶ προέστησαν θείων
δογμάτων, ὡς ἂν τὸ εὐπαράφορον καὶ εὐπαρακόμιστον τῆς ἀγενοῦς ψυχῆς ἐφ᾽ ἃ
μὴ προσῆκεν ἐμφανῶς στηλιτεύηται, ὁπότε τὴν πιστευθεῖσαν αὐτοῖς
καλὴν παρακαταθήκην ἀφυλάκτως προὔδωκαν, ἧς καὶ τὸ μικρὸν παρεωραμένον
καὶ ἀτημέλητον κινδυνῶδές τ' ἂν εἴη καὶ σφαλερώτατον”[23].
Ἔχοντας σκιαγραφήσει στ᾽ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, τὴν ἀδιάσπαστο ἑνότητα τῆς ζωῆς,μαρτυρίας καὶ πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, γίνεται κατανοητὸ πόσο λάθος εἶναι ἡ ἐπισήμανση ὅτι “Ἡ Ἐκκλησία δὲν ζῇ διὰ τὸν ἑαυτόν της”, καὶὅτι-δῆθεν- “προσφέρεται δι᾽ὁλόκληρον τὴνἀνθρωπότητα”. Ἡ Ἐκκλησία φέρει ἐν αὐτῇ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, διότι καὶ “ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν καὶ ἡζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων.” (Ἰω. 1,4). Ἡ Ἐκκλησία ἔχει λοιπὸν αὐτοτελὴ ζωὴ, διακριτὴἀπολύτως ἀπὸ τὴ ψευδοζωὴ τοῦ κόσμου, ὁ δέ “ἑαυτός” της δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν ζωοδότητης, αὐτὸν ζεῖ καὶ τὴ μαρτυρία αὐτοῦ (δηλαδὴ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία) προσφέρει στὸκόσμο. Πέρα ἀπὸ αύτὰ ὅμως,ἂν καὶ εἶναι κατὰ τέτοιον τρόπο ἐνσωματωμένες οἱἀνωτέρωἀναφορὲς στὸ κείμενο ποὺ δείχνουν σχεδὸν ἀθῶες, μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρίανὰ᾽δοῦμε τὰπράγματακαὶ ὑπὸ ἄλλη ὀπτικὴ γωνία... Ἡ πραγματικότητα λοιπὸν ἀποκαλύπτεται νὰ εἶναι πολὺδιαφορετική· ἐξακολουθητικὰ ἀλλὰ καὶ μεθοδικὰ οἱ καθ᾽ ἡμᾶς οἰκουμενιστὲς[24]μεταφέρουνἰδέες ἀπὸ τὴ Δύση, κατάλληλες στὴν ἐμπέδωση ἑνὸς νέου ἐκκλησιολογικοῦ πλαισίου, ἐντὸς τοῦὁποίου ἐπιθυμοῦν νὰ μεταφέρουν τὴ συζήτηση περὶ Ἐκκλησίας. Συγκεκριμένα στὴνἐξαιρετικῆςσημασίας έγκύκλιο τοῦ Πάπα Ἰωάννου-Παύλου Β´, Ut Unum Sint[25] σχετικὰ μὲ τὴνδέσμευσητοῦ παπισμοῦ στὸν Οἰκουμενισμό, (ὅπως λέει ἀκριβῶς καὶ ὁ ὑπότιτλος τῆς ἐγκυκλίου:On commitment to Ecumenism), συναντᾶμε στὸ 5/aἀκριβῶς τὴν ἴδια διατύπωση[26], στὸ ἴδιοπλαίσιο ἀναφορᾶς. Ἀνεξαρτήτως τῆς πηγῆς ἔμπνευσης (ἡ ὁποία πάντα εἶναι δυτική, καὶ πλέονσχεδὸν ἀποκλειστικὰ παπική), αὐτὸ ποὺ ἐντυπωσιάζει τελικῶς εἶναι ἡ ἑνιαία παρουσίαση τοῦοἰκουμενιστικοῦ μηνύματος σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση.
Γενικόλογες ἀγαπολογικοῦ τύπου ἐκφράσεις, ὡς οἱ ἀνωτέρω, διατυπώνονται συχνὰμέσα στὴν Ἐγκύκλιο ὅσο καὶ στὸ σημαντικότερο κείμενο τῆς συνάξεως τῆς Κρήτης, αὐτοῦ περὶτῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς αἱρετικούς. Περιοριζόμαστε νὰπαρατηρήσουμε ὅτι τὸ γνήσιον αὐτῶν ἐλέγχεται καὶ τελικῶς κρίνεται κίβδηλο, ἀπὸ τὸ ἐλλιπὲςἕως καὶ ἀνύπαρκτον τῆς ὁμολογίας τῆς παρακαταθήκης ποὺ συγκροτεῖ καὶ διέπειτὴ ζωὴ τῆςἘκκλησίας. Ὁ κόσμος ἔχει ἀνάγκη τὴ μαρτυρία τῆς ἀληθοῦς πίστεως, τῆς μόνης δυναμένης νὰζωοποιήσει αὐτόν, καὶ ὄχι διαχριστιανικὰ συνέδρια “εἰδικῶν” ἢ κοινωνικοῦ χαρακτήραἐλεημοσύνης, ποὺ εἶναι κυρίως ἔργο τοῦ κάθε κράτους καὶ τῶν παντοίας φύσεως πολιτικῶνὀργανισμῶν...
Συνεχίζοντες οἱ συντάκτες τῆς Ἐγκυκλίου, (προφανῶς καὶ πάλι ὁ
Ζηζιούλας),καὶ στὴν προσπάθειά τους κάτι νὰ ποῦν, γιὰ τὸ τί εἶναι
Ἐκκλησία καὶ ἔτσι νὰ πλαισιώσουν θεολογικὰ τήν “προσφορά” αὐτῆς πρὸς τὸ
κόσμο, καταλήγουν στὴν υἱοθέτηση μιᾶς ἐκ τῶν πλέον σκοτεινῶν, παντελῶς
ἀμάρτυρων ἁγιογραφικά-πατερικά, θέσεων τοῦ Μητρ. Περγάμου Ἰωάννου
Ζηζιούλα, αὐτῆς ποὺ χαρακτηρίζει τὴν Ἐκκλησία ὡς “εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος”[27]. Δὲν διαφεύγει τῆς προσοχῆς, ὅτι μιὰ τόσο σημαντικὴ θέση,μένει ἄνευ παραπομπῆς σὲ κάποιο κείμενο, ὅπως ἐπίσης τὸ ὅτι δὲν ἀναλύεται.
Παρότι ἡ ἐκτενὴς ἀνάλυση διαφεύγει τοῦ σκοποῦ τοῦ παρόντος κειμένου,
ἀκροθιγῶς ἔχουμε νὰ ποῦμε τὰ ἑξῆς: ἡ Ἐκκλησία στὴν ἀποστολικοπαράδοτη
πατερικὴ παράδοση χαρακτηρίζεται ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ “ὡς τὴν αὐτὴν αὐτῷ κατὰ μίμησιν καὶ τύπονἐνέργειαν ἔχουσαν”[28]. Ἡ ἀνθρώπινη φύση κοινώνησε ὑποστατικῶς ἅπαξ ἐν Χριστῷ, οἱ ὑποστάσεις (δηλαδὴ οἱ ἐπὶ μέρους ἄνθρωποι), κοινωνοῦν μὲ τὸ Χριστὸ ἐνεργητικῶς,
δηλαδὴ κατὰ τὴν κοινὴ τριαδικὴ ἄκτιστο ἐνέργεια. Ἡ ζηζιούλια θεώρηση
ὑποστηρίζει ὅτι ὑπάρχει μία “ἐνδοτριαδικὴ ζωή” ἡ ὁποῖα κοινωνεῖται πρὸς
τοὺς ἀνθρώπους καὶ συνιστᾶ τή -δῆθεν- ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Σύνολη ἡ
πατερικὴ παράδοση ὡς “ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις” καταγράφει τὸ ἀπόρρητο
μυστήριο τῆς ἀγεννησίας, τῆς γέννησης καὶ τῆς ἐκπόρευσης καὶ ἀπολύτως τίποτε ἄλλο!
Εἰδάλλως, τὰ τρία προσκηνυτὰ Πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, θὰ σχετίζονταν
μεταξύ τους κατ᾽ἐνέργειαν, ὅπως δηλαδὴ συμβαίνει μεταξὺ κτίσεως καὶ
Θεοῦ. Οἱ θεολογικὲς συνέπειες τῆς κατ᾽ἐνέργειαν σχέσης τῶν Προσώπων τῆς
ἁγίας Τριάδος εἶναι καταστροφικὲς γιὰ τὴν ἑνότητα Της. Ἀνάλογα μὲ τὴν
ἐπὶ μέρους διασάφηση περὶ τοῦ χαρακτήρα τῶν σχέσεων, τὸ ἀποτέλεσμα
μπορεῖ νὰ κινεῖται μεταξὺ Ἀρειανισμοῦ καὶ Σαβελλιανισμοῦ (πλήρη
διαπραγμάτευση τῆς ἐσωτερικῆς σχέσεως τῶν δύο -φαινομενικὰ διαφορετικῶν-
αἱρέσεων κάνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στοὺς 4ης λόγους του κατὰ Ἀρειανῶν, βλ. PG 26,12-468). Ἡ βούληση τοῦ Ζηζιούλα εἶναι, καὶτοῦτο δίχως νὰ τὸ ἐννοήσει κανεὶς ἀπὸ τοὺς συνοδικοὺς τῆς Κρήτης, νὰ θεμελιώσει τὴν περὶΠρωτείου θεωρία του καὶ ἡ ὁποία βασίζεται στὸ ὑποτιθέμενο Πρωτεῖο τοῦ Πατρός! ἩMοναρχία τοῦ Πατρὸς στρεβλοῦται αἱρετικῷ τῷ τρόπῳ σὲ Πρωτεῖο, οὕτως ὥστε ὅπως ὑπάρχειΠρωτεῖο στὴν ἁγία Τριάδα, καὶ ἐφ᾽ὅσον ἡ Ἐκκλησία δῆθεν τὴν εἰκονίζει, νὰ συνεπάγεται ὅτιὑπάρχει Πρωτεῖο καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ μάλιστα Οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα! Μ᾽αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ περὶ Πρωτείου συζήτηση λαμβάνει θεολογικὸ χαρακτήρα ἐπὶ τριαδολογικοῦ θεμελίου.[29] Ἡ
παραπάνω θέση ἀπηχεῖ κυρίως τὸ κείμενο τοῦ Μονάχου (1982), ἐπὶ τοῦ
ὁποίου βασίστηκε καὶ προέκτεινε τὶς διαπιστώσεις του τὸ κείμενο τῆς
Ραβέννα[30] (2007).
Ἐμμέσως πλὴν σαφῶς νομιμοποιοῦνται κατ᾽αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ἀποκτοῦν
“ὀρθόδοξο” κῦρος καὶ τὰ κείμενα τῶν θεολογικῶν διαλόγων.
Συμπερασματικά:τὸ ζήτημα τοῦ εἰκονισμοῦκαθ᾽
ἑαυτὸ εἶναι τεράστιο καὶ συνιστᾶ ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς ὅλης θεολογικῆς
κατασκευῆς τῆς νέας ἐκκλησιολογίας τῶν οἰκουμενιστῶν, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ
τὸ ὄχημα τῆς ἐπιδιωκομένης ἑνώσεως. Ὅπως ἤδηἔχει δειχθεῖ, οἱ
άντορθόδοξες θέσεις ἔχουν κυρίως παπικὴ ρίζα. Ἡ σύνδεση τριαδολογίας καὶ
ἐκκλησιολογίας μὲ ὃρους εἰκονισμοῦ, πρωτόγνωρη γιὰ τὰ ὀρθόδοξα
δεδομένα, συνιστᾶ οὐσιῶδες στοιχεῖο τῆς παπικῆς κατανόησης τῆςἔννοιας
τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ συνδεδεμένου πρὸς αὐτὴν παγκοσμίου
Πρωτείου τοῦ “Πέτρου” (ὅπως ὀνομάζεται ὁ ἑκάστοτε πάπας ὡς δῆθεν
διάδοχος τοῦ ἀποστόλου Πέτρου). Πράγματι στὸ συνοδικὸΔιάταγμα τῆς Β´
Βατικανῆς ποὺ ἔβαλε ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα τὸν παπισμὸ στὶς ράγες τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, τὸUnitatis Redintegratio(1964),στὸ2/f,βλέπουμε τὴ ρητὴ ἀναφορὰ μὲ τὴν ὁποία συνδέεται ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας πρὸς αὐτὴν τῆς ἁγίας Τριάδος, ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ εἰκονισμοῦ τῆς πρώτηςπρὸςτὴν δευτέρα[31].Γίνεται ἔτσι κατανοητὴ ἡ πηγὴ, τόσο τοῦ Ζηζιούλα ὅσο καὶ μέσῳ αύτοῦ, τῆς Ἐγκυκλίου τῆς συνόδου τῆς Κρήτης…
Σὲ πλαισίωση πρὸς τήν κεντρικῆς σημασίας, πολυεπίπεδη καὶ μὲ πολλαπλὲς
ἐκκλησιολογικὲς καὶ εὐρύτερα θεολογικὲς συνέπειες ἀνωτέρω θέση,
ἐπισημαίνουμε τὴν ὕπαρξη καὶ ἄλλων ζηζιούλιων θεωρήσεων, ποὺ ἐπίσης
τεχνηέντως ἔχουν ἐνταχθεῖ στὰ τελικὰ κείμενα, παρότι ἔχουν ἐλεχθεῖ ὡς
αἱρετικές· αὐτή τους ἡ ἐνσωμάτωση ἐπιτυγχάνει τελικὰ νὰ τὶς ἀπαλλάξει
ψόγου καὶ τὶς καθιστᾶ “ὀρθόδοξες” καὶ καθολικοῦ κύρους. Ἐν πρώτοις
συναντᾶται ἡ γνωστὴ θεωρία περὶ προσώπου[32],
ἐπὶ τῆς ὁποίας ἔχει θεμελειώσει ὁ Ζηζιούλας καὶ ὅλες τὶς ἑπόμενες, ὡς
ἄλλο πύργο τῆς Βαβέλ. Τοῦτοστὸ κείμενο ἐμφανίζεται μέσω τῆς
χρησιμοποιήσεωςχωρίου τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας: “Συνεπῶς,
κατά τόν ἅγιον Κύριλλον, ὁ Χριστός εἶναι τό «κοινόν πρόσωπον»
ἡμῶν, διά τῆς ἀνακεφαλαιώσεως εἰς τήν ἰδικήν του
ἀνθρωπότητα ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, «πάντες γάρ
ἦμεν ἐν Χριστῷ, καὶ τὸ κοινὸν τῆς ἀνθρωπότητος εἰς αὐτὸν
ἀναβιοῖ πρόσωπον» (Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον,
ΙΑ. PG 73, 157-161)” (Ἐγκύκλιος 4/β).Ἂς σημειωθεῖ ὅτι συναντᾶται καὶ ἑτέρα γραφὴ τοῦ“ἀναβιοῖ”, ὡς “εἰς τὸ αὐτοῦ ἀναβαίνει πρόσωπον”[33],
πάντως τὸ χωρίο, κατὰ τὴ συνήθη τακτικὴ τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας
“ἀρχικὰ ἀφαιρεῖται ἀπὸ τὴ συνάφεια τοῦ κειμένου (ἐν παρόδῳ στὸ κυρίλλειο
κείμενο ἀναλύεται τὸ χωρίο ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην 1,14 “καὶ ἐσκήνωσε ἐν ἡμῖν”), καὶ αὐτονομημένο ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα[34] συνδέεται
μὲ τὴν (ζηζιούλια) ἔννοια τοῦ προσώπου, ἐνῶ ξεκάθαρα τὸ ἴδιο τὸ κείμενο
ἀναφέρεται στὴν πρόσληψη καὶ συνακόλουθα θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἐν
Χριστῷ. Πέρα ἀπὸ τὴν Ἐγκύκλιο, εἶναι καὶ στὸ κείμενο τῆς Ἀποστολῆς,
ὅπου ἐπαναλαμβάνεται ἡ ἀνωτέρω στρέβλωση, τούτη τὴ φορὰ κάνοντας
παράχρηση ἄλλου κειμένου τοῦ ἁγίου Κυρίλλου (αὐτὴ τὴ φορὰ τοῦ PG 74, 273D-275A) τὸ
ὁποῖο ὁμοίως δὲν ἀναφέρεται στὸ πρόσωπο ἀλλὰ στὴν ἀνακαίνιση
τῆςἀνθρωπίνης φύσεως ἐν Χριστῷ. Τὰ δύο χωρία κακοποιοῦνται ἀλλὰ καὶ
συνδέονται ἑρμηνευτικὰ μὲ τὴν περί “ἀνακεφαλαιώσεως” χρήση.
Τὸ ὅτι ὅλα τὰ ἀνωτέρω οὔτε τυχαῖα, οὔτε ἄνευ αἰτίας βρῆκαν θέση στὰ τελικὰ κείμενα, σαφηνίζεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀφαίρεσητελικὰ ἐκ τοῦ κειμένου τῆς Ἀποστολῆς τῆς ἑξῆς προβληματικῆς παραγράφου, ζηζιούλιας ἐπίσης ἐμπνεύσεως καὶ θεολογίας. “ Ἓν
ἐκ τῶν ὑψίστων δώρων τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον, τόσον ὡς
συγκεκριμένου φορέα τῆς εἰκόνος τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, ὅσον καί ὡς κοινωνίας προσώπων, ἀντανακλώντων κατὰ χάριν διὰ τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τὴν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωὴν καὶ κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων ἀποτελεῖ τὸ θεῖον δῶρον τῆς ἐλευθερίας” (Άποστολὴ Β/1). Τὸ
συγκεκριμένο ἀπόσπασμα διαφωτίζει τὸ λόγο ὕπαρξης στὴν ἐγκύκλιο τῆς
ἀναφορᾶς περὶ τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας “κατ᾽εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος”,
τῶν δύο ἀναφορῶν περὶ προσώπου ποὺ ἐξετάσαμε, καὶ πῶς αὐτὰ συνδέονται
μὲ τὴν ἔννοια τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας (ποὺ κατὰ Ζηζιούλα τὸ πρόσωπο
“προηγεῖται” τῆς οὐσίας καθὼς ἡ ἐλευθερία συνδέεται μ᾽αὐτό, ἐνῶ ἡ
“ἀνάγκη” μὲ τὴν οὐσία). Στὸ ἀνωτέρω ἀπόσπασμα μιᾶς καὶ δὲν ἀφαιρέθηκε
ἡ ἀναφορὰ στὴν Ἐκκλησία ὡς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι σὰν νὰ
εἶναι παρόν, πλέον ὅμως μὲ κεκαλυμμένο τρόπο.
Ἡ διαπότιση τῶν τελικῶν κειμένων μὲ τὸν ἰδιαίτερο τρόπο θεολογήσεως ὑπὸ
τοῦ Ἰωάννου Ζηζιούλα παρατηρεῖται ἐπίσης στὶς ἑξῆς διατυπώσεις: “Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐκφράζει τὴν ἑνότητα καὶ καθολικότητά της ἐν Συνόδῳ”(Μήνυμα 1/β),ὅπως καί, “Κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία, προσφέρουσα τὴν Θεία Εὐχαριστία, εἶναι ἡ ἐν τόπῳ παρουσία καὶ φανέρωση τῆς Μιᾶς(sic), Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας” (ὃ.π).
Τυγχάνουν γνωστὲς καὶ διαρκῶς διατυπούμενες σὲ ὅλα τὰ κείμενα τοῦ Μητρ. Ἰωάννου Ζηζιούλα οἱ παραπάνω θέσεις καὶ οἱ ὁποῖεςδὲνἀπηχοῦν τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία[35]. Τὰ πάντα ὑποτάσσονται στὴ νέα περὶ Πρωτείου θεωρία του: ἡ
ἑνότης “πραγματοποιεῖται” ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ἐπισκόπου, ἑπομένως τὸ
πλήρωμα τῆς ἑνότητος βρίσκει τὴν ἔκφρασή της μόνον ἐν συνόδῳ, ἐγγυητὴς
δὲ αὐτῆς τῆς ἑνότητος καθίσταται ὁ “πρῶτος”[36], τῆς συνόδου!
Καὶ ὅμως, ἑνότητα καὶ καθολικότητα νοοῦνται πάντοτε ὡς δεδομένες καὶ
διαρκεῖς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὴ ἔχουσες ἀνάγκη συνοδικῆς ἔκφρασης ποὺ
δῆθεν τὶς ὑποστασιοποιεῖ.[37] Ὡς ἐμπράγματες καταστάσεις, ἡ ἑνότητα εἶναι καθολικὴ καὶ ἡ καθολικότητα ἑνωτική: “τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσεν” (κοντάκιον Πεντηκοστῆς), δηλαδὴ τοὺς πιστούς, καὶ καθὼς αὐτὸ εἶναι ποὺ χορηγεῖ πάντα τὰ χαρίσματα, “ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας” (στιχηρὰ ἑσπερινοῦ Πεντηκοστῆς). Θεμέλιο τῆς ἑνότητοςεἶναι ἡἀποστολοπαράδοτος μία,ἑνοειδὴς καὶ ἑνοποιοῦσα, πίστις[38], καὶ ἡ ὁποία εἶναι καὶ λέγεται καθολική, ὡς περιέχουσα πᾶσαντὴν καθολικὴν ἀλήθειαν, ταὐτὸν εἰπεῖν τὴν σωτηρία[39]· αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ὅπου ἡ Ἐκκλησία καλεῖται καθολική[40], καὶ ὄχι γιατὶ εἶναι δῆθεν παγκόσμια, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ παπισμὸς.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴ δεύτερη διαπίστωση,περὶ τῆς “ἐν τόπῳφανερώσεως τῆς Μίας, Ἁγίας Ἀποστολικῆς καὶ Καθολικῆς Ἐκκλησίας”, πέρα
τοῦ ὅτι εἶναι παντελῶς ἀμάρτυρο στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μᾶλλον
αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τῆς ἀπουσίας παραπομπῆς σὲ κάποια πηγή[41],
εἶναι σὰν νὰ ὑποδηλώνεταιἡὕπαρξις μιᾶς ἀοράτου“Ἐκκλησίας”, ἡ ὁποία
ὑποστασιοποιεῖται χωροχρονικὰ στὶς τοπικὲς εὐχαριστιακὲς συνάξεις.
Τοὐναντίον ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία δὲν ἀποτελεῖ φανέρωση κάτι ἄλλου,
ἀλλὰ εἶναικαὶ μάλιστα πλήρης,ἡ Μία, Ἁγία καὶ Καθολικὴ Ἐκκλησία.
Ἡ ἀντιπαραδοσιακὴ αὐτὴνέα θεώρηση περὶ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ὡς φανερώσεωντῆς
Μίας Ἁγίας καὶ Καθολικῆς Ἐκκλησίας, μᾶς ἀναγκάζειλοιπὸν καὶ πάλι νὰ
στραφοῦμε πρὸς Δυσμὰς ὥστε νὰ κατανοήσουμε τὸ τί κρύβεται ἀπὸ πίσω.
Κατ᾽ἀρχὰς γιὰ τοὺς οἰκουμενιστὲς γνωρίζουμεὅτιὅταν ἀναφέρονται στὴν“Μία Ἁγία Ἀποστολικὴ καὶ Καθολικὴ Ἐκκλησία”εἶναι ἡλεγομένη, κατ᾽αὐτοὺς“ἀδιαίρετοςἘκκλησία”, (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν νῦν -δῆθεν- διηρημένη), ἀπηχοῦσα τὴν διευρημένη καὶ ὄχι τὴν ἀποκλειστικὴ ἐκκλησιολογία.Άνατρέχοντας λοιπὸν σὲ κείμενο[42] ποὺἤδηπαραθέσαμε[43],στὸ ὁποῖο βρίσκουμε τὴν θέση ὅτι ἡΟἰκουμενικὴ Ἐκκλησία,(δηλαδή, ἡδῆθεν Μία Ἁγία Ἀποστολικὴ καὶ Καθολικὴ Ἐκκλησία),εἶναι παροῦσα στὶς διάφορες ἐπιμέρους τοπικὲς Ἐκκλησίες· ἐπὶ πλέονφανερώνεται σ᾽ αὐτές,γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες ἀποτελοῦν(ὁρατές) ἐκφράσεις της[44].Εἶναι νομίζουμε, χαρακτηριστικὴ ἡ ὁμοιότητα τῶν διατυπώσεων (καὶ τῆς ἐξάρτησης τοῦ ἑνὸς κειμένου ἀπὸ τὸ ἄλλο)...
Πρὶν ὁλοκληρώσουμε τὸ περίγραμμα τῶν κακοδόξων θέσεων ὅπως παρουσιάζονται στὰκείμενα τῆς Ἐγκυκλίου, Μηνύματος καὶ Ἀποστολῆς καὶ ἐν σχέσει μὲ τὰ ἤδη ἀναφερθέντα,ὀφείλουμε νὰ κάνουμε καὶ ἕνα σχόλιο στὴν ἑνότητα τῆς Ἐγκυκλίου περὶ Συνόδων (Ἐγκύκλιος3)ὅπου ἀναφέρονται οἱ Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς σύνοδοι διακριτὰἀπὸ τὶς θεωρούμενες ὑπὸ τῶν ὀρθοδόξων ὡς Η´ καὶ Θ´ Οἰκουμενικές (ὀνομάζονται Μεγάλες ἀλλὰ ὄχι Οἰκουμενικές)[45].Τὸ
μήνυμα εἶναι ξεκάθαρο: διακρίνονται οἱ σύνοδοι ὡς ἔχουσες οἰκουμενικὸ ἢ
μὴ κῦρος. Τὸ κῦρος ποὺ ἀποδίδεται στὴν ἐπὶ Μ. Φωτίου Σύνοδο τοῦ 879 καὶ
στὶς ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ Συνόδους τῶν ἐτῶν 1341,1351 (στὴ σύνοδο
1368 δὲν συμμετεῖχε ὁ ἅγ. Γρηγόριος,ὅπως κακῶς ἀναφέρεται στὴν
Ἐγκύκλιο, τὴ συνεκάλεσε ὁ Πατριάρχης καὶ συναγωνιστὴς τοῦ ἁγίου, ὁμοίως
ἅγιος,Πατριάρχης ΚωνσταντινουπόλεωςΦιλόθεος Κόκκινος κατὰ τῶν λατινοφρόνων ἀντι-ἡσυχαστῶν ἀδελφῶν Κυδώνη) εἶναι “καθολικό” ἀλλὰ ὄχι οἰκουμενικό. Τί ἐννοοῦν οἱ “πατέρες” συντάκτες τοῦ κειμένου; Μᾶς τὸ ξεκαθάρισαν οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεωςκαὶ Ἀλεξανδρείας (ὅπως καὶ πλειὰς ἄλλων): Ἡ ΑκΜΣ δὲν δύναται νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡςΟἰκουμενικὴ διότι ἀπουσιάζει ἡ δυτική “ἐκκλησία”, ἡ σύνοδος εἶναι πανορθόδοξη καὶ τέτοιοεἶναι καὶ τὸ κῦρος της. Συνέπεια
τούτων, εἶναι μὲ τὴν ἔννοια “καθολικό” νὰ χαρακτηρίζεται τό
“πανορθόδοξο” καὶ ὄχι τό“οἰκουμενικό”. Ἡ κακοδοξία εἶναι προφανής,
ἄλλωστε, ἡ ἐπιδιωκώμενη ἕνωση τῶν “ἐκκλησιῶν” ἔχει συνομολογηθεῖ ὅτι θὰ
χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἀμοιβαία ἀναγνώριση-ἀποδοχὴ τῆς “ἰδιαιτερότητος”
ἑκάστου παραδόσεως[46]·
μὲ ἁπλὰ λόγια, οἱ παπικοὶ θὰ διακρατοῦν τὴ δική τους, ὅπως ἐπίσης καὶ
οἱ “ὀρθόδοξοι” τὴ δική τους... Ἀπὸ τὴ στιγμὴ λοιπὸν ποὺ δὲν
χαρακτηρίζονται οἱ Η´ καὶ Θ´ ὡς Οἰκουμενικὲς ἀλλ᾽ὡς ἔχουσες
“πανορθόδοξο” κῦρος, ἕπεται ὅτι ἡ ἀναφορὰ σ᾽αὐτές, συνιστᾶ ἕνα ἀκόμη
οἰκουμενιστικὸ τέχνασμα ἐξαπάτησης τῶν ἁπλουστέρων, μὲ σκόπιμη
δημιουργία συγχύσεως.Νὰ προστεθεῖ ἐδῶ κάτι ποὺ καθιστᾶ τὴν μὴ ἀναγνώριση
τῆς Συνόδου τοῦ 879 ὡς Η´ Οἰκουμενικῆς, προβληματική. Ἀναφερόμαστε στὴν
ἀνάγκη ποὺ ἔνοιωσαν οἱ συνοδικοὶ Πατέρες τῆς Η´ , ἐπισήμου ἀνακηρύξεως
τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς ὡς τέτοιας[47],
καθὼς εἰσέτι ὑπῆρχαν ὁμάδες είκονομάχων οἱ ὁποίοι, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα,
ὑποστήριζαν τὴν μὴ ἐπικυρωμένη οἰκουμενικότητα τῆς Συνόδου. Ἑπομένως ἡ
μὴ ἀναγνώριση τῆς Η´ ὡς Οἰκουμενικής ἐπηρεάζει τρόπον τινὰ καὶ τὴν Ζ´…[48]
Ἐνδιαφέρον εἶναι ἐπίσης τὸ γεγονὸς τῆς παντελοῦς ἀπουσίας ἀναφορᾶς στὴν λεγομένηΑ´-Β´ Σύνοδο τοῦ 861 ἐπὶ Μ.Φωτίου, τῆς ὁποίας τὸ κῦρος καθολικὰ ἀναγνωρίζεται -ἕως τῆςσήμερον τουλάχιστον- ὑπὸ ὅλων τῶν ὀρθοδόξων ὡς Οἰκουμενικό. Προφανῶς κάποιοι ἀπὸ τοὺς κανόνες τῆς ἁγίας αὐτῆς Συνόδου σήμερα δὲν εἶναι διόλου ἀρεστοί...[49]
Ἕνα τρίτο ἐπίπεδο, μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τῆς “Μεγάλης Συνόδου” ποὺ ἀναγνωρίζεται στὸ κείμενο, εἶναι αὐτὸ τῆς “Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου”
καὶ ἀπαριθμοῦνται οἱ σύνοδοι τοῦ 1484 (καταδίκη ψευδοσυνόδου
Φερράρας-Φλωρεντίας) καὶ ὅλες οἱ μεγάλες σύνοδοι τῆς Τουρκοκρατίας:
1683, 1642, 1672, 1691, 1872. Δύο εἶναι τὰ πράγματα ποὺ ἐντυπωσιάζουν
καὶ ἐν ταυτῷ ἀποκαλύπτουν τοὺς δόλιους σκοποὺς καθὼς καὶ τὴ διγλωσσία
τῶν διοργανωτῶν τῆς συνάξεως τῆς Κρήτης. Πρῶτον, ἐνῶ χαρακτηρίζονται ὡς
Ἁγίες καὶ Μεγάλες οἱ παραπάνω σύνοδοι, τὸ Πατριαρχεῖο
Κωνσταντινουπόλεως, ὡς κύριος διοργανωτὴς τῆς συνόδου, διαρκῶς καὶ διὰ
τῶν πλέον ἐπισήμων ἐκπροσώπων του τόνιζε τὴ σημασία τῆς ΑκΜΣ καθότι,
ὅπως ἔλεγαν, ἡ Ὀρθοδοξία συνέρχεται ἐν συνόδῳ γενικὴ μετὰ ἀπὸ
περισσότερο ἀπὸ 1200 χρόνια! Τί νὰ κατανοήσει κανείς; Μήπως ὅτι ἡ ΑκΜΣ
εἶχε ὄντως σχεδιασθεῖ ὡς “Οἰκουμενική” ἢ ὅτι καὶ οἱ λοιπὲς ΑκΜΣ τῆς
Τουρκοκρατίας εἶναι ὁμοίως Οἰκουμενικές; Δίχως ἀμφιβολία, ἡ ἀσυνέπεια
τῶν λόγων τῶν ἰδίων τῶν οἰκουμενιστῶν σαφηνίζει τὸ σκόπιμο τῆς συγχύσεως
ποὺ θέλουν νὰ ἐπιφέρουν καὶ τὸ δόλο ποὺ ὑποκρύπτεται ὄπισθεν τέτοιων
ἀντιφατικῶν δηλώσεων. Δεύτερον, ἀπὸ τὶς ἀνωτέρω ΑκΜΣ τῆς Τουρκοκρατίας,παραδόξως ἀφαιρέθηκαν ἀπὸ τὸ κατάλογο, οἱ ἐπίσης Μεγάλες ἀντιπαπικὲς Σύνοδοι τοῦ 18ου αἰῶνα τοῦ 1722 καὶ 1727.
Οἱ μεγάλες αὐτοὶ Σύνοδοι διὰ τῶν ἀποφάσεών τους, ἔχοντας τὶς ὑπογραφὲς
ὅλων ἢ σχεδὸν ὅλων τῶν Πατριαρχῶν καὶ τῶν περὶ αὐτῶν Ἱερῶν Συνόδων,
ἀντιστάθηκαν καὶ ἐνίσχυσαcν τὸν χειμαζόμενο λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἀπέναντι στὴ
μανία τῶν παπικῶν. Ἦταν δὲ καὶ οἱ ἱστορικὲς ἐγκύκλιοι τοῦ 1838 καὶ 1848,
ὁμοίως ὑπογεγραμμένες ὑπὸ πάντων τῶν τότε Πατριαρχῶν, ποὺ ἐπίσης
ἐνίσχυσαν τὸν ὀρθόδοξο λαό. Ἰδιαίτερα στὸ κείμενο τῆς ἐγκυκλίου τοῦ 1848
οἱ Πατριάρχες διετύπωσαν τὸ γνωστὸ καὶ διαχρονικὰ ἰσχῦον ἀξίωμα: “παρ᾽ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὑτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὑτοῦ”[50]
Στὰ κείμενα ποὺ ἐξετάζουμε σημαντικὴ θέση ἒχουν οἱ άναφορὲς στὰ ποικίλα κοινωνικοῦχαρακτήρα προβλήματα ποὺ καλεῖται ἡ Ἐκκλησία νὰ δώσει ποιμαντικὴ μαρτυρία τῆς ζωῆς της,νὰ διακονήσει δηλαδὴ ἀποστολικὰ τὸν καινὸ τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀναγεννημένου, ἐν Χριστῷ,ἀνθρώπου. Δυστυχῶς,συνεχίζοντας οἱ συγγραφεῖς τῶν κειμένων τὴν ἐκφορὰ καὶ παρουσίασητῶν θεμάτων κατὰ τὸν τρόπο τῶν παπικῶν, καὶ ἰδιαιτέρωςἔχοντας κατὰ νοῦ, τὸ συνοδικὸΔιάταγμα τῆς Β´ Βατικανῆς, Gaudium et Spes[51] (1965), ἀποτυγχάνουν νὰ δώσουν στὸνἀποχριστιανισμένο σημερινὸ κόσμο τὴ σώζουσα ἀπάντηση στὰ προβλήματά του. Ἡ λεπτομερὴςἀντιπαραβολὴ τῶν δύο κειμένων, τοῦ παπικοῦ καὶ τοῦ “ὀρθοδόξου”, ἂν καὶ ἐκφεύγει τοῦπαρόντος, ἀποδεικνύει τὴν γεννητικὴ σχέση τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὸ ἄλλο[52]. Περιοριζόμαστε νὰπαρουσιάσουμε, ἐν συντομίᾳ, ἕνα κατάλογο μὲ τὰ σημεῖα ἐκεῖνα στὰ ὁποῖα ἀστοχεῖ ἡ λεγομένηΑκΜΣ, νὰ δώσει πειστική(καὶ ὀρθόδοξο) ἀπάντησιν.
α) Ψελλίζει, ἡ ΑκΜΣ,
ἀναιμικὰ αἰτήματα ἀποδεχόμενη οὐσιαστικὰ τὴν παροῦσα κατάσταση μὴ
στηλιτεύοντας τοὺς κρυφούς “μοχλούς”, ἰδεολογικοὺς καὶ θεσμικοὺς τῆς
νέας οὐσιαστικά, φάσης τοῦ Διαφωτισμοῦ.
β)
Ἀποδέχεται κεντρικὰ ἰδεολογήματα τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τοῦ πολιτικοῦ του
ὀργάνου, δηλαδὴ τοῦ ἀστικοῦ Κράτους, ὅπως “ἀνθρώπινα δικαιώματα”,
“πρόοδος τοῦ πολιτισμοῦ”, “ἐπιστημονικὴ πρόοδος” κ.λ.π, τὰ ὁποῖα
θεωροῦνται ὡς αὐταξίες καὶ θεμέλια τοῦ νεωτέρου Δυτικοῦ Πολιτισμοῦ.
Ἐξαλείφονται μ᾽ αύτὸν τὸν τρόπο οἱ ἐπισημάνσεις καὶ ἡ κριτικὴτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ὅλης τῆς παραδοσιακῆς Ὀρθοδοξίας, (στὴν ὁποία ἀνήκουνΟΛΟΙ οἱ κολλυβάδες ἁγιορείτες ἅγιοι), τῶν ἀρχῶν τοῦ 18ου αἰῶνος κατὰ τοῦ ἀθέουΔιαφωτισμοῦ, ὅπως π.χ. τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε´, μέσω τῆς ἐγκυκλίου του πρὸς τοὺς Ἑπτανησίους[53].
γ) Ἀποδέχεται κατ᾽οὐσίαν τὴν παγκοσμιοποίηση κάνοντας λόγο γιὰ τὴν ἀνάγκηοἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, “νὰ οἰκοδομήσουνμίαν νέαν ἐποικοδομητικὴν συναλληλίαν μὲ τὸ κοσμικὸν κράτος δικαίου εἰς τὸ νέον πλαίσιον τῶν διεθνῶν σχέσεων” (Ἐγκύκλιος 16),ἐντὸς τοῦ ὁποίου καλεῖται νὰ οἰκοδομήσει τὶς νέες αὐτὲς σχέσεις.
δ) Ἀντιφάσκει κάνοντας λόγο γιὰ προστασία τοῦ ἀνθρωπίνου δικαιώματος τοῦ θρησκεύειν(Ἐγκύκλιος 16), τὸ ὁποῖο στὸ νεωτερικὸ Κράτος συνιστᾶ στοιχεῖο τῆς Ἰδιωτικῆς σφαίρας τῶν κοινωνικῶν δραστηριοτήτων,ἐνῶ ταυτόχρονα ἐπιμένει στὴν ἀνάγκη δημόσιας διδασκαλίας τῆς θρησκείας, (προφανῶς στὴ παιδεία), κάτι ποὺ άνήκει στὴν Δημόσια σφαίρα.
ε) Καταδικάζει τὸ φονταμενταλισμό,
ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς βίας, (κυρίως τοῦ ριζοσπαστικοῦ Ἰσλάμ),
ἐπεκτείνοντάς τον σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες, ὑπονοῶντας καὶ τὸν
Χριστιανισμό. Συλλήβδην συνδέει τὸν φονταμενταλισμὸμὲ τή “νοσηρὴ θρησκευτικότητα”
(Μήνυμα 4) καὶ ἐκφράζει τὸ φόβο μήπως καὶ αὐτὸς ἀποδοθεῖ στὴν οὐσία τοῦ
θρησκευτικοῦ φαινομένου (Ἐγκύκλιος 17).Ἀποσιωπᾶται ὅτι οἱ κοσμικοῦ
χαρακτήρα θεσμικότητες ποὺ καταφέρονται ἐναντίον του, συγχέουν σκόπιμα τὴν
ἐμμονὴ στὴν Παράδοση, (ποὺ εἶναι ἐκ τῶν πραγμάτων ἀντινεωτερική), μὲ τὴ
“μὴ ἀνεκτικότητα” καὶ τὸν “κοινωνικὸ ἀποκλεισμό” δηλαδὴ τὸν κοινωνικὸ
ρατσισμὸ τοῦ βιαίου φονταμενταλισμοῦ. Καταφάσκοντας στὴν ἀνωτέρω στρεβλὴ
παρουσίαση, υἱοθετεῖ ὡς λύση τό “νηφάλιο” (Μήνυμα 4) καί “εἰλικρινή” (Ἐγκύκλιος 17) διαθρησκειακὸ διάλογο, πρός “ἀνάπτυξιν ἐμπιστοσύνης, εἰς τὴν προώθησιν τῆς εἰρήνης καὶ τῆς καταλλαγῆς”.
(ὅ.π.) Ἡ ἀποδοχὴ τῆς τελευταίας φράσης ἀποτελεῖ ὁμολογία τῆς σύμπλευσης
τῶν οἰκουμενιστῶν μὲ τὰ πλέον ἐπιθετικὰ στοιχεῖα τῆς νεοταξικῆς
ἀτζέντας, τῆς ὁποίας ἐκφράσεις εἶναι τὰ περί “ἐμπιστοσύνης” καί “καταλλαγῆς”· ἡ “ἀνεκτικότητα” (ἄλλη μορφὴ τοῦ ὅρου “καταλλαγή”), συνιστᾶ σήμερα μία ἐκ τῶν προμετωπίδων τῆς παγκοσμιοποιήσεως,ποὺ ἐπιχειρεῖ τὴν καθολικὴ ὁμογενοποίηση πολιτισμῶν, κοινωνιῶν καὶ παραδόσεων· ἡ σημασία της ἔγκειταιστὴ ἀφαίρεση τῶν μὴ συμβατῶν, καὶ πρὸς τοῦτο ἐχθρικῶν στοιχείων τοῦ πυρῆνα, (καὶ γιὰ νὰμιλήσουμε γιὰ τὸν χριστιανισμό), τῆς Παραδόσεως.
Ἀπορία
βέβαια προκαλεῖ ἡ ἀνωτέρω θέση, μιᾶς καὶ ἔρχεται σὲ εὐθεία ἀντίθεση
πρὸς τὸ διατυπούμενο (Μήνυμα 2) χρέος εὐαγγελισμοῦ ὅσων εἰσέτι δὲν ἔχουν
γνωρίσει τὸν Χριστό! Πῶς θὰ γίνει αὐτό; Δὲν θὰ ὑπάρχει προσπάθεια
προσηλυτισμοῦ; Τοῦτο δὲν ἀκυρώνει τὴν “ἐμπιστοσύνη” καὶ τήν “καταλλαγή”; Δέν ἀκυρώνει τή “συνεργασία” καὶ τή “συνεννόηση” (Ἀποστολή Α´ 3);
στ)
Ἀναφέρεται στὸ πρόβλημα τῶν πολέμων, γενικότερα τῆς βίας καὶ τῶν
καταστροφῶν, τόσο σὲ ὑλικό, ὅσο κυρίως, σὲ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο (Ἐγκύκλιος
18, Μήνυμα 4, Ἀποστολὴ Δ´), μὲ ἰδιαίτερη ἀναφορὰ στοὺς πολέμους λόγω
θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ. (Ἀποστολὴ Δ´ 3) καὶ ἀπευθύνει “ἔκκλησιν στοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης καὶ τῆς δικαιοσύνης”
(Μήνυμα 4). Φαίνεται νὰ ἀδυνατοῦν οἱ ἰθύνοντες τῆς συνόδου καὶ κυρίως
οἱ συντάκτες τῶν κειμένων της νὰ καταλάβουν αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο “βοᾶ” ὅλος
ὁ κόσμος: ὅτι οἱ πόλεμοι καὶ οἱ καταστροφὲς ὀφείλονται
κατ᾽ἀποκλειστικότητα στὶς αὐτοκρατορικοῦ τύπου ἐμμονὲς πρὸς ἐπίτευξιν
πλανητικοῦ ἐπιπέδου κυριαρχίας ἐκ μέρους τῶνΗΠΑ. Αὐτὴἂλλωστε εἶναι ἡ χώρα ποὺ κυρίως
πρωτοστατεῖ στὴν ἰσοπέδωση χωρῶν καὶ λαῶν,π.χ. Σερβία, Ἰράκ, Λιβύη,
Συρία γιὰ νὰ ἀναφερθοῦμε στοὺς πολέμους τῆς ὑπερδύναμης ἀπὸ τὸ 1990 καὶ
ἐντεῦθεν. Τὸ ἐρώτημα ποὺ βεβαίως ἀναφύεται εἶναι, τὸ κατὰ πόσον μποροῦν
νὰ ἐννοήσουν αὐτὰ τὰ ἁπλᾶ καὶ πασιφανῆ οἱ ἀρχηγέτες τοῦ οἰκουμενισμοῦ,
Πατριάρχες καὶ ἐπίσκοποι, ὅταν ἡ ἐκκλησιαστική “διακονία” τους
ὑπαγορεύεται ἀπ᾽εὐθείας ἀπὸ αὐτοὺς ἀκριβῶς ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ καταγγέλουν!
Ὡς ἐπίμετρο στὰ ἀνωτέρω ἀκροθιγῶς ἐκτεθέντα, νὰ προστεθεῖ καὶ ἕνα μικρὸ σχόλιο στοὺς πολέμους λόγῳ φανατισμοῦ προερχομένου “ἐκ θρησκευτικῶν ἀρχῶν” (Ἀποστολὴ Δ´ 3)· ἐρωτῶνται οἱ συγγραφεῖς τοῦ κειμένου: πότε ξεκίνησε, ἀπὸ ποιοὺς καὶ πῶς ὁ θρησκευτικὸς ἐξτρεμισμός; Ἂν ἀφήσουμε κατὰ μέρος τὰ μεγάλα ἱστορικὰ παραδείγματα (δηλαδὴ τὴν ἐπέκταση τοῦ Ἰσλὰμ κατὰ τὸν 7οκαὶ 8ο αἰῶνα
καὶ τὶς παπικὲς σταυροφορίες), τὰ πράγματα στὴ σύγχρονη ἐποχὴ
σχετίζονται ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν ὑποστήριξη μίας ἀκραίας ἐκδοχῆς τοῦ
σουνιτικοῦ Ἰσλάμ (δηλαδὴ τοῦ οὐαχαμπιτισμοῦ - σαλαφισμοῦ)ἐκ μέρους τῶν
ΗΠΑ,ἡ ὁποία ἱστορικὰ παίρνει μορφὴ μὲ τὴν ἵδρυση, χρηματοδότηση καὶ ἐξοπλισμὸ τῆς Ἀλ-Κάϊντα, τὸ 1980 στὸ Ἀφγανιστάν, καὶ ποὺ λειτουργοῦσεὡς
ἀντίβαρο καὶ ἐπιθετικὴ αἰχμὴ στὴ τότε παρουσία τῶν Σοβιετικῶν στὴ χώρα.
Τότε ἀνατέλλει καὶ τὸ ἄστρο τοῦ Ὀσάμα-μπιν-λάντεν (ἐκλεκτὸς τότε τῆς
CIA, καὶ άποκαλούμενος “μαχητὴς τῆς ἐλευθερίας”). Μετὰ τὴν εἰσβολὴ τῶν ΗΠΑ στὸ Ἰράκ, “ξαφνικά” ἐμφανίζεται ἡ Ἀλ-Κάϊντα καὶ ἐκεῖ, καὶ μετὰ τὴν ἔναρξη τοῦ πολέμου στὴ Συρίαμεταναστεύει καὶ ἐκεῖ (ἐπονομαζόμενη πλέον“μέτωπο Ἀλ-Νούσρα”). Διάσπαση ἐκ τῆς Ἀλ-Κάϊνταἄλλωστε εἶναι καὶ τὸ τόσο γνωστὸ στὶς ἡμέρες μας, τρομοκρατικὸ καὶ δαιμονιῶδες,“Ἰσλαμικὸ Κράτος”. Ποιὸς τὰ προκάλεσε ὅλα αὐτά, ποιοὶ κρύβονται πίσω ἀπὸ αὐτὲς τὶςὀργανώσεις; Οἱ κυβερνήσεις τῶν πληγεισῶν χωρῶν μᾶς ἔδωσαν τὶς ἀπαντήσεις. Ἀρκετὰ μὲ τὴνὑποκρισία...
ζ)
Ἀναφέρεται στὴν ἀνισοκατανομὴ τοῦ πλούτου, τὸν καταναλωτισμό, τὶς
κοινωνικὲς διακρίσεις, ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὴν ἀχαλίνωτη κερδοσκοπία
κ.λ.π. (Ἀποστολὴ Στ´, Μήνυμα 9, Ἐγκύκλιος 15). Ὅλα τοῦτα, συμβαίνουν
στὶς χῶρες ὅπου “ζοῦν ὑπὸ καθεστὼς παγκοσμιοποιημένης οἰκονομίας” μὲ ἀποτέλεσμα τήν “ἰσοπεδωτικὴ καὶ ἀπρόσωπη ὁμογενοποίηση, τὴν ὁποίαν προωθεῖ ἡ παγκοσμιοποίησις”.
Ἐνδιαφέρουσες ἀπαντήσεις ἐπ᾽αὐτῶν θὰ μᾶς ἔδινε ἡ Δρ. Ἐλισάβετ
Προδρόμου, μία ἐκ τῶν ἕξι συμβούλων τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως,
ἡ ὁποία ὅπως ἔχει ἤδη ἀποκαλυφθεῖ εἶναι σημαίνων παράγων τῆς πολιτικῆς
τῶν ΗΠΑ, τῆς κατ᾽ἐξοχὴν δηλαδὴ δυνάμεως
ὄπισθεν τῆς παγκοσμιοποιήσεως... Οἱ οἰκουμενιστὲς συμμετέχουν ἄλλωστε
σὲ ὅλα τὰ διεθνῆ δρώμενα ποὺ ὑλοποιοῦν οἱ παγκοσμιοποιητὲς ἀμερικανοί
(διεθνῆ συνέδρια, ὁμιλίες, ἐπισκέψεις κ.λ.π.), ὅπου ὅλοι μαζὺ μὲ
κροκοδείλια δάκρυα διατραγωδοῦν τὰ κακὰ τῆς ἀνθρωπότητος, ποὺ Κύριος
οἶδεν πῶς τῆς ἦρθαν!
η)
Τὰ αὐτὰ ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν ἀναφορὰ ποὺ γίνεται γιὰ τὴν οἰκολογικὴ
κρίση (Ἀποστολὴ Στ´ 10, Ἐγκύκλιος 14, Μήνυμα 8). Μὲ αὐτοὺς ποὺ
καταστρέφουν τὸν πλανήτη εἶναι ποὺ συναγελάζονται διαρκῶς οἱ
οἰκουμενιστές, ἰδίως ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος, ὁ
ὁποῖος μὲ τὶς πολυέξοδες “οἰκολογικές” κρουαζιέρες του, ἔχει αὐτοχρισθεῖ
ὡς “πράσινος πατριάρχης”. Ἡ φαινομενικὰ ἀθῶα ἀναφορὰ στὸν οἰκολογικὸ
πρόβλημα, πέραν τοῦ ὅτι εἶναι τοῦ συρμοῦ, κάνει μ᾽αὐτὸ τὸ τρόπο ἀποδεκτὸ
καὶ εὔληπτο τὸ μήνυμα τῶν οἰκουμενιστῶν, ἰδιαίτερα στοὺς ἀδαεῖς καὶ
ἐκκοσμικευμένους ἀνθρώπους.Τὰ κοινωνικὰπροβλήματα λειτουργοῦν τελικῶς ὡς ἀφορμὲς γιὰ συναντήσεις, συνέδρια καὶδιακηρύξεις, μὲ ἀποκλειστικὸ στόχο τὴν προώθηση τῆς οἰκουμενιστικῆς ἑνότητος διὰμέσω τῆς “κοινῆς μαρτυρίας” τῶν οἰκουμενιστῶν πρὸς τὸ κόσμο. Ἐπὶ παραδείγματι, οἱκοινὲς διακηρύξεις τοῦ πάπα Ἰωάννη-Παύλου Β´ καὶ τοῦ Πατριάρχου ΚωνσταντινουπόλεωςΒαρθολομαίου τὸ 2002, ὅσο καὶ αὐτὴ τοῦ μετέπειτα πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ´ καὶ τοῦΒαρθολομαίου τὸ 2006, πέραν τῆς “κοινῆς ἀγωνίας καὶ μαρτυρίας” τῶν δύο ἡγετῶν γιὰ τὸπεριβάλλον, ἀπηχοῦν τὶς διατυπώσεις ποὺ συναντᾶμε στὰ ὑπ᾽ὄψιν τρία κείμενα ποὺἐξετάζουμε. (πρβ. Κοινὴ Διακήρυξις 2006, ἄρθρο 5)
θ) Οἱ ἀναφορὲς στὰ ποικίλα κοινωνικὰ προβλήματα ὅπως ἀνισότητα πλουσίων-φτωχῶν, πόλεμοι, μετανάστευση (ἄλλο ἕνα θέμα τὸ ὁποῖο συναντοῦμε στὰ : Ἀποστολὴ Στ´2,Μήνυμα 4, Ἐγκύκλιος 19 καὶ τὸ ὁποῖο ἀναδεικνύεται ἀλλὰ καὶ ποδηγετεῖται ἀπὸ τοὺςνεοταξικοὺς παγκοσμιοποιητές), βιοηθικὰ προβλήματα κ.λ.π διαμορφώνουν μία πλούσιαθεματολογία αὐτοῦ ποὺ ὀνομάζεται “κοινωνικὸ εὐαγγέλιο”, δηλαδὴ ἡ παρέμβαση τῆς Ἐκκλησίαςστὰ ἁπτὰ προβλήματα τῆς πολιτικῆς κοινωνίας.
Ὡς ἰδέα τὸ “κοινωνικὸ εὐαγγέλιο” ἀναπτύχθηκε στὸ χῶρο τῆς ἐκκοσμικευμένηςπροτεσταντικῆς θεολογίας (καὶ ποὺ βρῆκε γόνιμο ἔδαφος στὶς συζητήσεις ἐντὸς τοῦ Π.Σ.Ε.) γιὰνὰ μετεκεντριστεῖ ἀργότερα (τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽50 καὶ ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽60), σὰνἰδιαίτερη τάση, στὴν παπικὴ θεολογία ὑπὸ τὸ ὄνομα “θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης”. Τὸσυγκεκριμένο θεολογικὸ ρεῦμα ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὴν ἄνοδο τῶν λαϊκῶν κινημάτων στὶς χῶρεςτῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς, οἱ ὁποῖες ἐκεῖνα τὰ χρόνια ὑπέφεραν ἀπὸ σκληρὲς δικτατορίες.Θεολογικὰ συνδύαζαν τὴ χριστιανικὴ πίστη μὲ τὸ μαρξισμό, θεωρῶντας ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο ἔχειοἰκονομικὲς ἀναφορὲς καὶ μιλᾶ καὶ γιὰ οἰκονομικὴ ἀπελευθέρωση. Ἡ ἐπακόλουθη σύγκρουσητῆς Βατικάνειας κεντρικῆς ἐξουσίας, (τὸ ὁποῖο στὰ χρόνια πρὶν τὴ Β´ Βατικανὴ ἀνοιχτὰὑποστήριζε αὐτὰ τὰ καταπιεστικὰ καθεστῶτα, στὸ πλαίσιο τοῦ ἀγῶνα ἐνάντια στὸν“κομμουνισμό”), καὶ τῶν ἐκπροσώπων τῆς θεολογίας τῆς ἀπελευθέρωσης, οἱ ὁποῖοι τόνιζανμεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὴν ἀνάγκη μεταφορᾶς ἰσχύος ἀπὸ τὸ κέντρο (=Βατικανό) στὴνπεριφέρεια καὶ σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο (=“κοινότητες βάσης”), εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα παρ᾽ὅλη τὴνἀρχικὴ καταδίκη τῶν κύριων ἐκπροσώπων τοῦ νέου αὐτοῦ ρεύματος ἀπὸ τὸ Βατικανό (1984καὶ 1986), τὴν υἱοθέτηση τῶν αἰτημάτων κοινωνικοῦ χαρακτήρα καθὼς καὶ τὴν καταδίκη(ἰδίως μετὰ τὴ πτώση τῶν δικτατοριῶν στὴ Λατινικὴ Ἀμερικὴ ποὺ συνετελέστηκε στὰ τέλη τῆςδεκαετίας τοῦ ᾽80), τῶν διαφόρων μορφῶν ἐκμετάλλευσης, κάνοντας ἔτσι τὸ Βατικανὸσυμπαθὲς στὴ διεθνὴ κοινὴ γνώμη. Ἡ κίνηση αὐτὴ τοῦ Βατικανοῦ, ὅσο καὶ νὰ ξενίζει, δὲνσυνιστᾶ μετακίνηση τῶν θέσεών του ἀπὸ τὶς προηγούμενες ποὺ εἶχε (δηλαδὴ τὴν ὑποστήριξηποὺ παρεῖχε στὰ καταπιεστικὰ καθεστῶτα ὅπου γῆς), ἁπλᾶ συνιστᾶ τὴν υἱοθέτηση μιᾶςἀκίνδυνης ρητορικῆς, ἀπογυμνωμένης ἀπὸ τὰ ὅποια ριζοσπαστικά, ἄρα καὶ ἐπικίνδυνα στοιχεῖαποὺ ἡ θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης περιεῖχε.
Ἡ ἐνασχόληση τῶν οἰκουμενιστῶν στὴν καθ᾽ἡμᾶς Ἀνατολὴ μὲ τὰ ζητήματα τοῦλεγομένου “κοινωνικοῦ εὐαγγελίου”, ἀρχικῶς σχετίστηκε μὲ τὶς ζυμώσεις καὶ συζητήσεις ἐντὸςτοῦ Π.Σ.Ε., ἀργότερα ὅμως (μετὰ τὴν Β´ Βατικανὴ), συνδέθηκε μὲ τὶς παπικὲς πρωτοβουλίες,τῶν ὁποίων στὸ ἱστορικὸ πλαίσιο ἀκροθιγῶς ἀναφερθήκαμε. Μὲ πρῶτο τὸ Φανάρι καὶἀκολούθως ὅλες τὶς ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες, τὰ ζητήματα φτώχειας, κοινωνικῶν διακρίσεων,οἰκολογικῆς καταστροφῆς τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος κ.λ.π. μπῆκαν στὴν “ἡμερησίανδιάταξιν”, ἀκολουθῶντας τὰ βήματα τοῦ Βατικανοῦ, καὶ παρέχοντας ἔτσι μαζὺ μ᾽αὐτὸ τήν“κοινὴ μαρτυρία τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν” πρὸς τὸν κόσμο.
Καταλήγοντας,
συμπεραίνουμε ὅτι οὔτε ἀθῶα, οὔτε ἄνευ οἰκουμενιστικοῦ χαρακτήρα εἶναι
οἱ ἀναφορὲς τῶν κειμένων τῆς Κρήτης στὰ προαναφερθέντα κοινωνικὰ
προβλήματα. Τοῦτο ἄλλωστε σαφηνίζεται καὶ σὲ ἐπὶ μέρους σημεῖα τοῦἓκτου
κειμένου[54] τῆς
ΑκΜΣ,§§ 17, 23, τοῦ ὁποίου ἡ ἐκτενὴς ἀνάλυσις θ᾽ἀποτελέσει τὸ β´ μέρος
τῆς παρούσης μελέτης. Ἰδιαιτέρως τὸ Σχέσεις23 μᾶς σαφηνίζει ὅτι ὅλοι οἱ
“χριστιανοί” (ἐννοεῖται “ὀρθόδοξοι” καὶ αἱρετικοὶ μαζύ), ὀφείλουμε “ἐμπνεόμενοι
ὑπὸ τῶν κοινῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου, (νά) προσπαθήσωμεν νὰ
δώσωμεν εἰς τὰ ἀκανθώδη προβλήματα τοῦ συγχρόνου κόσμου, μίαν
ὁλοπρόθυμον καὶ ἀλληλέγγυον ἀπάντησιν, βασιζομένην εἰς τὸ πρότυπον τοῦ
ἐν Χριστῷ καινοῦ ἀνθρώπου.”. Οὐδέποτε ἐν γενικῇ συνόδῳ ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία ἀσχολήθηκε μὲ πολιτικῆς-κοινωνικῆς φύσεως θέματα “τοῦ αἰῶνος
τούτου”, παρὰ μόνον μὲ ἐσωτερικά της ζητήματα δογματικοῦ καὶ κανονικοῦ
χαρακτήρα. Ἐν κατακλεῖδι συμπεραίνεται ὅτι “τὰ ἀκανθώδη προβλήματα τοῦ συγχρόνου κόσμου”
χρησιμοποιοῦνται ὡς ἀναγκαῖα κάλυψη ὑπὸ τῶν οἰκουμενιστῶν, ὥστε νὰ
προβάλλουν καὶ νὰ ἐπιβάλλουν τὴν ἑνότητά τους μέσω τῆς “κοινῆς
μαρτυρίας” τους. Αὐτοὶ εἶναι οἱ καρποὶ ἑνὸς αἰῶνος συμμετοχῆς στὸν
οἰκουμενισμό...
Ἡ συνάφεια τῶν δύο κειμένων, αὐτῶν περὶ τοῦ γάμου[55]καὶ τῆς νηστείας[56],
ἔγκειται στὸ ὅτι διαλαμβάνουν κανονικοῦ τύπου ζητήματα. Ὁ τρόπος
ἀνάπτυξης καὶ στὰ δύο κείμενα εἶναι ἑνιαῖος: ἀρχικὰ ἐπαινοῦνται τὰ ἀγαθὰ
τόσο τοῦ γάμου ὅσο καὶ τῆς νηστείας καὶ κατόπιν ἀποδομοῦνται! Τοῦτο μᾶς
θυμίζει τὴν παρατήρηση ποὺ ἔχει κάνει ὁ ἅγιος Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως,
γιὰ τὸ τρόπο ποὺ μεταχειρίστηκαν οἱ συγγραφεῖς τοῦ ὅρου τῆς
εἰκονομαχικῆς ψευδοσυνόδου τοῦ 815, ὥστε νὰ ἀπατήσουν τοὺς
ἁπλουστέρους: “ἐν τούτῳγοῦν τῷ δοκοῦντι ὅρῳ εὐθὺς μὲν καὶ ἐκ προ οιμίων τὴν ἀσέβειαν οὐ παρρησιάζονται͵κατασχηματίζονται δὲ τὴν εὐσέβειαν καὶ καταχρωννύουσί πως τοὺς ἑαυτῶν λόγους͵ ἐπειδὴτοῦτο φίλον καὶ σύνηθες τοῖς αἱρετίζουσιν. οὕτω γὰρ καὶ παρὰ Ἀρειανοῖς καὶ Εὐνομιανοῖς καὶἄλλοις αἱρεσιώταις γινόμενον ἔγνωμεν· οὓς μιμούμενοι͵ ὥσπερ δὴ κοινωνοῦντες τῇ ἐκείνωνκακοδοξίᾳ͵ καὶ αὐτοὶ ἐπ ἀλλοτρίοις καλοῖς ἐγκαλλωπίζονται. τὸ γὰρ φυσικὸν τῆς ἀληθείαςκάλλος οὐκ ἔχοντες͵ ὀθνείαις τισὶ καὶ ξέναις σοφιζόμενοι χρῶνται μορφαῖς͵ τὸ αἶσχος τῆς οἰκείαςἀμορφίας ἐκ τῶν ἔξωθεν ἀποκρύπτειν ἐκμηχανώμενοι͵ τῷ χαλκῷ τὸ δέλεαρ περιάπτοντες ἢ τῷδηλητηρίῳ τὸ μέλι περιχρίοντες͵ ἵνα ἡνίκα μέλλουσι τὰ τῆς οἰκείας πικρίας ἀπερεύγεσθαιδυσώδη καὶ βδελυρὰ ῥήματα͵ τοὺς ἁπλουστέρους δι΄ αὐτῶν ἐξαπατήσωσι καὶ πρὸς τὴνἀσέβειαν τὴν ἴσην ἐπαγάγωνται. μετὰ γὰρ δὴ ταῦτα͵ ὥσπερ οἱ ἐκ κραιπάλης ἀνενεγκόντες͵εἰς ἑαυτοὺς ἐπανέρχονται καὶ ἐπὶ τὸν ἴδιον ἔμετον ἐπιστρέφουσι· καὶ τὸ προσωπεῖονἀποδυσάμενοι͵ τὰ τῆς γνώμης παραγυμνοῦσι κυήματα.”[57]. Ὑπὸ
τὸ πρόσχημα τῆς χρήσης ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας (Γάμος II,5 - Νηστεία
8) καταργοῦνται οὐσιαστικὲς διατάξεις τοῦ κανονικοῦ δικαίου, φθείρεται ἡ ἔννοια τῆς οἰκονομίας[58], καταστρέφεται τὸ θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὅπου εἶναι ἡ ἄσκηση, νοούμενη ὡς παμπεριεκτικὴ ἐγκράτεια[59].
Πιὸ συγκεκριμένα ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῶν μικτῶν γάμων, ἐνῶ στὸ I,5 ὁρίζεται ἡ κατὰ τοὺςκανόνες ἀκρίβεια (βάσει τοῦ οβ´κανόνοςτῆς Πενθέκτης), στὸ II,5 καὶ χάριν “οἰκονομίας”παρέχεται ἡ δυνατότητα σὲ ἑκάστη τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ ἀντιμετωπίζει τὸ ζήτημα αὐτοβούλως.Κατ᾽ἀρχὰς ὀφείλεινὰ γίνει γνωστὸ τί διαλαμβάνει ὁ οβ´ τῆς Πενθέκτης· λέει λοιπὸν ὅτιἀπαγορεύεται ἐπὶ ποινῇ ἀφορισμοῦ ὁ γάμος ὀρθοδόξου καὶ αἱρετικοῦ[60], καὶ ἐὰν τυχὸν κάποιοι προχώρησαν τελικὰ σὲ τέτοιο γάμο, νὰ θεωρεῖται ἄκυρος καὶ ἀκολούθως νὰ διαλύεται τὸ “ἄθεσμον συνοικέσιον”. Στὴν ἑρμηνεία τοῦ κανόνος ὁ ὅσιος Νικόδημος (Πηδάλιονσελ. 283) τονίζει ὅτι ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἑνώνεται “ὁ λύκος μὲ τὸ πρόβατον, καὶ ὁ κλῆρος τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ αἱρετικῶν μὲ τὴν μερίδα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ὀρθοδόξων.”.
Στὴν ἴδια σελίδα,στὴ σχετικὴ ὑποσημείωση τοῦὁσίου ἀναφέρεται ὅτι
ὀφείλουν οἱ ἐπίσκοποι τῶν νησιῶν ὅπου ὑπάρχουν καὶ λατίνοι, “κατ᾽οὐδένα
τρόπον ἂς μὴ συγχωροῦν νὰ παίρνει Λατῖνος ὀρθόδοξον γυναῖκα, ἢ Λατινὶς
γυνὴ ὀρθόδοξον ἄνδρα. Ποία γὰρ κοινωνία ἠμπορεῖ νὰ γένῃ τοῦ ὀρθοδόξου
μέρους μετὰ τοῦ αἱρετικοῦ;”. Αὐτὰ ἀναφέρονταισχετικὰ μὲ τὸν κανόνα, στὸ συνοδικὸ ὅμως κείμενο ὅλα αὐτὰ οὐσιαστικὰ ἀκυρώνονται ἄνευ οὐδεμίας δικαιολογίας[61], ἐπὶ τῇ προφάσει μιᾶς ἀσαφοῦς καὶ ἄνευ κανονολογικῆς θεμελίωσης καὶ ἑρμηνείας, “οἰκονομίας”.
Τὸ
χειρότερο δὲ εἶναι ὅτι ἡ ἴδια ἡ σύνοδος ἐπιτρέπει τὴ δημιουργία χάους,
ἀφοῦ ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία θὰ ἐπιλέγει, ἄνευ οὐδεμίας πανορθοδόξου
ὁμοφωνίας, τὸ τί θὰ πράττει. Ὁ σκοπὸς τῆς συγκεκριμένης διάταξης εἶναι
σαφὴς καὶ περιγράφεται σὲ πάμπολες οἰκουμενιστικὲς διακηρύξεις
ἀποδεχομένων τοῦ γεγονότος τῶν μικτῶν γάμων, ἐπὶ σκοπῷ τῆς ὑπερβάσεως
τῶν “ ἱστορικῶν διαχωρισμῶν” καὶ “τῆς ἀπωλεσθείσας ἑνότητος τῆς ἀρχικῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας”, καὶ συνιστᾶκοινὴ οίκουμενιστικὴ ἀντιμετώπιση. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε, ὅτιστὸ κείμενο τῆς κατήχησης τῆς παπικῆς έκκλησίας[62], στὸ τέλος τοῦ κεφαλαίου περὶ τοῦ γάμου στὸ ἄρθρο 1636, ἀναφέρεται ὅτι “διαμέσῳ τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου οἱ χριστιανικὲς κοινότητες, σὲ πολλὲς περιοχὲς μπόρεσαν νὰ θέσουν σὲ ἰσχὺ μία κοινὴ ποιμαντικὴ πρακτικὴ γιὰ τοὺς μικτοὺς γάμους”[63] (ἔμφαση
στὸ πρωτότυπο). Στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου ὑπάρχει παραπομπὴ στὸ §821 τὸ
ὁποῖο μιλᾶ γιὰ τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους οἱ παπικοὶ δύνανται νὰ
ἐργασθοῦν γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς “διηρημένης ἐκκλησίας”. Εἶναι σαφὲς ὅτι
συνδέεται τὸ θέμα τῶν μικτῶν γάμων, μὲ τοὺς νέους οἰκουμενιστικούς
τρόπους ἀναζητήσεως τῆς -δῆθεν- χαμένης ἑνότητος.Στὸ §818 ἀναφέρεται καὶ τὸ θεολογικὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο στηρίζεται ἡ ἀποδοχὴ τῶν μικτῶν γάμων ὡς μυστηρίου τῆς “ἐκκλησίας”: εἶναι τὸΒάπτισμα ποὺ ἔχουν δεχθεῖ, ἕκαστος στὴν ἐκκλησία του. Μὲ ἄλλα λόγια ὡς βάση εἶναι ἡ βαπτισματικὴ θεολογία τὴν
ὁποία υἱοθέτησε ὡς ἐπίσημη διδασκαλία της ἡ Β´ Βατικανή σύνοδος, ἡ
ὁποία ἀποτελεῖ μὲ τὴ σειρά της, θεμέλιο τῆς εὐχαριστιακῆς θεολογίας, ποὺ
συνιστᾶ καὶ τὴν νέα ἐκκλησιολογία τοῦ παπισμοῦ[64].Πράγματι ὡς παραπομπὴ τὸ §818[65] χρησιμοποιεῖ τὸ Διάταγμα γιὰ τὸν Οἰκουμενισμὸ τῆς Β´ Βατικανῆς,Unitatis Redintegratio 3/a.
Στὸ
σημεῖο αὐτὸ,ἀξίζει τὸν κόπο νὰ γίνει ἄλλη μία ἐπισήμανση σχετικὰ μὲ τίς
“πηγὲς” τῶν συγγραφέων τῶν κειμένων τῆς ΑκΜΣ. Ἡ ἀναφορὰ θὰ γίνει καὶ
πάλι σὲ ἕνα σημεῖο τὸ ὁποῖο τελικὰ ἀπελείφθη στὸ τελικὸ κείμενο, πιθανῶς
γιὰ νὰ μὴν δίνεται στόχος… Στὸ πρὸς ἔγκρισιν κείμενο τοῦ Γάμου, ὑπῆρχε
λοιπὸν τὸ ἑξῆς σημεῖο: “ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων κωλύεται κατὰ κανονικὴν ἀκρίβειαν (κανὼν 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου)δυνάμενος
ὅμως κατὰ συγκατάβασιν καὶ διὰ φιλανθρωπίαν, ὑπὸ τὸν ρητόν ὅρον ὅτι τὰ
ἐκ τοῦ γάμου τέκνα θέλουν βαπτισθῆ καὶ ἀναπτυχθῆ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ”
(5,i).Εἶναι δυνατὸν νὰ λεχθεῖ ὅτι τὸ τελικῶς ἐπικυρωθὲν κείμενο, ὄντως,
εἶναι καλύτερο ἀπ᾽ αὐτὸ τοῦ Σαμπεζύ. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ διαφεύγει τῆς
προσοχῆς ὅτι ΟΛΕΣ οἱ Ἐκκλησίες, (πλὴν Ἀντιοχείας καὶ Γεωργίας), τὸ εἶχαν
ὑπογράψει. Τί σημαίνει αὐτό; Ἁπλᾶὅτι ταμιεύεται στό (ἅμεσο) μέλλον ἡ
ἐπαναφορά του. Θὰ στρέψουμε ὅμως τώρα τὴν προσοχή μας στὴ φράση ποὺ
κλείνει τὸ ἀπολειφθὲν τμῆμα,ὅτι“τὰ ἐκ τοῦ γάμου τέκνα θέλουν βαπτισθῆ καὶ ἀναπτυχθῆ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ”.Ὅπως
καὶ τόσα ἄλλα σημεῖα, καὶ ἐδῶ, ἡ πηγὴ εἶναι παπική. Συγκεκριμένα, στὴν
κατήχηση τῆς παπικῆς “ἐκκλησίας” στὸ § 1635 βρίσκουμε τὴν ἀκριβῶς ἴδια
διατύπωση[66]. Ἐνδεικτικὸ καὶ αὐτὸ τοῦ οἰκουμενιστικοῦ προσανατολισμοῦ τοῦ συνόλου τῶν νέων θέσεων.
Τὰ
ἀνωτέρω διατυπώνονταικαὶ σὲ δύο“ὀρθόδοξα” κείμενα σχετικὰ μὲ τὸ
πρόβλημα τῶν μικτῶν γάμων, στὸ μνημειῶδες ἔργο (999 σελίδων!) “Orthodox Handbook on Ecumenism”[67]. Στὰ δύο αὐτὰ κείμενα, ποὺ ὅμως συναποτελοῦν κατ᾽οὐσίαν τὰ δύο μέρη τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ ἄρθρου[68],
περιγράφεται τὸ πρόβλημα τῶν μικτῶν γάμων τόσο στόν (μεσο)ἀνατολικὸ
χῶρο,ὅσοκαὶ στὸν δυτικό. Ὅπως ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀναγνωρίζεται (Nasif σελ.
794), ὑπάρχουν“συγκεκριμένοι χριστιανοὶ οἰκουμενιστές” (ποὺ δὲν τοὺς κατονομάζει), οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τήν“ἐμπειρία τῶν μικτῶν γάμων ὡς θρησκευτικὸ ἐμπλουτισμό”, ὅπως ἐπίσης τονίζεται ὅτι οἱ μικτοὶγάμοι ὀνομάζονται ἐπίσης καί “οἰκουμενικοί”, “διαχριστιανικοί” ἢ “διεκκλησιαστικοί” (Metso σελ. 801). Τὸ ποσοστὸ τῶν “γάμων” τέτοιου τύπου ἀνάμεσα στὶς τάξεις τῶν “ὀρθοδόξων” στὶς ΗΠΑ ὑπολογίζεται γύρω στὸ 70 μὲ 80%!
(ὅ.π.) Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται ἀπὸ τὸν οἰκουμενιστὴ συγγραφέα εἶναι: πῶς
πρέπει ν᾽ἀναγνώσουμε στὸ σημερινὸ οἰκουμενικὸ πλαίσιο τοὺς ἱεροὺς
Κανόνες, καὶ κατὰ πόσο οἱ σημερινοὶ παπικοὶ καὶ προτεστάντες δύνανται νὰ
ταυτιστοῦν μὲ τὶς ἀναφορὲς τοῦ 7ου αἰῶνα[69] γιὰ τοὺς τότε αἱρετικούς. Ἡ ἀπάντηση ποὺ δίνει εἶναι: “δὲν μπορεῖ ἐπ᾽οὐδενὶ νὰ ταυτιστοῦν” (σελ. 802). Συνεχίζοντας ἀναφέρεται στὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῶν κανόνων, τὸ ὁποῖο σήμερα δὲν δύναται νὰ ἰσχύει, καθότι οἱ “ἑτερόδοξεςἐκκλησίες” δὲν προέκυψαν ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες ἐκεῖνες αἱρέσεις καὶ γι᾽αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ κατονομάζονται ὡς αἱρέσεις! (σελ. 803)Εἶναι
ὡσὰν ἡ ἐποχὴ τῶν αἱρέσεων νὰ εἶναι κάτι ποὺ ὁριστικὰ ἀνήκει στὸ
παρελθόν, πολὺ μακρυὰ ἀπὸ ἐμᾶς, καὶ ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐπανέλθει...
Παντοῦ
συναντᾶμε ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστὲς τὴν ἀνωτέρω “ἐπιχειρηματολογία” ἡ
ὁποία δῆθεν κατοχυρώνει τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἑτεροδόξων, δίχως ὅμως
νὰ ξεκαθαρίζουν βάσει ποίων κριτηρίων ἡ ἑτεροδοξία τοῦ
παρελθόντος ἦταν αἵρεση, ἐνῶ αὐτὴ τοῦ παρόντος δὲν εἶναι. Τελικῶς,
ἐφ᾽ὅσον δὲν προέρχονται ἀπὸ τὶς παλαιὲς αἱρέσεις οἱ “μὴ Ὀρθόδοξες
Χριστιανικὲς ὁμολογίες”, (ἀκέραιη υἱοθέτηση τῶν χαρακτηρισμῶν
ἐκκλησιαστικότητος ποὺ ἀπέδωσε ὁ παπισμὸς κατὰ τὴ Β´ Βατικανὴ σύνοδο,
στοὺς ἐκτὸς αὐτοῦ), καὶ γι᾽αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ χαρακτηρίζονται
ἔτσι”, αὐτὸ ποὺ τελικὰ συνιστᾶ τὸν μικτὸ γάμο ὡς μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ πίστις καὶ τὸ Βάπτισμα στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος (σελ. 803)! Πλήρης ἀποδοχὴ δηλαδὴ τῆς Βαπτισματικῆς Θεολογίας μὲ ταυτόχρονη ἐμπέδωσή της στὴ καθημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωή.
Τὰ
παραδείγματα ποὺ χρησιμοποιοῦνται καὶ οἱ ἐπισημάνσεις ποὺ γίνονται
γύρω ἀπὸ τοὺς μικτοὺς γάμους στὸ ὑπ᾽ὄψιν κείμενο μᾶς σαφηνίζουν καὶ τὸν
λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο προκρίθηκε στὸ τελικὸ κείμενο τῆς Κρήτης, νὰ ἀφεθεῖ ἡ
ποιμαντικὴ ἀντιμετώπιση στὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες ἀντί, ὡς ὤφειλε, νὰ
ὑπάρχει μία συνολικὴ θέση ὑποχρεωτικὴ πρὸς πάντας καὶ στὸ πνεῦμα τῶν
ἱερῶν κανόνων: ἔπρεπε νὰ ἀναγκασθοῦν οἱ Ἐκκλησίες στὶς ὁποῖες τὸ πνεῦμα
τοῦ οἰκουμενισμοῦ δὲν ἔχει ἁλώσει εἰσέτι τὰ πάντα, ν᾽ἀποδεχθοῦν τὶς
ἀποφάσεις ἄλλων πιὸ “προοδευτικῶν” τοπικῶν “ἐκκλησιῶν” οἱ ὁποῖες ἔχοντας
ὂντως ἰσοπεδώσει τὰ πάντα, ἐπιβάλλουν ὡς “νόμιμη” καὶ “διακριτική” καὶ
τὸ κυριώτερο, ὡς “ὀρθόδοξη” τὴν πρακτική τους. Τὰ παραδείγματα ὅλα
ἔρχονται ἀπό (ποῦἀλλοῦ;) τὶς ΗΠΑ καὶ τὴν ἐκεῖ ἑλληνικὴἈρχιεπισκοπὴ καθὼς
καὶ τὴν Μητροπολιτικὴ Σύνοδο τῶν Ρώσων (Πατριαρχείου Μόσχας)· ἀφ᾽ἑνὸς
ἱερολογοῦνται κανονικῶς (ἤδη) ὅλοι οἱ μικτοὶ γάμοι, ἀφ᾽ἑτέρου μέσω μιᾶς
κάποιας “ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας” ἀναγνωρίζονται οἱ μικτοὶ γάμοι
“ὀρθοδόξου” καὶ μή, ποὺ ἔχουν γίνει σὲ μὴ Ὀρθόδοξες “ἐκκλησίες”!
Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ τὴν πλήρη ἐμπέδωση τοῦ οἰκουμενισμοῦ στὸ τοπικὸ
ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο, “κατὰ τὰς ὑποδείξεις”...
Τὰ ὅσα ἤδη ἀναφέρθησαν ὡς πρὸς τὸ κείμενο τοῦ γάμου ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν περίπτωσηαὐτοῦ τῆς νηστείας. Ἕως καὶ τὸ ἄρθρο 8 ἐπαινεῖται ὁ θεσμὸς τῆς νηστείας, καὶ παρουσιάζονταιοἱ ἀγαθοὶ καρποί της, μάλιστα κάνοντας χρήση πατερικῶν πηγῶν ὅπως τοῦ Μ. Βασιλείου,Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ κ.ἄ. Καὶ ἐνῶ ὅτι ἦταν ἀναγκαῖο γιὰ τὸζήτημα τῆς νηστείας εἶχε ἤδη εἰπωθεῖ στὰἑπτὰ πρῶτα ἄρθρα -ἔστω καὶ ἀκροθιγῶς-θ᾽ἀνέμενε,ὁ ἔχων λογικὴνἀναγνώστης, ὡς συμπέρασμα ἐκ τῆς “συνόδου” τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς ἰσχύος τῆςνηστείας κατὰ τὰ παραδεδομένα·παρὰ ταῦταὅμως,ὅλως ἀντιθέτως στὸ ἄρθρο 8ἀνατρέπονταιἄρδην τὰ ἕως ἐκείνου γραφέντα!
Συγκεκριμένα, ἀπὸ τὴν ἁπλὴ παρατήρηση ἐπὶ τοῦ γεγονότος τῆς μὴ τηρήσεως τῶννηστειῶν, ὑπὸ τῶν συγχρόνων χλιαρῶν “χριστιανῶν”, ὁδηγούμαστε κατά “ποιμαντικὴ μέριμνα”στὴν ἀποδοχὴ τῆς περιφρονήσεως τῶν κεκανονισμένων νηστειῶν, (περὶ αὐτῶν ὁ λόγος, ὄχιἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε γενικῶς περί “νηστείας”) καὶ στὴν παγίωση αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς“οἰκονομίας[70]”.
Ἐνῶ ἀρχικὰστὸ ἄρθρο 8 γίνεται λόγος γιά “χαλάρωση” τῆς νηστείας (παρ᾽ὅτι πρόκειταικυριολεκτικὰ περὶ ἀκυρώσεώς της) ὑπὸ τῶν “πιστῶν”, ἀκολούθως καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες μόλιςγραμμὲς τὸ ξεχνᾶ καὶ ἀναφέρει ἄλλους λόγους: ἀσθενείας, στρατεύσεως, συνθηκῶν ἐργασίας,κλίματος(!) καθὼς καὶ δυσκολίας ἀνευρέσεως νηστησίμων τροφῶν(!!). Δηλαδὴ
δὲν ὑπάρχει οὔτε ἡ στοιχειώδης ἐσωτερικὴ ἑνότητα στὸ κείμενο... Ἀντὶ
λοιπὸν ἡ “ποιμαίνουσα” Ἐκκλησία νὰ πιέσει πρὸς ἐπίλυσιν τῶν ὅσων ἐκ τῶν
ἀνωτέρω μποροῦν νὰ διευθετηθοῦν, (π.χ. στρατιωτικὴ διατροφή, συνεργασία
μὲ φορεῖς τοῦ ἐμπορίου κ.λ.π.), ἀντ᾽αὐτοῦ προκρίνεται ὁ εὔκολος δρόμος τῆς κατάργησης τῆς νηστείας καὶ κατ᾽οὐσίαν τῆς ἀσκητικῆςδιαγωγῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ λόγος δὲν εἶναι ἄλλος φυσικὰ ἀπὸ τὴν σύμπλευση πρὸς τοὺς
ἐκκοσμικευμένους “χριστιανούς” τῆς Δύσεως “ἀδελφούς” τῶν καθ᾽ἡμᾶς
οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταργήσει ὅλες τὶς ἀρχαῖες διατάξεις
περὶ νηστείας. Δὲν εἶναι λοιπὸν παρὰ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ “οἰκουμενισμοῦ τῆς βάσης”, ὁ λόγος ὑπάρξεως τοῦ συγκεκριμένου κειμένου.
Θὰ προσθέσουμε δύο τελευταῖες παρατηρήσεις ποὺ ἀποδεικνύουν τὸ σαθρὸ καὶ ἐπίπλαστοτῆς δῆθεν “ποιμαντικῆς μερίμνης” τῶν οἰκουμενιστῶν τῆς Κρήτης:
Κατὰ
πρῶτον στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ὑπῆρξαν αἰτήματα πρὸς τὸ
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο πρὸς ἄμβλυνση τῶν διατεταγμένων νηστειῶν τοῦ
Τριωδίου καὶ ἐξομοίωση πρὸςτὰ συνήθη τῆς τῶν λατίνων “νηστείας”.
α)
Κατὰ τὸ ἔτος 1587, ὑπὸ ὀρθοδόξων παροικούντων στὴ Βενετία οἱ ὁποῖοι διὰ
τοῦ πατριαρχικοῦ ἐξάρχου μητροπολίτου Φιλαδελφείας ζητοῦσαν νά
(συν)ἑορτάσουν τὸ Πάσχα κατὰ τὸ νέο ἀντιπαραδοσιακὸ καὶ νεωτεριστικὸ
πασχάλιο τῶν λατίνων, καθὼς καί “περιαιρεθῆναί τινα τοῦ Τριωδίου”[71],
δηλαδὴ ζητοῦσαν οὐσιαστικὰ ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β´
τοῦ ἐπονομαζομένου, καὶ ὄντως, Τρανοῦ, τὴν ἄδεια νὰ καταλύουν ψάρια(!)
καθὼς καὶ οἱ λατίνοι κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς. Ἡ
ἀπάντησή του ἦταν ἀποστομωτική: “ἡ καθ᾽ἡμᾶς Ἐκκλησία νεωτερίζειν καθ᾽οἱονδήτινα τρόπον οὐκ εἴωθεν, ὥσπερ δ᾽αὖ τῇ Δυτικῇ ἔργον ἄπαυστον τοῦτό γε, ᾧ καὶ αὐτοὶ ἑπόμενοι καὶ ἀφύκτως ἀντιποιούμενοι οὐ τολμῶμεν (ἄπαγε) εἰσβαλεῖν τι, ἢ σαφηνίσαι κατὰ τὸν ἐκείνων σκοπόν, ἢ τῶν παλαιῶν βίβλων περιαιρεθῆναι, τὸ δὴ λεγόμενον, κἂν μίαν κεραίαν” (σελ.39). Τελικῶς ὑπενθυμίζει στὸν μητροπολίτη “ὅτι
τὸ σχίσμα καὶ ἡ διάστασις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν οὐκ ἐπὶ τῆς ἡμετέρας
συμβέβηκεπατριαρχείας, ἵνα ὦμεν ὀφειλέται, ἅτε τὸ ἡνωμένον διαζεύξαντες
καὶ τὸ διεζευγμένον ὡσαύτως ἑνῶσαι· ἀλλὰ πρὸ χρόνων ἱκανῶν ἡ ρωμαϊκὴ ταῖς καινοτομίαις οἰστρηλαθεῖσα μένει οὐ μόνον ἀμεταστρεπτί, ἀλλὰ καὶ διαφόροις ἐπιδόσεσιν αὔξουσα τὴν διάστασιν, ὡς τοῖς πᾶσι δῆλον·” (σελ.40). Καταλήγει δέ, σημειώνοντας στὸν μητροπολίτη Φιλαδελφείας, νὰ μείνει “ἐν τῇ ἑνότητι τοῦ Πνεύματος” καί “τάς τε παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας ἀπρὶξ κατέχων” νὰ φέρει τὶς θλίψεις, τὶς ἐκ τῶν λατίνων προερχoμένας, διδάσκων καὶ στηρίζων τὸ ποίμνιον καὶ τοὺς “ἀσθενοῦντας τῇ πίστει” (ὅ.π.).
β) Κατὰ τὸ ἔτος 1720, ἐπὶ πατριαρχείας Ἱερεμίου τοῦ Γ´[72], ἐπέμφθη ἐπιστολὴ ὑπὸ ὀρθοδόξων[73] τῆς πόλεως Μεσσήνης τῆς Σικελίας μὲ τὰ ἴδια ἀκριβῶς αἰτήματα ποὺ εἶχαν καὶ οἱ πρὸ αὐτῶν τῆς Βενετίας. Ἐνισχύοντας ὁ Πατριάρχης[74]τοὺς ἀσθενεῖς κατὰ τὴν πίστιν ὀρθοδόξους, τοὺς ὑπενθυμίζει τὸν ξθ´ Ἀποστολικὸ Κανόνα ὁ ὁποῖος ὁρίζει: “εἴ
τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος ἢ ὑποδιάκονος, ἢ ἀναγνώστης, ἢ
ψάλτης, τὴν ἁγίαν Τεσσαρακοστὴν οὐ νηστεύει, ἢ Τετράδα, ἢ Παρασκευήν,
καθαιρείσθω. Ἐκτὸς εἰμὴ δι᾽ἀσθένειαν σωματικὴν ἐμποδίζοιτο. Ἐὰν δὲ
λαϊκὸς ᾖ ἀφοριζέσθω”. Προσκομίζοντας τὴν εὐαγγελικὴ διδαχή “ἀπὸ τῶν ἀποστολικῶν καὶ διδασκαλικῶν τῶν πατέρων σημειωμάτων τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ”
(σελ. 45).Ἐπεστήριζε ἔτσι τοὺς ὀρθοδόξους, ὁ ὄντως ποιμὴν τῶν προβάτων
Πατριάρχης, φιλανθρώπως ὑπενθυμίζοντάς τους τὰ παλαίσματα τῶν παλαιῶν
χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἀγογγύστως ὑπέφεραν κακουχίες καὶ σκληραγωγίες
διότι γνώριζαν “ὅτι ὁ καλὸς στρατιώτης, ἂν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ, οὐδὲ στέφανον νομίμως λαμβάνει.”
(σελ.46). Αὐτὴ ἦταν ἡ ποιμαντικὴ μέριμνα τῶν τότεἁγίων Πατριαρχῶν,
παρ᾽ὅλη τὴ σκλαβιά, καὶ ἔφθασε ἡ ὀρθοδοξία ἀκἐραιη ὡς τὶς ἡμέρες μας...
Ὡς
δεύτερη παρατήρηση σημειώνουμε τήν, μεταπατερικῆς συλλήψεως, χρήση
χωρίου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ (Νηστεία 8), ἐκ τῆς ἐπιστολιμιαίας
του πραγματείας ποὺ εἶχε ὡς θέμα “Περὶ τῶν ἁγίων νηστειῶν”. Ὁ
λόγος συγγραφῆς της ἦταν ἡ διαμάχη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης,περὶ τοῦ χρόνου
νηστείας τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Τεσσαρακοστῆς,ἐὰν θὰ ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ
εἶναι 7 ἢ 8 οἱ ἑβδομάδες ποὺ ἔπρεπε νὰ νηστεύουν οἱ χριστιανοί! Ἔγραφε
λοιπὸν ὁ ἅγιος “τοῖς μὲν ἑπτὰ τὰς τῶν ἁγίων νηστειῶν ἑβδομάδας
λέγουσι συνεβούλευον μὴ ζυγομαχεῖν καὶ στασιάζειν τὸ καλὸν σῶμα Χριστοῦ,
τουτέστιν τὴν Ἐκκλησίαν· ... Τοῖς δὲ τὰς ὀκτὼ ἑβδομάδας νομοθετοῦσιν
ὑπετιθέμην, ὡς οὐδὲ τὸ καλὸν καλόν, εἰ μὴ καλῶς γένηται. Καλὸν μὲν γὰρ
παρθενία· ἀλλ᾽ἐὰν γήμῃς οὐχ ἥμαρτες.”[75].Ἔπειτα, στὸ κείμενο τοῦ ἁγίου, ἀκολουθεῖ τὸ χωρίο ποὺ ἔχει παρατεθεῖ ἀπὸ τοὺς σύγχρονους “πατέρες”:“...
Καλόν τὸ νηστεύειν πᾶσαν ἡμέραν, ἀλλ’ ὁ μή ἐσθίων τὸν
ἐσθίοντα μὴ κρινέτω. Ἐν τοῖς τοιούτοις οὐ νομοθετεῖν, οὐ
βιάζεσθαι, οὐκ ἀναγκαστικῶς ἄγειν τὸ ἐγχειρισθὲν προσήκει
ποίμνιον, πειθοῖ δὲ μᾶλλον, καὶ ἠπιότητι, καὶ λόγῳ ἅλατι
ἠρτυμένῳ..”(Νηστεία 8).
Ἔγινε φανερὸ νομίζουμε, τὸ μέγεθος τῆς ἐξαπάτησης ποὺ ἐπιχειρεῖται κατὰ τῶν ἁπλουστέρων, μὲ τὴν χρήση πατερικοῦ χωρίου τελείως ἐκτὸς
τοῦ πλαισίου ἀναφορᾶς του. Δὲν ἔγραφε, ἑπομένως, ὁἅγιος περὶ τοῦ
-δῆθεν- ἐλεύθερου χαρακτήρα τῆς νηστείας, ἀλλὰ ξεκαθάριζε ὅτιστὸ ὑπάρχον πλαίσιο τῆς κεκανονισμένης νηστείαςἐὰν
κάποιος ἤθελε νὰ νηστεύσει περισσότερο, τοῦτο νὰ μὴν τὸ ἐπιβάλλει καὶ
στοὺς ὑπολοίπους. Σημειωτέον,ὅτι κατὰ πάγια τακτικὴ τῶν οἰκουμενιστῶν,
αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος (κατά)χρησης τῆς πατερικῆς γραμματείας. Ἀβίαστα
προκύπτει ὅτι σ᾽ἕνα μόλις ἄρθρο, κατάφεραν οἱ οἰκουμενιστὲς νὰ ἐπιφέρουν
(τὸ ἐπιδιωκόμενο) πλῆγμα κατὰ τῶν ἱερῶν νηστειῶν, καὶ ὅπως ἤδη
ἀναφέρθηκε, κατὰ τοῦ συνόλου τῆς ἀσκητικῆς πνευματικότητας τῆς
Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, μᾶς εἶχαν προϊδεάσει μὲ τὶς συνεχεῖς τους άναφορὲς
στήν “ἀλλοίωση” τοῦ ἀρχεγόνου πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τό-δῆθεν-
μετέπειτα ἀναπτυχθέν “καλογερικὸ φρόνημα” τὸ ὁποῖο, κατ᾽αὐτούς, ἀπηχεῖ
ἀλλότριες καὶ ἐξωχριστιανικές, μανιχαϊστικοῦ(!) τύπου έπιδράσεις. Εἶναι
εὔλογη ἡ ἀπορία ποὺ γεννᾶταιτοῦ κατὰ πόσον οἱ παλαιοὶ χριστιανοί, οἱ
ὁποίοι ἠρνοῦντο τὴν βρῶσιν εἰδωλοθύτων, δὲν θὰ ἐκρίνοντο ὑπὸ τῶν
σημερινῶν οἰκουμενιστῶν ὡς “φονταμενταλιστές” καὶ “φοβικοί”…
Τέλος Α´ Μέρους
[1] Ἡ
ἐξέταση θὰ ἀρκεσθεῖ ἐπὶ τῶν σημαντικοτέρων καὶ τρόπόν τινα
οὐσιωδεστέρων. Ὁ λεπτομερὴς σχολιασμός-ἔλεγχος θὰ ἀπαιτοῦσε,
κατ᾽ἀνάγκην, τὴν τμηματικὴ ἐξέταση κατὰ παράγραφον ὅλων τῶν
συνοδικῶν κειμένων , κάτι ποὺ δὲν κρίνεται ἐπὶ τοῦ παρόντος ἀναγκαῖος·
ἄλλως τὸ κείμενο θὰ κινδύνευε νὰ λάβει διαστάσεις βιβλίου.
[2] " Ὅσοι γὰρ δι΄ εὐστάθειαν τρόπων τὸ τῆς ἀρχαιότητος σεμνὸν τοῦ καινοπρεποῦς προετίμησαν͵ καὶ ἀπαραποίητον τῶν πατέρων διεφύλαξαν τὴν παράδοσιν͵ … Οἱ δὲ διακορεῖς τῶν συνήθων͵ καὶ τῶν παλαιῶν ὡς ἑώλων κατεπαιρόμενοι͵ οὗτοί εἰσιν οἱ τὰς νεωτεροποιίας παραδεχόμενοι͵ ὥσπερ ἐπὶ τῆς ἐσθῆτος οἱ φιλόκοσμοι τὴν ἐξηλλαγμένην ἀεὶ τῆς κοινῆς προτιμῶντες·”, PG 32, 92CD καὶ πάλιν, “Πίστις δέ ἐστι τὸ πολεμούμενον καὶ
κοινὸς σκοπὸς ἅπασι τοῖς ἐναντίοις καὶ ἐχθροῖς τῆς ὑγιαινούσης
διδασκαλίας͵ τὸ στερέωμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως κατασεῖσαι͵ ἐκ τοῦ τὴν ἀποστολικὴν παράδοσιν ἐδαφισθεῖσαν ἀφανισθῆναι.”,
ὅ.π. 112C καὶ τέλος, “Τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πεφυλαγμένων δογμάτων καὶ
κηρυγμάτων͵ τὰ μὲν ἐκ τῆς ἐγγράφου διδασκαλίας ἔχομεν͵ τὰ δὲ ἐκ τῆς τῶν ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ἡμῖν ἐν μυστηρίῳ παρεδεξάμεθα·
ἅπερ ἀμφότερα τὴν αὐτὴν ἰσχὺν ἔχει πρὸς τὴν εὐσέβειαν. Καὶ τούτοις
οὐδεὶς ἀντερεῖ͵ οὐκοῦν ὅστις γε κατὰ μικρὸν γοῦν θεσμῶν ἐκκλησιαστικῶν
πεπείραται. Εἰ γὰρ ἐπιχειρήσαιμεν τὰ ἄγραφα τῶν ἐθῶν ὡς μὴ μεγάλην
ἔχοντα τὴν δύναμιν παραιτεῖσθαι͵ λάθοιμεν ἂν εἰς αὐτὰ τὰ καίρια
ζημιοῦντες τὸ Εὐαγγέλιον· μᾶλλον δὲ εἰς ὄνομα ψιλὸν περιιστῶντες τὸ κήρυγμα.”, ὅ.π. 188Α
[3] Βλ.Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου 10 Μαΐου-8 Ἰουνίου 1923, Ἀθῆναι 1982. Ἡ ἀπόφαση ἐλήφθει κατὰ τὴν Η´ συνεδρία, καὶ ὡς ἔτος ὁρίστηκε τὸ 1925, ἐπὶ τῇ συμπληρώσει τῶν 1600ων ἐτῶν ἀπὸ τῆς συγκλήσεως τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὸ 325.Ἔγινε δὲ καὶ πρόταση, ὅπως διαβάζουμε, “νὰ
ἀποταθῶμεν εἰς τοὺς ἐπισκόπους τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου
συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν καθολικῶν ἐπισκόπων, ἵνα προσέλθωσιν εἰς τὴν
χριστιανικὴν ἑνότητα.” ὅ.π. σελ 164. Τελικῶς ἡ πρόταση ψηφίστηκε νὰ
ἀποτελέσει τὴν ΣΤ´ Ἀπόφαση τοῦ Συνεδρίου, ὅ.π. σελ. 221. Νὰ σημειωθεῖ
ὅτι κύριο ἔργο τοῦ ἐν λόγῳ συνεδρίου ἦταν ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
ἡμερολογίου καθώς καὶ ἡ υἱοθέτηση,άνάμεσα στὰ ἄλλα, νέων διατάξεων περὶ
νηστείας καὶ μικτῶν γάμων, στὰ ὁποῖα ὅπως κατωτέρῳ θὰ δειχθεῖ, ἡ νῦν
λεγομένη ΑκΜΣ προσέδωσε καθολικὸ κῦρος...
[4] Βλ. Brun Maria, Ὁ ἀντίκτυπος τῆς Β´Βατικάνειας Συνόδου στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,
Θεολογία 2/2015, σελ. 222,(ἡ Maria Brun εἶναι Δρ. Θεολογίας (παπική),
πρώην ἐπιστημονικὴ συνεργάτις στὸ Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης). Γιὰ περαιτέρω μαρτυρίες ἐπὶ τοῦ
ἀρχικῶς σχεδιασθέντος οἰκουμενικοῦ χαρακτῆρος τῆς ΑκΜΣ, βλ. πρωτ.
Θεοδώρου Ζήση, Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, Θεσσαλονίκη 2016, σελ.52-56.
[5]Ἐπὶ
παραδείγματι ἡ Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐπισήμως ἀναγνωρίσθηκε ὡς τέτοια
ἀπὸ τὴν Δ´ Οἰκουμενικὴ, ἐνῶ ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ τελεσιδίκως ἀναγνωρίσθηκε
ἀπὸ τὴν Η´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐπὶ Μ. Φωτίου τὸ 879.
[6]Κυρίως
ἦταν ἡ ἀπόφασή της γιὰ τὴν υἱοθέτηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, (μέσω τοῦ
συνοδικοῦ Διατάγματος Unitatis Redintegratio), ὡς μεθόδου ἑνώσεως τῶν
“χριστιανῶν”, καθὼς καὶ οἱ μεγάλες ἀλλαγὲς ποὺ ἐπέφερε στὴ λειτουργικὴ
ζωή (λειτουργικὴ μεταρρύθμιση).
[7] Brun, ὅ.π. σελ. 231
[8]Ἀναλυτικά, Brun, .ὅ.π. σελ. 232-234
[9]Ὁσίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, Ἀθῆναι 1957, σελ. 118
[10]Ἐπ᾽αὐτοῦ σημειώνει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὅτι τυχόν ‟ἀσυμφωνία τινῶν Πατριαρχῶν, καὶ τὰς Οἰκουμενικὰς ποιεῖ Τοπικάς.” ὅ.π. σελ. 119
[11] Βλ. Μτ. 16,18
[12]Joint
International Commission for the Theological Dialogue Between the Roman
Catholic Church and the Orthodox Church, Ecclesiological and Canonical
Consequences of the Sacramental Nature of the Church. Ecclesial
Communion, Conciliarity and Authority. Ravenna, 13 October 2007. Στὸ
κείμενο ἐκφράζεται ἡ συμπεφωνημένη ταύτιση ἐπὶ ἰδιαιτέρων
χαρακτηριστικῶν τῆς συνοδικότητος καὶ τοῦ συνδεδεμένου πρὸς αὐτὴν
πρωτείου. Ἡ θεολογία τοῦ κειμένου ἀπηχεῖ θέσεις τοῦ Μητρ. Περγάμου
Ἰωάννου Ζηζιούλα (καὶ οἱ ὁποῖες μὲ τὴν σειρά τους εἶναι παπικῆς
ἔμπνευσης, ἀλλὰ αὐτὰ θὰ ἀναλυθοῦν ἀλλοῦ. Συμπερασματικά, τὸ κείμενο τῆς
Ραβέννα ἀποτελεῖθρίαμβο τῆς παπικῆς ἀντιπροσωπείας καὶ συνακόλουθα θεολογίας).
[13]Σύμφωνα μὲ τὸ Ραβέννα 20
[14]
Μὲ τὸ τί ἀκριβῶς έννοοῦν οἱ παπικοὶ μὲ τὸν ὅρο ‟οἰκουμενικό”, θὰ τὸ
δείξουμε στὸ τμῆμα ποὺ θὰ ἀναφέρεται στὸ ἓκτο κείμενο τῆς ΑκΜΣ, τοῦ
σχετικοῦ μὲ τὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους.
[15]Τὸ
μεγαλύτερο παράδειγμα εἶναι αὐτό, περὶ τῆς άποδοχὴς ἢ ὄχι τοῦ ἕκτου
κειμένου, μὲ δογματικὸ ζητούμενο τὴν ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητος στοὺς
ἑτεροδόξους.
[16] Βλ.
ἀνωτ. τὴ τρίτη προϋπόθεση, κατὰ τὸν ὅσιο Νικόδημο τὸν ἁγιορείτη, ποὺ
πρέπει νὰ πληροῦται ἀπὸ μία σύνοδο ὥστε νὰ ἀναγνωρίζεται ὡς ἔχουσα
οἰκουμενικὸν κῦρος
[17]Bλ.
ἐνδεικτικά, ἀπάντηση ἐπισκόπου Ἀβύδου Κυρίλου (Κατερέλου) πρὸς τὸ
Γραφεῖο ὲπὶ τῶν αἱρέσεων Ἱ. Μ. Πειραιῶς, διαδικτυακὸς τόπος Ρομφαία,
Τετάρτη 15 Ἰουνίου 2016.
[18] εἰς τὸ ἑξῆς: Ἐγκύκλιος, Μήνυμα, Ἀποστολή.
[19] Β ´ἐπιστολὴ Ἁγιορειτῶν(ἔτους 1275), V. Laurent-J. Darrouzes,Dossier Grec de l’ Union de Lyon, 1976,σελ.417
[20]ὅ.π. σελ. 415
[21]Νικολάου Καβάσιλα,Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ Ζωῆς, Λόγος Α´, ΕΠΕ 22 σελ. 270
[22]Mansi G.D. Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio, 1766, τ. 12, 1022c
[23]Ἁγ.
Νικηφόρου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τοῦ
ἐκτεθέντος ὅρου τῆς συνόδου τοῦ 815, κεφ. 28,15-28,44 (σελ. 61-2), ἐν
Ed. Featherstone J.M.,Nicephori Patriarchae ConstantinopolitaniRefutatio
et Eversio Definitionis Synodalis Anni 815, Turnhout Brepols, 1997, Corpus Christianorum, Series Graeca 33
[24]Στὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννου Ζηζιούλα ἡ σχετικὴ άναφορὰ περί “προσφορᾶς”, συναντᾶται πυκνά, εὔλογο εἶναι λοιπὸν νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τὸ συγκεκριμένο σημεῖο προέρχεται ἀπὸ τὸ δικό του χέρι...
[25] Ἐγκύκλιος Πάπα Ἰωάννου-Παύλου Β´, Ut Unum Sint (ἵνα πάντες ἓν ὦσιν), Ρώμη 25 Μαΐου 1995. Βλ. ἐπίσης καὶ εἰς, Congregation For The Doctrine Of The Faith, Letter To The Bishops Of The Catholic Church On Some Aspects Of The Church Understood As Communion, Ρώμη 28 Μαΐου 1992, 4/b
[26] “From this sacramentality it follows that the Church is not a reality closed in on herself; rather, she ispermanently opento missionary and ecumenical endeavour,
for she is sent to the world to announce and witness, to make present
and spread the mystery of communion which is essential to her: to gather
together all people and all things into Christ; so as to be for all an
"inseparable sacrament of unity".”
[27]Ὁ τίτλος τοῦ πρώτου τμήματος τῆς Ἐγκυκλίου εἶναι, “
Ἡ Εκκλησία: Σῶμα Χριστοῦ, εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος” καὶ
ἀκολούθως στὸ I,1 “ Ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία
εἶναι θεανθρωπίνη κοινωνία κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος,
πρόγευσις καὶ βίωσις τῶν Ἐσχάτων ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ…”
[28]Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, PG 91,664D. Νὰ σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμοςστὰ κεφάλαια Α´-Ε´ περιγράφει κατὰ ποίους τρόπους εἰκονίζεται ἡ Ἐκκλησία: πουθενὰ δὲνἀναφέρεται, (οὕτε κἂν ὑπονοεῖται), ὅτι ἡ Ἐκκλησία δύναται νὰ θεωρηθεῖ ὡς εἰκόνα τῆς ἁγίαςΤριάδος...
[29]Στὸ σχετικὰ πρόσφατο κείμενό του Conciliarity and Primacy,Θεολογία 2/2015, σσ 19-33, ὁΖηζιούλας ἐπαναδιατυπώνει τὴ σύνδεση τριαδολογίας καὶ ἐκκλησιολογίας καθότι “ἡ Ἐκκλησιαὀφείλει καθ᾽ὅλα νὰ κατοπρίζει, ὄχι μόνο μὲ τὴ πίστη της ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν δομὴ καὶ τὴν ἱεραρχίατης, τὸ τρόπο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ὑπάρχει ὡς Τριάδα.” σελ. 27 (ἡ μετάφραση δική μας)
[30]Κάθε κείμενο τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου παπικῶν-“ὀρθοδόξων” συνιστᾶ βῆμα ἐμπλουτισμοῦκαὶ διεύρυνσης τοῦ προηγουμένου του, συναποτελοῦν δηλαδὴ ὅλα μαζὺ μίαν ἀδιάσπαστοἑνότητα. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ὅπου τὸ κείμενο τοῦ Balamand, λειτουργώντας μέσα σ᾽ αὐτὴντὴν ἑνότητα, θὰ κληθοῦν οἱ διαφωνοῦντες εἴτε τοὺς ἀρέσει εἴτε ὄχι, τελικὰ νὰ τὸ ἀποδεχθοῦνσὲ κάποια ἑπόμενη ἔκδοσή του (πιθανὸν ἐλαφρῶς τροποποιημένο πρὸς παῦσιν τῶνἀντιδράσεων)
[31]Τὸ κείμενο: “This is the sacred mystery of the unityof the Church, in Christ and through Christ, the Holy Spirit energizing its various functions. It is a mystery that finds its highest exemplar and source in the unity of the Persons of the Trinity: the Father and the Son in the Holy Spirit, one God”.Τὸ ὅλο ζήτημαεἶναιἄκρως σημαντικὸ καὶ θὰ ἀναλυθεῖ, σὺν Θεῷ, σὲ ἑπόμενο κείμενο.
[32]Ἡ
διδασκαλία περὶ προσώπου λαμβάνει ἰδιαίτερο νόημα στὴν οἰκουμενιστικὴ
θεολογία καὶ εἶναι θεμελιώδους σημασίας, ἔχει δὲ ὡς βάση τὸν
Περσοναλισμὸ. Ὅσον ἀφορᾶ τὸν Ζηζιούλα τὴν παρέλαβε ἀπὸ τὸν Γιανναρᾶ, ὁ
ὁποῖος μὲ τὴ σειρά του μέσῳ τῆς ἐπαφῆς ποὺ εἶχε κατὰ τὶς σπουδές του, μὲ
χαϊντεγγεριανοὺς θιασῶτες τῆς παπικῆς Νέας Θεολογίας (ἡ ὁποῖα ἀπετέλεσε
τὴν ἐπίσημη θεολογία τῆς Β´ Βατικανῆς συνόδου)
[33]Στὸ κείμενο ἀπὸ τὴν ἔκδοση, Ed. Pusey, P.E., Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, Oxford: Clarendon Press, 19652, τ.1 σελ. 141,7
[34]Ἡ συνέχεια στὸ κείμενο εἶναι “ Ἐπεὶ καὶ ἔσχατος Ἀδὰμ διὰ τοῦτο κατωνόμασται τῇ κοινότητιτῆς φύσεως πάντα πλουτῶν”, ἐνῶ λίγες γραμμὲς πιὸ κάτω καταλήγει: “οὐκοῦν
ἐν Χριστῷ μὲν ἀληθινῶς ἐλευθεροῦται τὸ δοῦλον, ἀναβαῖνον εἰς ἑνότητα
τὴν μυστικὴν τῷ φορέσαντι τὴν τοῦ δούλου μορφήν, ἐν ἡμῖν δὲ κατὰ μίμησιν
τὴν πρὸς τὸν ἕνα διὰ τὴν κατὰ σάρκα συγγένειαν.”
[35]Ἡ
λεπτομερὴς ἐξέταση τῶν αἱρετικῶν θέσεων τοῦ Μητρ. Ἰωάννου Ζηζιούλα,
(καθὼς καὶ ἡ σὺν τῷ χρόνῳ ἐξελικτικὴ διαμόρφωσήτους), πρόκειται νὰ μᾶς
ἀπασχολήσει σὲ ἑπόμενα κείμενα. Ἡ -δῆθεν- εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία του
δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἐπίχρωση τῆς ἐκκλησιολογίας communio τῆς
Β´ Βατικανῆς συνόδου μὲ στοιχεῖα ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας -καὶ αὐτὰ
ἀποκεκομμένα ἀπὸ τὸ πλαίσιο ἀναφορᾶς τους(καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο, ὅπως
συνηθίζεται νὰ λέγεται ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστὲς θεολόγους).
[36]Πρβ. Ζηζιούλα, Ἰω., Conciliarity
and Primacy, “… the “one - and - the many” idea which runs through the
entire dogmatic theology of the Church, including the doctrine of the
Holy Trinity, Christology and the Eucharist, makes primacy a THEOLOGICAL and not simply an administrative matter. There is “primacy” even in the life of the Trinity…”, σελ. 29-30. Τὸἀπόσπασμα εἶναι ἐνδεικτικὸ τῆς ἀναγωγῆς ποὺ κάνει ὁ Ζηζιούλας τῆς ὑποθέσεως τοῦ πρωτείουστὸ ἀμιγῶς τριαδολογικὸ ἐπίπεδο.
[37]Ἄλλωστε κατὰ τὸν ὅσιο Νικόδημο ἄλλος εἶναι ὁ σκοπὸς μίας συνόδου: “Σύνοδος
δὲ ἁπλῶς εἶναι ἄθροισμα ἀρχιερέων, γινόμενον, ἢ διὰ νὰ ἐκδοθῇ ἀπόφασις
διὰ τὴν εὐσέβειαν (καὶ εὐταξίαν τῆς Ἐκκλησίας), ἢ διὰ νὰ ἀναιρεθῇ μὲ τὰ
ὅπλα τῆς εὐσεβείας κᾀμμία ζημία προλαβοῦσα, ἢ μέλλουσα τῆς εὐσεβείας
(καὶ άρετῆς).”, Πηδάλιον, σελ. 42.
[38]Πρβ. “τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία” (Πρ. 4,32)
[39] Μεγάλου
Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, PG 32, 117B “Πίστις δὲ καὶ
βάπτισμα, δύο τρόποι τῆς σωτηρίας, συμφυεῖς ἀλλήλοις καὶ ἀδιαίρετοι.
Πίστις μὲν γὰρ τελειοῦται διὰ βαπτίσματος, βάπτισμα δὲ θεμελιοῦται διὰ
τῆς πίστεως, καὶ διὰ τῶν αὐτῶν ὀνομάτων ἑκάτερα πληροῦται.” καὶἐπίσης “ Ὥστε τὸ μὲν σῷζονἡμᾶς ἡ πίστις ἐστίν” ὅ.π. 148D
[40]Βλ. ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, PG 91, 665C-668A, “ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία....μίαν τὴν κατὰ πίστιν ἁπλῆν τε καὶ ἀμερῆ καὶ ἀδιαίρετον σχέσιν (δίδωσι), ...διὰ τὴν τῶν πάντων(τῶν πιστῶν) εἰς αὐτὴν καθολικὴν ἀναφορὰν καὶ συνέλευσιν· ...πάντων συμπεφυκότωνἀλλήλοις καὶ συννημένων, κατὰ τὴν μίαν ἁπλῆν τε καὶ ἀδιαίρετον τῆς πίστεως χάριν καὶδύναμιν. Ἦν γὰρ πάντων, φησίν, ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία·”
[41]Παρ᾽ ὅλα ταῦτα, πρβ. Ζηζιούλα, Ἰω., Conciliarity and Primacy, “...the one Church in the worldrealizes her unity in the form of a communion of local Churches. ”, σελ. 28 καὶ λίγο πιὸ κάτω,“… the local Church cannot be “catholic” unless it is in communion with the other local Churches in the world.”, σελ. 29· προφανῶς τὰ πατριαρχεία Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων μιᾶς καὶ δὲνκοινωνοῦν μεταξύ τους, κατὰ Ζηζιούλα, δὲν πληροῦν τὸ βασικὸ κριτήριο “καθολικότητος”…
[42]Ἐπίσημα
θεολογικὰ κείμενα ποὺ νὰ ἀναλύουν, (π.χ. τοῦ Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως), περὶ ἀδιαιρέτου ἐκκλησίας κ.λ.π συναφῶν θεμάτων ΔΕΝ
ὑπάρχουν. Τὰ ἀφήνουν σὲ οἰκουμενιστὲς ἀκαδημαϊκοὺς θεολὀγους, (κάποιοι
ἀπ᾽ αὐτοὺς τυγχάνουν καὶ ἐπίσκοποι, πλὴν γράφουν ὑπὸ τὴν ἀκαδημαϊκή τους
ἰδιότητα), ὥστε στὶς τυχὸν ἀντιδράσεις ἀπαντοῦν ὅτι τὰ γραφόμενα
συνιστοῦν προσωπικὲς γνῶμες, καὶ ὄχι τὴν ἐπίσημη θέση τῆς Ἐκκλησίας.
Πάντως δὲν μποροῦν νὰ κρυφθοῦν στὶς ἐπίσημες κοινὲς Δηλώσεις, ὁμιλίες
κ.λ.π οἰκουμενιστικὲς ἐκδηλώσεις, ἐκεῖ τὰ πάντα φανερώνονται...
Σημειωτέον ὅτι ὅλες οἱ οἰκουμενιστικὲς θέσεις πρωτοεμφανίζονται
στὴ Δύση καὶ ἔπειτα ἀκολουθοῦν καὶ οἱ ἡμέτεροι. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς
καταφεύγουμε στὶς πηγές, ποὺ ἐξ ἀνάγκης εἶναι δυτικές (καὶ γι᾽ αὐτὸ καὶ
ἄγνωστες στοὺς πολλούς).
[43]Congregation
For The Doctrine Of The Faith, Letter To The Bishops Of The Catholic
Church On Some Aspects Of The Church Understood As Communion, Ρὠμη 28 Μαΐου 1992, βλ. σημ. 21. Τὸκείμενο ἀπηχεῖ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐκτάκτου παπικῆς συνόδου τοῦ 1985, κατὰ τὴν ὁποίαἐπιβεβαιώθηκε καὶ ἐνισχύθηκε ἡ δέσμευση τοῦ παπισμοῦ στὴν ἐκκλησιολογία communio τῆς Β´ Βατικανῆς.
[44] “in every particular Church "the one, holy, catholic and apostolic Church of Christis truly present and active".
For this reason, "the universal Church cannot be conceived as the sum
of the particular Churches, or as a federation of particular Churches".
It is not the result of the communion of the Churches, but, in its
essential mystery, it is a reality ontologically and temporally prior to
every individual particular Church”.(9/a). Καὶ λίγο πιὸ κάτω: “the Church that is one and unique, precedes creation, and gives birth to the particular Churches as her daughters. She expresses herself in them”(9/b). Ἐπίσης, “From the Church, which in its origins and its first manifestation is universal, have arisen the different local Churches, as particular expressions of the one unique Church of Jesus Christ.” (9/c). Νὰ σημειωθεῖ τέλος ὅτι στὸ παπικὸ κείμενοἀκολουθεῖ ἀμέσως μετὰ ἡ σύνδεση βαπτισματικῆς θεολογίας καὶ Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας (10/a),ἄλλη μία κοινὴ θέση τῶν οἰκουμενιστῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσης. Περισσότερα στὸ τμῆμα γιὰ τὸ κείμενο τῶν Σχέσεων.
[45] Ἀναγνωρίζονται ἔτσι οἱ “Μεγάλες Σύνοδοι” ὡς ἕνα δεύτερο ἐπίπεδο κύρους, διακριτὸ ἀπὸτὸ πρῶτο, τὸ οἰκουμενικό.
[46]Ἄλλο ἕνα κρίσιμο στοιχεῖο τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς ἐκκλησιολογίας εἶναι αὐτὸ τῆς “νομίμου διαφορετικότητος”
(legitimate diversity), βλ. Ut Unum Sint 54/a, καὶ Κοινὴ Δήλωσις, πάπα
Φραγκίσκου καὶ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, Ἱεροσόλυμα 2014.Τὸ ζήτημα
συνδέεται μὲ τὴν ἐκκλησιολογία τῶν “ Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν”. Βλ. ἀνάλυση στὸ τμῆμα γιὰ τὸ κείμενο τῶν Σχέσεων.
[47]Mansi 17a, 493 πρᾶξις Ε´. Βλ. καὶ Καρμίρη, ὅ.π. τ. Α´ σελ. 269
[48]Μήπως
ὅλα αὐτὰ γίνονται ἕνεκα τῆς δεδηλωμένης εἰκονομαχικῆς θεολογίας τῶν
ποικίλων προτεσταντῶν, ποὺ κατὰ τὰ ἄλλα καὶ αὐτοί, εἶναι “ἀδελφοί” τῶν
οἰκουμενιστῶν;
[49]Ἀναφερόμαστε βεβαίως στὸν ιε´ κανόνα της, ὁ ὁποῖος διαλαμβάνει τὰ δέοντα πράττειν γιὰ τοὺς πιστούς, στὴ περίπτωση αἱρετικοῦ ποιμένος.
[50]ΚαρμίρηἸω., Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τ. Β´, 1968 σελ. 920(1000)
[51]Τὸ
ὀγκῶδες Διάταγμα εἶχε ὡς ὑπότιτλο, Ποιμαντικὸ Σύνταγμα περὶ τῆς
Ἐκκλησίας στὸν σύγχρονο κόσμο (Pastoral Constitution on the Church in
the Modern World).
[52]Τοῦτο θὰ ἀποτελέσει ξεχωριστὴ μελέτη.
[53]Βλ.
Καραγεωργοῦ Βασ., Ἡ Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιος τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε´ πρὸς
τοὺς Ἑπτανησίους, Ἀνάτυπο χαριστηρίου τόμου πρὸς τιμὴν τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου Βαρθολομαίου Α´, Ἀθήνα 2000
[54]Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν Κόσμον, εἰς τὸ ἑξῆς Σχέσεις
[55]Τὸ Μυστήριον τοῦ Γάμου καὶ τὰ κωλύματα αὐτοῦ, εἰς τὸ ἑξῆς Γάμος
[56]Ἡ Σπουδαιότης τῆς Νηστείας καὶ ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον, εἰς τὸ ἑξῆς Νηστεία
[57]Ἁγ. Νικηφόρου Πατριάρχου Κων/λεως, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τοῦ ἐκτεθέντος ὅρου τῆς συνόδου τοῦ 815, κεφ. 5,1-5,19 (σελ. 9)
[58]Πάντοτε ἡ χρήση τῆς οἰκονομίας γινόταν “ἄχρι καιροῦ” καὶ ποτὲ δὲν λάμβανε μόνιμο χαρακτήρα.
[59]Ἑγκράτεια
ὄχι μόνον στὶς τροφές (νηστεία), ἀλλὰ ὡς συνολικὴ ὑπακοὴ στὸ ὑπάρχων
ἁγιοπνευματικὸ πλαίσιο ποὺ καθορίζεται ὑπὸ τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ ἐν
γένει τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας· ἐπὶ παραδείγματι, ὅσον ἀφορᾶ τὸ
γάμο, ἀνάγκη ὑπακοῆς στὰ διαλαμβάνοντα ὑπὸ τοῦ οβ´ κανόνα τῆς Πενθέκτης
ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
[60]Στὰ κείμενα τῆς Κρήτης ὁ ὅρος “αἱρετικός” ἔχει πλήρως ἐξοβελισθεῖ καὶ ἀντ᾽ αὐτοῦ ἔχει εἰσαχθεῖ αὐτὸς τοῦ “ ἑτεροδόξου”.
[61]Νὰ σημειώσουμε ὅτι τὸ πρόβλημα μὲ τοὺς γάμους, δὲν εἶναι διόλου καινούργιο, ξεκινᾶ κυριολεκτικὰ μὲ τὶς ἀπαρχὲς τῆς Ἐκκλησίας.
[62] Catechism of the Catholic Church, Libreria Editrice Vaticana, 20112
[63] “Through ecumenical dialogue Christian communities in many regions have been able to put into effect a common pastoral practiceformixed marriages.
Its task is to help such couples live out their particular situation in
the light of faith, overcome the tensions between the couple’s
obligations to each other and towards their ecclesial communities, and encourage the flowering of what is common to them in faith and respect for what separates them.”
[64] Ἡ
ὁποία μέσω ἀσήμαντων διαφοροποιήσεων στὶς λεπτομέρειες μετεκεντρίστηκε
καὶ στὸ χῶρο τῆς ὀρθόδοξης ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, καὶ πλέον θεωρεῖται ὡς
ἡ αὐθεντικὴ ἔκφρασις τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας.
[65]“However, one cannot charge with the sin of the separation those
who at present are born into these communities [that resulted from such
separation] and in them are brought up in the faith of Christ, and the
Catholic Church accepts them with respect and affection as brothers.... All who have been justified by faith in Baptism are incorporated into Christ; they therefore have a right to be called Christians, and with good reason are accepted as brothers in the Lord by the children of the Catholic Church.”
[66]Ὅ.π.
Catechism of the Catholic Church, §1635,“According to the law in force
in the Latin Church, a mixed marriage needs for liceity the express
permission of ecclesiastical authority. In case of disparity of cult an
express dispensation from this impediment is required for the validity
of the marriage. This permission or dispensation presupposes that both
parties know and do not exclude the essential ends and properties of
marriage; and furthermore that the Catholic party confirms the
obligations, which have been made known to the non-Catholic party, of
preserving his or her own faith and ensuring the baptism and education of the children in the Catholic Church.”
[67]Ἔκδοσις τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν τοῦ Βόλου τὸ 2014, σὲ συνεργασία μὲ τὸ ΠΣΕκαὶ πρόλογο τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου. Ὅλες οἱ μελέτες εἶναι στὴν ἀγγλική.
[68]Bassam Nasif / Pekka Metso, The Issue of Mixed Marriges – Canonical and Pastoral Perspectives σσ. 794-800.
[69]Ἀναφορὰ στὸν οβ´ κανόνα τῆς Πενθέκτης τοῦ ἔτους 692
[70]Νὰ σημειωθεῖ πάντως ὅτι οὐδαμοῦ χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος “οἰκονομία”, καὶ τοῦτο διότι θὰἔπρεπε: α) νὰ ἔχουν καλῶς καθοριστεῖ τὰ ὅριά της καὶ ὁ ἀκριβὴς χαρακτήρας της, καί β) νὰ ἔχειθεσμοθετηθεῖ μέσω σχετικοῦ συνοδικοῦ κανόνος.
[71]Γεδεὼν Μανουήλ, Κανονικαὶ διατάξεις, τ. Α´, Κωνσταντινούπολις 1889, σσ. 38-40
[72]Σάββα Ἱερομονάχου, Συνοδικὴ πρὸς Μησυναίους(sic) Ἐπιστολή, εἰς Ἐπιστολὴ πρὸς Σίλβεστρον Πατριάρχην περὶ Πασχαλίου, Ἀθήνα 1924, σσ 42-46,
[73]Ζητοῦσαν, “καταλύειν καὶ ἐσθίειν ὀψάρια ἀνυποστόλως
ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης τεσσαρακοστῆς, τῆς πρὸ τῶν ἁγίων
παθῶν τοῦ Κυρίου, καὶ ἐν πάσαις παραμοίως ταῖς τετράδαις καὶ παρασκευαῖς
τοῦ ἐνιαυτοῦ,” προβαλλόμενοι “στέρησιν καὶ σπάνιν πάντων ἐδωδίμων
θαλαττίων ὀστρακοδέρμων·”. Ὡς πρόσθετο λόγο προέτασσαν ἐπίσης ὅτι, “τὸ
πλεῖστον τοῦ χρόνου ὁδοιπορίαις”, συνεχεῖς καὶ λοιπὲς κακουχίες καὶ
ἀνάγκες κατατρύχονταν, ὥστε πλέον διά “τὴν τοιαύτην ταλαιπωρίαν καὶ
χαλεπότητα” τοὺς ἦταν ἀδύνατον νὰ νηστεύουν. (σελ. 43)
[74]Τί
θὰ ἔλεγε ἄρά γε σήμερα ὁ τρανὸς οὖτος Πατριάρχης ἐὰν διάβαζε ὅτι
ἁμαρτάνει ὅποιος δὲν δέχεται τὴν διὰ τοῦ οἰκουμενισμοῦ προσπάθεια
ἀποκαταστάσεως τῆς “ἑνότητος”;
[75]PG 95, 64-72
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.